Μετά τον πόλεμο

Μετά τον πόλεμο


Γνώ­ρι­σα την Ιω­άν­να Ελευ­θε­ρί­ου (Joanna Εleftheriou), Αμε­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέα ελ­λη­νο­κυ­πρια­κής κα­τα­γω­γής, στη Θά­σο το κα­λο­καί­ρι του 2019. Εί­χε ήδη γρά­ψει το δι­ή­γη­μα «Με­τά τον πό­λε­μο» τον Νο­έμ­βριο του 2016, στο ζο­φε­ρό κλί­μα της εκλο­γής του Ντό­ναλντ Τραμπ. Τό­τε το­πο­θε­τού­σε την κα­τα­στρο­φή σε ένα κο­ντι­νό μέλ­λον, το οποίο ονο­μά­ζει «Πό­λε­μο του 2019» στο υπαι­νι­κτι­κό της μι­κρο­δι­ή­γη­μα, με αφη­γη­τή ένα άλο­γο που επέ­ζη­σε. Δια­βά­ζο­ντάς το ξα­νά, με­τά την παν­δη­μία, σκέ­φτο­μαι ότι οι συγ­γρα­φείς ξέ­ρουν πά­ντα τι μας πε­ρι­μέ­νει στη στρο­φή του δρό­μου και γρά­φουν γι' αυ­τό με κλει­στά μά­τια και ορ­θά­νοι­χτη καρ­διά.

A.M.


Η Ιωάννα Ελευθερίου
Η Ιωάννα Ελευθερίου



Δεί­τε τα όπλα. Δεί­τε τα άλο­γα που έρ­χο­νται. Δεί­τε τη γυ­ναί­κα με το αντρι­κό φα­νε­λά­κι. Τα μου­σκέ­τα. Κοι­τάξ­τε τους άντρες. Αυ­τή εί­ναι η ιστο­ρία μας.
Το σω­τή­ριο έτος 2019, μια σφα­γή.

Τρέ­μα­με για μή­νες. Οι άντρες που μας κα­βα­λού­σαν έτρε­μαν για μή­νες. Στις απο­θή­κες οι κου­βά­δες κρο­τά­λι­ζαν στους τοί­χους. Μας κα­βα­λού­σαν νύ­χτα αντί για μέ­ρα. Έλε­γα πως έφται­γε η τρε­μού­λα τους, πως επη­ρέ­α­σε τα ρο­λό­για τους, τα ρο­λό­για κρο­τά­λι­ζαν στους τοί­χους και οι λε­πτο­δεί­κτες έπε­φταν στους ωρο­δεί­κτες επει­δή κρο­τά­λι­ζαν, εξαι­τί­ας των αν­θρώ­πων που έτρε­μαν για μή­νες.
Κοι­τού­σα­με τους άντρες και τις γυ­ναί­κες που έβγα­ζαν πέ­τρες από τη γη και τις στοί­βα­ζαν γύ­ρω από τα σπί­τια τους, χτί­ζο­ντας τοί­χους γύ­ρω από τους τοί­χους. Μας πί­ε­ζαν να τρέ­χου­με, πί­ε­ζαν τα παι­διά τους να πα­τά­νε τη σκαν­δά­λη. Μό­νο τα όπλα τους εμπι­στεύ­ο­νταν. Η Ιστο­ρία δεν έχει κα­τα­γρά­ψει το όνο­μα όσων άρ­χι­σαν τον πό­λε­μο.
Οι γυ­ναί­κες πυ­ρο­δο­τούν τον πό­λε­μο, όπως ξέ­ρου­με. Η Κλε­ο­πά­τρα, η Ελέ­νη και τα χί­λια πλοία, η Δε­βώ­ρα, η βα­σί­λισ­σα Άν­να, και η Μαρ­γα­ρί­τα, διά­φο­ρες Μαρ­γα­ρί­τες. Έτσι μια δυο γυ­ναί­κες θε­ω­ρή­θη­καν υπαί­τιες για τον πό­λε­μο του 2019 που αφά­νι­σε όλες τις γυ­ναί­κες και τους άντρες αλ­λά δεν υπάρ­χουν αρ­χεία. Κα­νείς δεν ξέ­ρει πως άρ­χι­σε η ανα­τί­να­ξη των σω­μά­των. Κα­νείς δεν ξέ­ρει πως άρ­χι­σε το μα­κε­λειό.
Θέ­λη­μα Θε­ού ή θέ­λη­μα αν­θρώ­πων, η συ­ζή­τη­ση μαί­νε­ται. Με μι­σή καρ­διά απο­τί­ου­με φό­ρο τι­μής στους αν­θρώ­πους που έχα­σαν της ζωή τους στον πό­λε­μο του 2019.
Άρ­χι­σα να τρέ­μω κι εγώ σαν τους αν­θρώ­πους που με κα­βα­λί­κευαν όταν ήμουν που­λά­ρι. Ήταν το 2017 κι ο κό­σμος δεν πή­γαι­νε κα­λά. Οι ηλι­κιω­μέ­νοι μου έλε­γαν πως με­γά­λω­να απλώς, η εφη­βεία εί­ναι πα­ρά­ξε­νη ασχέ­τως αν εί­σαι άν­θρω­πος ή άλο­γο, αλ­λά ήξε­ρα πως δεν έφται­γα εγώ, έφται­γε ο κό­σμος. Δεν πή­γαι­νε κα­λά. Τα με­γα­λύ­τε­ρα άλο­γα με κα­τσά­δια­ζαν, έλε­γαν στα­μά­τα να βλέ­πεις τέ­ρα­τα, εί­ναι απλώς σκο­τά­δι, δά­μα­σε, δά­μα­σε το σκο­τά­δι κι όσο έκα­να πως κοι­μό­μουν, ψι­θύ­ρι­ζαν τα έχου­με ξα­να­δεί αυ­τά. Ψι­θύ­ρι­ζαν, οι άντρες με το δέρ­μα που καί­γε­ται, καί­γο­νται, υπάρ­χει κά­τι μέ­σα τους που καί­γε­ται, όχι το δέρ­μα τους.
Κα­νείς δεν μας κα­βα­λι­κεύ­ει πια. Τρώ­με ό, τι θέ­λου­με. Καλ­πά­ζου­με στις πε­διά­δες, θά­λε­γε κα­νείς, και πε­θαί­νου­με από μια οπλή που μπή­γε­ται στο δέρ­μα μας, ή από ένα δό­ντι. Πά­νε πια οι μέ­ρες που μας σκό­τω­νε το μέ­ταλ­λο που απο­βάλ­λε­ται από όπλα, εί­ναι ιστο­ρί­ες πια, και τα άλο­γα που γεν­νή­θη­καν με­τά το τε­λευ­ταίο πό­λε­μο δεν τις πο­λυ­πι­στεύ­ουν. Νο­μί­ζουν ότι βγά­λα­με από το μυα­λό μας τους αν­θρώ­πους και τα όπλα τους για να φο­βε­ρί­σου­με τα που­λά­ρια και να τα εξω­θή­σου­με σε αμοι­βαίο σε­βα­σμό, σε αγά­πη για τα άλ­λα άλο­γα, σε ευ­γέ­νεια, σε συ­ναι­σθή­μα­τα που προ­σπα­θού­με να υπο­βά­λου­με στους νε­ό­τε­ρους.
Με­ρι­κές φο­ρές μου λεί­πει η αί­σθη­ση των γλου­τών πά­νω στην πλά­τη μου και μου λεί­πει να νιώ­θω θη­ριω­δία και δύ­να­μη μ’ έναν άν­θρω­πο στην πλά­τη μου, που σπά­ει τό­σο εύ­κο­λα, που τρε­μου­λιά­ζει, απο­φα­σι­σμέ­νος να μην πε­θά­νει.

Καλ­πά­ζω στις πε­διά­δες κι ανα­ρω­τιέ­μαι για­τί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: