Λεύκωμα βοτανικής
Μια Γιαπωνέζα θλίψη
Τα σχιστά μάτια καλλωπίζει
Με σβώλους από λάσπη
Όταν ένα μεταξωτό κουκούλι
Γίνεται θρύψαλα στη χειραψία των ανέμων
Στη λίμνη με τους κόκκινους κυπρίνους
Γέρνει ουλές και μώλωπες σε τατουάζ
Δικέφαλων χτισμένους, αφού
Ο μύθος του Ναρκίσσου είναι
Αντίδοτο στις αιωρήσεις της φθοράς
Ένα ξερό φύλλο λίγο προτού πνιγεί
«Τι μένει πια;», φωνάζει
«Μια χούφτα ίνες από Φύση», ένας γυρίνος απαντά,
«Στο Λεύκωμα Βοτανικής παιδιών που γλείφουν
Προσευχές μαζί με καραμέλες
Αφήνουν δαχτυλιές επάνω στο λευκό
Ξεχνούν να τα μαλώσουν όμως, αφού
Δεν είναι οι σελίδες που γυρνούν
Είναι οι απώλειες που μένουν»