Ήθελε, όταν θα ερχόταν η ώρα να παραλάβει ο γιος το σπίτι, να είναι απαλλαγμένο από σαβούρες. Κουβάλησε τη σκάλα να μπορέσει ν’ αδειάσει το πατάρι. Η Κάτια δυσκολευόταν να πετάξει οτιδήποτε. Και να τα τώρα! Στοίβες από περιοδικά, που δεν επρόκειτο να διαβαστούν ποτέ ξανά. Ορίστε! Να! Ξεπερασμένα σακ βουαγιάζ, βαλίτσες άχρηστες, ένα παλιό ραδιόφωνο, κιθάρα αραχνιασμένη, σ’ ένα κουτί παπουτσιών τετράδια της πρώτης Δημοτικού και έλεγχοι του Δημητράκη, οι καρτ ποστάλ που τους έστελνε απ’ τις διακοπές του, φωτογραφίες με το πρώτο του κορίτσι. Είχε τελειώσει αισίως το Μετσόβιο, υπηρετούσε την πατρίδα ο μοναχογιός τους, όταν ενέσκηψε η κρίση και τους τον έδιωξε μακριά. Έφευγε ο ανθός της χώρας, η οποία για άλλη μια φορά -και σίγουρα όχι τελευταία- πλήρωνε ακριβά την αφροσύνη της. Μόνον η Κάτια έλπιζε πως -πού θα πάει;- θα φτάσουμε επιτέλους στο σκαλί το τελευταίο… Κι όλο πηγαίναμε κι όλο δεν φτάναμε, ώσπου η Κάτια έφυγε… Έφυγε η Κάτια του κι ούτε το τελευταίο σκαλί ούτε το εγγόνι της δεν πρόλαβε να δει.
Η Κάτια πάντα τον έβγαζε από κάθε δύσκολη θέση όπως τότε με την εικόνα του Αγίου Ελευθερίου, που κληρονόμησε από τη μάνα του. Της την είχε χαρίσει η πεθερά της, όταν γέννησε τον γιο, που θα έφερε το όνομα του αγίου, αφού αυτό ήταν και του παππού του το όνομα.
Άθρησκος ο Λευτέρης, δεν ήξερε τι να την κάνει την εικόνα, μα δεν μπορούσε και να την καταχωνιάσει, πώς να το κάνει στη μάνα του αυτό. Η Κάτια έδωσε τη λύση τοποθετώντας την σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης ανάμεσα στο Κεφάλαιο του Μαρξ και στα Άπαντα
του Λένιν. «Ιδού το μικρό μας μουσείο», είπε. Μπορούσαν πλέον να κάνουν χιούμορ. Παλαιότερα όμως, όταν έτυχε ν’ αντικρύσουν τον Κάρολο ως αμετάκλητο παρελθόν στο μουσείο μιας δυτικοευρωπαϊκής χώρας, ο Λευτέρης συγχίστηκε με τους υπερβόρειους. Όχι, δήλωσε, δεν δικαιούνταν δια να ομιλούν αυτοί που ούτε τον φασισμό πολέμησαν ούτε χούντες γνώρισαν. Τρεμόφεγγε, βλέπεις, ακόμη η τελευταία αυταπάτη του ευρωκομουνισμού.
Ούτε κατάλαβε πώς του ήρθε να πάρει την εικόνα αυτή μαζί του στη Ζυρίχη! Πήγαινε να δει τον εγγονό του, τον Σεζάρ. Αυτό το όνομα δηλώσανε στις αρχές οι γονείς άμα τη γεννήσει του. Όχι πως ήταν το όνομα του συμπέθερου. Κάθε άλλο. Απλώς ήταν το όνομα που άρεσε στη νύφη του. Κι εφόσον άρεσε στη νύφη του, άρεσε και στον γιο του. «Αυτή η ιστορία με τα ονόματα, πατέρα, είναι ξεπερασμένη…» του εξήγησε εκείνος, προσθέτοντας πως ούτε βαφτίσια επρόκειτο να κάνουν. Για ποιόν λόγο άλλωστε; Για να σπαράζει το μωρό στο κλάμα και οι μεγάλοι να διασκεδάζουν;
Ακούγοντας τον γιο του, ο Λευτέρης διαπίστωνε πως τα γηρατειά «ανεπαισθήτως τον έκλεισαν από τον κόσμον έξω». Ο Δημήτρης είχε δίκιο. Όντως η συνέχεια δεν τους αφορούσε. Τι νόημα έχει η συνέχεια; Ούτως ή άλλως καθένας μόνος του αιωρείται στο κενό…
Το νεογέννητο ήταν μια σταλιά, μα είχε πλούσια μαλλιά. Ο Δημήτρης τους είχε γεννηθεί εντελώς φαλακρός. Ασχημούτσικος τού φάνηκε όταν τον πρωταντίκρυσε στο μαιευτήριο και απόρησε που η Κάτια τον θεωρούσε πεντάμορφο.
Κυριακή πρωί, το νεαρό ζευγάρι παρακολουθούσε μια σειρά στο Netflix, το μωρό κοιμόταν δίπλα τους στο πορτ μπεμπέ, ο Λευτέρης πήρε να κρεμάσει την εικόνα του αγίου στο δωμάτιο του παιδιού. Στράβωσε το πρώτο καρφί, δεν πρόλαβε να χτυπήσει το δεύτερο, όταν ακούστηκε το κουδούνι, ο γιος του ανέβηκε τρεχάτος τις σκάλες «Τι κάνεις, μπαμπά! Σταμάτα!» Η νύφη του ζητούσε χίλια συγγνώμη από τον γείτονα, που μία σφυριά ακόμη και θα καλούσε την αστυνομία. Ο πεθερός της, εξηγούσε η κοπέλα, μόλις είχε αφιχθεί από τη νοτιοανατολική Ευρώπη και δεν γνώριζε τους κανόνες. Αγνοούσε λόγου χάρη ότι την Κυριακή απαγορεύονται οι θόρυβοι. Ούτε σφυρί επιτρεπόταν ν’ ακουστεί ούτε σκούπα ηλεκτρική να λειτουργήσει ούτε εξώθυρα να χτυπήσει ούτε κάποιος ανέμελος στη σκάλα να σφυρίξει έναν σκοπό.
Ο γιος και η νύφη του ―επιστήμονες και οι δύο― εργάζονται στην ίδια πολυεθνική, εκείνος στο τμήμα ερευνών, στις οικονομικές υπηρεσίες η άλλη. Πήγαιναν το παιδί εναλλάξ στον βρεφονηπιακό σταθμό. Ουσιαστικά τους έβλεπε για λίγο στο δείπνο. Τον ευχαριστούσε να παρακολουθεί το βραδινό μπανάκι του παιδιού και πόσο ήσυχα μετά αποκοιμιόταν.
Τις λίγες μέρες που έμεινε, περιδιάβαινε επί ώρες την πεντακάθαρη πόλη, με το πεντακάθαρο ποτάμι, την πεντακάθαρη λίμνη, τους πεντακάθαρους δρόμους, τις πεντακάθαρες τράπεζες με το πεντακάθαρο χρήμα να στοιβάζεται πεντακάθαρα.
Ολβία πόλις η Ζυρίχη, και με απευθείας πτήση. Δεν επιθύμησε ποτέ να ξαναπάει.
Έρχονται βέβαια εκείνοι κάθε καλοκαίρι. Μένουν στο σπίτι του ένα σκάρτο εικοσιτετράωρο και φεύγουν για τα νησιά. Η πατρίδα, χρόνο τον χρόνο, μεταμορφώνεται σε τουριστικό προορισμό. Ο Σεζάρ πάντως παίρνει καλή αγωγή. Λέει στα ελληνικά «παρακαλώ», «ευχαριστώ», λέει «καλημέρα», λέει «γειά σου, παππού». Χαριτωμένο το εγγόνι του, χωρίς τραύματα βαπτίσεως. Μόνο που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν όπως θα ήθελε εκείνος… Έστω δυο λόγια να του έλεγε για τα περασμένα και τα ξεπερασμένα. Δυο λόγια μόνο…
Το καλοκαίρι πλησιάζει και ήρθε πλέον ο καιρός να μιλήσει στον Δημήτρη για την τελευταία του επιθυμία. Πάνω απ’ όλα επιθυμεί να μην έχει έγνοιες ο γιος του. Ούτε παπάδες ούτε κόλλυβα ούτε στεφάνια ούτε τελετές ούτε τάφοι ούτε μνημόσυνα ούτε ανακομιδές λειψάνων. Μια κι έξω στάχτη.
Έχει πάρει την απόφαση να πλεύσει στην Αχερουσία χωρίς περιττές αναταράξεις. Για τον σκοπό αυτόν φρόντισε να εξουδετερωθεί πρώτα απ’ όλα ο μέγας ύφαλος της μουσικής. Στον πάτο ενός κιβωτίου έθαψε το μαγνητόφωνο, με όλες τις μπομπίνες του μαζί, κάτω από βινύλια, κασέτες, δίσκους ακτίνας όπως επέμενε ν’ αποκαλεί τα σιντί –«δίσκους ακτίνας, μάλιστα, έχουμε γλώσσα!» διόρθωνε κάποτε εριστικά τον έφηβο γιο του. (Προς τι η έρις; Προς τι η χάρις;) Σε σακούλες απορριμμάτων έριξε τα υπόλοιπα : κλασέρ με λογαριασμούς οργανισμών κοινής ωφελείας, προγράμματα από θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες, φυλλάδια από εκθέσεις ζωγραφικής, άλμπουμ και συρτάρια ολόκληρα με φωτογραφίες από ταξίδια, εκδρομές, γάμους, βαφτίσια, παρελάσεις, περγαμηνές, φύλλα πορείας, ληγμένα διαβατήρια. Πακέτα από την αλληλογραφία του με την Κάτια, όταν ήταν στον στρατό, όταν ήταν στη Γιάρο. Τον πατέρα του τον είχαν πάει κάποτε σ’ άλλο νησί κι είχε ακούσει τότε ένα γειτονόπουλο να λέει πως στη Μακρόνησο βάζανε τους ανθρώπους να κουβαλάνε κοτρόνες, για να μπουν στον ίσιο δρόμο… Μέχρι τότε δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε ο πατέρας του εκεί. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι κάθε Κυριακή έδιναν στους παραστρατισμένους μια μερίδα κίτρινο τυρί, που ο πατέρας δεν το έτρωγε. Το έστελνε να το φάνε τα παιδιά του. Τέσσερα αγόρια είχε. Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, έπιασε τρεις δουλειές, για να βάλουν κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους. Όταν μπήκαν στο μικρό σπιτάκι, η μητέρα δεν πίστευε τα μάτια της, τα παιδιά αγκάλιαζαν τους τοίχους και τους φιλούσαν. Όλα τους ―και τα τέσσερα― προκόψανε, έγιναν οικογενειάρχες, ψήφιζαν τις δυνάμεις της προόδου. Μετά την κηδεία του, κανείς τους δεν ξαναπάτησε στο κοιμητήριο. Μόνο η Κάτια, κάθε φορά που πήγαινε να φροντίσει το μνήμα της μητέρας της, περνούσε κι άναβε το καντήλι του πεθερού της, του άφηνε ένα λουλούδι.
Λένε πως οι κόρες φροντίζουν τα μνήματα. Αυτός απέκτησε μονάχα γιο. Μα και κόρη να είχε… δεν βαριέσαι… Με τόσες προόδους, τόσες απελευθερώσεις, τόσα ίσα δικαιώματα, τόσες καριέρες, τόσες pilates… Στάχτη και πάλι στάχτη.