Ταφικά έθιμα / Εκ των άνω

Εκ των άνω



Προχωρούσε στα τυφλά. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Πήγαινε προς άγνωστη κατεύθυνση δίχως πλάνο κανένα. Γιατί να τον νοιάξει; Και ο Τειρεσίας τυφλός ήταν, αλλά όλοι τον υπολόγιζαν και κρέμονταν απ' τα χείλη του. Τίποτα δεν πήρε μαζί του. Μέχρι και το κινητό το πέταξε στα μούτρα της και έφυγε. Ας τα πάρει όλα η καριόλα. Τον ρούφηξε τόσα χρόνια, όλα του τα 'φαγε. Δεν τον χωρούσε το σπίτι. Αυτός βέβαια δεν μηχανεύτηκε σαν τον Ήφαιστο δίχτυα και τα τοιαύτα για να την πιάσει στα πράσα, αλλά έβαλε κοριό στην κρεβατοκάμαρα. Και το πουλάκι μίλησε. Μίλησε και είπε πολλά. Έπρεπε να ζούσε στην αρχαία Ελλάδα. Θα είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον εραστή της, αν τον έπιανε πάνω στην πράξη. Ο απατημένος ήταν υποχρεωμένος να διώξει τη γυναίκα του, κινδύνευε μάλιστα με στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων αν δεν το έκανε. Το σίγουρο ήταν πως η μοιχαλίδα έχανε για πάντα κάθε συμμετοχή στις τελετές της πόλης. Αυτοί είναι νόμοι, όχι να τρώει το κέρατο και να πληρώνει στο τέλος και τη νύφη!
Τη Λίνα τη γνώρισε στη Μελενίκου. Τον σαγήνευσε η ικανότητά της στο τάβλι. Άριστη στις πόρτες, μα πιο πολύ στο πλακωτό. Με τι μαεστρία έριχνε τα ζάρια, με τι δύναμη τοποθετούσε τα πούλια! Φοιτήτρια τής φιλοσοφικής είχε οικολογικές ανησυχίες και το 'παιζε αριστερή. Μετά βέβαια άλλαξε και ήθελε λούσα, μεζονέτα στο Πανόραμα και υπερατλαντικά ταξίδια. Πέντε χρόνια τραβιόνταν και μια ωραία πρωία σκέφτηκε βαθιά και είπε στον εαυτό του: "Μίλτο, είναι καιρός". Κυρίλλου και Μεθοδίου το μυστήριο, βαφτίσια αργότερα στον Άγιο Ελευθέριο στο Ντεπώ, μπομπονιέρες, κουμπάροι, νονοί, γενέθλια, παιδότοποι, πάρτι, αθλοπαιδιές, εκδρομές σε αγροτουριστικά κτήματα. Ό,τι κάνει δηλαδή ένας καθωσπρέπει οικογενειάρχης. Η Λίνα παράτησε το φροντιστήριο για να αφοσιωθεί στα παιδιά, στα πρωινά καφεδάκια και στο γυμναστήριο. Μεγάλο το σπίτι, ήθελε και οικιακή βοηθό.
Προχωρούσε στα τυφλά απελπισμένος. Τυφλός είναι αυτός που δεν μπορεί να δει, καθώς τα αισθητήρια όργανα της όρασης έχουν υποστεί βλάβη. Και στραβός έγραφε το βικιλεξικό. Όχι ρε παιδί μου, έβλεπε κανονικά. Να ένα αυτοκίνητο, να πολλά αυτοκίνητα, άνθρωποι, να μια λευκή γραμμή από διερχόμενο αεροπλάνο στον ουρανό. Τυφλός από θυμό, ναι. Τυφλός από μίσος, ναι. Τυφλό σύστημα γραφομηχανής, όχι. Εθελοτυφλούσε τόσο καιρό, βέβαια, χωρίς αμφιβολία. Τυφλός είναι αυτός που δεν είναι σε θέση να κρίνει σωστά, επειδή εμφορείται από έντονα συναισθήματα. Του φάνηκε πως το πέτυχε. Αυτό ήταν, έπασχε από υπερχείλιση αγάπης και πόθου για την Λίνα όλα αυτά τα χρόνια και είχε χάσει την ορθή του σκέψη. «Καριόλα!»
Προχωρούσε στα τυφλά σκυφτός και μαύρα σύννεφα ερχόταν καταπάνω του σαν να μην μπορούσε να τα κρατήσει ο ουρανός. Και η θλίψη τον βάραινε, λες και κουβαλούσε όλα τα βάσανα του κόσμου. Όχι, αυτόχειρας δεν θα γινόταν. Δεν χρειαζόταν κανέναν να τον πείσει γι' αυτό. Ούτε καν έναν τυφλό Τειρεσία να του υποδείξει τον υπαίτιο της κακοτυχίας του. Προς Θεού, δεν ήταν δα ο Οιδίποδας να έχει προκαλέσει κακό στην πόλη του, να πεθαίνουν τα ζώα, να γεννούν οι γυναίκες νεκρά παιδιά. Ήθελε παρόλα αυτά ένα θεϊκό σημάδι για να προσανατολιστεί για τις παραπέρα κινήσεις του. Κι όπως πέρασε κάτω από μια νεραντζιά, ήρθε πράγματι το μήνυμα ουρανόσταλτο. Η κουτσουλιά στο αριστερό του μπράτσο ήταν ένα θεϊκό σημάδι το δίχως άλλο. Μια κουτσουλιά σημαίνει μάλλον αφθονία και καλή τύχη. Προς το παρόν ένα πράγμα ήταν σίγουρο: δεν ήταν τυφλός πια, μα ένας τυφλός που έβρισκε σιγά σιγά το φως του. «Καριόλα!»

Εικόνα: Θ. Οικονόμου
Εικόνα: Θ. Οικονόμου
Ταφικά έθιμα


Στη βεράντα της κρεβατοκάμαρας κείτεται. Ενός πουλιού το μαύρο κεφάλι. Δίπλα οι γλάστρες με τους νάρκισσους, μπουμπούκια εκκολαπτόμενα τέλη Φλεβάρη.
Τις τελευταίες μέρες βρέχει. Σιγοψιχαλίζει για την ακρίβεια, τσίκι τσίκι, τσίκι. Βρέχεται το πουλί. Το ασώματο πουλί. Μετακινήθηκε κι ας μη φύσηξε καθόλου. Μπερδεύονται και χτυπάνε με δύναμη στο τζάμι. Νεκρά πουλιά κάπου κάπου στη βεράντα μου. Το κεφάλι όμως ενός πουλιού; Λείπει κι ο λαιμός. Πού να χάθηκε το σώμα;
Δεν νυστάζω. Γυρνώ απ' τη μια, γυρνώ απ' την άλλη. Όχι, δεν κρυώνω, είναι μια ζεστή χειμωνιάτικη νύχτα με θερμοκρασίες ιδιαίτερα υψηλές για την εποχή. Πρόσεχω πολύ να μην ακουμπήσω τον Αλέκο, να έχω μια κόσμια συμπεριφορά. Για μέρες δεν μιλάμε. Στον αληθινό έρωτα δεν είναι να αγαπά κανείς κόσμια κι αυτό με παρηγορεί. «Επιστρέφω αμέσως», ψιθυρίζω από συνήθεια σαν να είναι μια κανονική νύχτα, που σηκώνομαι απ' το κρεβάτι για να πάω στην τουαλέτα κι εκείνος αναζητά εναγωνίως το σώμα μου. «Πού πας;» μου ψιθύριζε νυσταγμένος. Μιλούν ψιθυριστά οι εραστές, μιλούν ψιθυριστά στα χαρακώματα οι μελλοθάνατοι, μιλούν ψιθυριστά αυτοί που κρύβονται. Μιλούσαμε ψιθυριστά και στην αγρυπνία της κηδείας του παππού.
Ο παππούς είχε πάει κανονικά στο μαγαζί του εκείνη την Πέμπτη. Όχι, δεν ήταν Τσικνοπέμπτη, μια κανονική Πέμπτη ήταν. Για λίγο που χρειάστηκε να πεταχτεί απέναντι στο χασάπικο του κυρ Θανάση, κρέμασε το ταμπελάκι στην πόρτα. Επιστρέφω σε λίγο, έγραφε, μα ψευδόταν ασυστόλως. Τον θέρισε ένα διερχόμενο, βιαστικό όχημα. Τον τιμήσαμε τον παππού. Τον έπλυνε με κρασί η γιαγιά, τον ξενυχτήσαμε. Στην αγρυπνία, όλοι μιλούσαμε ψιθυριστά μεταξύ μας σαν να φοβόμασταν να μην ξυπνήσει ο παππούς. Μετά τον κορονοϊό, αλλαγή πλεύσης, τους πεθαμένους τους πάνε κατευθείαν στην εκκλησία. Έπειτα η ταφή. Εξακολουθούν οι άνθρωποι να τιμούν τους νεκρούς τους. Στον κόσμο των πουλιών τι να συμβαίνει;
Στέκομαι τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα στο τζάμι και κοιτάζω τα πλακάκια. Ο Αλέκος δεν με αναζήτησε κι εγώ ψάχνω το πουλί. Στη βεράντα μου ακόμη κείτεται ενός πουλιού το μαύρο κεφάλι. Κοτσύφι, κοράκι; Από πανίδα δεν σκάμπαζα ποτέ. Από χλωρίδα, ναι. Ο Αλέκος μου 'χε δωρίσει όλα τα λούλουδα του κάμπου και του διπλανού ανθοπωλείου. Ο ουρανός έναστρος κι ένα τεράστιο στρογγυλό φεγγάρι μού δείχνει τον δρόμο. Μ' ένα λευκό μαντήλι πιάνω το πουλί και ανοίγω μια τρύπα στην κόκκινη γλάστρα με τους νάρκισσους. «Δεν ησυχάζουν αλλιώς οι ψυχές», είπα ψιθυριστά, λες και μιλούσα στον Αλέκο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: