Η Εγκυκλοπαίδεια

Η Εγκυκλοπαίδεια

Από το πρωί καθαρίζει το όπλο της δίπλα στο τζάκι. Η φωτιά καίει από το βράδυ, αλλά τα σπασμένα παράθυρα του αγροτόσπιτου δεν βοηθούν τη Βασιλικώ να ζεσταθεί. Νωρίς το ξημέρωμα την επισκέφτηκε η γειτόνισσα και της είπε ότι κυκλοφορεί στο χωριό ένας νεαρός, μαυροντυμένος, με γένια και ένα σακβουαγιάζ. Χτυπάει τις πόρτες όλου του χωριού και λέει τάχα πως πουλάει βιβλία. Κανένας δεν τον πίστεψε ούτε του άνοιξε την πόρτα.


Η Βασιλικώ τον περιμένει. Η πόρτα της χτυπά. Παίρνει βαθιά ανάσα και ανοίγει:
«Καλημέρα, κυρά, να περάσω;»
«Ποιος είσαι και του λόγου σου; Τι ζητάς;»
«Πουλάω εγκυκλοπαίδειες, άσε με να σου δείξω…»
«Ατύχησες. Δεν ξέρω να διαβάζω», του λέει η Βασιλικώ και καρφώνει το βλέμμα της στον σάκο.
«Πράμα δεν κατέεις;»
Η Βασιλικώ τον κοιτάζει από πάνω ως κάτω και του κάνει νεύμα να περάσει. Ο πλασιέ υπακούει.
«Κρύο έχεις εδώ μέσα».
«Να βάνω μια ρακή να ζεσταθείς;»
«Ποτέ εν ώρα εργασίας. Εσύ, με τι ασχολείσαι;»
«Με οζά και το χτήμα».
«Δεν διάβασες ποτέ;»
«Όι, δεν εχρειάστηκα».
«Να γράφεις, κατέεις;»
«Όι. Με πήρε ο πατέρας από μικρή στην ορταγιά επάνου στον Ψηλορείτη. Δεν θέλει γράμματα η Μόρφω, η κατσίκα μ’, συνεννοούμαστε μόνο με τις φωνές».
«Με τον Ήλιο θα μάθεις».
«Κουζουλάθηκες ωρέ; Πού κολλάει ο ήλιος τώρα;»
«Την εγκυκλοπαίδεια, έτσι τη λένε», απαντάει ο πλασιέ και δείχνει τον κόκκινο δερματόδετο τόμο με τα χρυσά γράμματα στη μέση που γράφει «Ήλιος».
«Πόσο τη δίνεις;»
«Πεντακόσια».
«Ευρώ;»
«Ναι».
«Το κομμάτι;»
«Όχι, τους πέντε πρώτους τόμους».
«Έχει κι άλλους;»
«Δεκαοχτώ στο σύνολο».
«Καλά σ’ εκατάλαβα ‘γώ, κουζουλός είσαι και του λόγου σου. Φεύγα».


Ο πλασιέ κοντοστέκεται και το βλέμμα του κολλά στο όπλο. Ύστερα τη ρωτά:
«Του άνδρα σου είναι το πράμα;»
«Μω λογαριασμό θα σου δώκω; Φεύγα απ’ το σπίτι μου».
«Στάσου, γιατί τόση βιασύνη;»
«Έχω δουλειές να κάμω. Τι είμαι ΄γω, χασομέρω, σαν και του λόγου σου; Να χάνω τη ζωή μου με το διάβασμα;»
«Γιατί να τη χάνεις κυρά; Ίσα ίσα που τη βρίσκεις».
«Ίντα γράφει τούτος εδώ;», ρωτά η Βασιλικώ πιάνοντας στο χέρι της τον έναν τόμο.
«Λέει για πράματα ιστορικά, για σημαντικές ημερομηνίες της χώρας».
«Τι κουζουλάδες, μου αραδιάζεις ωρέ παλικάρι μου, ιστορίες και κουραφέξαλα. Να δεις εμείς, στο βουνό, στην ορταγιά, τον Απρίλιο, τι ιστορίες λέμε. Και όχι σκέτες σαν και τούτο ‘δώ το παλιόχαρτο. Εμείς, τον ήλιο τον εβλέπουμε όταν μιλάμε, πίνουμε γάλα φρέσκο και κρασί, και άμα λάχει ψήνουμε και κανά λαγό».
«Δώσε τρία κατοστάρικα και πάρ’ τα, έλα…».


Η Βασιλικώ σηκώνεται και βγάζει την ποδιά της απ’ τη μέση. Πιάνει το όπλο στο χέρι και γυρνάει στον πλασιέ.
«Φεύγα, όξω. Κακώς σ’ έμπασα σπίτι μ’. Σ’ είδα έτσι νηστικό και κακοριζιασμένο και σε λυπήθηκα. Μ’ αρέσει που μ’ ειδοποίησε και η γειτόνισσα για τε σένα».
«Νομίζω ότι παρεξήγησε η κυρία γειτόνισσα. Άλλωστε κανένας στο χωριό δεν μ’ άνοιξε το σπίτι του. Μόνο εσύ. Γι’ αυτό…».


Η Βασιλικώ έχει σηκώσει πια το όπλο και τον σημαδεύει.
«Τι κάνεις εκεί;».
«Φεύγα, γιατί σε τουφέκισα».
Ο πλασιέ την κοιτάζει στα μάτια.
«Πολύ καλά, αφού δεν θέλεις ούτε για εκατό…», της λέει και πιάνει αργά το σακβουαγιάζ.
«Πού τον επάς τον σάκο, ωρέ κακοριζιασμένο;».
«Δικός μου είναι, τι εννοείς;».
«Για κοίτα με καλά».

Τότε ένα ξύλο απ’ το τζάκι κατρακυλά και απ’ τον θόρυβο ο πλασιέ σηκώνει τα χέρια του ψηλά. Η Βασιλικώ τρομάζει και ρίχνει μια τουφεκιά στην οροφή. Ο πλασιέ αρπάζει τον σάκο και αρχίζει να τρέχει. Η Βασιλικώ ξοπίσω του κρατώντας την καραμπίνα. Βγαίνουν στην αυλή. Πίσω απ’ τον πλασιέ τρέχουν τώρα και οι κότες της Βασιλικώς. Τους βλέπει η γειτόνισσα να κυνηγιούνται, μπαίνει και ‘κείνη στη σειρά. Ο πλασιέ έχει λαχανιάσει. Το βάρος του σάκου τον καθυστερεί.
Μπαμ!, ακούγεται ένας ακόμη πυροβολισμός κι ένα κοτσύφι πέφτει στα πόδια του πλασιέ. Το πατάει και αφήνει τον σάκο απ’ το χέρι του. Η Βασιλικώ σταματά. Η γειτόνισσα το ίδιο. Ο πλασιέ συνεχίζει να τρέχει. Οι δυο γυναίκες τον κοιτούν. Το βλέμμα τους τρέχει μαζί του μέχρι την πλατεία του χωριού. Ο πλασιέ στρίβει στην γωνία της εκκλησίας, χάνεται.
Η Βασιλικώ τώρα κοιτάζει τον σάκο, τον ανοίγει και βγάζει από μέσα τους τόμους. Το βαθύ πορφυρό τους χρώμα γεμίζει τα μάτια της.

«Μω Βασιλικώ, σε πείραξε το κοπέλι;» ,τη ρωτά η γειτόνισσα.
«Όι, πράμα».
«Τότε, μω χριστιανή, τι τον εκυνηγούσες με το τουφέκι; Τον κοψοχόλιασες τον άνθρωπο».
«Αν δεν τρέξεις, ψωμί δεν βγάνεις».

Η Βασιλικώ σφίγγει δυνατά στα χέρια της τους τόμους και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Η γειτόνισσα την ακολουθεί.


Την επόμενη μέρα ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά. Η Βασιλικώ δεν έχει ανάψει το τζάκι. Βγαίνει στο περβάζι του σπιτιού κρατώντας στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο τον τόμο. Κάθεται ήσυχη, αμέριμνη, παρατηρεί τις αχτίδες του ήλιου, τις κότες να τσιμπολογούν το καλαμπόκι στις πέτρες.

«Τώρα εσένα, να σε βάλω στο παραθύρι ή στην πόρτα για να μου φέγγεις μέρα και νύχτα», αναρωτιέται κρατώντας την εγκυκλοπαίδεια με τα ολόχρυσα γράμματα που γράφει « Η Λ Ι Ο Σ ».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: