Στιγμιότοποι, 2

Βραζιλία

Μετρό Βίλα Μανταλένα, Σάο Πάουλο, Βραζιλία
Κατέτε, Ρίο ντε Ζανέιρο, Βραζιλία

Δεν είναι και λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως στη Βραζιλία η πληθυσμική επιμειξία και η πολιτιστική ποικιλία, με την πάροδο του χρόνου, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του φλερτ και του πειράγματος. Τα έχουν αναβαθμίσει και τα έχουν αναγάγει σε εθνικό σπορ, σε σεβαστή επιστήμη. Υψηλή τέχνη της καθημερινότητας, προσιτή σε όλους. Καθοριστική. Δεν έχουν κι άδικο, νομίζω.

*

Mπήκε φουριόζα στο σταθμό Σουμαρέ. Κυριλέ συνοικία. Χώθηκε στη δροσιά του αιρ κοντίσιον αλαλιασμένη από τον αδυσώπητο ήλιο των τροπικών και τη ρύπανση της μεγαλούπολης. Εγώ είχα μπει δυο στάσεις πριν, στο σταθμό Κονσολασάο. Είχα ήδη κάπως συνέλθει.
Την κοίταξα. Μαζί μ' εμένα και το μισό βαγόνι. Φάτσα ερωτόπληκτης. Όχι δεν ήταν η μουλάτα με τα τορνευτά οπίσθια, τα ίδια πάντα σε όλες. Έργο τορναδόρων από την ίδια «σχολή», όπως μου είχε πει κάποτε κάποιος Βραζιλιάνος. Τη μεγάλη του έθνους σχολή της πλαστικής χειρουργικής. Τελικά οι μουλάτες φαίνεται πως υπάρχουν για να αρέσουν στους ξένους. Αυτή εδώ όμως ήταν τύπος που αρέσει στους Βραζιλιάνους. Ψηλή, με υπόλευκο θαμπό δέρμα που φέγγιζε, αδιόρατα σπαστά κατάμαυρα μαλλιά κομμένα κοντά, γωνιώδη ζυγωματικά, πράσινα μάτια. Ελαφρώς σχιστά. Καλό κράμα. Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε αυτάρεσκα τον ιδρώτα από το πρόσωπό της, τα μπράτσα της, τα μπούτια της κάτω από σορτς. Με αυτή τη σειρά.

Κατέβηκε στον επόμενο σταθμό, τον τερματικό. Βίλα Μανταλένα. Την ακολούθησα από μικρή απόσταση· διακριτικά, για να δω τις αντιδράσεις του (αντρικού) πληθυσμού. Στα τραπεζάκια της καφετέριας διέκρινα μια αντροπαρέα. Χυμένοι τους όλοι -οι χλέμπουρες- στις πλαστικές καρέκλες κάτω από τις ομπρέλες. Στράφηκαν και την κοίταξαν. Μπαϊλντισμένοι. Απολάμβαναν (;) τη ραστώνη του μεσημεριού. Ένας τους, ο πιο ανοικονόμητος από όλους, θαρρείς από καθήκον, μπήκε στον κόπο και της πέταξε:

– Για πού;

Περίμενα να τη δω να ταχύνει, αδιάφορη τάχα, το βήμα είτε να του αμολάει καμιά χοντράδα. Στάθηκε, στράφηκε προς το μέρος του, τον κοίταξε, χαμογέλασε και του είπε:

– Για εκεί που εσύ ποτέ δε θα ‘ρθεις.

*

Περπατούσα πρωί στο Κατέτε. Μια μεσοαστική και εμπορική γειτονιά του κέντρου. Εύκολα θα έβρισκα κάποιο κατάστημα υποδημάτων. Γιατί τα αθλητικά μου είχαν ανοίξει μετά τη χθεσινή νεροποντή. Μπήκα σε ένα μικρό συνοικιακό και κάπως παλιοκαιρίτικο μαγαζί. Οι δυο υπάλληλοι – το γένος θηλυκό– χύμηξαν καταπάνω μου. Σα να είχαν πολύ καιρό να δουν πελάτη. Η μία, στα σαρανταφεύγα, με κοψιά και φορεσιά ζουρλοπαντιέρας, με ρώτησε όλο νάζι τι θέλω. Η άλλη, τριανταπεντάρα, με αδιάφορο ντύσιμο, με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και μου έδειξε πού είναι τα αθλητικά. Της ένευσα να με συνοδεύσει.

–  Φυσικά όλα εδώ είναι κινέζικα, μου είπε αφοπλιστικά.
– Δε με εκπλήσσει, απάντησα (αφοπλιστικά).

Σα να πρόσεξε την προφορά μου, με ρώτησε από πού είμαι. Της είπα. Στο μεταξύ είχα διαλέξει κάτι πράσινα, τα ζήτησα στο νούμερό μου, τα δοκίμασα και ρώτησα την τιμή.

–  Όμορφο χρώμα, είπε.

Μετά μου είπε και την τιμή. Ακριβούτσικα για κινέζικα.

– Όμορφο πράσινο σαν της σημαίας, απάντησα.
– Όμορφο σαν τα μάτια σας, είπε ήρεμα. (Δεν έχω πράσινα μάτια).
– Θα μου κάνετε και μια όμορφη τιμή; απάντησα γελώντας. Δεν είμαι σίγουρος αν θα τα πάρω.
– Θα έχετε έκπτωση αν κι εσείς με πάρετε μαζί σας στην Ελλάδα!

Και με οδήγησε με το βλέμμα της στο ταμείο. Ήταν προφανές πως ταμίας ήταν το αφεντικό, ο ιδιοκτήτης.

– Κάντε μια έκπτωση στον κύριο από δω, για να με πάρει μαζί του στην Ελλάδα, αξίζει τον κόπο, είπε κοιτώντας με.
(Ποιος, τι αξίζει;)
– Αν μου κάνετε καλή έκπτωση, δε θα την πάρω μαζί μου. Είναι πολύ καλή πωλήτρια… να μη σας τη στερήσω.

Πωλήτρια και αφεντικό με κοίταξαν· με κατανόηση (;). Τα πήρα τα παπούτσια, ο ταμίας μου έκοψε το τριάντα τοις εκατό.
Με την πωλήτρια ανταλλάξαμε ευχαριστώ.

Προς ακρόαση, 45’’ μετά την ανάγνωση:

«Κύφωνας»
«Κύφωνας»

Κοντά στο Πελορίνιου, Σαλβαδόρ ντε Μπαΐα, Βραζιλία

Η πρώτη μου διανυκτέρευση στο Σαλβαδόρ ντε Μπαΐα διακόπηκε τα άγρια χαράματα από τον ήχο τυμπάνων. Σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα στο δρόμο. Είχα διαβάσει, προ αμνημονεύτων χρόνων, στο βιβλίο του ελβετού κοινωνιολόγου Ζαν Ζιγκλέρ «Οι ζωντανοί και ο θάνατος» πως στο Σαλβαδόρ, άμα κάποιος αρχίσει να χαροπαλεύει αρχίζουν να βαράν τα τύμπανα για να το μάθουν οι γείτονες και να βοηθήσουν, νοερά, την ψυχή του να «φύγει». Ήθελα να δω τι έτρεχε. Και να πιω καφέ. Τα καφενεία όλα κλειστά στο τουριστικό Πελορίνιου.
Κατηφορίζοντας προς το λιμάνι είδα έναν νεαρό μαύρο. Ρακένδυτο.

– Καλημέρα, ποιος πεθαίνει; τον ρώτησα.

Τα μάτια του άστραψαν από χαρά.

– Η κοπέλα μου… Τη δάγκωσε πριν μια ώρα μια αράχνη νάαα!!!, στη φαβέλα… είπε σχηματίζοντας με τα χέρια του το σχήμα ενός μικρού καρπουζιού. Και συνέχισε:

– Η αράχνη είναι πολύ δηλητηριώδης –κουνούσε τα χέρια του και το ένα πόδι σαν τα πόδια αναποδογυρισμένης αράχνης, ίσως για να βεβαιωθεί πως τον καταλάβαινα- μπορείς να με βοηθήσεις; Το αντίδοτο πρέπει να το πάρει αμέσως τώρα , κι είναι πανάκριβο, είπε.

Αμέσως μετά πρόσθεσε ένα νούμερο που αντιστοιχούσε στην αξία δυο καλών γευμάτων σε τουριστικό εστιατόριο. Με βρήκε μπόσικο. Του έδωσα άσκεφτα το αντίτιμο ενός γεύματος σε τουριστικό εστιατόριο. Ευχαρίστησε και κίνησε να φύγει.

– Μια στιγμή, του είπα. Πού μπορώ να πιω καφέ τέτοια ώρα;

Με έδειξε στο βάθος έναν φούρνο όπου έπιναν (άθλιο) καφέ και έτρωγαν ψωμί το πρωί οι εργαζόμενοι.

Το είδα το απόγεμα στο Πελορίνιου να συνοδεύει μια ωραία μουλάτα. Μου έγνεψε κάτι σα χαιρετισμό και τάχυνε το βήμα. Πλησίασα την κοπέλα.

– Τι έγινε τελικά με την αράχνη; τη ρώτησα.
– Ποια αράχνη; ρώτησε απορημένη.

Δεν έχει σωτηρία αυτή η πόλη, ούτε οι κάτοικοί της. Κάποτε την έλεγαν Soteropole (και τους κατοίκους της soteropolitanos – τους λένε έτσι ακόμα) οι λογιότατοι ιερωμένοι, και όχι μόνο, της εποχής της αποικιοκρατίας και της δουλείας. Κάποιους αιώνες πριν. Ορμώμενοι από τη σημασία της λέξης Σαλβαδόρ στα ελληνικά.

Αυτό σκεφτόμουν, την ίδια εκείνη μέρα το βράδυ, έχοντας δει πολλή μιζέρια μαζεμένη, και απόγνωση, στην περίφημη εύθυμη πόλη. Πόλη απογόνων μαύρων σκλάβων. Πόλη του καρναβαλιού, του ξεφαντώματος, των άπειρων μουσικών ρευμάτων και της καποέιρα. Για τους ξένους, τους θεατές. Σήμερα. Πρώτη πρωτεύουσα της Βραζιλίας. Ο Ευκλείδης, ο ωραίος μαύρος πανεπιστημιακός φίλος μου, με καληνύχτησε στην έξοδο του μπαρ λέγοντάς μου:

– Τελικά δεν το δοκίμασες το σουρουρού!

– Άλλη φορά, δεν το έχω ανάγκη απόψε.

(Το σουρουρού είναι ένα καυτερό υγρό σαν πηχτή σούπα, από το ζωμό ενός ντόπιου μαλάκιου. Θεωρείται ισχυρό αφροδισιακό. Κάτι σαν τα στρείδια των Ευρωπαίων… Πίνεται καυτό, συνοδεύοντας συχνά το βραδινό ποτό).

Περιέφερα το βλέμμα μου στον Κόλπο των Αγίων Πάντων με τις άπειρες σπαρμένες εκκλησιές. Από τους Πορτογάλους, κάποιους αιώνες πριν. Παντού λαμπύριζαν φωτάκια. Ρέμβασα για λίγο. Τελικά έφερα το βλέμμα μου εκεί που πίστευα πως ήταν ο μυχός του κόλπου. Αδιόρατα αόρατος μες στη μαυρίλα της νύχτας. Και στην υγρασία.

Ανηφόρισα προς την κάτω μεριά του Πελορίνιου, σημείο συσσώρευσης των ξενύχτηδων. Στα τραπεζάκια στα δρομάκια και τις πλατείες. Είχα μεταμεσονύχτιο ραντεβού. Το Πελορίνιου είναι το ιστορικό κέντρο της πόλης. Πελορίνιου είναι η πορτογαλική λέξη για τον κύφωνα, το ξύλινο πλέγμα όπου δένανε τους μαύρους σκλάβους. Έτσι τους ακινητοποιούσαν καθιστώντας πιο άνετο μαστίγωμα σε κοινή θέα, προς παραδειγματισμό άλλων μαύρων. Και προς μεγάλη απόλαυση των θεατών. Τότε.

Ήταν πολύ αργά. Οι τουρίστες είχαν τρυπώσει στα καλά ξενοδοχεία μακριά από το κέντρο. Ασφαλή. Οι λιγοστοί ντόπιοι είχαν χωθεί στα μπαράκια τους, όπου οι ξένοι δεν πατούσαν. Τα θεωρούσαν κακόφημα, ανθυγιεινά ή και επικίνδυνα. Καθότι ταπεινά, καθόλου clean, πνιγηρά, γεμάτα ντόπιους που μύριζαν φτηνό αλκοόλ. Μαύρους κυρίως.

Έψαξα να βρω τους πρόσφατους φίλους μου, γιατρούς από το συνέδριο. Δυσκολεύτηκα να τους εντοπίσω. Το φως λιγοστό, γύρω τους σμάρι οι ντόπιοι κάθε ηλικίας και φύλου. Όλοι τους όλο και κάτι πρόσφεραν απεγνωσμένα στους λιγοστούς έσχατους τουρίστες. Τους νυχτωμένους. Τι; Τα πάντα: Το κορμί τους, κόκα, χόρτο, σουβενίρ, βότανα, χειροποίητα κοσμήματα. Kαι πάμπολλες αναμνηστικές χρωματιστές κορδελίτσες για τον καρπό – λειτουργούσαν ως «μαρτυρίκια» για την επίσκεψη στη Βασιλική του θαυματουργού Αφέντη Χριστού του Bom Fim, δηλ, της Ευοδώσεως. Αλλά και μικρούς καμβάδες σε ρολό με πίνακες λαϊκής ζωγραφικής, πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους. Πολλοί προσφέρονταν ακόμη και να ανοίξουν τα μαγαζάκια τους νυχτιάτικα. Είχαν τρόπους: έπαιρναν το λόγο ένας-ένας. Είχαν τον τρόπο τους για να προσεγγίζουν τον ξένο.
Οι φίλοι μου την είχαν γλιτώσει σχετικά φτηνά. Δε μίλαγαν γιατί δεν ήξεραν πορτογαλικά. Έκανα το λάθος και μίλησα. Το σμάρι πλήθυνε, ξανάρθανε κι αυτοί που είχαν απελπιστεί και είχαν σκορπίσει στα σοκάκια. Και άρχισαν τα κομπλιμέντα: πως μιλώ τάχα τη γλώσσα τους σαν δημότης του Σάο Πάουλο –οποία τιμή– ή και Πορτογάλος ακόμα. Απελπισία. Η πόλη τούτη δεν είχε σωτηρία.
Πλησίασε κι ένας σκελετωμένος και συνεσταλμένος νεαρός μαύρος. Τα μάτια του φωτεινά και κατακόκκινα. Αραιά τα μακριά μαλλιά του. Βαμμένα ξανθά. Του έφταναν μέχρι τη μέση. Άνοιξε το λεκιασμένο σεντόνι που τον τύλιγε. Για να καλύπτει απαλά το γεμάτο κόκκινες πληγές ολόγυμνο σώμα του. Μας τραγούδησε παράφωνα ένα τραγούδι του Ney Matogrosso. Μας είπε πως είχε έιτζ και ήθελε βοήθεια. Κοιμόταν στο δρόμο. Κοιταχτήκαμε. Δεν ανταλλάξαμε τις μύχιες σκέψεις μας. Ζητήσαμε εν χορώ λογαριασμό έτοιμοι για να φύγουμε.
Το μάτι μου πήρε έναν τοσοδά μπόμπιρα με ένα βρακί ακαθορίστου χρώματος. Κάτι έκανε στο δρόμο πολύ κοντά μας. Μετά ήρθε σε μας. Άφησε με κόπο μια κοτρώνα σε μια άδεια καρέκλα δίπλα μας, ανέβηκε στην καρέκλα, πήρε την κοτρώνα που είχε ξηλώσει από το λιθόστρωτο και την άφησε στο τραπεζάκι μας. Πλάι στις μπύρες.

– Grande pedra valiosa {μεγάλος πολύτιμος λίθος }, δήλωσε θριαμβευτικά.

Έδωσε ρέστα! Εμείς, αντί για τα ρέστα, του δώσαμε ο καθένας από κάτι, γενναιόδωρα, για τον άθλο του. Άφησε τα λεφτά στο τραπέζι. Είπε πως ήταν νηστικός όλη μέρα. Ζήτησε να του αγοράσουμε κάτι από τα στενοσόκακα παρακάτω. Του ίδιου δε θα του έδιναν, θα θεωρούσαν τα λεφτά κλεμμένα. Το γκαρσόνι έφερε τα ρέστα και είπε αδιάφορα πως το μαγαζί δε σέρβιρε τέτοια ώρα. Και πως τα στενοσόκακα ήταν επικίνδυνα μετά τη δύση του ήλιου. Ο μπόμπιρας προφέρθηκε για συνοδεία και προστασία. Σηκώθηκα και τον ακολούθησα. Με οδήγησε σε μια ρυπαρή τρύπα, ένα φαγάδικο για ξενύχτηδες. Του αγόρασα ένα σωρό λιγδιάρικα πιττάκια σε ένα μεγάλο χωνί από εφημερίδα. Στο δρόμο ο μικρός μου είπε πως λεγόταν Ζε και πως όταν μεγάλωνε θα είχε και καλή κόκα να μας πουλήσει. Ο αδερφός του ήταν ανερχόμενος ντίλερ.
Επιστρέψαμε σώοι.

Προς ακρόαση:

Help στην Κοπακαμπάνα, Ρίο ντε Ζανέιρο, Βραζιλία

– Να καθίσω; (στα αγγλικά)
– Κάθισε (στα πορτογαλικά).

Την είχα ήδη κόψει, καθώς ερχόταν. Διστακτικά; Αποφασιστικά; Γύρω στα τριάντα, με μπλου τζιν, κρεμ μπλούζα και ντιζαϊνάτες (βραζιλιάνικες) σαγιονάρες, καστανή, χαμογελαστή, ελαφρώς γεμάτη και απροσποίητα ντροπαλή.

– Ξένος;
– Nαι.
– Για δουλειά ή για τουρισμό;
– Και για τα δυο. Δε ρώτησες όμως από πού είμαι.
– Α, ναι…
Της είπα.
– Ωραία. Εμένα πάνε έξη μήνες που με παράτησε ο άντρας μου για μια μικρή. Έχω δυο παιδιά και δυσκολεύομαι…
– …
– Να σου κάνω παρέα στο Ρίο; Το ξέρω καλά, εδώ γεννήθηκα, στο Φλαμένγκο. (Γνωστό το έργο).
– Δεν έχει νόημα, φεύγω αύριο (αλήθεια ήταν).
– …
– Γιατί δε μιλάς;
– Θα με κεράσεις μια μπύρα;
– Βεβαίως.
– Να πάω να την παραγγείλω μέσα; Το σέρβις είναι για κλάματα. Δε θα έρθουν ποτέ. Θες άλλη καϊπιρίνια;
– Όχι ακόμα.

Σηκώθηκε.

(Το Ηelp είναι καφετέρια, μπαρ και night club της παραλίας. Εδώ οι ντόπιες αγρεύουν μοναχικούς – και όχι μόνο– ξένους. Δε θα τις έλεγες πόρνες, μάλλον freelance συνοδούς ανδρών. Καμιά φορά το μόνο που προσδοκούν είναι να περάσουν καλά παρέα με τον ξένο, να απολαύσουν, για λίγο έστω, μια ζωή που μόνες τους ούτε να ονειρευτούν δεν τολμούν).

Ήρθε. Με μια μπύρα.
Σε λίγο οι μπύρες έγιναν δύο και οι καϊπιρίνιες τρεις. Ειπώθηκαν πολλά και διάφορα. Ανάλαφρα. Η κοπέλα είπε και πως είχε ξεκινήσει να σπουδάζει διεθνείς σχέσεις σε ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο. (Και στο μπαρ έκανε practice· απόδιωξα γρήγορα την ειρωνική σκέψη). Αυτή, στο μεταξύ, έριχνε κλεφτές ματιές σε μια μουλάτα δυο τραπέζια παραπέρα. Και εκείνη κοίταζε πού και πού προς το μέρος μας. Η ομοτράπεζή μου ένιωσε την ανάγκη να δώσει εξηγήσεις:

– Δεν την αντέχω πια, είπε κοιτάζοντας κατά τη μουλάτα. Δεν παύει να μου κοπανάει πως είμαι εντελώς άχρηστη. Η αλήθεια είναι πώς δύσκολα σταυρώνω συνοδό. Δεν κλείνω εύκολα ραντεβού… Εγώ όμως είμαι εκλεκτική! Ενώ αυτή… Να σου κάνω λοιπόν παρέα στο Ρίο;
– Μα σου είπα πως φεύγω αύριο. Πρωί-πρωί.
– …
Πίναμε. Ο κόσμος άρχιζε να αραιώνει.
– Καιρός να πάω στο ξενοδοχείο μου. Σου τρώω το χρόνο άδικα.
– Μια στιγμή.

Η κοπέλα έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσάντα της, έγραψε κάτι επιδεικτικά, το δίπλωσε και μου το έδωσε επιδεικτικότερα.
Το φύλαξα.

– Ευχαριστώ για τις μπύρες. Θα σου ζητήσω μια χάρη. Φίλα με στο στόμα με πάθος. Εδώ που είμαστε. Μετά θα φύγω. Πρώτη εγώ.

Κατάλαβα. Έριξα μια ματιά στην μουλάτα απέναντι που είχε καρφωθεί πάνω μας. Η συνενοχή έχει πάντα κάτι το ερωτικό, σκέφτηκα.
Tην φίλησα ξαφνικά, με πάθος.
Από τα πιο θερμά φιλιά στη ζωή μου.

Στο ξενοδοχείο θυμήθηκα το χαρτάκι. Το ξεδίπλωσα και το διάβασα: Σεσίλια. Τίποτα άλλο.

Εν είδει soundtrack (υπάρχει αγγλική μετάφραση στο διαδίκτυο)


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: