Τραγούδι παιδήλικο
Πεταλούδες που γίναν
υπάλληλοι του δημοσίου
αφήνοντας στην άκρη
τις κόκκινες πιτσίλες και τα ρέστα
Ούτε πέφτουν κάτω
ούτε και πετάν. Την άνοιξη
την ξέχασαν. Και
ποιος τους φταίει;
Έχει τα ρίσκα του ο κήπος,
μα τον αφήνεις;
Τραγουδούν, ενώ. Γύρω σαν στάχτη, κομμάτια πέφτουν
κομματάκια, τα γαλάζια χαρτιά
Φοβάμαι λίγο
Τα ρούχα γραφείου που μοιάζουν
φιμέ κατακόρυφες λάμες
Τα σίγουρα αυτοκίνητα που εισβάλλουν
σε μιαν ήσυχη γειτονιά
Τις ενημερώσεις τους κατακλυσμούς και
τ’ άγνωστα μηνύματα
Τις άδειες καρέκλες
σε οποιονδήποτε χώρο
Τις αστυνομίες και τα βεγγαλικά
Τα μεγάφωνα
Τους πολύ γλωσσικούς και τρέχω
το βάζω στα πόδια
νύχτα ως το κόκαλο
τρέχω με ρίγος
να πάρει ― να πάρει!
Σαν σκύλος που χάθηκε
Το ανήκουστό μου
Το φυλαγμένο μου, η αμίλητη υπόσταση με
τα φτερά του χειμωνιάτικου κότσυφα στα χείλη,
μην μου μακρίζεις και διψώ για
λίγη μουσική εντός μου, για τον ρυθμό ενός
χορού σε χαϊδεμένο μέτωπο όπως νυχτώνει, μη
πεισματώνεις ώρα που πάει στα σκοτεινά
τρομάκια, απρόδοτό μου εσύ που
μοιάζεις με παιδικό προαύλιο
καταμεσής της ερημιάς, τι ανάγκη έχεις
να παριστάνεις το άγραφο;