Δύο ιστορίες

Λεκές

Ήταν την ώρα που κατάπινε την τελευταία της μπουκιά όταν άκουσε την ντουφεκιά. Είχε πέσει κοντά πολύ κοντά, τόσο που έφτασε στ’ αυτιά της ο ήχος από το τίναγμα των φύλλων και φοβήθηκε πολύ και λυπήθηκε ακόμα πιο πολύˑ κι από τον φόβο η τελευταία αυτή μπουκιά, βαριά σαν πέτρα, κατέβηκε στο λαρύγγι της, έγδαρε τον οισοφάγο της, έφτασε στο στομάχι της κι ύστερα στα έντερα κι εκεί άρχισε να χτυπιέται ανάμεσα στα τοιχώματα τους, πριν ξεχυθεί από μέσα της και σωριαστεί ανάμεσα στα πόδια της μ’ έναν βουβό ήχοˑ όμως δεν ήταν εντελώς σίγουρη ότι αυτό που είχε νοιώσει ήταν μόνο η μπουκιά ή και κάτι άλλο που ξεκόλλησε από τα σωθικά της και την ανάγκασε να κωλοκαθήσει, έτσι βιαστικά που αυτό σωριαζόταν ανάμεσα στα πόδια της, κόκκινος κατακόκκινος λεκές που έρρεε στο πάτωμα κι έβρεξε τα κόκκινα κατακόκκινα παπούτσια της, και μόλις που πρόλαβε να τραβήξει παράμερα το μικρό της καλάθι, άδειο πια, ενώ ταυτόχρονα τής έρχονταν δάκρυα στα μάτια, καθώς τον παρακολουθούσε έκπληκτη, επειδή αναγνώριζε εκεί, τους καθοριστικά επαναλαμβανόμενους κύκλους της ζωής της. Και καθώς τα δάκρυα έτρεχαν, ενώθηκαν με την κόκκινη κατακόκκινη κηλίδα, έγιναν ρυάκι, έγιναν λίμνη δίπλα στο λαβωμένο και ανήμπορο κορμί του λύκου που ο κυνηγός είχε πυροβολήσει, εκεί που τον είχε βρει να περιπλανιέται κατάμονος μέσα στο δάσοςˑ και το είχε ακουμπήσει μπροστά στην πόρτα τού απομονωμένου από τα υπόλοιπα σπιτιού της, γιατί νόμισε ότι αυτός τής είχε προκαλέσει τόσα δάκρυα, πριν εκείνη προλάβει να του δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις. Αμέσως όμως εκείνη κατάλαβε ότι, παρά ταύτα, θα έπρεπε να νοιώθει ευτυχισμένη, καθώς, εντελώς αναπάντεχα, της έλαχε η μεγάλη τιμή να ομορφύνει με τη συντροφιά της κάποιον, που η ζωή του βρισκόταν στη δύση της, έτσι όπως αυτή ξεγλιστρούσε σιγά σιγά μέσα από τα τεράστια μάτια του, ενώ ταυτόχρονα ξεκρεμούσε από το καρφί, που βρισκόταν έξω από την πόρτα της, την κόκκινη κατακόκκινη κάπα της, για να σκεπάσει μ’ αυτήν, το σχεδόν ασάλευτο σώμα του.


Δύο ιστορίες
Η Λίζα


Οι γονείς μου είχαν ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Δίχωρο, με γαλλικά παραθυρόφυλλα, χιλιοβαμμένα, μια πόρτα βαριά με κλειδαριά που κλείδωνε ανάποδα και λιτή επίπλωση στο εσωτερικόˑ έναν καναπέ με μαξιλάρια που είχαν καθίσει από την πολλή χρήση, ένα μεγάλο τραπέζι, μερικές καρέκλες κι έναν χαμηλό μπουφέ για τα μαχαιροπίρουνα και τα πιατικά. Οι κατσαρόλες έμπαιναν από πάνω, η μια μέσα στην άλλη κι έτσι αποκτούσε ο μπουφές ένα ωραίο τελείωμα. Η κρεβατοκάμαρα ήταν χώρια.

Μια βαριά μάλλινη κουρτίνα χώριζε την κουζίνα από το υπόλοιπο σπίτιˑ σε μίαν άκρη ήταν και το μπάνιο. Το πάτωμα, σκέτο μπετόν, βαμμένο σε χρώμα κεραμιδί. Ένα σπίτι καλοκαιρινό που οι γονείς μου έψαχναν ευκαιρίες για να το επισκέπτονται, είτε για να ξεκουραστούν είτε για να φιλοσοφήσουν. Βοηθούσε σ’ αυτό και το υπέροχο τοπίο, με τη θάλασσα πιάτο μπροστά τους να τους προσφέρει απλόχερα τις χάρες αλλά και τους θυμούς της.
Συχνά πυκνά πήγαινα κι εγώ εκεί. Τόσο από έγνοια όσο και γιατί ο τόπος ήταν κάτι σαν απάγκιο, ένας χώρος αγάπης και λησμονιάς.
Σ’ έναν μικρό κολπίσκο, σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι, υπήρχε μία υπέροχη παραλία, με ήρεμους λόφους γύρω γύρω που την προφύλασσαν από τους αέρηδεςˑ και στην άκρη της μία σπηλιά, διαβρωμένη από την αέναη κίνηση της θάλασσας, βαθιά και σκιερή, καταφυγή από την καλοκαιρινή κάψα. Καθώς έμπαινες ήταν σα ν’ αποκλειόσουν από το γύρω περιβάλλον, σα να βρισκόσουν σ’ άλλο κόσμο, ήρεμο, χαλαρωτικό, και το μόνο που άκουγες ήταν ο ελαφρύς παφλασμός του κύματος που ξεψυχούσε. Κάποιες φορές μ’ έπαιρνε ο ύπνος εκεί μέσαˑ ένας ύπνος που δεν ήταν ακριβώς ύπνος αλλά κάτι σαν να στέκεσαι μέσα σ’ ένα λειτουργικό κενό, από το οποίο θα μπορούσε να με τραβήξει έξω, μόνο ο φόβος ότι η μάνα μου θ’ ανησυχούσε από την πολύωρη απουσία μου.
Σ’ εκείνη τη σπηλιά συνάντησα τη Λίζα. Καθόταν απ’ έξω κι έγλειφε το ποδάρι της. Φαινόταν μαραζωμένο. Ένα τσοπανόσκυλο ήταν η Λίζα, με λευκό κοντό τρίχωμα, γαριασμένο από τη βρόμα και την ηλικία, εγκαταλειμμένη στην τύχη της, μάλλον εξαιτίας της ανημποριάς της, γεμάτη τσιμπούρια και πάντα πεινασμένη.

Ήταν αργά το μεσημέρι. Ο ήλιος έγερνε θεαματικά προς τη δύση του, όταν κατέβηκα για μία βουτιά. Και τότε την είδα. Κούνησε χαρούμενη την ουρά της λες και με γνώριζε. Σύρθηκε κοντά μου διστακτικά, σαν νεαρή έφηβηˑ κι όταν κατάλαβε ότι δεν μου ήταν αδιάφορη, ξεπέρασε τους δισταγμούς της, κόλλησε δίπλα μου κι άρχισε να γλείφει τις πατούσες μου. Ένιωσα περίεργα, αμήχανα, όπως σε κάθε καινούργια γνωριμία. Περάσαμε όλη τη υπόλοιπη ώρα, μέχρι τη δύση του ήλιου -η μέρα τράβαγε αρκετά μιας κι ήταν καλοκαίρι- έτσι, κοιτάζοντας απλά η μια την άλλη. Μετά σηκώθηκα να φύγω. Μ’ ακολούθησε σέρνοντας το σακάτικο πόδι της, ρουφηγμένο από την ακινησία. Προσάρμοσα το βήμα μου στο δικό της. Λες και το κατάλαβε, έκανε μία ακόμα προσπάθεια να έρθει κοντά μου και να περπατήσουμε μαζί, σαν δυο φίλες που σέβονται η μία την άλληˑ λίγο πιο αργά εγώ, λίγο πιο γρήγορα εκείνη. Της χάιδεψα το κεφάλιˑ γύρισε και με κοίταξε με μάτια υγρά.
Νόμισα ότι κάποια στιγμή θα έφευγε και θα πήγαινε στ’ αφεντικά της. Η Λίζα όμως δεν έδειχνε καμία διάθεση να με αποχωριστεί. Με ακολούθησε μέχρι το σπίτι, κι εκεί κάθισε σε μια γωνιάˑ κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου αρχικά, κι ύστερα πάνω στη μάνα μου, εκείνα τα ζωντανά και διαπεραστικά της μάτια που σε ακολουθούσαν αδιάκριτα, σ’ αιχμαλώτιζαν όπου κι αν στεκόσουν, διεκδικώντας τη συντροφιά μας. Ποιος μπορούσε να της την αρνηθεί;

Αργά το ίδιο βράδυ βγήκα να δω τι κάνει. Έλειπε. «Έφυγε», σκέφτηκα. Όμως την άλλη μέρα το πρωί είχε καταλάβει πάλι τη γωνιά της. Κι αυτό γινόταν έκτοτε συνεχώς. Το πρωί ερχόταν, έμενε μαζί μου όλη μέρα και το βράδυ έφευγε.
Έγινε η υπέροχη φίλη μου. Διακριτική, τρυφερή, διεκδικητική όταν ήθελε κάτι, πάντα δίπλα μου, όπου κι αν πήγαινα. Όταν έφευγα εξαφανιζόταν. Η επίσκεψη στο σπίτι τώρα πια συνοδευόταν, όχι μόνο από την έγνοια για τους ηλικιωμένους γονείς μου, αλλά και για τη Λίζα που είχε γίνει Λίζα μου.
Αυτό κράτησε πολύ καιρόˑ μέχρι που μια μέρα δεν ξανάρθε. Μου είπαν ότι πέθανε. Ρώτησα πού την έθαψαν. Μου έδειξαν κάποιο σημείο αόριστα σ’ ένα χωράφι. Από μία εσωτερική παρόρμηση, ανεξήγητη πάντως, δεν τους πίστεψα.

Ξημέρωσε μία μέρα λαμπερή. Το φως ήταν διάφανο, η ατμόσφαιρα καθαρή, η θάλασσα χρυσογάλανη. Μία έντονη επιθυμία για κολύμπι με κυρίευσε. Έμεινα στο νερό ώρα πολλή, μέχρι που κουράστηκα. Τότε με γρήγορες μεγάλες απλωτές γύρισα στη στεριά. Ξάπλωσα εξαντλημένη στα ζεστά από τον ήλιο χαλίκια. Ο ήλιος με χτυπούσε κατακούτελα. Σηκώθηκα και μπήκα στη σπηλιά που είχε ίσκιο. Επικρατούσε μια παράξενη μυρωδιά. Ο ήχος των κυμάτων που έφταναν ως εκεί ξέπνοα, πολλαπλασιαζόταν, καθώς χτυπούσε πάνω στα τοιχώματά της. Για όσο διαρκεί ένα βλεφάρισμα, ένοιωσα σα να με τύλιξε ένας μαγικός στρόβιλος μιας απροσδιόριστης δύναμης. Σα να έγινα διαυγής, καθαρή, ενώ το σώμα μου συνέχιζε να διατηρεί την ακεραιότητά του. Μία στιγμιαία αποκοπή από το χρόνο. Μία στιγμιαία αποκοπή απ’ την αιχμαλωσία της βαρύτητας, της μάζας. Το σώμα μου έγινε διαφανές, κρυστάλλινοˑ και μέσα από εκείνο το ανεπαίσθητο σκίσιμο, σα να μου αποκαλύφθηκε η λεπτή ουσία όλου του κόσμου, ακέραια και συμπαγής. Σκέφτηκα πόσο ωραία θα ήταν να μπορούσα ν’ αποτυπώσω αυτή τη λεπτή ουσία, την τόσο αόρατη και τόσο αδύνατο ν’ αποτυπωθεί. Και καθώς η συνείδησή μου αγωνιούσε από την προσπάθεια να επιμηκύνει αυτό το δευτερόλεπτο, άκουσα ένα γνώριμο γρύλισμαˑ κάτι σαν παράπονο, σαν κλάμα. Με τις αισθήσεις σε υπερδιέγερση, αναγνώρισα τη φωνή της Λίζας μου που με καλούσε, εδώ είμαι, εδώ είμαι, ενώ ένιωθα τη ζεστή γλώσσα της να γλείφει τις πατούσες μου.
Η παράξενη και φευγαλέα αίσθηση που τόσο αναπάντεχα μου είχε προκαλέσει εκείνος ο μαγικός στρόβιλος, χάθηκε δια μιας. Τη θέση της κατέλαβε μία απέραντη μοναξιά, που ’κανε το κορμί μου βαρύ και δυσκίνητο.
Το αίσθημα της πίκρας που τη συνόδευσε, μετά την ανακάλυψη του τάφου της Λίζας, έφερε δάκρυα στα μάτια μου.

Βούτηξα πάλι στη θάλασσα. Το νερό πλημμύρισε το κεφάλι μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: