Στον προθάλαμο των σκέψεών μου βρέθηκαν να κάθονται οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Χόρευαν μαζί με τους προσκεκλημένους, στην μεγάλη αίθουσα χορού όπου οι πολυέλαιοι έλαμπαν φωτισμένοι, χωρίς ίχνος σκόνης και τα πατώματα, καλολουστραρισμένα, επικοινωνούσαν την πολυτέλειά τους με μικρά τσικ τσικ, όπως όταν καθαρίζεις με τα δόντια λιόσπορο. Απαλή μουσική, τρυφερές χειρονομίες κι ένα δροσερό αεράκι να χαϊδεύει τις λεπτές κουρτίνες, μικρές ρυτίδες άφεγγες πάνω στο δέρμα φτιασιδομένων κυριών, μιας κάποιας ηλικίας. Το κόκκινο κραγιόν της μάνας μου πάνω στο μπουντουάρ στεκόταν μισάνοιχτο κι έτοιμο να προσκυνήσει τα διψασμένα από την στέρηση χείλη της. Όγδοντάχρονη ήδη, άργησα ν’ αναγνωρίσω την αστραπή που ακόμα πλανιόταν στο βλέμμα της, έτσι όπως κοιτούσε υπό γωνία τη θήκη με τα κοσμήματα που βρίσκονταν μπροστά της, αραδιασμένα σε σειρές ακανόνιστες. Την πήρα από το χέρι και παρά τις αντιρρήσεις της βγήκαμε στον κήπο. Είχε γυρισμένη την πλάτη της στο μέγαρο και κάτω από την πίεσή μου προχωρούσαμε χωρίς εμπόδια να προβάλλονται στον δρόμο μας. Ωστόσο, στάθηκε σκεφτική μπροστά στο μισοφωτισμένο δέντρο, χτισμένο λες, καταμεσής του κήπου, ακίνητο σαν να κρατούσε την ανάσα του· κι αφού τράβηξε το χέρι της από το δικό μου το πέρασε, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, μέσα στον κορμό του. Ο χρόνος είχε σκαλώσει στα φύλλα του και τίναζε τις πρώτες δροσοσταλίδες της μέρας που μόλις άρχισε να φέγγει. Το ύπουλο όμως βλέμμα του μας παρακολουθούσε. Περίμενα υπομονετικά να δω πότε θα βγάλει το χέρι της από τον κορμό, για να συνεχίσουμε την πορεία μας. Ένοιωθα ότι είχαμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι την μεγάλη καγκελόπορτα του κήπου. Εκείνη όμως δεν βιαζόταν και το χέρι της παρέμενε εγκλωβισμένο στον κορμό μέχρι που, εντελώς αναπάντεχα και βγάζοντας μία δυνατή κραυγή σαν να γεννούσε, ξεκόλλησε την φωτογραφία του πατέρα μου στην οποία διαγραφόταν η χαρά του, καθώς κάπνιζε ένα τσιγάρο, ενώ στο ελεύθερο χέρι του κρατούσε ένα τριαντάφυλλο που μόλις είχε κόψει και με μία όλο χάρη κίνηση τής το πρόσφερε. Η μητέρα μου το πήρε και το έφερε στα ρουθούνια της. Όμως αμέσως μετά, το πέταξε χάμω με θυμό και το ποδοπάτησε. Είδα δύο σταγόνες αίμα να γυαλίζουν στη ρόγα των δαχτύλων της. Αυτό το αίμα έγινε ποτάμι και κύλησε ανάμεσα στα πόδια μας, απειλητικό και ανατροφοδοτούμενο από τη λίμνη που βρισκόταν μπροστά μας. Αρχίσαμε να τρέχουμε προς την έξοδο. Ο φόβος μην εγκλωβιστούμε στο ανεξήγητο κενό, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι που προκαλεί Η Αυτοκρατορία του Φωτός μας κατάτρεχε. Ένα αντίγραφο της κρεμόταν στραβά πάνω στον ξεφτισμένο από την αδηφαγία του χρόνου τοίχο, της μεγάλης αίθουσας χορού, του υπό σκιά μεγάρου.
Το κενό
