Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών

{34 λεπτά}


Οι φω­το­γρα­φί­ες εί­ναι του
_______
Δη­μή­τρη Τσου­μπλέ­κα
_________

από την ατο­μι­κή του έκ­θε­ση «Αμα­ζό­νιος» (2022) που εγκαι­νί­α­σε το εκ­θε­σια­κό πρό­γραμ­μα του
ΕΜΣΤ «Εxtra Muros» κα­θώς επί­σης από τη σει­ρά «Ναυά­γιο με θε­α­τή-Αυ­το­πορ­τρέ­το» (2023), μέ­ρος των οποί­ων εκτί­θε­ται στην ομα­δι­κή έκ­θε­ση «Ελευ­σί­να Mon Amour», στο πλαί­σιο της Ελευ­σί­νας Πο­λι­τι­στι­κής Πρω­τεύ­ου­σας (ως τα τέ­λη Σε­πτεμ­βρί­ου στο Πα­λαιό Ελαιουρ­γείο Ελευ­σί­νας).


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών



Τα αό­ρα­τα νη­σιά ήταν η τε­λι­κή άσκη­ση στο 3ο Ερ­γα­στή­ριο Δη­μιουρ­γι­κής Γρα­φής της Ανά­φης, αφιε­ρω­μέ­νο φέ­τος στο κί­νη­μα Oulipo. Δου­λέ­ψα­με με κά­θε εί­δους αυ­το­δε­σμεύ­σεις: λι­πο­γράμ­μα­τα, ανα­γραμ­μα­τι­σμούς, αρ­κτι­κό­λε­ξα, κο­ντρα­ρί­μες, πα­ρη­χή­σεις, πα­λίν­δρο­μα, ασκή­σεις ύφους, λο­γο­κλο­πές.
Η έναρ­ξη ερ­γα­σιών έγι­νε —μέ­σω zoom— από τον συγ­γρα­φέα Pablo Martin Sanchez, μέ­λος του Ερ­γα­στη­ρί­ου Δυ­νη­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας (ναι, οι ου­λι­πι­στές ζουν ανά­με­σά μας και συ­να­ντιού­νται μια φο­ρά το μή­να για φά­νε μα­ζί και να γρά­ψουν). Ο Sanchez ζή­τη­σε να χω­ρι­στού­με σε ζεύ­γη και να γρά­ψουν οι μι­σοί κρι­τι­κή για έρ­γα που δεν υπάρ­χουν, τα οποία θα συγ­γρά­ψουν με­τά οι άλ­λοι μι­σοί.
Την τε­λευ­ταία μέ­ρα του σε­μι­να­ρί­ου ζή­τη­σα από τα δε­κα­εν­νιά μέ­λη του ερ­γα­στη­ρί­ου να φτιά­ξουν τα δι­κά τους Αό­ρα­τα Νη­σιά, με αφε­τη­ρία τις Αό­ρα­τες Πό­λεις του Ίτα­λο Καλ­βί­νο. Στα νη­σιά Δερ­μα­το­στι­ξία, Θυ­μή­σεια, Χα­ρα­λού­πη, Λέ­ξαν­δρο, Χρυσ­δε­χά κυ­κλο­φο­ρούν Μπερ­γκ­μα­νο­νυ­χτε­ρί­δες, Αμε­λή­γκια, Αρ­κου­δο­γα­μώ­σαυ­ροι. Οι κά­τοι­κοί νιώ­θουν θυ­μω­δία, αγρα­νέ­φι­κτο, νο­στα­σφά­λεια, θυ­μο­να­ξιά, ή ερω­τοί­κτο. Κοι­μού­νται με υπο­θερ­μο­πό­δια σε λε­κα­νο­κρέ­βα­τα, σκαρ­φα­λώ­νουν στα κα­ταρ­το­φέγ­γα­ρα κι αγνα­ντεύ­ουν βου­νά που χά­νο­νται εδώ και ξε­προ­βάλ­λουν εκεί. Στα νη­σιά αυ­τών των ερα­σι­τε­χνών ου­λι­πι­στών και ου­λι­πι­στριών θα βρεί­τε φρε­σκο­πα­λιά πράγ­μα­τα και το κρε­βά­τι του Ίτα­λο Καλ­βί­νο. Θα συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­τε ότι ο «Ηλί­αν­θος» ανα­γραμ­μα­τί­ζει κά­θε­τι «αλη­θι­νό». Μό­νος πε­ριο­ρι­σμός μας οι 199 λέ­ξεις. Για να σε­βα­στώ την οδη­γία που έθε­σα στα­μα­τώ εδώ.

Αμά­ντα Μι­χα­λο­πού­λου


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Άγκρια


Της Γιο­λά­ντας Γραμ­μα­τι­κά­κη



Φαντά­σου ένα νη­σί πά­νω στο βου­νό.
Η Άγκρια ήταν νη­σί, ώσπου ο Καλ­βί­νο, επι­στρέ­φο­ντας από μα­κρι­νό τα­ξί­δι, εγκα­τέ­στη­σε εκεί τον ελε­φα­ντο­μά. Το θη­λα­στι­κό αυ­τό εξα­φά­νι­ζε τα πά­ντα με την προ­βο­σκί­δα του: το κρε­βά­τι του Καλ­βί­νο, την αγα­πη­μέ­νη του κού­πα, τον κα­να­πε­ρέκ και τον Ζωρζ που κα­θό­ταν εκεί, το δά­σκα­λο και τους μα­θη­τές της έκτης δη­μο­τι­κού, το δή­μαρ­χο και τον πα­πά. Στο τσακ γλύ­τω­σε ο κα­ντη­λα­νά­φτης. Ο Καλ­βί­νο πρό­τει­νε να βά­λουν ένα χε­ρά­κι να ανε­βά­σουν το νη­σί στην κο­ρυ­φή του όρους Μοντ. Συμ­φώ­νη­σαν, ιδί­ως ο κα­ντη­λα­νά­φτης που μυ­ρι­ζό­ταν ότι ήταν επό­με­νος για εξα­φά­νι­ση.
Ο Καλ­βί­νο ήξε­ρε ότι ο συ­γκε­κρι­μέ­νος ελέ­φα­ντας γί­νε­ται φα­ντο­μάς σε υψό­με­τρο με­γα­λύ­τε­ρο των τε­τρα­κο­σί­ων μέ­τρων. Κα­τέ­στρω­σαν τό­τε σχέ­διο εκ­θα­λάσ­σω­σης της κο­ρυ­φής του όρους Μοντ. Άνοι­ξαν χα­ντά­κι βα­θύ πε­ρι­με­τρι­κά της κο­ρυ­φής. Έβα­λαν τον ελε­φα­ντο­μά να με­τα­φέ­ρει νε­ρό με την προ­βο­σκί­δα του, δω­ρο­δο­κώ­ντας τον με λι­χου­διές. Έτσι, γέ­μι­σαν το χα­ντά­κι με θα­λασ­σι­νό νε­ρό ενώ τον κρά­τη­σαν απα­σχο­λη­μέ­νο και δεν εξα­φά­νι­σε κα­νέ­ναν άλ­λον. Ύστε­ρα, ανέ­βα­σαν εκεί την Άγκρια. Αμέ­σως μό­λις ο ελε­φα­ντο­μάς πά­τη­σε στο νέο τό­πο, εξα­φα­νί­στη­κε. Ο Καλ­βί­νο τα εί­χε υπο­λο­γί­σει σω­στά. Εκεί­νο που δεν υπο­λό­γι­σε ήταν η βρο­χο­λύ­πη που ξέ­σπα­σε όταν στα­μά­τη­σε να βρέ­χει και στέ­ρε­ψε το χα­ντά­κι. Και άντε να βά­λεις τους νη­σιώ­τες να ζή­σουν στο βου­νό.


ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Ελε­φα­ντο­μάς: σπά­νιο εί­δος θη­λα­στι­κού που απα­ντά­ται κυ­ρί­ως στα βά­θη της ζού­γκλας του Εντα­μάμ. Μοιά­ζει με ελέ­φα­ντα όμως εξα­φα­νί­ζε­ται ως δια μα­γεί­ας σαν τον Φα­ντο­μά, όταν βρε­θεί σε υψό­με­τρο με­γα­λύ­τε­ρο από τε­τρα­κό­σια μέ­τρα. Ο ίδιος μπο­ρεί να εξα­φα­νί­σει οτι­δή­πο­τε ακου­μπή­σει με την προ­βο­σκί­δα του
Κα­να­πε­ρέκ: κα­να­πές που φτιά­χτη­κε ει­δι­κά για να κά­θε­ται ο Ζορζ Πε­ρέκ την επο­χή που έγρα­φε το Ζωή, Οδη­γί­ες Χρή­σης.
Βρο­χο­λύ­πη: η λύ­πη που προ­κα­λεί­ται όταν στα­μα­τά­ει να βρέ­χει και στε­ρεύ­ει το νε­ρό.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Το νησί με το όνομα Ηλίανθος


Του Γιώρ­γου Βλάσ­ση


Η ιστο­ρία του νη­σιού με το όνο­μα Ηλί­αν­θος εί­ναι μια ιστο­ρία απο­προ­σα­να­το­λι­σμού.
Στο κέ­ντρο του νη­σιού φύ­τρω­νε ο με­γα­λύ­τε­ρος ηλί­αν­θος που υπήρ­ξε πο­τέ.
Τα παι­διά έλε­γαν ότι φτά­νει τον ου­ρα­νό. Οι με­γα­λύ­τε­ροι συμ­φω­νού­σαν.
Κά­θε πρωί οι εί­κο­σι κά­τοι­κοι του νη­σιού συ­γκε­ντρώ­νο­νταν στην με­γά­λη πα­ρα­λία για να δουν την ανα­το­λή.
Το «κα­θρέ­πτι­σμα» όπως εκεί­νοι έλε­γαν.
Την πρώ­τη στιγ­μή της ημέ­ρας που οι δύο ήλιοι κοι­τά­ζο­νταν.
Ο αν­θός του γι­γα­ντιαί­ου φυ­τού, από τον πό­θο του για φως, έγερ­νε τό­σο που σχε­δόν ακου­μπού­σε την θά­λασ­σα.

19 Ιου­νί­ου 2023.
Ο ήλιος ανέ­τει­λε πιο με­γά­λος και πιο φω­τει­νός.
Το φυ­τό τε­ντώ­θη­κε με τέ­τοια φω­τορ­μή προς τις ακτί­νες του, που ολό­κλη­ρο το νη­σί τρα­ντά­χτη­κε.
Άρ­χι­σε να κι­νεί­ται.
Ήταν ελεύ­θε­ρο.
Έμοια­ζε να χο­ρεύ­ει στην θά­λασ­σα πριν αρ­χί­σει να πε­τά­ει.
Κο­ντά στην στρα­τό­σφαι­ρα έγι­νε αό­ρα­το από την γη.
Κα­νείς δεν ξέ­ρει τι απέ­γι­νε.
Κά­ποιοι λέ­νε ότι δια­λύ­θη­κε από την τα­χύ­τη­τα.
Άλ­λοι, ότι ο ηλί­αν­θος μα­ρά­θη­κε από την έλ­λει­ψη νε­ρού και οξυ­γό­νου.
Οι πιο αι­σιό­δο­ξοι, ότι τε­λι­κά τα κα­τά­φε­ρε. Έφτα­σε στον ήλιο.
Το νη­σί έγι­νε φως.
Η ιστο­ρία του νη­σιού με το όνο­μα Ηλί­αν­θος εί­ναι μια ιστο­ρία προ­σα­να­το­λι­σμού.

Αν δεν πι­στεύ­ε­τε ότι το νη­σί υπήρ­ξε, κά­νε­τε λά­θος.
Άλ­λω­στε η ίδια η λέ­ξη «ηλί­αν­θος» εί­ναι ανα­γραμ­μα­τι­σμός της λέ­ξης «αλη­θι­νός».

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Φω­τορ­μή
: Δύ­να­μη που κι­νεί τα ηλιο­τρό­πια προς το φως του ήλιου.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Δερματοστιξία

Της Ελέ­νης Αντω­νιά­δου


Αυτό που κά­νει το νη­σί της Δερ­μα­το­στι­ξί­ας ξε­χω­ρι­στό εί­ναι ότι με­τα­μορ­φώ­νε­ται διαρ­κώς. Πά­νω στο χώ­μα έχουν αφή­σει το στίγ­μα τους οι αιώ­νες, όπως τα χρό­νια αφή­νουν ρα­γά­δες στο δέρ­μα. Τα σπί­τια χω­ρί­ζουν και ενώ­νο­νται. Κά­θε φο­ρά που η Δερ­μα­το­στι­ξία κλεί­νει, δεν εί­ναι η ίδια: το σχο­λείο ενώ­θη­κε με την αστυ­νο­μία και σχη­μά­τι­σε τη σχο­λειο­νο­μία. Η εκ­κλη­σία ενώ­θη­κε με το μπα­κά­λι­κο του Τά­κη και τώ­ρα λέ­γε­ται «Εκ­κλη­σία ο Τά­κης». Από το μπό­λια­σμα των αλ­μυ­ρι­κιών στην πα­ρα­λία με τα πορ­το­κά­λια στα μπο­στά­νια, στην «Εκ­κλη­σία του Τά­κη» μπο­ρεί πλέ­ον να βρει κά­ποιος αλα­τι­σμέ­να πορ­το­κά­λια. Το ιε­ρό ζώο της Δερ­μα­το­στι­ξί­ας λέ­γε­ται Οχί­τλερ. ‘Ολοι το δο­ξά­ζουν από φό­βο, για­τί ξέ­ρουν ότι κά­θε φο­ρά που η αγκα­θω­τή του ου­ρά σέρ­νε­ται στην πλα­τεία, προ­μη­νύ­ει την επό­με­νη με­τα­μόρ­φω­ση του νη­σιού. Οι Δερ­μα­το­στι­ξί­τες προ­σπα­θούν να εξευ­με­νί­σουν τον Οχί­τλερ με προ­σευ­χές και θυ­σί­ες. Αντι­κεί­με­νο θυ­σί­ας εί­ναι όσοι εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κοί: κά­πο­τε ήταν ένα αγό­ρι που αδυ­να­τού­σε να δια­κρί­νει το πρά­σι­νο χρώ­μα, άλ­λο­τε μια κο­πέ­λα που δε γε­λού­σε με τα αστεία των παι­διών στη σχο­λειο­νο­μία. Σπά­νιες φο­ρές οι θυ­σί­ες πιά­νουν τό­πο. Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές όμως ο φλοιός του νη­σιού ξε­ραί­νε­ται, μα­ζεύ­ει και σπά­ει. Γι’ αυ­τόν τον λό­γο οι κά­τοι­κοι ζουν με το αί­σθη­μα της εφη­με­ρο­α­σφά­λειας, μέ­χρι την επό­με­νη εμ­φά­νι­ση του οχί­τλερ.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Εφη­με­ρο­α­σφά­λεια
: Επί­πλα­στη ασφά­λεια που εξα­νε­μί­ζε­ται κά­θε φο­ρά που ο οχί­τλερ κά­νει την εμ­φά­νι­σή του στη Δερ­μα­το­στι­ξία.
Οχί­τλερ: Ιε­ρό ερ­πε­τό που τρέ­φε­ται από μι­σαλ­λο­δο­ξία και προ­κα­τα­λή­ψεις.
Σχο­λειο­νο­μία: Το τρι­θέ­σιο σχο­λείο της Δερ­μα­το­στι­ξί­ας στο οποίο ο αγρο­νό­μος δι­δά­σκει Αφύ­σι­κη Αγω­γή και Ξύ­λι­νη Γλώσ­σα.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Η χώρα του Κάποτε



Της Χρι­στί­νας Πε­ρά­κη


Εγώ ξέ­ρω πού πά­νε οι ανα­μνή­σεις όταν πε­θαί­νουν.
Ξέ­ρω πού βρί­σκε­ται το πε­πε­ρα­σμέ­νο, το ορι­στι­κά χα­μέ­νο, ο μη τό­πος της μνή­μης.
Εγώ ξέ­ρω πού βρί­σκε­ται η χώ­ρα του Κά­πο­τε.
Λέ­γε­ται Θυ­μή­σεια.
Ανα­δι­πλώ­νε­ται στο χω­ρο­χρό­νο.
Την έχω χαρ­το­γρα­φή­σει σπι­θα­μή προς σπι­θα­μή.
Εκεί, οι ανα­μνή­σεις έχουν υλι­κή υπό­στα­ση. Εί­ναι τα στρα­τευ­μέ­να πνεύ­μα­τα της λή­θης.
Διά­φα­να και ου­δέ­τε­ρα.
Κι­νού­νται αε­νά­ως.
Για πα­ρά­δειγ­μα, έχω συ­να­ντή­σει τον εαυ­τό μου έμ­βρυο στο κα­ρυ­δό­τσου­φλο να αφου­γκρά­ζε­ται τη ζωή απέ­ξω.
Έχω δια­σταυ­ρω­θεί με το πρώ­το μου γέ­λιο και το πρώ­το μου κλά­μα.
Με φα­ντα­στι­κούς φί­λους, αρ­χε­τυ­πι­κά κιρ­κά­δια, αλ­λό­κο­τα πλά­σμα­τα του φό­βου.
Με όψεις θα­νά­του.
Στην εν­δο­χώ­ρα, τρι­γυρ­νά­ει η για­γιά μου.
Στύ­βει πορ­το­κά­λια. Σου­ρώ­νει το χυ­μό με το δι­χτά­κι.
Με απο­κα­λεί «χρυ­σό μου».
Πιο πέ­ρα, πα­ρα­τη­ρώ τη μη­τέ­ρα να χά­νει τα μαλ­λιά της.
Τον πα­τέ­ρα να στέ­κε­ται βου­βός.
Στο βά­θος, βλέ­πω τον εαυ­τό μου να με εγκα­τα­λεί­πει.
Κά­ποιο βρά­δυ, έπε­σα πά­νω στην ανά­μνη­σή σου.
Μου εί­πε πως θα με αγα­πά μέ­χρι το τέ­λος του κό­σμου.
Ποιου κό­σμου;
Θυ­μή­θη­κα τό­τε το αδειαύ­ριο που μ' έπια­νε έπει­τα από κά­θε μας συ­νά­ντη­ση.
Τρό­μα­ξα τό­σο, που απο­φά­σι­σα να μην ξα­να­πα­τή­σω πο­τέ εκεί.
Κα­τά­λα­βα την αιώ­νια λια­κά­δα ενός κα­θα­ρού μυα­λού.
Και τώ­ρα δια­λύω στην επι­κρά­τεια του εγκε­φά­λου μου ιστούς από αρά­χνες που δεν υπάρ­χουν.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Θυ­μή­σεια
, η: Εί­ναι το μέ­ρος που πά­νε οι ανα­μνή­σεις όταν χά­νο­νται ή απω­θού­νται.
Κιρ­κά­δι, το: Μυ­θι­κό ζώο. Λέ­γε­ται πως η μά­γισ­σα Κίρ­κη με­τα­μόρ­φω­σε κά­ποιους από τους συ­ντρό­φους του Οδυσ­σέα σε ζαρ­κά­δια, αντί για χοί­ρους, λό­γω της ομορ­φιάς τους. Κίρ­κη+Ζαρ­κά­δι= Κιρ­κά­δι
Αδειαύ­ριο, το: Το αί­σθη­μα κε­νού με το οποίο ξυ­πνά κα­νείς, έπει­τα από ένα έντο­νο βρά­δυ. Συ­νή­θως διαρ­κεί όλη την επό­με­νη ημέ­ρα και κο­ρυ­φώ­νε­ται το σού­ρου­πο.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Μαριονήσι

Της Γιώ­τας Μή­κου



Πέρα, μα­κριά στη θά­λασ­σα, υπάρ­χει ένα νη­σί που δεν το ξέ­ρει κα­νείς, το Μα­ριο­νή­σι. Όλοι οι κά­τοι­κοι του νη­σιού έχουν το ίδιο όνο­μα. Μα­ρία ονο­μά­ζο­νται οι γυ­ναί­κες, Μά­ριος οι άν­δρες και Μα­ρά­κι τα ζώα των σπι­τιών.
Το νη­σί εί­ναι όμορ­φο με αμ­μου­δε­ρές πα­ρα­λί­ες και πλού­σια βλά­στη­ση. Γύ­ρω από τα σπί­τια έχουν όλοι τα μπο­στά­νια των λα­χα­νι­κών και τα κο­τέ­τσια τους. Οι Μα­ρί­ες ασχο­λού­νται με τις εξω­τε­ρι­κές ερ­γα­σί­ες, ενώ οι Μά­ριοι φρο­ντί­ζουν το σπί­τι και τα παι­διά.
Η μό­νη απει­λή για τους φι­λή­συ­χους πο­λί­τες εί­ναι τα νυ­φι­τσα­κά­λια που συ­χνά κά­νουν επι­δρο­μές στα κο­τέ­τσια. Ει­δι­κά με­τά την εξα­φά­νι­ση των γα­μπρο­τσα­κα­λιών, αυ­τό γί­νε­ται όλο και πιο συ­χνά.
Οι άν­θρω­ποι του νη­σιού εί­ναι πο­λύ ευ­γε­νι­κοί. Συ­νή­θως, αν κά­ποιος κά­νει λά­θος δια­κα­τέ­χε­ται από απο­γοη­τευ­γνω­μο­σύ­νη για τα σχό­λια των άλ­λων.
Στο νη­σί υπάρ­χουν δύο επο­χές. Το κα­λο­καί­ρι διαρ­κεί τρεις μή­νες ενώ ο χει­μώ­νας μό­νο ένα. Το χει­μώ­να με τις πολ­λές βρο­χο­πτώ­σεις το νη­σί βυ­θί­ζε­ται στη θά­λασ­σα μέ­σα σε ένα προ­στα­τευ­τι­κό διά­φα­νο πε­ρί­βλη­μα. Εί­ναι η επο­χή που πολ­λοί κά­τοι­κοι νιώ­θουν κα­τά­θλι­ψη.
Στο νη­σί δεν υπάρ­χουν ηλι­κιω­μέ­νοι. Όλοι οι άν­θρω­ποι στα 49 τους χρό­νια χά­νουν την ικα­νό­τη­τα της βά­δι­σης και κα­θη­λώ­νο­νται για ένα χρό­νο στα λε­κα­νο­κρέ­βα­τα μέ­χρι να φύ­γουν από τη ζωή, ακρι­βώς στα πε­νή­ντα τους χρό­νια.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Νυ­φι­τσα­κά­λι, το : μι­κρό­σω­μο σαρ­κο­φά­γο ζώο, ζει στο δά­σος, τρώ­ει κό­τες και ζευ­γα­ρώ­νει με το γα­μπρο­τσα­κά­λι.
Απο­γοη­τευ­γνω­μο­σύ­νη, η : συ­ναί­σθη­μα που αι­σθά­νε­ται κά­ποιος όταν δε­χθεί επι­κρι­τι­κά αλ­λά εποι­κο­δο­μη­τι­κά σχό­λια, που έχουν εκ­φρα­σθεί με πο­λύ ευ­γε­νι­κό τρό­πο.
Λε­κα­νο­κρέ­βα­το, το: κρε­βά­τι με εν­σω­μα­τω­μέ­νη λε­κά­νη τουα­λέ­τας, σχε­δια­σμέ­νο για κλι­νή­ρεις ασθε­νείς.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Closest Dump


Του Στέ­λιου Χρι­στο­φό­ρου


Στο νη­σί Closest Dump τα ζώα φαί­νε­ται να κυ­ριαρ­χούν στους αν­θρώ­πους κι οι άν­θρω­ποι έχουν ζω­ώ­δη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Έχουν ξε­χά­σει να περ­πα­τά­νε στα δυο τους πό­δια: έρ­πουν, μπου­σου­λά­νε, πη­δά­νε, κά­ποιοι έχουν μά­θει ακό­μη και να πε­τά­νε. Ο μύ­θος λέ­ει πως όλα ξε­κί­νη­σαν όταν πρω­το­ήρ­θε στο νη­σί ο γνω­στός Μπερ­γκ­μα­νο­νυ­χτε­ρί­δας. Κρύ­φτη­κε σε ένα σπη­λη­φαί­στειο και κα­νείς δεν τον εί­χε συ­να­ντή­σει. Τα πράγ­μα­τα άλ­λα­ξαν όταν η Συν­νε­φαν­νιές Βαρ­ντά επι­σκέ­φτη­κε το νη­σί με το με­λαγ­χο­λι­κό κι­σλοφ­σκύ­λο της ο οποί­ος —μυ­ρί­ζο­ντας πα­ντού ζε­λα­τί­νη— μπή­κε στο σπη­λη­φαί­στειο και αντί­κρι­σε τον Μπερ­γκ­μα­νο­νυ­χτε­ρί­δα. Μό­λις κοι­τά­χτη­καν στα μά­τια όλα στο νη­σί έγι­ναν ασπρό­μαυ­ρα — ακό­μη και η πορ­το­κα­λο­κόκ­κι­νη λά­βα του σπη­λη­φαι­στεί­ου. Ο Νο­λα­ε­τός άρ­χι­σε να κρώ­ζει, η Συν­νε­φα­νιές ανα­λή­φθη­κε στον ου­ρα­νό και μια Κουα­ρον­νυ­φί­τσα κοι­τού­σε τρο­μαγ­μεξ­τα­σια­σμέ­νη όσα πα­ρά­ξε­να συ­νέ­βαι­ναν στο ήρε­μο μέ­χρι τό­τε νη­σί στη μέ­ση της Αφρι­κής. Ένας Αρο­νοφ­σκιπ­πο­πό­τα­μος βγή­κε μέ­σα από την ασπρό­μαυ­ρη λά­βα και επι­βε­βαί­ω­σε πως όλα ήταν ένα όνει­ρο του Μπερ­γκ­μα­νο­νυ­χτε­ρί­δα: ήταν η πρώ­τη μέ­ρα συν­νε­φιάς στο νη­σί και δεν τον ξύ­πνη­σε, όπως κά­θε μέ­ρα, ο ήλιος. Ο Τομ Ρο­μπιν­σώ­νας βγή­κε γυ­μνός από τη θά­λασ­σα, πιο στε­γνός από πο­τέ, πα­ρέα με με μια κα­μή­λα και μ’ ένα τσι­γά­ρο στο στό­μα. Άνα­ψε με τον ανα­πτή­ρα, τα χρώ­μα­τα επα­νήλ­θαν και ο Τομ Ρο­μπιν­σώ­νας από­λαυ­σε το τσι­γά­ρο του.

Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Χαραλούπη


Της Ρέ­νας Αγ­γε­λα­κο­πού­λου




Πρώ­τη φο­ρά διά­βα­σα για την Χα­ρα­λού­πη και εί­δα σκί­τσα ηλιο­χα­ρών, σε ένα πα­λιό βι­βλίο για διά­φο­ρους χα­μέ­νους πο­λι­τι­σμούς. Τεί­νω να πι­στεύω ότι υπήρ­ξε στ’ αλή­θεια η Χα­ρα­λού­πη, το χα­μέ­νο νη­σί που πο­τέ κα­νείς δεν εί­δε. Αλ­λιώς δεν εξη­γεί­ται το γε­γο­νός ότι βα­θυ­σκά­φη που ερευ­νούν το βυ­θό, βρί­σκουν σπο­ρα­δι­κά σε ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο ση­μείο στον Ατλα­ντι­κό, υπο­λείμ­μα­τα ηλιο­χα­ρών. Σύμ­φω­να με τους θρύ­λους, οι κά­τοι­κοι του νη­σιού βί­ω­ναν το —άγνω­στο σε εμάς— αί­σθη­μα του haramonimum κι έκα­ναν συ­χνά ζε­στά λου­τρά.
Φαί­νε­ται ότι κά­πο­τε κα­τέ­φθα­σαν στο νη­σί ναυ­τι­κοί από άλ­λες ηπεί­ρους, που έφε­ραν μα­ζί τους τη λύ­πη, την οποία με­τέ­δω­σαν στους κα­τοί­κους. Η αντί­δρα­ση που προ­κλή­θη­κε ανά­με­σα στο haramonimum των γη­γε­νών και στη λύ­πη των ξέ­νων ναυ­τι­κών, προ­κά­λε­σε έκρη­ξη στον ψυ­χι­σμό των μό­νι­μων κα­τοί­κων, κα­τά την οποία εξο­ντώ­θη­καν αμ­φό­τε­ρα τα συ­ναι­σθή­μα­τα, με απο­τέ­λε­σμα τον αφα­νι­σμό των Χα­ρα­λου­παί­ων από κα­τά­θλι­ψη.
Αρ­γό­τε­ρα εξα­φα­νί­στη­κε και το ίδιο το νη­σί, πι­θα­νό­τα­τα από κά­ποια έκρη­ξη ηφαι­στεί­ου, όπως συ­νή­θως συμ­βαί­νει όταν εξα­φα­νί­ζο­νται νη­σιά.
Κα­νείς δεν έμα­θε για την τύ­χη των ξέ­νων ναυ­τι­κών, αλ­λά και κα­νείς δεν μπο­ρεί να πει με βε­βαιό­τη­τα ότι το νη­σί υπήρ­ξε.
Πά­ντως οι δύ­τες ανα­σύ­ρουν με­ρι­κές φο­ρές και απο­λι­θω­μέ­να οστά ζώ­ων που πι­στεύ­ε­ται ότι ανή­κουν σε χα­ρου­πο­φά­γους σκύ­λους.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Χα­ρου­πο­φά­γος σκύ­λος: Ρά­τσα σκύ­λου που έχει εξα­φα­νι­στεί και πι­στεύ­ε­ται ότι τρε­φό­ταν απο­κλει­στι­κά με χα­ρού­πια. Έχουν ανα­λυ­θεί απο­λι­θω­μέ­να πε­ριτ­τώ­μα­τά του, ενώ υπάρ­χουν σχε­τι­κές ανα­φο­ρές σε αρ­χαί­ους θρύ­λους.
Haramonimum: Μό­νι­μη χα­ρά. Αί­σθη­μα που ωθεί το άτο­μο σε εξω­τε­ρί­κευ­ση με ομι­λί­ες, γέ­λω­τες, ρυθ­μι­κές κι­νή­σεις με­τά μου­σι­κής ή άνευ, αδια­λεί­πτως και ισο­βί­ως.
Ηλιο­χα­ρά: Αρ­χέ­γο­νο εί­δος ηλια­κού θερ­μο­σί­φω­να που ζε­σταί­νει νε­ρό για το μπά­νιο, συλ­λέ­γο­ντας την ηλια­κή ακτι­νο­βο­λία με κά­το­πτρα, που την κα­τευ­θύ­νουν, συ­γκε­ντρω­μέ­νη σε ισχυ­ρές δέ­σμες, προς έναν λέ­βη­τα που πε­ριέ­χει νε­ρό.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Γνεφονήσι

Του Τά­κη Χον­δρο­γιάν­νη


Είναι ένα κομ­μά­τι γης, κα­τα­με­σής στη θά­λασ­σα, ζω­σμέ­νο από με­γά­λα βρά­χια. Σε κά­ποιον κολ­πί­σκο βρί­σκε­ται εδώ κι εκεί ο οι­κι­σμός του.
Εδώ κι εκεί; Μα πώς, θα ανα­ρω­τη­θεί­τε. Μα για­τί οι κά­τοι­κοι του, έρ­μαια του αγρα­νέ­φι­κτου τους για το άφθαρ­το και ακα­τά­λυ­το του έρω­τα, με­τα­κι­νού­νται συ­νε­χώς, με την αυ­τα­πά­τη ότι χτί­ζο­ντας ένα νέο πο­θό­σπι­το σε έναν άλ­λον τό­πο, θα κρα­τή­σουν άσβε­στη την ερω­τι­κή επι­θυ­μία των ζευ­γα­ριών τους.
Άν­θρω­ποι που ζουν στα σύν­νε­φα, θα πεί­τε. Εγώ θα πω, που ζουν σαν σύν­νε­φα, μια αλ­λό­κο­τη νο­μα­δι­κή ζωή.Την ίδια που ζει και το νη­σί τους, ένα πε­τρο­κά­ρα­βο που τα­ξι­δεύ­ει ακυ­βέρ­νη­το στη θά­λασ­σα.
Για­τί κά­θε που γε­μί­ζει ή αδειά­ζει το φεγ­γά­ρι, το δέρ­νουν θε­ό­ρα­τα κύ­μα­τα και ορ­μη­τι­κά υπό­γεια θα­λάσ­σια ρεύ­μα­τα που συ­ντρί­βουν τα βρά­χια του, ενώ κά­τω από το νε­ρό τα λι­θο­δέλ­φι­να ρο­κα­νί­ζουν το πέ­τρω­μα του.
Κι έτσι γορ­γά το νη­σί αλ­λά­ζει σχή­μα, χά­νο­νται από εκεί που βρί­σκο­νταν οι για­λοί, οι αμ­μου­διές, τα ακρο­θα­λάσ­σια του και ξα­να­σχη­μα­τί­ζο­νται κά­που αλ­λού. Κι ακό­μα, άλ­λο­τε μι­κραί­νει από τη θα­λάσ­σια διά­βρω­ση κι άλ­λο­τε με­γα­λώ­νει, κα­θώς τα κα­τα­κρη­μνι­σμέ­να ασβε­στο­λι­θι­κά του άλα­τα προ­σκολ­λώ­νται ξα­νά πά­νω του.
Γι αυ­τό το λέ­νε Γνε­φο­νή­σι, έτσι που με­τα­μορ­φώ­νε­ται διαρ­κώς, όμοιο με τα σύν­νε­φα που συ­ντα­ξι­δεύ­ουν μα­ζί του, στο αιώ­νιο συ­μπα­ντι­κό του τα­ξί­δι.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Γνε­φο­νή­σι: Νη­σί που μοιά­ζει —και φέ­ρε­ται— σαν γνέ­φος/σύν­νε­φο.
αγρα­νέ­φι­κτο: Επί­μο­νη προ­σπά­θεια/επι­ζή­τη­ση για να απο­κτη­θεί το μη εφι­κτό.
Λι­θο­δέλ­φι­νο: Εί­δος δελ­φι­νιού που τρώ­ει το βρά­χο, αδυ­να­τώ­ντας να βρει δια­θέ­σι­μη τρο­φή, λό­γω της συ­νο­λι­κής υπο­βάθ­μι­σης του θα­λάσ­σιου οι­κο­συ­στή­μα­τος.
Πο­θό­σπι­το: Σπί­τι, που κα­τά τη δο­ξα­σία των ενοί­κων του, έχει την ιδιό­τη­τα να τους δια­πο­τί­ζει με ασυ­γκρά­τη­το ερω­τι­κό πό­θο.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Αο(σαυρο)ρατονήσι


Της Μαρ­γα­ρί­τας Κο­σμά


Συ­να­ντά­ται εν συ­ντο­μία ως Αο­σαυ­ρα­το­νή­σι.
Το νη­σί δεν εμ­φα­νί­ζε­ται που­θε­νά στον χάρ­τη, κα­τοι­κεί­ται από αν­θρω­πό­μορ­φες ου­λι­πι­στι­κές ψη­λό­λι­γνες σαύ­ρες με μα­κριές κόκ­κι­νες απο­λή­ξεις για δά­κτυ­λα και τους αρ­κου­δο­γα­μώ­σαυ­ρους.
Οι δρό­μοι εί­ναι χω­μά­τι­νοι με θραύ­σμα­τα σι­δε­ρέ­νιου μάγ­μα­τος. Υπάρ­χουν χα­μη­λά σπί­τια με πε­ρί­τε­χνες σι­δη­ρουρ­γι­κές κα­τα­σκευ­ές. Στο νη­σί φύ­ο­νται αμπέ­λια. Εί­ναι φυ­τε­μέ­να πε­ρι­με­τρι­κά με στρα­τη­γι­κό τρό­πο έτσι ώστε να μην δια­κρί­νε­ται το εσω­τε­ρι­κό του νη­σιού από τη θά­λασ­σα. Η μυ­ρω­διά των στα­φυ­λιών στον αέ­ρα εί­ναι με­θυ­στι­κή. Στο κα­τω­με­ριά­μπε­λο κρύ­βο­νται οι αρ­κου­δο­γα­μώ­σαυ­ροι. Τρώ­νε στα­φύ­λια που η αλή­θεια εί­ναι ότι τους αρέ­σουν πο­λύ, προ­σπα­θώ­ντας να απο­φύ­γουν τις ου­λι­πι­στι­κές σαύ­ρες.
Οι σαύ­ρες πά­λι διο­χε­τεύ­ουν όλη την ενέρ­γειά τους στο να ξε­τρυ­πώ­σουν τους αγα­πη­μέ­νους τους αρ­κου­δο­γα­μώ­σαυ­ρους. Ενί­ο­τε τρώ­νε στα­φύ­λια για να πά­ρουν λί­γη ενέρ­γεια και να γλυ­κά­νουν την λύ­πη τους. Η λυ­πο­μέ­τρη­ση των ου­λυ­πη­μέ­νων πλέ­ον σαυ­ρών εί­ναι τε­ρά­στια. Αδυ­να­τούν να ξε­τρυ­πώ­σουν τους αρ­κου­δο­γα­μώ­σαυ­ρους. Για κά­ποιο πε­ρί­ερ­γο λό­γο δεν ψά­χνουν στο κα­τω­με­ριά­μπε­λο.
Δεν γνω­ρί­ζου­με αν υπάρ­χουν επι­σκέ­πτες, κα­νείς δεν έχει πα­ρα­δε­χτεί ότι έχει επι­σκε­φτεί το συ­γκε­κρι­μέ­νο νη­σί.
Θρύ­λοι λέ­νε ότι αυ­τή η λω­ρί­δα γης βυ­θί­ζε­ται στον πυ­ρή­να της γης κά­θε δυο μή­νες. Με­τά από μια εβδο­μά­δα ανα­δύ­ε­ται σε άλ­λο ση­μείο του πλα­νή­τη. Κα­νείς δεν γνω­ρί­ζει τι συμ­βαί­νει και που θα επα­νεμ­φα­νι­στεί. Έτσι κα­νείς δεν μπο­ρεί να το διεκ­δι­κή­σει.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Αρ­κου­δο­γα­μώ­σαυ­ρος: με­γα­λό­σω­μο ζώο, θυ­μί­ζει αρ­κού­δα με ου­ρά σαύ­ρας. Οι (ου­λι­πι­στι­κές) σαύ­ρες το ερω­τεύ­ο­νται σφό­δρα και το κυ­νη­γά­νε για να συ­νου­σια­στούν μα­ζί του.
Λυ­πο­μέ­τρη­ση: συ­ναί­σθη­μα, συν­δυα­σμός μέ­τρου και ψυ­χο­σω­μα­τι­κής κα­τά­στα­σης, με­τρά­ει το μέ­γε­θος της λύ­πης (ου)λυ­πη­μέ­νων σαυ­ρών.
Κα­τω­με­ριά­μπε­λο: σύν­θε­τη λέ­ξη ου­δέ­τε­ρου γέ­νους, συ­να­ντά­ται συ­νή­θως σε το­πο­γρα­φι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Χρυσδεχά

Της Ελέ­νης Πα­ρα­σχί­δου


Καθώς τα­ξί­δε­ψε εκα­τόν πέ­ντε μί­λια εκτός προ­ο­ρι­σμού, λό­γω κα­ται­γί­δας, ο κα­πε­τά­νιος ακο­λού­θη­σε ένα τρα­γού­δι – που ήταν θρή­νος και λύ­τρω­ση μα­ζί- κι έφτα­σε στο νη­σί Χρυσ­δε­χά. Πά­νω από τις σκε­πές των σπι­τιών-σκιών του, αιω­ρού­νταν ένα ολόι­διο νη­σί. Ολό­φω­το, με δια­μα­ντέ­νια άμ­μο και αλυ­σί­δες κο­ραλ­λιών να το φω­τί­ζουν. Τα σπί­τια του μύ­ρι­ζαν κα­νέ­λα και χαλ­βά πορ­το­κά­λι και άλ­λα­ζαν σχή­μα και θέ­ση κά­θε μία ώρα.
Να τι μά­θα­με από τον κα­πε­τά­νιο: Στα νό­τια ακρο­γιά­λια κα­θρε­φτί­ζο­νται τα όνει­ρα των κα­τοί­κων, γε­μά­τα πε­τάγ­μα­τα και με­λω­δί­ες. Στα βό­ρεια, βγαί­νουν αντα­ρια­σμέ­νοι οι εφιάλ­τες και πο­λε­μούν με πεί­σμα για την επι­κρά­τη­σή τους.
Αυ­τό που εντυ­πω­σιά­ζει στη Χρυσ­δε­χά εί­ναι η έλ­λει­ψη σύν­νε­φων. Μό­λις πλη­σιά­σει ένα, οι συν­νε­φο­ψύ­κτες το ρου­φούν και το το­πο­θε­τούν σε κα­λού­πια που έχουν σχή­μα κα­ρα­βιού. Αφού κα­τα­ψυ­χθεί, το αφή­νουν να αρ­με­νί­ζει στη θά­λασ­σα των ανα­μνή­σε­ων. Εκεί τρι­γυρ­νούν όντα που ανα­ζη­τούν νο­στα­σφά­λεια. Πλη­γω­μέ­να, φο­βι­σμέ­να όντα που ψά­χνουν τη χα­μέ­νη ελα­φρό­τη­τα του εί­ναι τους. Σ΄ έναν αντί­στρο­φο κα­θρέ­φτη, στέ­κουν μπρο­στά στα κα­ρά­βια, χα­μο­γε­λούν κι επι­στρέ­φουν.
Κά­θε τρία χρό­νια, εμ­φα­νί­ζε­ται η αε­το­κάλ­λας έτοι­μη να γεν­νή­σει. Επω­ά­ζει το αβγό της για πε­νή­ντα τρεις ημέ­ρες και δε στα­μα­τά να κε­λαη­δά. Ένα κε­λά­η­δη­μα θρή­νου και λύ­τρω­σης. Θρή­νος για το τέ­λος. Λύ­τρω­ση για την αρ­χή. Την πε­ντη­κο­στή τέ­ταρ­τη ημέ­ρα, το νη­σί εξα­φα­νί­ζε­ται.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Αε­το­κάλ­λας: μι­κρό που­λί με χρυ­σό και γα­λά­ζιο φτέ­ρω­μα, που ζει στην κο­ρυ­φή του Μύ­τι­κα. Κά­θε τρία χρό­νια απο­δη­μά, για να γεν­νή­σει ένα αβγό, στο νη­σί της Χρυσ­δε­χά. Το κε­λά­η­δη­μά του, έχει έκτα­ση, τρεις οκτά­βες.
Νο­στα­σφά­λεια: ανά­μει­κτο συ­ναί­σθη­μα νό­στου και ασφά­λειας. Η ασφά­λεια που νιώ­θου­με όταν γυρ­νά­με με νο­σταλ­γία στο πα­ρελ­θόν, για να αντι­με­τω­πί­σου­με κά­τι που μας φο­βί­ζει στο πα­ρόν.
Συν­νε­φο­ψύ­κτης: o τε­χνι­κός που ει­δι­κεύ­ε­ται στη συλ­λο­γή και κα­τά­ψυ­ξη των σύν­νε­φων με ει­δι­κή φόρ­μου­λα.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Άνω Λέσφι

Της Να­τά­σας Τερ­τλί­δου


Το Άνω Λέ­σφι βρί­σκε­ται στην καρ­διά του Αι­γαί­ου, απέ­να­ντι από το πα­σί­γνω­στο Κά­τω Λέ­σφι, τη λε­γό­με­νη «ζαρ­γά­να» των Κυ­κλά­δων.
Το Άνω Λέ­σφι, πα­ρά τις τό­σες ομορ­φιές του, έχει πλέ­ον ερη­μώ­σει. Η αι­τία; Αυ­τά τα ζω­η­ρο­πορ­το­κα­λιά υμε­νό­πτε­ρα, τα αμε­λή­γκια, ζώα πο­λύ κοι­νω­νι­κά και αφό­ρη­τα πει­να­λέα, που επι­τί­θε­νται ορ­μη­τι­κά σε οτι­δή­πο­τε βρώ­σι­μο βρε­θεί μπρο­στά τους. Έτσι, στο Άνω Λέ­σφι δεν πα­τά­ει πλέ­ον του­ρί­στας.

Στο Κά­τω Λέ­σφι αντί­θε­τα συ­γκε­ντρώ­νο­νται κά­θε χρό­νο ορ­δές από πα­ρα­θε­ρι­στές. Εκεί ζουν και βα­σι­λεύ­ουν οι με­γά­λες ψω­νά­ρες του Λε­σφια­κού συ­μπλέγ­μα­τος, οι φι­δο­ρου­βά­δες.
Πέ­ρα­σαν βδο­μά­δες τώ­ρα που τα αμε­λή­γκια δεν εί­χαν φά­ει μπου­κιά. Τό­τε ένα αμε­λή­γκι που το θέ­ρι­σε το γουρ­γου­ρό­ζη­λο απο­φά­σι­σε να πε­ρά­σει στο αντί­πε­ρα νη­σί. Πο­λύ προ­σε­κτι­κά κρύ­φτη­κε στην ψά­θι­νη τσά­ντα μιας του­ρί­στριας που κα­τευ­θυ­νό­ταν προς τους φι­δο­ρου­βά­δες. Μύ­ρι­ζε ήδη την μα­κα­ρο­νά­δα στο χέ­ρι της.
Το αμε­λή­γκι μας δεν εί­χε ξα­να­δεί φι­δο­ρου­βά. Όταν έφτα­σε μπρο­στά του, ξέ­χα­σε εντε­λώς για­τί εί­χε έρ­θει. Ο φι­δο­ρου­βάς ήταν το πιο λυα­κόρ­μο­νο πλά­σμα που εί­χε αντι­κρύ­σει. Τό­τε θυ­μή­θη­κε μια ιστο­ρία που τους έλε­γαν μι­κρά, ότι για να σ’ ερω­τευ­τεί φι­δο­ρου­βάς, πρέ­πει μα­κα­ρό­νια με κι­μά να του πας και να τρα­γου­δάς: «έλα μου, εί­ναι ακίν­δυ­νη η τρέ­λα μου». Ετοί­μα­σε λοι­πόν την πιο με­λέ­νια, την πιο αι­σθα­ντι­κή του φω­νή και ξε­κί­νη­σε να τρα­γου­δή­σει δυ­να­τά.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Αμε­λή­γκι, το (ουσ.): μι­κρό υμε­νό­πτε­ρο έντο­μο που ζει κα­τά πο­λυά­ριθ­μες ομά­δες σε πα­ρα­θε­ρι­στι­κά θέ­ρε­τρα. Αμε­λεί επι­δει­κτι­κά να προ­νο­ή­σει για το φα­γη­τό του, πα­ρά μό­νο και­ρο­φυ­λα­κτεί για τυ­χόν μη επι­τη­ρού­με­να υπο­λείμ­μα­τα τρο­φών. Στο τέ­λος κά­θε φθι­νο­πώ­ρου πε­θαί­νει, κα­θώς αδυ­να­τεί να βρει τρο­φή.
Γουρ­γου­ρό­ζη­λο, το (ουσ.): το συ­ναί­σθη­μα της ζή­λειας προς το φα­γη­τό κά­ποιου άλ­λου, η ύπαρ­ξη του οποί­ου επι­τεί­νει την ήδη υπάρ­χου­σα πεί­να.
Λυα­κόρ­μο­νος-η-ο (επιθ.): που προ­κα­λεί διέ­γερ­ση στο σώ­μα και εντεί­νει την επι­θυ­μία ανα­πα­ρα­γω­γής.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Το Κάτω Λέσφι

Της Χρι­στί­νας Ρα­φτο­πού­λου


Ανή­κει στο Λε­σφια­κό Σύ­μπλεγ­μα, φι­δο­γυρ­στό και από­κρη­μνο, γε­μά­το δέ­ντρα και σε­ντό­γυα­λα. Στα σε­ντό­γυα­λα ζουν οι φι­δο­ρου­βά­δες. Πλά­σμα­τα απ’ όλο τον κό­σμο συρ­ρέ­ουν στο νη­σί με ένα πιά­το μα­κα­ρό­νια με κι­μά μή­πως κα­τα­φέ­ρουν να δουν κά­ποιον φι­δο­ρου­βά. Σε αυ­τές τις σπά­νιες εμ­φα­νί­σεις τους οι φι­δο­ρου­βά­δες επι­δει­κνύ­ουν το σώ­μα τους και λι­κνί­ζο­νται στον ρυθ­μό του «έλα μου εί­ναι ακίν­δυ­νη η τρέ­λα μου». Οι φι­δο­ρου­βά­δες εί­ναι πο­λύ ερω­τεύ­σι­μα πλά­σμα­τα. Εκεί­νοι όμως δεν πέ­φτουν πο­τέ στην πα­γί­δα του έρω­τα, για­τί υπάρ­χει ο φό­βος του πρω­τό­φι­λου. Σύμ­φω­να με την ιστο­ρία, πριν από 3.000 χρό­νια δυο φι­δο­ρου­βά­δες ερω­τεύ­τη­καν. Μό­λις ο ένας άγ­γι­ξε τα χεί­λη του άλ­λου ένιω­σαν έντο­νο πρω­τό­φι­λο κι εκ­στα­σιά­στη­καν. Στο επό­με­νο φι­λί όμως το πρω­τό­φι­λο εξα­φα­νί­στη­κε. Για χρό­νια φι­λιό­ντου­σαν με­τα­ξύ τους μπας και το ξα­να­νιώ­σουν. Μά­ταια. Το νη­σί εί­χε με­τα­τρα­πεί σε φι­δο­ρου­βόρ­γιο. Ο αρ­χη­γός τους απο­φά­σι­σε να απα­γο­ρεύ­σει τους έρω­τες και τα φι­λιά και επέ­βαλ­λε το σεξ μό­νο για ανά­γκες ανα­πα­ρα­γω­γής. Οι φι­δο­ρου­βά­δες ανα­γκά­στη­καν να υπα­κού­σουν και για να ξε­χά­σουν το πρω­τό­φι­λο το ‘ρι­ξαν στον χο­ρό και τη γυ­μνα­στι­κή. Λέ­γε­ται ότι το τρα­γού­δι «έλα μου εί­ναι ακίν­δυ­νη η τρέ­λα μου» το έγρα­ψαν εκεί­νοι οι δύο ερω­τευ­μέ­νοι φι­δο­ρου­βά­δες κι ότι όλα τα πλά­σμα­τα τούς το τρα­γου­δά­νε με την ελ­πί­δα να κερ­δί­σουν τον έρω­τά τους.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Σε­ντό­γυα­λο (ουσ.): Γυά­λι­νο σε­ντού­κι μέ­σα στο οποίο ζουν βα­σι­λι­κά οι φι­δο­ρου­βά­δες.
Φι­δο­ρου­βάς (ουσ.): Γοη­τευ­τι­κό γυ­μνα­σμέ­νο ζώο που ζει σε σε­ντό­γυα­λο και εμ­φα­νί­ζε­ται σπά­νια. Για να μπο­ρέ­σε­τε να δεί­τε έναν φι­δο­ρου­βά πρέ­πει να κρα­τά­τε ένα πιά­το μα­κα­ρό­νια με κι­μά.
Πρω­τό­φι­λο (ουσ.): το συ­ναί­σθη­μα που εμ­φα­νί­ζε­ται όταν κά­ποιος ακου­μπά­ει για πρώ­τη φο­ρά τα χεί­λη κά­ποιου άλ­λου. Συμ­βαί­νει μό­νο μια φο­ρά στη ζωή.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Κορμονήσι

Της Δή­μη­τρας Σιαρ­ρά­κα



Αγω­νιού­σα να μπω στο πλοίο. Που διέ­σχι­ζε μπλε φυ­τεί­ες, κα­θώς ει­σχω­ρού­σε στο νη­σί. Έρι­ξα άγκυ­ρα στη κου­πα­στή. Έψα­χνα. Έτσι οι μέ­ρες ήταν δια­φο­ρε­τι­κές. Ήταν μυ­ρω­διές. Δευ­τέ­ρα ήταν η πρώ­τη. Επι­θυ­μού­σα νε­ρό πο­τι­σμέ­νο δυό­σμο. Έτρι­βα τα δά­χτυ­λα με θρού­μπι. Πα­σά­λει­βα το χαρ­τί. Έφτια­χνα προ­τά­σεις. Έτσι περ­νού­σαν οι ώρες, δί­χως μα­ταιό­τη­τα. Πλη­σί­α­ζα σε κά­ποιο βρά­χο. Με­τέ­ω­ρη. Στα σύν­νε­φα ίπτα­ται σταυ­ρός. Λέ­νε ότι ξέ­βρα­σε το νη­σί θε­ός.

Τε­τάρ­τη. Ακρω­τή­ρια αιω­ρού­νταν. Το λες και άνυ­δρο. Άνυ­δρη βρο­χή. Μια αιώ­ρα άνυ­δρη. Έκαι­γαν τα σω­θι­κά. Κι εκεί­νος ο κορ­μο­ρά­νος ύφαι­νε στα­γό­νες. Με κα­τά­βρε­ξε. Έβγα­λα τη γλώσ­σα μου. Ένιω­σα ασφα­λής. Με­γά­λω­να τις μέ­ρες, τον πα­ρα­τη­ρού­σα. Πέμ­πτη. Κο­πά­δι από μωβ αμά­ρα­ντους. Έψα­χναν για άγ­γιγ­μα. Ζω­ύ­φια ανή­λια­γα τυ­ραν­νού­σαν τη σκέ­ψη. Πα­ρα­σκευή. Πή­ρα το μο­νο­πά­τι για βρά­χο από­κρη­μνο. Βου­τιά από ψη­λά. Φουρ­του­νια­σμέ­νο νε­ρό, ξάλ­μυ­ρο. Ψα­ρά­δες σαν κα­λά­μια ξέ­μπαρ­κα. Στη μέ­ση του πε­λά­γους ησύ­χα­ζαν. Από­χρω­ση θρου­μπιού, αμά­ρα­ντου. Μέ­ρες τώ­ρα τα άσχη­μα νέα δεν έφτα­ναν ως εδώ. Ξόρ­κι­ζα την αγριό­τη­τα, όπως οι ψα­ρά­δες-κα­λά­μια ξόρ­κι­ζαν τα άγρια νε­ρά. Σάβ­βα­το πια. Μυ­ρω­διά ψα­ρό­σου­πας. Πα­ρα­τη­ρού­σα. Μια χώ­ρα ενε­τι­κή, ανά­κω­χη από ανέ­μους. Και από πει­ρα­τι­κές εισ­ρο­ές.
Κυ­ρια­κή με το γρή­γο­ρο. Ού­τε ήθε­λα να συ­νη­θί­σω τις μέ­ρες. Αγό­ρα­σα θρού­μπι. Ίσως κρα­τή­σω μια τού­φα αμά­ρα­ντου από αμ­μού­δες. Και θ’ αγο­ρά­σω σου­βε­νίρ κορ­μο­ρά­νου από υπαί­θρια αγο­ρά. Εις μνή­μην.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Λέξανδος

Της Μπε­τούλ Μέ­τσο


Στη Λέ­ξαν­δρο επι­κρα­τού­σε ει­ρή­νη και ησυ­χία. Πα­ντού κρυ­στάλ­λι­να νε­ρά και ψη­λοί ασπρό­μαυ­ροι φοί­νι­κες που πα­ρεί­χαν δρο­σιά και σκιά. Το νη­σί ήταν γε­μά­το όμορ­φα σπί­τια, λου­λού­δια, που­λιά και πε­τα­λού­δες ασπρό­μαυ­ρες. Εκεί εί­χε φτιά­ξει το ησυ­χα­στή­ριό της μια συγ­γρα­φέ­ας. Στο δω­μά­τιό της άν­θι­ζαν ιδέ­ες και σκέ­ψεις και πε­τού­σαν υψη­λά αι­σθή­μα­τα. Η συγ­γρα­φέ­ας εί­χε όλα όσα ήθε­λε εκτός από κά­ποιον ν’ αγα­πά. Μό­νη της συ­ντρο­φιά ένα ου­λι­πο­ντί­κι, που το εί­χε κλει­δω­μέ­νο σε κλου­βί για να προ­στα­τεύ­σει τις λέ­ξεις της. Μια νύ­χτα, η συγ­γρα­φέ­ας εί­δε στο όνει­ρό της κά­ποιον που πο­τέ δεν εί­χε συ­να­ντή­σει. Ήταν αυ­τός που σκε­φτό­ταν όταν έγρα­φε για την αγά­πη. Της χά­ρι­σε ένα φι­λί και εκεί­νη ένιω­σε μια με­γά­λη κλε­ψυ­καρ­δία, αλ­λά όταν ξύ­πνη­σε κα­τά­λα­βε ότι όλα αυ­τά ανή­καν στον κό­σμο του ονεί­ρου. Δεν εί­χε νό­η­μα πια να γρά­φει για αγά­πη. Απο­φά­σι­σε λοι­πόν να ανοί­ξει το κλου­βί και να αφή­σει το ου­λι­πο­ντί­κι να φά­ει όλες τις λέ­ξεις που μί­λα­γαν για αγά­πη και για άλ­λα τρυ­φε­ρά συ­ναι­σθή­μα­τα. Όταν το ου­λι­πο­ντί­κι κα­τα­βρό­χθι­σε τις λέ­ξεις της, άρ­χι­σε να αλ­λά­ζει μορ­φή και έγι­νε άν­θρω­πος. Υπο­σχέ­θη­κε στη συγ­γρα­φέα αγά­πη και ευ­τυ­χία. Ήταν αυ­τός που εί­χε δει στο όνει­ρό της. Τό­τε η λε­ξι­θή­κη της γέ­μι­σε με λέ­ξεις αγά­πης και το νη­σί πή­ρε πά­λι τα χρώ­μα­τά του.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Ου­λι­πο­ντί­κι
(το): Ένα ζώο που ζει στα σπί­τια των συγ­γρα­φέ­ων και το μό­νο που τρώ­ει εί­ναι οι λέ­ξεις.
Κλε­ψυ­καρ­δία (η): Η αί­σθη­ση όταν νιώ­θου­με ότι κά­ποιος μας έκλε­ψε την καρ­διά και τον ερω­τευ­τή­κα­με.
Λε­ξη­θή­κη
(η): Μια θή­κη όπου μπο­ρεί κα­νείς να απο­θη­κεύ­σει όλες τις λέ­ξεις που γνω­ρί­ζει.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Θυμωδία

Της Μι­λέ­νας Ζα­φει­ρο­πού­λου



Στο νη­σί της Θυ­μω­δί­ας, στον κα­τα­κό­ρυ­φο μο­νό­λι­θο βρά­χο, φτά­νεις κο­λυ­μπώ­ντας. Με μα­κρο­βού­τι μπαί­νεις σε θα­λάσ­σια σπη­λιά. Φως λι­γο­στό, κι­νεί­σαι ψη­λα­φώ­ντας. Τε­ντώ­νε­σαι κι αγ­γί­ζεις στην ορο­φή χο­ντρές ρί­ζες που κρέ­μο­νται σα ρο­ζια­σμέ­να δά­χτυ­λα. Μια συ­νε­χής βοή σου τρυ­πά τα αυ­τιά, δο­νεί τα τοι­χώ­μα­τα. Πί­σω τους έχουν λα­ξευ­τεί στο­ές. Η θυ­μω­δία αντη­χεί σε βά­ρα­θρα που κρύ­βουν τους ορ­γί­λους κα­τοί­κους. Θυ­μω­μέ­νες λέ­ξεις πέ­φτουν και δη­μιουρ­γούν χει­μάρ­ρους ορ­γής. Αν τις πιά­σεις πριν ακου­μπή­σουν στο έδα­φος και τις μα­σή­σεις κα­λά, η όρα­σή σου βελ­τιώ­νε­ται. Βλέ­πεις τα θυ­μό­με­τρα. Ναι, μπο­ρείς να τα ακου­μπή­σεις. Αν εί­σαι ψύ­χραι­μος τα σπρώ­χνεις. Ανοί­γουν σαν κα­τα­πα­κτή για το κέ­ντρο του νη­σιού. Ανε­βαί­νεις σκαρ­φα­λώ­νο­ντας τον κορ­μό ενός τε­ρά­στιου δέ­ντρου. Στις κου­φά­λες του σκα­λι­σμέ­να σπί­τια για τους λι­γό­τε­ρο θυ­μω­μέ­νους. Δρό­μοι κυ­κλι­κοί οδη­γούν σε δαι­δα­λώ­δεις αί­θου­σες για τις θυ­μω­δί­νες. Γύ­ρω τρέ­χουν φου­ντω­τά θυ­μό­νια. Θες να τα κυ­νη­γή­σεις. Αν σκο­ντά­ψεις θα πέ­σεις στο πη­γά­δι. Τολ­μάς. Κο­λυ­μπάς ανά­πο­δα. Βγαί­νεις στον κρα­τή­ρα, μια λί­μνη πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη από θυ­μο­λή­θες. Εί­ναι το ψη­λό­τε­ρο ση­μείο, κορ­φή του βρά­χου-νη­σιού. Πα­ντού θυ­μα­ρί­σια. Ο θυ­μός έχει γί­νει θύ­μος. Βλέ­πεις σπί­τια που­που­λέ­νια, άσπρα, απα­λά, που κι­νού­νται διαρ­κώς. Σκέ­φτε­σαι ότι το νη­σί εί­ναι σύν­νε­φο, πε­τά στον ου­ρα­νό, πά­νω από τη θά­λασ­σα, ένα σύν­νε­φο που φορ­τώ­νει ορ­γή και ξε­σπά βρό­χι­νους κα­ταρ­ρά­κτες που βου­τούν κα­τευ­θεί­αν στο νε­ρό.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Θυ­μω­δία: Σύν­θε­τη, προ­ερ­χό­με­νη από την συ­νέ­νω­ση των λέ­ξε­ων θυ­μός και με­λω­δία. Συ­ναί­σθη­μα που προ­έρ­χε­ται από την ψυ­χι­κή ικα­νο­ποί­η­ση μέ­σω της με­λω­δί­ας που πα­ρά­γει η λε­κτι­κή ή ηχη­τι­κή εξω­τε­ρί­κευ­ση του θυ­μού.
Θυ­μό­με­τρο
: προ­έρ­χε­ται από τη σύν­θε­ση των λέ­ξε­ων θυ­μός και μέ­τρο. Το όρ­γα­νο που με­τρά την έντα­ση του θυ­μού.
Θ
υμω­δί­νες:) Οι ωδί­νες απο­βο­λής του θυ­μού
Θ
υμό­νι: Υπο­εί­δος του πα­γω­νιού. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εί­ναι ότι ο θυ­μός που κου­βα­λά κά­νει τα φτε­ρά του κόκ­κι­να.
Θυμο­λή­θες: Σω­ρός (θη­μω­νιά) από θί­νες που με το φύ­ση­μα του αέ­ρα φέρ­νει λή­θη θυ­μού.
Θυ­μα­ρί­σια: Το εί­δος κυ­πα­ρισ­σιού που απορ­ρο­φά το θυ­μό
Θύ­μος: Αει­θα­λής θά­μνος, το θυ­μά­ρι.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Αουρόρα

Της Φω­τει­νής Μουρ­κού­ση


Η Αου­ρό­ρα, πα­ρά­ξε­νο νη­σί στις πα­ρυ­φές του Ανα­πλιώ­τι­κου Πε­λά­γους, ανα­φαί­νε­ται στον αφρό της θά­λασ­σας με την αυ­γή και μό­λις ο ήλιος ξε­κολ­λή­σει απ’ τη γραμ­μή του ορί­ζο­ντα βυ­θί­ζε­ται και πά­λι στα κα­τά­βα­θά της.
Πριν κα­λά κα­λά ρο­δί­σει, οι Αου­ριώ­τες πε­τά­γο­νται έξω από τα σπί­τια τους. Βιά­ζο­νται να ρου­φή­ξουν «αυ­γή, φως κι αγέ­ρα» προ­τού ξα­να­βου­λιά­ξουν στο πη­χτό σκο­τά­δι. Μα­ζί τους ξε­χύ­νο­νται και τα κα­τοι­κί­δια τους, οι πε­ρί­φη­μες γα­το­πα­γα­γαλ­λί­δες, πλά­σμα­τα εκ φύ­σε­ως πε­ρί­ερ­γα, γκρι­νιά­ρι­κα και απαι­τη­τι­κά που δεν στα­μα­τούν στιγ­μή να φλυα­ρούν σε άπται­στα γαλ­λι­κά και να τρέ­χουν πά­νω κά­τω μυ­ρί­ζο­ντας κά­θε γω­νιά του νη­σιού. Μο­να­δι­κή βλά­στη­ση στο νη­σί οι μαύ­ρες βου­καμ­βί­λιες που σπεύ­δουν κι αυ­τές να ξε­δι­πλώ­σουν κλα­διά, φύλ­λα και άν­θη προ­σέ­χο­ντας μην τα τσα­λα­πα­τή­σουν οι ατί­θα­σες γα­το­πα­πα­γαλ­λί­δες. Οι Αου­ριώ­τες απλώ­νουν τα μου­δια­σμέ­να πό­δια τους στα υπαί­θρια υπο­θερ­μο­πό­δια του νη­σιού και απο­λαμ­βά­νουν κα­θη­με­ρι­νά ένα μι­σά­ω­ρο ξέ­φρε­νης ακι­νη­σί­ας.
Λέ­νε πως οι ευ­στα­λείς Αου­ριώ­τες δεν αγα­πούν σχε­δόν κα­θό­λου τη δου­λειά και προ­τι­μούν να αρά­ζουν και να τρα­γου­δούν πα­ρέα με τις γα­το­πα­πα­γαλ­λί­δες τους τα αγα­πη­μέ­να τους γαλ­λι­κά τρα­γου­δά­κια.
Κι ακό­μα λέ­νε πως οι ευ­πα­θείς Αου­ριώ­τισ­σες δεν έχουν δει πο­τέ το πρώ­το φως της μέ­ρας. Το ύπου­λο σύν­δρο­μο της Ακρο­πα­γο­πο­νί­ας τις κρα­τά ξά­γρυ­πνες στο κρε­βά­τι μέ­χρι τα χα­ρά­μα­τα και με­τά πού κέ­φι για βόλ­τες;

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Γα­το­πα­πα­γαλ­λί­δες: Εν­δη­μι­κό αι­λου­ρο­πτη­νό της Αου­ρό­ρας που προ­έ­κυ­ψε από δια­σταύ­ρω­ση Αου­ριώ­τι­κης γά­τας και Γαλ­λι­κού πα­πα­γά­λου.
Ακρο­πα­γο­πο­νία: Σύν­δρο­μο που εκ­δη­λώ­νε­ται με πά­γω­μα, μού­δια­σμα και οξύ πό­νο στα άκρα από τη δύ­ση του ηλί­ου μέ­χρι την ανα­το­λή.
Υπο­θερ­μο­πό­δια: Υπο­πό­δια υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας με εν­σω­μα­τω­μέ­νο σύ­στη­μα θέρ­μαν­σης που κρα­τούν ζε­στά τα πό­δια.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Ελεφανάφη


Της Πη­νε­λό­πης Νά­στου



Νησί που βρί­σκε­ται σε ίση από­στα­ση με­τα­ξύ Ελα­φο­νή­σου και Ανά­φης. Το τρο­πι­κό του κλί­μα έχει υπάρ­ξει έντο­νο θέ­μα συ­ζή­τη­σης με­τα­ξύ κλι­μα­το­λό­γων, γε­ω­λό­γων και πο­λι­τι­κών ακτι­βι­στών, κα­θώς από πολ­λούς θε­ω­ρεί­ται προ­μή­νυ­μα της κλι­μα­τι­κής κα­τα­στρο­φής. Ακα­τοί­κη­το από αν­θρώ­πους, η συ­νο­λι­κή του επι­φά­νεια εί­ναι 28.32 τε­τρα­γω­νι­κά χι­λιό­με­τρα και το μέ­γι­στο υψό­με­τρο 430 μέ­τρα. Κα­λύ­πτε­ται σχε­δόν εξ ολο­κλή­ρου από δά­ση μπα­μπού — τα μο­να­δι­κά στην Ελ­λά­δα. Μέ­σα τους κα­τοι­κεί ένα ιδιαί­τε­ρα ευαί­σθη­το εί­δος πά­ντα — που αγα­πά­ει για πά­ντα— κα­θώς και το προ­στα­τευό­με­νο εί­δος του ελε­φα­ντί­ου.
Σή­με­ρα στο νη­σί υπο­λο­γί­ζε­ται πως υπάρ­χουν πε­ρί­που 150 ελε­φα­ντία, τα οποία λό­γω της ιδιαί­τε­ρης ιδιο­συ­γκρα­σί­ας τους, σπα­νί­ως ζευ­γα­ρώ­νουν. Επι­πλέ­ον, η ύπαρ­ξη τους απει­λεί εμ­μέ­σως και τον πλη­θυ­σμό των πά­ντα. Οι σπά­νιες συ­νευ­ρέ­σεις με­τα­ξύ ενός ελε­φα­ντί­ου κι ενός πά­ντα αφή­νουν πί­σω μι­κρά ελε­φά­ντα - τα οποία δυ­στυ­χώς δεν μπο­ρούν να ανα­πα­ρα­χθούν. Με­τά από κά­θε συ­νεύ­ρε­ση ο δε­σμός δεν κρα­τά­ει πο­λύ κα­θώς το ελε­φα­ντίο συ­νε­χώς ερω­τιέ­ται για την σχέ­ση του με το πά­ντα. Και γι αυ­τό, ο χω­ρι­σμός εί­ναι σχε­δόν πά­ντα ανα­πό­φευ­κτος. Αυ­τό οδη­γεί τα πά­ντα σε βα­θιά θυ­μο­να­ξιά και άρ­νη­ση πε­ραι­τέ­ρω προ­σπά­θειας ανα­ζή­τη­σης δε­σμού. Σε πο­λύ βα­ριές πε­ρι­πτώ­σεις οδη­γεί και σε αυ­το­κτο­νία.
Ομά­δες ζω­ο­λό­γων και ψυ­χο­λό­γων προ­σπα­θούν μά­ταια να σώ­σουν τα πα­ρα­πά­νω εί­δη με λί­γες δυ­στυ­χώς ελ­πί­δες.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Ελε­φα­ντίο: Συγ­γε­νές ζώο του ελέ­φα­ντα το οποίο έχει την τά­ση να λέ­ει το πρώ­το αντίο - σε σχέ­σεις, μα­ζώ­ξεις κι επαγ­γελ­μα­τι­κές ευ­και­ρί­ες.
Θυ­μο­να­ξιά: Συ­ναί­σθη­μα που νιώ­θουν τα γή­ι­να πλά­σμα­τα όταν ο θυ­μός που νιώ­θουν τα οδη­γεί σε αί­σθη­ση έντο­νης μο­να­ξιάς.
Ερω­τιέ­μαι: Όταν ένα γή­ι­νο πλά­σμα σκέ­φτε­ται κι ανα­ρω­τιέ­ται εμ­μο­νι­κά αν εί­ναι αρ­κε­τά ερω­τευ­μέ­νο με το σύ­ντρο­φο του.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Το νησί που δεν γράφει - γράφει

Της Πό­πης Παλ­τα­δά­κη

Θα σου μι­λή­σω τώ­ρα για ένα νη­σί με φυ­λα­κι­σμέ­να μο­λύ­βια και ιδέ­ες που πάλ­λο­νται στον αέ­ρα.
Εκεί οι σκέ­ψεις τον χει­μώ­να πα­γώ­νουν μό­λις βγουν από τις ανά­σες των αν­θρώ­πων .
Το κα­λο­καί­ρι εξα­τμί­ζο­νται και αφή­νουν στις αλυ­κές ένα πα­χύ ίζη­μα από «μα τι ήθε­λα να πω τώ­ρα».
Το «ξέ­χα­σα» η «το ξέ­χα­σα» εί­ναι η πιο κοι­νή φρά­ση και την γρά­φουν στα ανα­μνη­στι­κά μπλου­ζά­κια που που­λούν σε αμ­μου­δέ­νια μα­γα­ζιά χτι­σμέ­να σε σχή­μα κά­στρου.
Η κα­μπά­να του μο­να­στη­ριού χτυ­πά­ει κά­θε μέ­ρα την ώρα της έμπνευ­σης. Δεν την ακού­ει όμως κα­νέ­νας λό­γω μια σπά­νιας ασθέ­νειας των ακου­στι­κών τυ­μπά­νων που οφεί­λε­ται στον διαρ­κή πα­φλα­σμό των κυ­μά­των, στον ήχο της σπά­νιας βρο­χής και στο σφύ­ριγ­μα του αέ­ρα ανά­με­σα στα κα­ταρ­το­φέγ­γα­ρα.
Τα το­πι­κά προ­ϊ­ό­ντα που θα βρεις σε αφθο­νία ανά­λο­γα την επο­χή : ανα­σο­ρήγ­μα­τα, χαρ­μο­λύ­πη, γρα­φο­πε­νί­ες, αό­νει­ρα, απνο­ές, άπνοιες .
Όλα τα σπί­τια κοι­τά­νε προς την Ανα­το­λή όταν οι τρεις ήλιοι του νη­σιού εμ­φα­νί­ζο­νται και με­τα­κι­νού­νται προς τη Δύ­ση όταν ο ένας , ο δυο και ο τρία ήλιος ταυ­τό­χρο­να δύ­ουν. Αυ­τό, κά­θε τρεις μή­νες.

Ίσως πεις:

— Εί­ναι δυ­να­τόν ;
— Τι εν­νο­είς ;
— Γί­νε­ται ;
— Τι δεν γί­νε­ται ;
— Όλα αυ­τά.
— Αυ­τά όλα γί­νο­νται, τα αλ­λά όχι .

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Κα­ταρ­το­φέγ­γα­ρα: Τα κα­τάρ­τια των πλοί­ων που ακου­μπούν στα φεγ­γά­ρια του νη­σιού.
Ανα­σο­ρήγ­μα­τα: οι ανά­σες που παίρ­νει κά­ποιος για να προ­λά­βει το καρ­διο­χτύ­πι που συμ­βαί­νει τέσ­σε­ρις στιγ­μές πριν την πρώ­τη μα­τιά του ομώ­νυ­μου έρω­τα.
Γρα­φο­πε­νία: η πα­ντε­λής απου­σία συγ­γραμ­μά­των.
Αό­νει­ρα: τα όνει­ρα που δεν θυ­μό­μα­στε, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα δη­λα­δή.
Απνο­ές: η θέ­ση με­τα­ξύ ει­σπνο­ής και εκ­πνο­ής – δά­νειο από τον «φω­τει­νό» Γιώρ­γο Βλάσ­ση.


Δεκαεννιά νησιά που (ου)λείπουν από τη χαρτογράφηση πασών των θαλασσών
Φρεσκοπαλιά

Του Μι­χά­λη Μίγ­γου



Στη Φρε­σκο­πα­λιά —ένα κομ­μά­τι γης που πε­ρι­κλεί­ε­ται από θά­λασ­σα— τί­πο­τα δε θυ­μί­ζει το νη­σί που κά­πο­τε ξέ­ρα­με. Μό­να έμ­ψυ­χα όντα εί­ναι τα ζώα και ανά­με­σα τους η γα­τα­λέ­ξια που νια­ου­ρί­ζει με­λω­δι­κά και τε­ντώ­νε­ται στην πα­ρα­λία. Δεν μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει για­τί πα­ρελ­θόν, πα­ρόν και μέλ­λον έγι­ναν κου­βά­ρι σε αυ­τό το μέ­ρος. Ερω­τοί­κτος οδη­γεί τα βή­μα­τά της στον ψι­ψι­νάρ­κισ­σο, τον γά­το που μέ­χρι χθες πε­ρι­φρο­νού­σε. Δί­νουν ρα­ντε­βού στα ερει­πω­μέ­να ξε­χα­σπί­τια, κοι­μού­νται δί­πλα σε φί­δια και πο­ντί­κια που πια δεν τα κυ­νη­γούν και στους κα­θρέ­φτες της βλα­κα­ντι­κε­ρί αντι­κρί­ζουν τα εί­δω­λά τους από ένα μέλ­λον μα­κρι­νό. Ή μή­πως πα­ρελ­θόν;

Με λί­γα λό­για συ­νέ­βη το εξής: τα νε­κρά κα­τοι­κί­δια των αν­θρώ­πων του νη­σιού βγαί­νουν από τους κα­θρέ­φτες και συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νται σαν ρο­μπότ που δεν ξέ­ρουν τους βα­σι­κούς κα­νό­νες επι­βί­ω­σης. Και στους δρό­μους, άλ­λα ρο­μπότ ετοι­μά­ζο­νται να δώ­σουν οδη­γί­ες στους μελ­λο­ντι­κούς του­ρί­στες. Κά­θε φο­ρά που το ένα αι­λου­ροει­δές θέ­λει να δώ­σει κου­ρά­γιο στο άλ­λο, ακο­λου­θεί ο διά­λο­γος στη δι­κή τους γλώσ­σα:

— Γα­τα­λέ­ξια, θα με αγα­πάς και αφού πια θα σου έχει πε­ρά­σει ο ερω­τοί­κτος;
— Ναι, ψι­ψι­νάρ­κισ­σε, μό­νο εμείς υπάρ­χου­με ανά­με­σα στα πα­λιά και τα και­νού­ρια. Μυ­ρί­ζω πά­νω σου αυ­τά που ένιω­θες μέ­χρι χθες κι αυ­τά που ορ­μά­νε από έναν κό­σμο που δεν έχου­με δει ακό­μα.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Φρε­σκο­πα­λιά: νη­σί όπου δια­σταυ­ρώ­νο­νται το πα­ρελ­θόν και το μέλ­λον.
Γα­τα­λέ­ξια
: γά­τα με με­λω­δι­κό νια­ού­ρι­σμα.
Ψι­ψι­νάρ­κισ­σος: γά­τα με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά νάρ­κισ­σου.
Ερω­τοί­κτος: όταν τε­λι­κά ερω­τεύ­ε­σαι εκεί­νον που λυ­πά­σαι.
Ξ
εχα­σπί­τια: Άδεια ακα­τοί­κη­τα σπί­τια με ξε­χα­σμέ­να αντι­κεί­με­να.
Βλα­κα­ντι­κε­ρί: αντι­κε­ρί στην οποία συ­χνά­ζουν ζώα που δεν μπο­ρούν να αγο­ρά­σουν τί­πο­τα.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: