Διέξοδος
Στον John Gray
—Τι σκέφτεσαι;
                                                                                                                                                                 —Tίποτα, εσύ; 
—Tίποτα κι εγώ. 
                                                                                                                                                                     Κοίταξαν τη γάτα
(φαινόταν  σκεφτική). 
                                                                                                                                                     Τη χάιδεψαν και οι δύο.
Λάδωμα ή ευχέλαιο
Τον είχαν για πολύ στεγνό:
Αποστρεφόταν τις λαδιές,                                                                                                                    
τα λαδερά μισούσε.                                                                                                               
Ήθελε πίτα αλάδωτη
και τη σαλάτα ομοίως. 
                                                                                                                 Γρανάζι όμως ήτανε
και το ’χε εμπεδώσει. 
                                                                                                                  Το(υ) πήγαινε το λάδωμα.
(αδύνατο αλάδωτος να φύγει)