Steppe by steppe, Ιντερμέδιο


Βοκ­ζάλ,

έτσι απο­κα­λούν συ­νή­θως τον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό στις χώ­ρες που προ­έ­κυ­ψαν από την ΕΣΣΔ. Το εί­χα μά­θει, πά­νε κά­ποια χρό­νια, στη Ρω­σία· από αγ­γλο­μα­θή Ρώ­σο που εί­χα ρω­τή­σει. Αρ­χι­κά, εί­χε ξε­στο­μί­σει την «επί­ση­μη» ρω­σι­κή ονο­μα­σία: «ζε­λεζ­να­ντα­ρόζ­να­για στάν­τσι­για» (το πρώ­το ζ πα­χύ). Βλέ­πο­ντας την από­γνω­ση να δια­γρά­φε­ται στο πρό­σω­πό μου, έσπευ­σε να προ­σθέ­σει πως η συ­νη­θέ­στε­ρα χρη­σι­μο­ποιού­με­νη λέ­ξη, και με δια­φο­ρά μά­λι­στα, ήταν «βοκ­ζάλ»… «Πά­λι κα­λά», εί­πα τό­τε από μέ­σα μου. Και το ξα­να­λέω.

Σε μια χώ­ρα όπως η Ρω­σία εί­ναι χρή­σι­μο να εί­σαι σε θέ­ση κά­θε ώρα και στιγ­μή να ρω­τή­σεις ρω­σι­στί τον κα­θέ­ναν πού εί­ναι ο σι­δη­ρο­δρο­μι­κός σταθ­μός. Όχι μό­νο στη Ρω­σία, αλ­λά και στις ουκ ολί­γες χώ­ρες που προ­έ­κυ­ψαν (ή ανέ­κυ­ψαν;) όταν και επει­δή έπα­ψε να υφί­στα­ται η Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση. Όπως τα –σταν. Χώ­ρες όπου τα ρω­σι­κά απο­τε­λούν (συν)επί­ση­μη γλώσ­σα ή λει­τουρ­γούν ως μια ευ­ρύ­τα­τα δια­δε­δο­μέ­νη lingua franca. Εί­ναι πο­λύ χρή­σι­μο να μπο­ρείς να κά­νεις στις χώ­ρες της τέ­ως ΕΣΣΔ στα ρω­σι­κά την ερώ­τη­ση για δυο λό­γους:
Πρώ­τον, επει­δή οι αγ­γλο­μα­θείς στα μέ­ρη αυ­τά σπα­νί­ζουν. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροί τους εί­ναι αρ­κε­τά νε­α­ρής ηλι­κί­ας, δεί­χνουν να επεί­γο­νται να ζή­σουν· πα­ρό­τι έχουν όλο τον και­ρό μπρο­στά τους, ως εί­θι­σται να λέ­γε­ται. Με τι καρ­διά λοι­πόν να τους χα­σο­με­ρή­σεις, κά­νο­ντας ερω­τή­σεις; Έστω και αν αυ­τοί ρω­τούν συ­χνά εσέ­να, γε­μά­τοι κα­τα­νό­η­ση για τις δυ­σκο­λί­ες που αντι­με­τω­πί­ζει ο ξέ­νος. Κα­θό­τι εί­ναι, κά­πως δια­κρι­τι­κά, αρ­κε­τά φι­λο­πε­ρί­ερ­γοι. Και πρό­θυ­μοι να συν­δρά­μουν τον επι­σκέ­πτη, τον ξέ­νο «τους»… να μην τον κα­κο­καρ­δί­σουν. Ιδί­ως σε κά­ποια μέ­ρη όπου ο ξέ­νος επι­σκέ­πτης σπα­νί­ζει. Τα οποία αφθο­νούν.
Κα­τά δεύ­τε­ρον, εί­ναι πο­λύ χρή­σι­μο επει­δή η Ρω­σία ήταν πά­ντο­τε και εί­ναι, σε με­γά­λο βαθ­μό, μια χώ­ρα των άκρων – ας θυ­μη­θού­με λί­γο τη ρω­σι­κή ρου­λέ­τα. Οπό­τε, με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων, εί­ναι και μία άκρως ηπει­ρω­τι­κή χώ­ρα. Όπως ηπει­ρω­τι­κές εί­ναι και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις με­τα­σο­βιε­τι­κές δη­μο­κρα­τί­ες. Κά­ποιες μά­λι­στα από αυ­τές, τα -σταν συ­γκε­κρι­μέ­να, υπερ­φα­λαγ­γί­ζουν σε ηπει­ρω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τη Ρω­σία: εί­ναι χώ­ρες πε­ρί­κλει­στες κα­τά την ορο­λο­γία του διε­θνούς δι­καί­ου, δη­λα­δή δεν τις ακου­μπά κα­θό­λου η θά­λασ­σα. Η πλειο­νό­τη­τα του πλη­θυ­σμού στα -σταν εί­ναι άν­θρω­ποι που δεν έχουν δει καν τη θά­λασ­σα. Στα μέ­ρη αυ­τά νιώ­θεις τη θά­λασ­σα πο­λύ πο­λύ μα­κριά σου και τη στε­γνή γη πο­λύ κο­ντά στο μπλε του ου­ρα­νού – και πο­λύ κο­ντά σου. Το έδα­φος μοιά­ζει να [ε](ξ)απλώ­νε­ται καλ­πά­ζο­ντας ξέ­φρε­να προς τη γραμ­μή του ορί­ζο­ντα. Τό­ποι ευ­ρύ­χω­ροι και αραιο­κα­τοι­κη­μέ­νοι. (Απο)ζη­τούν το τρέ­νο μπας και (συμ)μα­ζέ­ψουν κά­πως την… άπλα τους. Για να μα­ζευ­τούν. Να πε­ρι­μα­ζευ­τούν. Για να μην (εξ)απλω­θεί ασύ­δο­τη η απο­μό­νω­ση και η μο­να­ξιά. Το τρέ­νο τούς πα­ρέ­χε­ται απλό­χε­ρα και φτη­νά. Το απο­ζη­τά και ο ξέ­νος το τρέ­νο… Με απο­τέ­λε­σμα, πο­λύ συ­χνά, να το ανα­ζη­τά. Κά­πως βια­στι­κά και επει­γό­ντως κα­μιά φο­ρά. Συ­νι­στά­ται λοι­πόν με­τ’ επι­τά­σε­ως η απο­μνη­μό­νευ­ση της μα­γι­κής λέ­ξης: «βοκ­ζάλ».
Απλό. 

Με­γά­λο πρά­μα το τρέ­νο σε αυ­τές τις χώ­ρες με τις με­γά­λες στέ­πες, ίσως το κα­τ’ εξο­χήν, το πιο αγα­πη­τό μέ­σο με­τα­κί­νη­σης. Το (συν)αι­σθά­νε­σαι: το τρέ­νο ήταν και εξα­κο­λου­θεί να εί­ναι του συρ­μού. Πα­ρό­τι τα υπε­ρα­στι­κά λε­ω­φο­ρεία εί­ναι επαρ­κή, οι με­γά­λοι αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μοι, συ­νή­θως, πο­λύ υπο­φερ­τοί –ας εί­ναι κα­λά και η ισιά­δα της στέ­πας αλ­λά και οι Κι­νέ­ζοι που τους επι­σκευά­ζουν, στα πλαί­σια του mega project, του (νέ­ου) Δρό­μου του Με­τα­ξιού– και η βεν­ζί­νη φθη­νή. Όπως εί­ναι πλέ­ον (σχε­τι­κά) φθη­νά και τα ΙΧ· από ευ­ρω­παϊ­κές μάρ­κες, κα­τα­σκευα­σμέ­να σε διά­φο­ρες επι­κρά­τειες της τέ­ως ΕΣΣΔ, εί­τε από την Κί­να, την Ια­πω­νία και την Κο­ρέα (τη Νό­τια). Ήδη από τα χρό­νια των τσά­ρων, η Ρω­σία εί­χε φρο­ντί­σει να ανα­πτύ­ξει και να ανα­δεί­ξει ένα τε­ρά­στιο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό δί­κτυο που κά­λυ­πτε τις απέ­ρα­ντες εκτά­σεις της ρω­σι­κής γης όσο και τις σχε­δόν εξί­σου απέ­ρα­ντες εκτά­σεις της επέ­κτα­σής της στη Σι­βη­ρία και στα –σταν. Τις οποί­ες με­ρί­μνη­σε να επ-/απ-οι­κί­σει συ­στη­μα­τι­κά. Και να εκρω­σί­σει μέ­χρις ενός ση­μεί­ου. Και στη συ­νέ­χεια να εκ­σο­βιε­τί­σει. Εν πολ­λοίς, ο εκ­σο­βιε­τι­σμός των ασια­τι­κών εδα­φών της ΕΣΣΔ (επ)ήλ­θε τσου­λώ­ντας πά­νω σε ρά­γες. Σή­με­ρα εί­ναι τα εδά­φη του «εγ­γύς εξω­τε­ρι­κού», έτσι απο­κα­λούν τα –σταν οι ρώ­σοι ιθύ­νο­ντες. Εδά­φη κρα­τών που ανα­δύ­θη­καν με(σα από) τη συ­ντε­ταγ­μέ­νη διά­λυ­ση της ΕΣΣΔ. Απέ­ρα­ντα.
Η Ρω­σία εί­χε ξε­κι­νή­σει, από την τσα­ρι­κή ήδη επο­χή, την κα­τα­σκευή της εμ­βλη­μα­τι­κής γραμ­μής του υπερ­σι­βη­ρι­κού. Η οποία ολο­κλη­ρώ­θη­κε επι­τυ­χώς κα­τά τη σο­βιε­τι­κή επο­χή. Και συν­δέ­θη­κε –πα­ρέ­χο­ντάς τους έτσι σύν­δε­ση και με τη Μό­σχα– με όλες τις πρω­τεύ­ου­σες αυ­τών των ασια­τι­κών δη­μο­κρα­τιών της Σο­βιε­τί­ας. Με τρέ­να εφά­μιλ­λα του υπερ­σι­βη­ρι­κού. Η σύν­δε­ση αυ­τή εί­ναι σε ισχύ και δρά­ση και σή­με­ρα, τώ­ρα που οι δη­μο­κρα­τί­ες αυ­τές εί­ναι πλέ­ον ανε­ξάρ­τη­τα κρά­τη. Οι συρ­μοί συν­δέ­ουν πό­λεις, κουλ­τού­ρες, θρη­σκεί­ες και δια­κι­νούν αν­θρώ­πους και ποι­κι­λώ­νυ­μα αγα­θά. Όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, το νυ­χτε­ρι­νό τρέ­νο της γραμ­μής που συν­δέ­ει την πρω­τεύ­ου­σα του Τα­τζι­κι­στάν Ντου­σά­μπε με τη Μό­σχα (αξιο­μνη­μό­νευ­το μέ­χρι των ημε­ρών μας για τις αξιο­ζή­λευ­τες πο­σό­τη­τες ηρω­ί­νης και οπί­ου που κα­τά­σχο­νταν εν κι­νή­σει – πα­λαιό­τε­ρα του­λά­χι­στον.) Το Τα­τζι­κι­στάν έχει εκτε­τα­μέ­να σύ­νο­ρα με το Αφ­γα­νι­στάν. Πά­ντως οι συρ­μοί γε­νι­κά σή­με­ρα δεν εί­ναι πλέ­ον πά­ντα ρω­σι­κής κα­τα­σκευ­ής. Λο­γι­κό και ανα­με­νό­με­νο.

Ξαφ­νι­κή ερώ­τη­ση: «Μα τι λέ­ξη εί­ναι αυ­τό το βοκ­ζάλ;». Η λέ­ξη «βοκ­ζάλ» –προ­φέ­ρε­ται κά­πως σαν «βακ­ζάλ», με το λ όπως στο σα­λο­νι­κιώ­τι­κο «χαλαρά»– εί­ναι αγ­γλι­κής ετυ­μο­λο­γί­ας. Προ­έρ­χε­ται από το σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό Vauxhall, στο νό­τιο Λον­δί­νο. Εντυ­πω­σια­σμέ­νος από τη γορ­γή εξά­πλω­ση των ατμο­κί­νη­των σι­δη­ρο­δρό­μων στην Αγ­γλία, ο τσά­ρος Νι­κό­λα­ος Α’ εί­χε στεί­λει στο Λον­δί­νο ένα κλι­μά­κιο εμπει­ρο­γνω­μό­νων να με­λε­τή­σουν το τρέ­νο. (Βέ­βαια, οι πιο πολ­λοί, μάλ­λον δεν θα εί­χαν ξα­να­δεί σι­δη­ρό­δρο­μο, αλ­λά πώς αλ­λιώς να τους πω;) Αυ­τά στα μι­σά του 19oυ αιώ­να. Οι εν λό­γω εμπει­ρο­γνώ­μο­νες εντυ­πω­σιά­στη­καν δια­πι­στώ­νο­ντας πως όλα τα τρέ­να του σι­δη­ρο­δρο­μι­κού δι­κτύ­ου της ΝΔ Αγ­γλί­ας στα­μα­τού­σαν στο σταθ­μό Vauxhall. Για­τί εκεί γι­νό­ταν ο έλεγ­χος των ει­σι­τη­ρί­ων, και όχι στον κε­ντρι­κό Waterloo. Κα­θό­τι εμπει­ρο­γνώ­μο­νες όμως, εξέ­λα­βαν το Vauxhall ως ένα εί­δος κόμ­βου, έναν κε­ντρι­κό σταθ­μό. Και υιο­θέ­τη­σαν το όνο­μά του για τους μελ­λο­ντι­κούς κε­ντρι­κούς σι­δη­ρο­δρο­μι­κούς σταθ­μούς στις πό­λεις της χώ­ρας τους. Πα­ρά­δειγ­μα δια­γλωσ­σι­κής και δια­πο­λι­τι­σμι­κής με­τω­νυ­μί­ας. Η ξέ­νη λέ­ξη ήρ­θε και ρί­ζω­σε. Σα να ήτα­νε θαρ­ρείς ρω­σι­κής κο­πής, ακου­στι­κής και αι­σθη­τι­κής. Χώ­ρια που χρη­σι­μο­ποιεί­ται ακό­μη και κα­τα­χρη­στι­κά, για τους κε­ντρι­κούς σταθ­μούς άλ­λων συ­γκοι­νω­νια­κών μέ­σων. Για πα­ρά­δειγ­μα, υπάρ­χει εν χρή­σει ο όρος «αβ­το­βακ­ζάλ», για τον προσ­διο­ρι­σμό του κε­ντρι­κού σταθ­μού των υπε­ρα­στι­κών λε­ω­φο­ρεί­ων. Στο Κα­ζάν της Ρω­σί­ας, πριν κά­ποια χρό­νια, πή­ρα το θάρ­ρος και έδρα­σα μι­μη­τι­κά, δη­λα­δή δη­μιουρ­γι­κά: υπο­βοη­θού­με­νος από νο­ή­μα­τα, ρώ­τη­σα πού εί­ναι ο река (=πο­τά­μι) Волга вокзал. Με κα­τά­λα­βαν! Με ανά­λο­γο τρό­πο μου έδω­σαν να κα­τα­λά­βω πού ήταν το κα­ρα­βά­κι για μια ολο­ή­με­ρη εκ­δρο­μή στο με­γά­λο αυ­τό… «ρυά­κι» (ρέ­κα).

Με­γά­λοι αιώ­νιοι αντί­πα­λοι οι Ρώ­σοι και οι Άγ­γλοι στη γε­ω­πο­λι­τι­κή σκα­κιέ­ρα της Κε­ντρι­κής Ασί­ας, τον 19ο αιώ­να. Έτσι λέ­ει η ιστο­ρία. Και, ως γνω­στόν, αν εί­σαι στοι­χειω­δώς σο­βα­ρός, έχεις πά­ντα στο νου σου τον αιώ­νιο αντί­πα­λό σου, δεν τον χά­νεις απ’ τα μά­τια σου. Κα­τα­λή­γεις να τον νοιά­ζε­σαι. Τον κοι­τάς και τον με­λε­τάς, για­τί το ξέ­ρεις εν­δό­μυ­χα πως εί­ναι ανά­γκη και μοί­ρα να συμ­βιώ­σε­τε για πο­λύν και­ρό. (Ως αντί­πα­λοι βέ­βαια, οπό­τε θέ­λει κά­ποια προ­σο­χή το πράγ­μα). Αμοι­βαίο εν­δια­φέ­ρον προ­κει­μέ­νου να επι­βιώ­σε­τε αμοι­βαία. Δεν υπάρ­χει γιν χω­ρίς το γιανγκ του. (Για να μην ξε­χνιό­μα­στε: η Ρω­σία εί­ναι χώ­ρα και της Άπω Ανα­το­λής…). Και με­λε­τώ­ντας μα­θαί­νεις. Μι­μού­με­νος δη­μιουρ­γι­κά. Οι Ρώ­σοι και οι Σο­βιε­τι­κοί ηγέ­τες υπήρ­ξαν αρ­κού­ντως σο­βα­ροί ώστε να επι­διώ­ξουν να μά­θουν πολ­λά από τους Άγ­γλους. Και να τα μά­θουν και στους λα­ούς των –σταν που πε­ρι­ήλ­θαν στα­δια­κά υπό τον έλεγ­χό τους το δέ­κα­το ένα­το αιώ­να. Τους έμα­θαν και το τρέ­νο, όπως το έμα­θαν και οι Άγ­γλοι στους Ιν­δούς. Οι Ρώ­σοι και οι Άγ­γλοι εί­ναι και οι δυο τους λα­οί στις άκριες της Ευ­ρώ­πης. Ήταν, ιστο­ρι­κά, ανα­γκα­σμέ­νοι και συ­νη­θι­σμέ­νοι να κοι­τά­ζουν και (προς τα) έξω (από την Ευ­ρώ­πη). Οι μεν εν­δια­φέ­ρο­νταν για τα στε­ρια­νά πρά­μα­τα και οι δε για τα θα­λασ­σι­νά. Οι τέ­λειοι αιώ­νιοι αντί­πα­λοι.

Με­γά­λο πράγ­μα να ξέ­ρεις να κοι­τάς (προς τα) έξω. Από το πα­ρά­θυ­ρο. Ει­δι­κά στο τρέ­νο. Το κα­τα­λα­βαί­νεις αυ­τό στις με­γά­λες δια­δρο­μές. Ιδιαί­τε­ρα στις στέ­πες. Όχι πως το μέ­σα εί­ναι αδιά­φο­ρο – θα  μι­λή­σου­με και γι’ αυ­τό. Όμως, κοι­τώ­ντας έξω, ακί­νη­τος στο εν κι­νή­σει τρέ­νο, ο νους σου παίρ­νει στρο­φές. Πα­ρά­ξε­νες κα­μιά φο­ρά. Η πα­ρα­τή­ρη­ση της αλ­λη­λο­δια­δο­χής των μι­κρο­αλ­λα­γών στο το­πίο εί­ναι, πά­ντα σχε­δόν, κά­τι σαν ταϋ­λαν­δέ­ζι­κο μα­σάζ για το μυα­λό. Το ση­μα­ντι­κό εί­ναι αυ­τή η δί­χως δρά­ση κί­νη­σή σου, κα­θώς αυ­τή συ­ντο­νί­ζε­ται με την όποια αλ­λα­γή: το πε­ρί­φη­μο wu wei, ένας ακρο­γω­νιαί­ος λί­θος της κι­νε­ζι­κής σκέ­ψης, τον οποίο προ­σλαμ­βά­νεις εύ­κο­λα έτσι και βρε­θείς στις πα­ρυ­φές της Κί­νας. Ιδιαί­τε­ρα άμα σε πε­ρι­ζώ­νει η στέ­πα, οπό­τε βιώ­νεις ανε­παί­σθη­τα μια στα­θε­ρή, καί­τοι χα­λα­ρή, συ­γκέ­ντρω­ση της προ­σο­χής σου. Χω­ρίς ιδιαί­τε­ρη προ­σπά­θεια, με μό­νο κί­νη­τρο την αφε­λή επι­θυ­μία εντο­πι­σμού μιας κά­πως με­γά­λης –λέ­με τώ­ρα!– δια­φο­ράς η οποία θα ανα­δυ­θεί ανε­παί­σθη­τη από την κρα­ταιά ομοιο­μορ­φία του το­πί­ου. Και σι­γά-σι­γά αι­σθά­νε­σαι και βιώ­νεις την αλ­λα­γή. Μέ­σα από τις «σιω­πη­λές με­τα­μορ­φώ­σεις», όπως λέ­νε και οι Κι­νέ­ζοι (στις πα­ρυ­φές της Κί­νας κλω­θο­γυ­ρί­ζου­με συ­νε­χώς). Όπως όταν αντι­κρί­ζεις ξαφ­νι­κά ένα πρωί τη ρυ­τί­δα στον κα­θρέ­φτη και συ­νει­δη­το­ποιείς, επί­σης ξαφ­νι­κά, πως πά­ει πια και­ρός που ο χρό­νος ερ­γά­ζε­ται εις βά­ρος σου. Υπο­χθό­νια, σαν τον τυ­φλο­πό­ντι­κα. Έτσι, για πα­ρά­δειγ­μα, όντας σε τρέ­νο στην στέ­πα, μπο­ρεί και να βρε­θείς ανε­παι­σθή­τως, από τα πε­δι­νά στα ορει­νά. Έχει επέλ­θει η με­τα­βο­λή. Εν αρ­μο­νία. Μια ακό­μη μορ­φή δια­λο­γι­σμού (εί­πα­με, στην Ανα­το­λή εί­σαι…) μέ­σα από την επί­μο­νη, έστω και κά­πως επί­μο­χθη, ενί­ο­τε, ενα­τέ­νι­ση. Τε­λι­κά, πά­ντα ψυ­χω­φε­λής. Όπως η στο­χα­στι­κή ενα­τέ­νι­ση των αλ­λε­πάλ­λη­λων κυ­μά­των που σκά­νε στην ακρο­για­λιά. Στη Με­σό­γειο.
Οι Ρώ­σοι έχουν ανα­πτύ­ξει μια αξιο­ση­μεί­ω­τη και πο­λύ δι­κή τους «κουλ­τού­ρα» σε ό,τι αφο­ρά το τρέ­νο. Ει­δι­κά στα τρέ­να μα­κρι­νών απο­στά­σε­ων, για τα τα­ξί­δια με δια­νυ­κτέ­ρευ­ση. Έχουν επι­τύ­χει από πα­λιά υψη­λά επί­πε­δα ακρί­βειας στα δρο­μο­λό­για και στις στά­σεις τους. Σχε­δόν γερ­μα­νι­κά. Εσω­τε­ρι­κά, πλάι στην πόρ­τα του βα­γο­νιού υπάρ­χει πί­να­κας που ανα­φέ­ρει επα­κρι­βώς τον χρό­νο στά­σης σε κά­θε σταθ­μό. Χρό­νο που τη­ρεί­ται. Για να μπο­ρείς να βγεις και να ψω­νί­σεις τρό­φι­μα και πο­τό. Προ­ϊ­ό­ντα οι­κο­τε­χνί­ας που που­λού­σαν, κα­τά κα­νό­να σχε­δόν, πλα­νό­διες κυ­ρί­ες, κά­πο­τε, επί ΕΣΣΔ. Συ­σκευα­σμέ­να προ­ϊ­ό­ντα που που­λούν τα πολ­λά νε­ό­τευ­κτα μα­γα­ζιά πολ­λών σταθ­μών, συ­νή­θως, σή­με­ρα. Τα παι­διά μα­θαί­νουν πώς να [συμ](πε­ρι)φέ­ρο­νται μέ­σα στο τρέ­νο: πλέ­νουν χέ­ρια, πό­δια, σε μια λο­γι­κή ώρα, πριν πά­νε για ύπνο στις κου­κέ­τες. Δεν κά­νουν θό­ρυ­βο, εξάλ­λου πά­ντα κά­ποιος με­γά­λος στο βα­γό­νι ανα­λαμ­βά­νει εκ πε­ρι­τρο­πής τη δη­μιουρ­γι­κή απα­σχό­λη­σή τους. Και μάλ­λον όχι απο­κλει­στι­κά και μό­νο για να μην κά­νουν θό­ρυ­βο. Εξάλ­λου θό­ρυ­βο δεν κά­νουν ού­τε οι με­γά­λοι. Εκτός και αν τα ’χουν πιει γε­ρά: μια κα­λή (;) ευ­και­ρία να τους δει κα­νείς εν εξάλ­λω. (Αφορ­μές πά­ντα βρί­σκο­νται). Πα­ντού, ακό­μα και στη στέ­πα. Κά­θε σι­δη­ρο­δρο­μι­κό τα­ξί­δι σ’ αυ­τά τα μέ­ρη συν­δυά­ζει, για τον ντό­πιο τα­ξι­διώ­τη, τη γνω­στή συ­νή­θεια και τη μο­να­δι­κή εμπει­ρία. Συ­νή­θεια για­τί νιώ­θει στο τρέ­νο σαν στο σπί­τι του. Εμπει­ρία για­τί το τρέ­νο απο­τε­λεί πε­ρι­βάλ­λον γνω­ρι­μί­ας και συ­να­να­στρο­φής. Μα­γι­κό.

Αδια­φι­λο­νί­κη­το σή­μα κα­τα­τε­θέν των ρω­σι­κής εμπνεύ­σε­ως και σχε­δια­σμού σι­δη­ρο­δρο­μι­κών τα­ξι­διών μα­κρών απο­στά­σε­ων εί­ναι το λει­τούρ­γη­μα του «πρα­βα­ντ­νίκ», δη­λα­δή του συ­νο­δού και υπεύ­θυ­νου βα­γο­νιού. Αρ­κε­τά συ­χνά εί­ναι γυ­ναί­κα, συ­χνά κά­ποιας ηλι­κί­ας. Συ­γυ­ρί­ζει το βα­γό­νι, δί­νει τα κλι­νο­σκε­πά­σμα­τα στους επι­βά­τες, βά­ζει στη θέ­ση τους τούς με­θυ­σμέ­νους, ελέγ­χει τα ει­σι­τή­ρια και τις ταυ­τό­τη­τες, ή τα δια­βα­τή­ρια, προ­σμέ­νο­ντας τους τα­ξι­διώ­τες μπρος από τα σκα­λιά του βα­γο­νιού. Και φρο­ντί­ζει να υπάρ­χει πά­ντα ζε­στό νε­ρό στο σα­μο­βά­ρι. Εκεί στα κρύα του βορ­ρά, οι Ρώ­σοι μοιά­ζουν με τους Άγ­γλους, όσον αφο­ρά την πα­ροι­μιώ­δη ζέ­ση με την οποία κα­τα­να­λώ­νουν ζε­στό τσάι κά­θε επο­χή του χρό­νου. Ο/Η «πρα­βα­ντ­νίκ» εί­ναι, εκ των πραγ­μά­των, ο/η κος/κα ανω­τά­τη αρ­χή εντός του βα­γο­νιού. 

Steppe by steppe, 3

Tchiprash

Νυ­χτε­ρι­νό ήταν το τρί­το σι­δη­ρο­δρο­μι­κό μου τα­ξί­δι στα –σταν: Σίμ­κεντ - Αλ­μά­τι. Μπή­κα­με στο talgo -υπερ­τα­χύ τρέ­νο ισπα­νι­κής κα­τα­σκευ­ής-  την ώρα που έπε­φτε η νύ­χτα. Δεν μας εί­χαν βρει ελεύ­θε­ρο ολό­κλη­ρο κου­πέ όταν βγά­ζα­με τα ει­σι­τή­ρια. Ήμα­σταν τέσ­σε­ρεις. Έτσι, εγώ θα κοι­μό­μουν σε ένα κου­πέ με δύο άλ­λους άντρες και οι τρεις γυ­ναί­κες της πα­ρέ­ας σε ένα άλ­λο, πα­ρέα με μια γυ­ναί­κα.
Κα­τευ­θύν­θη­κα στο κου­πέ μου. Εί­χα κρε­βά­τι κά­τω. Χαι­ρέ­τη­σα τους δυο συ­ντα­ξι­διώ­τες μου, έναν γύ­ρω στα 30 και έναν σα­φώς ηλι­κιω­μέ­νο. Ήρ­θε ο πρα­βα­ντ­νίκ που εί­χε ελέγ­ξει το ει­σι­τή­ριο και το δια­βα­τή­ριο κα­τά την εί­σο­δό μου στο βα­γό­νι. Για να μου δεί­ξει πού ήταν τα κλι­νο­σκε­πά­σμα­τά του. Τον συ­νό­δευε ο πρα­βα­ντ­νίκ άλ­λου βα­γο­νιού, αγ­γλό­φω­νος αυ­τός. Για βο­ή­θεια. Βα­σι­κά για βο­ή­θεια στο κα­λω­σό­ρι­σμα! Για­τί τα κλι­νο­σκε­πά­σμα­τα τα έβρι­σκε κα­νείς εύ­κο­λα, άσε που εί­χαν αρ­χί­σει ήδη να μου δεί­χνουν πού εί­ναι οι δύο συ­ντα­ξι­διώ­τες μου. Εί­χε πέ­σει σύρ­μα πως ήμα­σταν ξέ­νοι. Μάλ­λον οι μο­να­δι­κοί στο συρ­μό, ή έστω οι μο­να­δι­κοί από χώ­ρα που δεν εί­χε ξε­πη­δή­σει από την τέ­ως ΕΣΣΔ.
Έγει­ρα λί­γο στο κρε­βά­τι και κοί­τα­ξα τους δυο συ­ντα­ξι­διώ­τες μου. Ο ηλι­κιω­μέ­νος φο­ρού­σε λευ­κό που­κά­μι­σο με ξε­κού­μπω­το το κου­μπί στο λαι­μό, σκού­ρο πα­ντε­λό­νι με τσά­κι­ση, σα­κά­κι στο ίδιο χρώ­μα, που το εί­χε βγά­λει. Όχι γρα­βά­τα, όχι. Εί­χε ύφος σο­βα­ρό, με­τρη­μέ­νο, με κά­τι απροσ­διό­ρι­στο που μαρ­τυ­ρού­σε άνε­ση και σφί­ξι­μο μα­ζί, ίσως και μια υπο­ψία υπε­ρο­ψί­ας. Ήταν αρ­κε­τά πα­χου­λός, πλα­δα­ρός και εί­χε αρ­γές κι­νή­σεις. Αρ­χο­ντι­κός, απέ­πνεε κά­τι από πα­λαιά με­γα­λεία. Πα­ρό­τι ήταν ιδρω­μέ­νος. Τον κα­τέ­τα­ξα αμέ­σως: θα πρέ­πει να ήταν κά­πο­τε ένας υψη­λό­βαθ­μος «απα­ρά­τσικ», ένα στέ­λε­χος του «απα­ράτ», δη­λα­δή του «μη­χα­νι­σμού», κομ­μα­τι­κού και κρα­τι­κού, επί σο­βιε­τι­κού κα­θε­στώ­τος. Κά­πως ξε­πε­σμέ­νος πλέ­ον, αλ­λά όχι και πο­λύ. Ο νε­ό­τε­ρος πά­λι έδει­χνε  άνε­τος πα­ρό­τι ελά­χι­στα κοι­νω­νι­κός. Ψη­λός, λι­γνός, αδύ­να­τος, αρ­κε­τά γυ­μνα­σμέ­νος, με βλέμ­μα ψυ­χρό και ύφος μπλα­ζέ. Αδιά­φο­ρο casual ντύ­σι­μο, χω­ρίς σα­κά­κι. Μπλου­ζά­κι και πα­πού­τσια από γνω­στές και ακρι­βές μάρ­κες. Σα να πή­γε να μου πει κά­τι στα αγ­γλι­κά –υπο­τί­θε­ται– όταν μπή­καν οι δυο πρα­βα­ντ­νίκ. Αλ­λά μάλ­λον για να τους που­λή­σει μού­ρη και εξυ­πη­ρέ­τη­ση.
Ο απα­ρά­τσικ με κοί­τα­ξε με διά­θε­ση για κου­βέ­ντα:

– Tι ατ­κού­ντα; (=Από πού εί­σαι; το εί­χα μά­θει πια, με ρώ­τη­σε με ύφος ελα­φρώς ξε­ρό­λα και μια υπο­ψία από χα­μό­γε­λο).
– Γκρέ­τσια.
– A, Ρό­μα! (με σι­γου­ριά, χα­μο­γε­λα­στός).
– Nιέτ. Αφή­να! (ήξε­ρα πως στα ρώ­σι­κα «δεν υπάρ­χει» θ, το προ­φέ­ρουν φ).
– Κο­λι­ζέ­ουμ; (ο τύ­πος δε σκά­μπα­ζε μία...).
– Nιετ. Αφή­να, Γκρέ­τσια (ο νε­ό­τε­ρος κοί­τα­ζε μια αυ­τόν, αδιό­ρα­τα ει­ρω­νι­κά, και μια εμέ­να, μο­χθη­ρά και πο­νη­ρά, προ­σπα­θώ­ντας να απο­σπά­σει τη συ­νε­νο­χή μου –δεν του την έδω­σα– πα­ρέ­με­νε δε προ­κλη­τι­κά αμί­λη­τος).
– Γκλα­ντια­τόρ; (ρε ζη­μιά που έχει κά­νει το Χό­λι­γουντ… τον λυ­πό­μουν πια, έτσι που δεν μπο­ρού­σε να συ­γκα­λύ­ψει την ήτ­τα του).
– ... (ο ηλι­κιω­μέ­νος σιω­πού­σε μη βρί­σκο­ντας πια τι να πει, ο νε­ό­τε­ρος σιω­πού­σε σα σφίγ­γα, ακο­λου­θώ­ντας, χω­ρίς να το ξέ­ρει, τη ρή­ση της για­γιάς μου από την Κρή­τη: όποιος δε μι­λεί πά­ει πλια κα­λά!).
–  … (σκε­φτό­μουν πια τι να κά­νω για να τον βοη­θή­σω, δεν άντε­χα τον ξε­πε­σμό του).
– Εγκύ­πτ; (εί­πε με ύφος προ­κα­τα­βο­λι­κά χα­μέ­νου, που δεν το βά­ζει όμως κά­τω – εμέ­να πά­λι μου ήρ­θε φλας μια αλυ­σί­δα γυ­μνα­στη­ρί­ων με σή­μα μια χιο­νι­σμέ­νη βου­νο­κορ­φή και με ελ­λη­νι­κό όνο­μα, κά­τι που ίσως τον βοη­θού­σε να ξε­χω­ρί­σει τον ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό από άλ­λους αρ­χαί­ους της λε­κά­νης της Με­σο­γεί­ου· δυ­στυ­χώς συ­νει­δη­το­ποί­η­σα, κα­τό­πιν εορ­τής, πως τα γυ­μνα­στή­ρια αυ­τά τα εί­χα δει στο Κιρ­γι­στάν!).
– Νιετ. Ολύμπ, Αφή­να, Γκρέ­τσια (εί­πα – αν και με λί­γες ελ­πί­δες…).
–  ... (προ­φα­νώς δεν εί­χε κα­τα­λά­βει τί­πο­τα, συλ­λο­γι­ζό­ταν όμως ακό­μα, το πά­λευε…)
Με­τά από λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα αμοι­βαί­ας αμη­χα­νί­ας, τα μά­τια του έλαμ­ψαν. (Θε­ού­λη μου, κά­νε να πε­τύ­χει, έστω και μια φο­ρά).
– Τσί­πρας! (το τσ πα­χύ, το ς επί­σης πα­χύ – εί­πε, με λί­γη αυ­το­πε­ποί­θη­ση).
– Ντα!
– Κου­μου­νίστ! (εί­πε, με πολ­λή αυ­το­πε­ποί­θη­ση)
– Ντα! (εί­πα χω­ρίς να δι­στά­σω – μου αρέ­σει να θε­ω­ρώ τον εαυ­τό μου κα­λό άν­θρω­πο, που δε θέ­λει να χα­λά­σει τη χα­ρά του πλη­σί­ον του).
Ο ηλι­κιω­μέ­νος κοί­τα­ξε θριαμ­βευ­τι­κά το νε­ό­τε­ρο και εγώ βγή­κα από το κου­πέ για να κρύ­ψω το γέ­λιο μου. Το βα­γό­νι δεν εί­χε σα­μο­βά­ρι αλ­λά ψύ­κτη. Να μια δια­φο­ρά από τα τρέ­να της Ρω­σί­ας. Λο­γι­κό, ήταν κα­λο­καί­ρι. Εί­χαν τε­λειώ­σει όμως τα πλα­στι­κά πο­τή­ρια. Να μια ακό­μη δια­φο­ρά από τα τρέ­να της Ρω­σί­ας. Εκεί το σα­μο­βά­ρι δεν μέ­νει πο­τέ άδειο και το νε­ρό του εί­ναι πά­ντα ζε­στό. Επι­σκέ­φθη­κα το κου­πέ των γυ­ναι­κών. Εκεί εί­χαν πα­ρα­κο­λου­θή­σει σκη­νή απο­χαι­ρε­τι­σμού νε­α­ρής κο­πέ­λας από τον κα­λό της.  Χαι­ρε­τή­θη­καν με το τζά­μι του πα­ρα­θύ­ρου ανά­με­σά τους, να τους χω­ρί­ζει. Στα και­νούρ­για τρέ­να τα τζά­μια δεν ανοί­γουν. Ακό­μη και σε αυ­τά που κα­τα­σκευά­ζο­νται την Ισπα­νία, την πα­τρί­δα του δον Ζουάν, τη χώ­ρα του πά­θους.
«Έρω­τας και πο­λι­τι­κή για σή­με­ρα» σκέ­φτη­κα, κα­τευ­θυ­νό­με­νος προς το μπαρ. Σέρ­βι­ραν μέ­χρι και βότ­κα, να μια τρί­τη δια­φο­ρά από τα τρέ­να της Ρω­σί­ας, όπου το αλ­κο­όλ πε­ριο­ρί­ζε­ται σε κρα­σί και μπύ­ρα, για ευ­νο­ή­τους λό­γους... Εδώ, όμως, μάλ­λον δεν έχουν θέ­μα αλ­κο­ο­λι­σμού. Οπό­τε ήπια αρ­κε­τή. Όταν επέ­στρε­ψα στο κου­πέ μου δεν εί­χαν έρ­θει ακό­μη πλα­στι­κά πο­τή­ρια στον ψύ­κτη. Το έδει­ξα αυ­τό από την πόρ­τα του κου­πέ στους συ­ντα­ξι­διώ­τες μου και απο­κοι­μή­θη­κα αμέ­σως. Το Κα­ζαχ­στάν, όπως λέ­νε, μοιά­ζει πιο πο­λύ από όλα τα -σταν με τη Ρω­σία και με­γά­λο πο­σο­στό ρω­σι­κού πλη­θυ­σμού, μοιά­ζει πά­ρα πο­λύ με Ρω­σία – πο­λύ ασια­τι­κή [...]

Ξύ­πνη­σα μια ώρα πριν φτά­σου­με στο Αλ­μά­τι. Βρή­κα ένα πλα­στι­κό μπου­κά­λι με νε­ρό και μια μι­σο­γε­μά­τη σα­κού­λα πα­τα­τά­κια στο προ­σκε­φά­λι μου. Οι συ­ντα­ξι­διώ­τες κοι­μό­νταν. Ση­κώ­θη­κα και βγή­κα από το κου­πέ. Πλα­στι­κά πο­τή­ρια δεν εί­χαν έρ­θει ακό­μα στον ψύ­κτη, το μπαρ δεν εί­χε ακό­μη ανοί­ξει. Κοί­τα­ξα από το πα­ρά­θυ­ρο έναν αε­τό που πε­τού­σε ψη­λά πά­νω από τη στέ­πα του πρω­ιού. Λες να ανή­κε σε κα­νέ­ναν «αε­τά­ρη» –κα­τά το γε­ρα­κά­ρης– σε κά­ποιον από αυ­τούς τους κυ­νη­γούς της Κε­ντρι­κής Ασί­ας που χρη­σι­μο­ποιούν εκ­παι­δευ­μέ­νους αε­τούς; Δεν το εί­χα δει αυ­τό το θέ­α­μα, σπα­νί­ζουν οι αε­τά­ρη­δες, η τέ­χνη τους χά­νε­ται, εμ­φα­νί­ζο­νται μό­νο σε κά­τι φε­στι­βάλ πα­ρα­δο­σια­κών τε­χνών, αγω­νι­σμά­των και αθλο­παι­διών της στέ­πας. Εί­χα μό­νο δει, σε ένα λό­φο στο Αλ­μά­τι, έναν αε­τό με κου­κού­λα να κά­θε­ται στον ώμο μιας του­ρί­στριας για φω­το­γρα­φία. Δί­πλα ο υπο­τι­θέ­με­νος «αε­τά­ρης» του, κυ­νη­γός πά­ντα, του­ρι­στο­κυ­νη­γός! Κο­ντά μου τώ­ρα ακου­γό­ταν, σε χα­μη­λή έντα­ση, από το κι­νη­τό μιας κο­πέ­λας, ένα λα­ρυγ­γι­κό τρα­γού­δι της στέ­πας, με χλι­μι­ντρί­σμα­τα, κε­λαϊ­δί­σμα­τα, βα­δί­σμα­τα αλό­γων. Ξα­να­μπή­κα στο κου­πέ, ήπια το νε­ρό και έφα­γα τα πα­τα­τά­κια. Άρ­χι­σα να γλα­ρώ­νω με το απα­λό τρά­νταγ­μα του τρέ­νου. Ξύ­πνη­σα όταν άρ­χι­σε να κό­βει τα­χύ­τη­τα, κα­θώς έμπαι­νε στον βοκ­ζάλ του Αλ­μά­τι. «Σπα­σί­μπα» εί­πα στους συ­ντα­ξι­διώ­τες μου, που εί­χαν ξυ­πνή­σει και αυ­τοί, ενώ τους έδει­χνα το άδειο πλα­στι­κό μπου­κά­λι και κοί­τα­ζα τον απα­ρά­τσικ κα­λό­βο­λα. Βγή­κα από το κου­πέ. Βγή­κα από το τρέ­νο 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: