Η εποχή των βολβών

[ Αρχείο Γ.Δ.Δ.]
[ Αρχείο Γ.Δ.Δ.]

Στα στρατιωτικά σου όνειρα αναγνώριζες παρασκευάσματα. Έπειτα δήλωνες ποία η παθογένεια του επιθηλιώματος, η νεφροσκλήρυνση κατά Volhard & Fahr, ο πυρετός των Βραχωδών Ορέων, η νόσος της Sprue —γνωστή και ως «κοιλιοκάκη». Η Ειδική Νοσολογία συσφίγγετο ασφυκτιούσα στο δίτομο ογκώδες σύγγραμμα του Αραβαντινού —συμπληρωμένο από τις «Σημειώσεις» του Πεζόπουλου. Ευτυχώς, τα σημεία της φλεγμονής ήταν πάντα σταθερά: rubor, tumor, calor, dolor. Θυμάσαι την νύχτα στην οποία είχες γυρίσει από την προαιρετική και σού ήταν αδύνατον να κοιμηθείς —παρά την νεμπουτάλη που ΄χες πάρει. Η Διοικούσα σου σού πρότεινε τότε να πάτε στην καντίνα, να βάλετε τον δίσκο με το “Claire de lune” του Debussy. Την επομένη είχες εξέταση στην Παθολογοανατομία του Συμεωνίδη. Τον φανταζόσουν να έχει τις κακές του και να κόβει αράδα. Άρτι αφιχθείς εξ Αμερικής είχε κάνει μια θεατρινίστικη πρώτη είσοδο στο αμφιθέατρο από τα «ορεινά» —με την μπέρτα του να ανεμίζει. Ορειχάλκινος πλέον μειδιά σε μια γωνιά του ΑΠΘ. Αποκοιμήθηκες πλάι στο Merck Manual. Το πρωί σε ξύπνησαν τα πουλιά από τον κήπο του Κυβερνείου.

17 Οκτωβρίου του 1953 και ταξίδευες για Θεσσαλονίκη με το τραίνο προκειμένου να παρουσιαστείς στην ΣΙΣ. Διανυκτέρευσες στο Οικοτροφείο της ΧΦΕ. Την επομένη πήρες το λεωφορείο προς Ντεπώ και κατέβηκες στην στάση «Κυβερνείο». Εκεί, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 66, στο κτήριο της προπολεμικής Γερμανικής Σχολής, βρισκόταν η Σχολή σου. Στις 18 Οκτωβρίου —ανήμερα του Ευαγγελιστή Λουκά— παρουσιάστηκαν σ' αυτήν 30 μαθητές. Στις 15 Νοεμβρίου άλλοι 16. Η σπουδαστική σου ζωή κύλησε μέσα στους λευκούς θαλάμους. Χρόνια πολλά αργότερα με πήγες —ενός έτους μωρό— έξω από τη «Σωτηρία». Το «Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος» των 333 στρεμμάτων ήταν ο πρώτος και τελευταίος τόπος συνάντησης με τον παππού μου, τον πατέρα της μάνας μου. Ο «εξ Αρκαδίας ορμώμενος» θεολόγος είχε εξέλθει σαν θαμπή σκιά από τα θλιβερά της δάση. Ο πεθερός σου είχε ζητήσει να με δει «μονάχα μια φορά». Με είχατε κρατήσει έξω από τα κάγκελα, «μακριά από τις ανάσες των αρρώστων» ώσπου εκείνος, αχνά χαμογελώντας στο πρώτο του εγγόνι, έγνεψε κι αποσύρθηκε απ´ τον περίβολο.

Στην βιβλιοθήκη της Σχολής μελετούσες την Ανατομική του Σκλαβούνου, αμερικάνικα εγχειρίδια επιδεσμολογίας, το σύγγραμμα Πρώτες βοήθειες μετά οδηγιών προλήψεως ατυχημάτων και στοιχείων Ανθρωπολογίας, το βιβλίο του Chamberlain Symptoms and Signs in Clinical Medicine, τους πολυτελείς έγχρωμους ξενόγλωσσους Άτλαντες του Spalteholz. Όταν αργότερα ορθοπόδησες οικονομικά, παρήγγειλες από Αμερική το Gray’s Anatomy, εκείνο το υπέροχο βιβλίο που τόσο θαύμαζες ως φοιτητής στο Αναγνωστήριο. Εγώ τότε ήμουν μικρή, δεν πολυκατάλαβα ότι είχε φθάσει με το ταχυδρομείο το «βιβλίο-θρύλος» —εσύ εντωμεταξύ το ψηλαφούσες με άφατο ενθουσιασμό. Ανακαλούσες τον βραχνά του εργαστηρίου Ανατομίας όπου οι φοιτητές ασκούνταν στον εντοπισμό ειδικών ανατομικών δομών σε πτώματα συντηρημένα στη φορμόλη. Ευτυχώς που τα πτώματα της δεξαμενής δεν έμοιαζαν και πολύ με ανθρώπους. Στο μαρμάρινο τραπέζι του Ανατομείου —φτιαγμένο με ταφόπλακα από αυτές του καταπατημένου εβραϊκού νεκροταφείου— τραβήξατε το 1954 μια φωτογραφία: μια ομάδα επτά φοιτητών συγκεντρωμένοι πλάι σ΄ ένα πτώμα που θυμίζει απανθρακωμένη μούμια. Ανάμεσά σας, στο κέντρο, μια όμορφη κοπέλα με λευκή στολή. Επάνω σας κρέμεται ένας μοναχικός γλόμπος με μακρύ σχοινάκι. Όλοι κοιτάζετε το πτώμα, ένας από εσάς τον φακό.

Αρχές Ιουνίου του ´54 κι ο Τίτο έχει έρθει στη Θεσσαλονίκη. Έχετε παραταχθεί από το πρωί στο Σέδες για να τον υποδεχθείτε. Την επομένη πηγαίνετε για κατασκήνωση στην Μηχανιώνα, στρατοπεδεύετε κοντά στην παραλία στήνοντας τα αντίσκηνα δύο ανδρών —τύπουBivouac”στοιχισμένα και ζυγισμένα. Μέσα Ιουνίου κι έχετε εξετάσεις. Δίνεις τη Φαρμακολογία που την παρακολουθούσες στο ΑΧΕΠΑ. «Τα στοιχεία της συνταγής πάντοτε λατινιστί. Μετά το Recipe (Rp) η ονομασία του φαρμάκου τίθεται σε πτώση γενική», τόνιζε στις παραδόσεις του με στόμφο ο Κλεισιούνης. Λόγω φασαρίας στο τελευταίο μάθημά του είχε αποχωρήσει επιδεικτικά βγάζοντας μια θεατρινίστικη κραυγή: «Κύριοι, εσείς χάνετε»!

Misce... Fiat pulvis... unguentum... suppositoria... tabulettas... Da tales doses numero VI... Ανάμιξε... Κάνε σκόνη... αλοιφή... υπόθετα... δισκία... Δώσε έξι όμοιες δόσεις... Αρχίζεις να κατανοείς την αξία της ακρίβειας ως στοιχείου καθοριστικού για την έκβαση των πραγμάτων. Ακρίβεια και ομορφιά. Οι μέγιστες αγάπες σου. Ο πατέρας σου, άλλωστε, αγαπούσε τους Δελφούς. Τους επισκεπτόταν συχνά μαζί με έναν καρδιακό του φίλο, ημιονηγό του Σικελιανού. Οι συντοπίτες σου, μολονότι δεν εννοούσαν και πολλά από αρχαία τραγωδία, είχαν πάει σύσσωμοι στον «Ομφαλό της γης» στις Δελφικές Εορτές του ’27. Στο δράμα του Προμηθέα —που είχε ξεκινήσει την 4ην Απογευματινήν— η συμβολή τους ήταν αξιοσημείωτη. Δημώδη άσματα, χοροί και λαμπαδηφορία πλαισίωναν τις εκδηλώσεις. Οι «Φαιδριάδες» χαμογελούσαν. Βουνά ομίχλης και χιονόκοτες. Ο τεχνητός βράχος του ημίθεου, στημένος απέναντι από το αμφιθέατρο, κάλυπτε την ορχήστρα, αθέατη στο κοινό. Οι στίχοι της αρχαίας τραγωδίας αντηχούσαν μεγαλόπρεπα μέσα στην ομορφιά της φύσης κι η ηχώ πολλαπλασίαζε την ανθρώπινη φωνή κατά τρόπο μαγευτικό. Τότε είναι που ο πατέρας σου ενστικτωδώς κατάλαβε πως κάτι μοναδικό συνέβαινε σε αυτό το διάσελο των βράχων. Από τότε κάθε καλοκαίρι σε πήγαινε ανελλιπώς σε δύο μέρη: στο θέατρο των Δελφών και στο Χάνι της Γραβιάς.

Ο πατέρας σου πάντοτε με την καφετιά χωμάτινη γεύση της φτώχειας στα χείλη του. Ωστόσο, με το αξιοπρεπές επάγγελμα του σιδηρουργού. Έφτιαχνε αμόνια στο κατώι όταν ήρθαν εκείνοι οι αστοί τον καιρό της Μεγάλης Πείνας. Ήταν ένα ζευγάρι καλοντυμένο που κατέφθασε στο χωριό με τα πόδια από τον Σταθμό του Μπράλου κρατώντας «φασκιωμένο» έναν πολυέλαιο. «Πεινάμε» είπαν ξέπνοα στη μάνα σου που πότιζε τα «χιονάκια» στην αυλή. Τα εκλεκτά κρύσταλλα ανταλλάχθηκαν μ´ ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί κι αβγά απ΄ το κοτέτσι. Για πολλά χρόνια η αστραφτερή δαντέλα των κρυστάλλων Βοημίας λαμπύριζε στο πατρικό σου με το σανιδένιο πάτωμα σαν φωτεινό στεφάνι επάνω απ΄ το μαγκάλι. Εσύ, τότε ακόμη μικρός, ζυγιζόσουν απ΄ τα μπράτσα του σαν τον Ταρζάν. Ώσπου «μάδησε» κι ησύχασες.

Η ζωή των πέντε φύλλων. Το πικρολούλουδο του καπνού. Η γιαγιά μου η Παναγιού μεγάλωσε τρία παιδιά στα καπνοχώραφα. Το τελευταίο, το πιο μικρό, το είχε δεμένο με σχοινάκι στο πόδι της —για να μην απομακρύνεται. Τα φοβερά καπνόφυτα πεισματικά διατάσσονται στα όνειρά σου. Μια σαύρα ακίνητη σε παρατηρεί. Κάθεσαι καθηλωμένος στο καροτσάκι και στο μυαλό σου παρελαύνουν παλιοί σου συμμαθητές και περιστατικά της φοιτητικής ζωής σου. Ο καθηγητής σας των γαλλικών παραλληλίζει τους σπουδαστές με σπονδύλους περιπαίζοντας τον λεπτοκαμωμένο σαν κόκκυγα συμφοιτητή σου: “Eh bien, Monsieur Coccyx, sur quel sujet vous voulez être examiné”? Ο Gene Kelly χορεύει ενθουσιωδώς κλακέτες στην μελωδία της εποχής “Singing in the rain”. Η νεροποντή στο χωριό δροσίζει τα πελώρια πλατάνια. Ο Άρης —μαυροφορεμένος, σκοτεινός, συλλοϊσμένος— συμπεραίνει θρονιασμένος κάτω από το γιγάντιο πλατάνι του καφενείου: «Χωριανοί, ή είστε μαζί μας ή είστε εχθροί μας»! Η δασκάλα σου, η κυρία Ζωή, αποτολμά ένα σχόλιο «Παιδί μου, το ΕΛΑΣ γράφεται με δύο λάμδα». Εκείνος την αντισκόφτει στυφά: «Σώπα, κυρά δασκάλα, δεν ξέρεις εσύ»!

Στα ζαχαροπλαστεία της Θεσσαλονίκης την δεκαετία του ‘60 μεσουρανεί η τούρτα «Μενελίκ». Σοκολατένια μους αφρατεμένη με κιγιέ κι ιταλική μαρέγκα, πλούσια σε δίχρωμη κυματοειδή σαντιγί και γλασέ κερασάκια. Έχεις βγει με άδεια προκειμένου να συναντηθείς με την γλυκιά εκδοχή του αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Μενελίκ Β´ —που έτρεφε μάλιστα ιδιαίτερη αγάπη για τους Έλληνες. Ο «Κινηματογράφος της σκληρότητας» έχει αρχίσει να κάνει δειλά την εμφάνισή του. Στο «Μακεδονικόν» μια κυρία λιποθυμά στην προβολή της ταινίας “Los Olvidadosτου Μπουνιουέλ. Η θάλασσα που ανοίγεται μπροστά της δίνει λανθασμένη εντύπωση για τον ορίζοντα της πόλης. Η Θεσσαλονίκη σού φαίνεται πόλη μεταφυσική, παραπέμπει στις απόκοσμες πλατείες του De Chirico. Άλλοτε πάλι, όταν φυσάει ο βαρδάρης, φαντάζει σαν παγωμένος γυάλινος βώλος. Κάνεις αιματηρές οικονομίες για ν´ αγοράσεις μια Olivetti, είναι μια «πολυτέλεια» που την αποζητάς για τον εαυτό σου. Το '57 βλέπεις να ξηλώνονται το τραμ κι ο λιθόστρωτος δρόμος στην «Συνοικία των Εξοχών». Πίσω από τις ψηλές μάντρες κρύβονται λάβαρα ομορφιάς ενός κόσμου που αργοσβήνει: μαρμάρινα λιοντάρια, πτηνά, ταπισερί, αναρριχητικά φυτά, ρόδα και ρίγανη. Στην βίλα Λεβή-Μοδιάνο ο κήπος φθάνει ως τη θάλασσα. Το ‘59 ορκίζεσαι ανθυπίατρος και παίρνεις τον δρόμο του στρατιωτικού γιατρού.

Στην ορκομωσία της σχολής σου, στις 13 Ιουνίου του 1959, ένας από τους καθηγητές σας διαπιστώνει χαριτολογώντας: «Τώρα είστε έτοιμοι να εκστρατεύσετε κατά της Κοινωνίας»! Έχουν προηγηθεί η Παθολογία του Αλεξανδρίδη, η αναγνώριση ιστών σε χρωματισμένα παρασκευάσματα, η Ψυχιατρική του Αναστασόπουλου, περιπτώσεις «ηχω-λαλίας» και «ηχω-πραξίας» στο δημόσιο ψυχιατρείο στο Λεμπέτι, η Μικροβιολογία του Χατζηβασιλείου, χιουμοριστικά soirée εμπνευσμένα από την αιχμαλωσία του Τζερόνιμο —στα οποία μπορούσε κανείς να σχολιάσει τους πάντες εκτός από τον Διοικητή και τον αρχηγό της Σχολής—, η Ιατροδικαστική του Καβαζαράκη, κοπή κρυσταλλικής καφεΐνης για ολονύκτιο διάβασμα, η Δερματολογία του Ρέλια, ασκήσεις πυκνής τάξεως και ασκήσεις βολής και κατάληψης με εφ΄ όπλου λόγχη, πυγολαμπίδες στο πράσινο του μοσχολέμονου, πολύωρες νυχτερινές πορείες της διμοιρίας με οπλοπολυβόλο Μπρεν, η Χειρουργική του Μισιρλόγλου. Ο τελευταίος στο τέλος του τελευταίου έτους της σχολής δίνει την τελευταία διάλεξη της ζωής του (πέθανε λίγο αργότερα) υπό τον τίτλο «Η χειρουργική της ηπιότητας». Με ηπιότητα και χειρουργικά έζησες κι εσύ ολόκληρη τη ζωή σου.

Περιμένεις με τις ώρες την διαταγή εκκίνησης. Η θέση της διμοιρίας σου βρίσκεται στην «ουρά» του τάγματος που θα υποστηρίξεις. Τέλος Σεπτέμβρη του δίσεκτου 1960 είσαι πια υπίατρος —η σειρά σου έχει πάρει προαγωγή τον Ιούνιο— και εκπαιδευόμενος στην ΣΕΥ. Η περιοχή των «επιχειρήσεων» είναι ο ορεινός όγκος των Κρουσίων. Μπροστά η επιβλητική οροσειρά του Μπέλλες. Φθάνετε σ΄ ένα χωριουδάκι βυθισμένο στον ύπνο. Άναστρη νύχτα. Απέναντί σας καταφθάνει ένα φορειοφόρο τζιπ. Ο επιβαίνων εκτελεί μεταφορά εικονικού τραυματία. Αλλά και η δική σας άσκηση διάσωσης εικονικών ασθενών σε (εικονική) έφοδο αεροπλάνων εκτελείται υποδειγματικά: ως τραυματιοφορείς ακουμπάτε στις παρυφές του δρόμου τα φορεία με τους τραυματίες και τους καλύπτετε με τα σώματά σας —όπως προβλέπεται. Η άσκηση «Πλούτων» —που δανείζεται το όνομά της από το υποτιθέμενο όπλο πλουτωνίου με το οποίο «εξουδετερώνετε» στην κρίσιμη φάση τον εχθρό— στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Το επόμενο πρωί πίνεις τον καφέ σου στο αριστοκρατικό «Φλόκα» στην Τσιμισκή. Εκεί συχνάζει κι εκείνος ο ιδιοφυής εικοσιεπτάχρονος σκηνοθέτης με το ξύλινο πόδι. Πρώτη «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου» και στο «Ολύμπιον» προβάλλεται ο «Μακεδονικός Γάμος». Οι ρίζες των ανθρώπων σ´ έναν προαιώνιο —χαμένο πλέον— κόσμο. Γκρίζοι βροχεροί μακεδονίτικοι ουρανοί, μαυροντυμένες γυναίκες, χορός γύρω απ΄ το μαχαίρι, τελετουργικό ξεσήκωμα ενός τόπου για μια νέα αρχή. Διαυγής λαμπερή μελαγχολία.

Ο χορός των Θηβαίων γυναικών παρακαλεί τους θεούς να σώσουν την πόλη από τη συμφορά που την απειλεί. Ο Ετεοκλής, απευθυνόμενος στην κορυφαία, τις παρακινεί να παύσουν τα κλάματα και να συμμορφωθούν προς τις εντολές του: «Μην σκέπτεσαι κακά παρακαλώντας τους θεούς. Γιατί, γυναίκα, η πειθαρχία είναι η μητέρα της ευτυχίας». Οι Επτά επί Θήβας δανείζουν στην Σχολή σου το ρητό που θα γίνει η προμετωπίδα της: «Πειθαρχία Ευπραξίας Μήτηρ». Η μάνα σου στο χωριό ασχολείται για ώρες μ΄ εκείνο το μποστανάκι με τις φραουλιές. Τα καπνόφυλλα μαραίνονται στις κρεβατίνες σαν χλομές λίρες. Ο Κάρολος Αλεξανδρίδης στην Σχολή σάς μιλά ενθουσιωδώς για το ηλεκτροκαρδιογράφημα· το ΗΛΚ έχει ήδη αρχίσει να σώζει ζωές. «Καρδιά, ο πιο σκληρός μυς», συνηθίζει επίσης να σας λέει χαριτολογώντας.

Όταν ήμουν μωρό, για να κοιμηθώ, μού έβαζες στο πικ απ τον δίσκο “Perlenfischer Tango” με την ορχήστρα του Ricardo Santos. Ο δίσκος ακόμη υπάρχει μαζί με άλλους μέσα στο έπιπλο: αριστερά του βρίσκεται η Βέμπο με το «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», δεξιά τα «Κορίτσια στον Ήλιο». Επάνω στο σκουρόχρωμο ξύλο βρίσκεται και η φωτογραφία της ορκομωσίας σου: όλοι σας άριστα στοιχισμένοι, ευθυτενείς κεραίες, σηκώνετε το χέρι με το βλέμμα προσηλωμένο κάπου ψηλά. Χορεύετε ακίνητοι τον χορό των Δερβίσηδων.

Οι παλιοί συσπουδαστές σου έχουν πια πεθάνει, πρέπει να απομένουν ελάχιστοι μονάχα. Δεν ξεχνάς ποτέ εκείνην την εποχή. Ήσασταν τότε βολβοί που βλασταίνατε —κι ας μην θυμάσαι πια την κίνηση της προόδου έτσι που τα γηρατειά σε εξάρθρωσαν. Τα παγόνια της Μονής Βλατάδων ανοίγουν νωχελικά τα πλουμιστά φτερά τους. Τα καπνόφυτα γέρνουν επικίνδυνα κάτω από τους υπαινιγμούς του φεγγαριού. Στην κυβική μας μονοκατοικία στο Χαλάνδρι πιστώθηκαν και άστρα αστικής γλυκύτητας. Μου πήρε καιρό να καβαλικέψω την ευγενική παλίρροια που σπρώχνει την αρχή μιας αφήγησης. Δοκίμασα να γράψω με το ήθος του Μεσοπολέμου, δηλαδή με το βλέμμα ανθρώπων που κοιτάζονται στα μάτια. Ωστόσο, μού εναντιώθηκαν πολλά, λόγια ανθρώπων σαν σκηνικές οδηγίες. Ευτυχώς, απ´ την ιατρική ζωή σου ξεφυτρώνουν ακόμη σπάνια κλαδιά: κλαδιά μιας παλιάς ευτυχίας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: