|
Ταφικά έθιμα / Εκ των άνω
Εκ των άνω

Ταφικά έθιμα
Στη βεράντα της κρεβατοκάμαρας κείτεται. Ενός πουλιού το μαύρο κεφάλι. Δίπλα οι γλάστρες με τους νάρκισσους, μπουμπούκια εκκολαπτόμενα τέλη Φλεβάρη.
Τις τελευταίες μέρες βρέχει. Σιγοψιχαλίζει για την ακρίβεια, τσίκι τσίκι, τσίκι. Βρέχεται το πουλί. Το ασώματο πουλί. Μετακινήθηκε κι ας μη φύσηξε καθόλου. Μπερδεύονται και χτυπάνε με δύναμη στο τζάμι. Νεκρά πουλιά κάπου κάπου στη βεράντα μου. Το κεφάλι όμως ενός πουλιού; Λείπει κι ο λαιμός. Πού να χάθηκε το σώμα;
Δεν νυστάζω. Γυρνώ απ' τη μια, γυρνώ απ' την άλλη. Όχι, δεν κρυώνω, είναι μια ζεστή χειμωνιάτικη νύχτα με θερμοκρασίες ιδιαίτερα υψηλές για την εποχή. Πρόσεχω πολύ να μην ακουμπήσω τον Αλέκο, να έχω μια κόσμια συμπεριφορά. Για μέρες δεν μιλάμε. Στον αληθινό έρωτα δεν είναι να αγαπά κανείς κόσμια κι αυτό με παρηγορεί. «Επιστρέφω αμέσως», ψιθυρίζω από συνήθεια σαν να είναι μια κανονική νύχτα, που σηκώνομαι απ' το κρεβάτι για να πάω στην τουαλέτα κι εκείνος αναζητά εναγωνίως το σώμα μου. «Πού πας;» μου ψιθύριζε νυσταγμένος. Μιλούν ψιθυριστά οι εραστές, μιλούν ψιθυριστά στα χαρακώματα οι μελλοθάνατοι, μιλούν ψιθυριστά αυτοί που κρύβονται. Μιλούσαμε ψιθυριστά και στην αγρυπνία της κηδείας του παππού.
Ο παππούς είχε πάει κανονικά στο μαγαζί του εκείνη την Πέμπτη. Όχι, δεν ήταν Τσικνοπέμπτη, μια κανονική Πέμπτη ήταν. Για λίγο που χρειάστηκε να πεταχτεί απέναντι στο χασάπικο του κυρ Θανάση, κρέμασε το ταμπελάκι στην πόρτα. Επιστρέφω σε λίγο, έγραφε, μα ψευδόταν ασυστόλως. Τον θέρισε ένα διερχόμενο, βιαστικό όχημα. Τον τιμήσαμε τον παππού. Τον έπλυνε με κρασί η γιαγιά, τον ξενυχτήσαμε. Στην αγρυπνία, όλοι μιλούσαμε ψιθυριστά μεταξύ μας σαν να φοβόμασταν να μην ξυπνήσει ο παππούς. Μετά τον κορονοϊό, αλλαγή πλεύσης, τους πεθαμένους τους πάνε κατευθείαν στην εκκλησία. Έπειτα η ταφή. Εξακολουθούν οι άνθρωποι να τιμούν τους νεκρούς τους. Στον κόσμο των πουλιών τι να συμβαίνει;
Στέκομαι τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα στο τζάμι και κοιτάζω τα πλακάκια. Ο Αλέκος δεν με αναζήτησε κι εγώ ψάχνω το πουλί. Στη βεράντα μου ακόμη κείτεται ενός πουλιού το μαύρο κεφάλι. Κοτσύφι, κοράκι; Από πανίδα δεν σκάμπαζα ποτέ. Από χλωρίδα, ναι. Ο Αλέκος μου 'χε δωρίσει όλα τα λούλουδα του κάμπου και του διπλανού ανθοπωλείου. Ο ουρανός έναστρος κι ένα τεράστιο στρογγυλό φεγγάρι μού δείχνει τον δρόμο. Μ' ένα λευκό μαντήλι πιάνω το πουλί και ανοίγω μια τρύπα στην κόκκινη γλάστρα με τους νάρκισσους. «Δεν ησυχάζουν αλλιώς οι ψυχές», είπα ψιθυριστά, λες και μιλούσα στον Αλέκο.