Αύρα λευκώματος βοτανικής

Λεύκωμα βοτανικής

Μια Γιαπωνέζα θλίψη
Τα σχιστά μάτια καλλωπίζει
Με σβώλους από λάσπη
Όταν ένα μεταξωτό κουκούλι
Γίνεται θρύψαλα στη χειραψία των ανέμων

Στη λίμνη με τους κόκκινους κυπρίνους
Γέρνει ουλές και μώλωπες σε τατουάζ
Δικέφαλων χτισμένους, αφού
Ο μύθος του Ναρκίσσου είναι
Αντίδοτο στις αιωρήσεις της φθοράς

Ένα ξερό φύλλο λίγο προτού πνιγεί
«Τι μένει πια;», φωνάζει
«Μια χούφτα ίνες από Φύση», ένας γυρίνος απαντά,
«Στο Λεύκωμα Βοτανικής παιδιών που γλείφουν
Προσευχές μαζί με καραμέλες
Αφήνουν δαχτυλιές επάνω στο λευκό

Ξεχνούν να τα μαλώσουν όμως, αφού
Δεν είναι οι σελίδες που γυρνούν
Είναι οι απώλειες που μένουν»

Αύρα λευκώματος βοτανικής



Αύρα

Η Φιλαρμονική των Αγυρτών
Μ’ adagio στις τσεπούλες περιφέρει
Τους βετεράνους των Γραμμάτων Της
Όπως παντόφλες και σκηνώματα αγίων
Και το πνεύμα εν είδει περιστεράς
Φωτιά μ’ ιδέες ξέπλεκες αρπάζει
Θυσία στη θυμέλη των ηθών
Λες και η τραγωδία μάς χρωστάει
Από χαρτί κοθόρνους και χωλούς κομμούς
Να υποκριθεί και πάλι, εις διπλούν
Άσπιλη και πρωτότυπη

Στο μεταξύ, συμβαίνουν τα γνωστά:
Aύρα ραίνει τα μάτια μας
Με στάχτη στις κερκίδες
Πουλάνε ―προσφορά― ληγμένα μαντολάτα

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: