Ο ευκάλυπτος κυρίευσε το πιο ακριβό / Που δεν το βρίσκεις πια στα χρωματοπωλεία / Ο ίδιος να το μαζέψεις πρέπει εισχωρώντας
Άνοιγες τα συρτάρια σου κι έβρισκες ουρανό...
Σώμα δεν έχω / παρά μονάχα τη σιωπή Σου / κι ας μη μιλάς, μονάχα κοίτα με
Όσο ξεδιπλώνει τα φτερά του ο χρόνος χαράζονται στο δέρμα σου ίχνη πλήξης και αδιαφορίας
Δεν αξίζει η ιστορία μου / δυο ευρώ μεταλλικά μόνο / φίλε μου, / να εξυπηρετώ φτηνές συναλλαγές
Υπομένουν. / Με βλέμμα απλανές σ’ ένα παρόν που απομυζεί τα σπλάχνα / τ’ αλείφει απαλά με μέταλλα
Εδώ, από κάτω / στο υπόγειο κελί το φως ζει στην λάμα του μαχαιριού
θυμάσαι πως ο κόσμος είναι / ένα αντίδωρο / που μασουλάμε στο πέρασμα
Σαν να ξεκλείδωσε τον αυχένα της η ανησυχία, κατάφερε να στρέψει το κεφάλι της αριστερά
Ειδικά αυτό το σίριαλ με τις γυναίκες που είναι ντυμένες στα κόκκινα και η μαμά μου λέει πως είναι σαν εμένα, δότριες δηλαδή...
...Ο χρόνος γίνεται χώρος ν’ απλωθώ / Γίνεται ένα ελαφρύ πλωτό
Ένιωσε ένα δυνατό εκτόπισμα νερού να έρχεται με ακανόνιστο τρόπο από τα δεξιά της
Τα οράματά του ήταν γεμάτα με μέρες μοναχικού βαδίσματος σε ερημιές απρόσιτες και άγονους, απαράλλαχτους τόπους