Διπλή όψη

Διπλή όψη

Τη συνάντησα στα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Από το πρώτο μάθημα μου έκανε εντύπωση. Φορούσε υφασμάτινη μάσκα με μαύρα στρασάκια. Στην αρχή σκεφτόμουν ότι μπορεί να έτυχε. Φαινόταν στο βάθος μια βιβλιοθήκη και λαμπάκια που άναβαν. Περίεργα πράγματα, σκέφτηκα.

Μέχρι το τελευταίο μάθημα, η Λεϊλά δεν έβγαλε τη μάσκα. Δεν μιλούσε, άκουγε και σημείωνε. Στο τελευταίο μάθημα ανταλλάξαμε ευχές και χαμόγελα. Η Λεϊλά ούτε τότε δεν έδειξε το πρόσωπό της. Χαμογέλασαν μόνο τα μάτια της.

Το ίδιο βράδυ της έστειλα μήνυμα. Κατάλοιπα της καραντίνας. Για εμένα τουλάχιστον, που ξαφνικά έγινα πιο περίεργη. Της είπα τη γνώμη μου για αυτά που έγραφε, την ιστορία ενός κοριτσιού μ’ ένα σκυλάκι. Την ρώτησα. Γιατί να φοράει μάσκα στο ίδιο της το δωμάτιο; Άραγε ήταν λόγω της θρησκείας της;

Μου απάντησε το ίδιο βράδυ:

Αγαπητή Εύη,

Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σε γέμισα ερωτηματικά, ίσως κι άλλους από την τάξη μας. Αν θέλεις, είμαι έτοιμη να σου πω την ιστορία μου. Αύριο σε βιντεοκλήση στο φέισμπουκ.

Το ραντεβού επιβεβαιώθηκε, η Λεϊλά εμφανίστηκε πάλι με μάσκα. Αυτήν τη φορά φορούσε μία με μεγάλα λουλούδια.

Είμαι είκοσι τεσσάρων ετών από το Αφγανιστάν, είπε. Μέχρι τα οκτώ ζούσα εκεί, στη Χεράτ. Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Η μάνα δούλευε στα χωράφια, στα καλαμπόκια, ο πατέρας πουλούσε στους δρόμους. Εγώ στο σπίτι έκανα τις δουλειές και πρόσεχα τον Γιόνι, τον μικρό μου αδερφό. Ήταν Σεπτέμβριος, η μάνα έτρεχε σε δυο αφεντικά. Τέσσερις μέρες πήγαινε στα καλαμπόκια και τις άλλες τρεις στο βαμβάκι. Ο πατέρας γύριζε βράδυ με καλό μεροκάματο. Η μάνα αποφάσισε να μου μάθει να μαγειρεύω. Ρύζι βραστό, σκέτο, με κανέλα. Την παρακαλούσα να μου ψήσει ένα καλαμπόκι, ο Γιόνι έκλαιγε. Δεν μας άφησε ποτέ.
— Αυτά είναι το μεροκάματό μας, έλεγε, δεν είναι για ευχαρίστηση.
— Στο σπίτι δεν είχαμε φούρνο. Αυτόν τον έμαθα στη Σμύρνη χρόνια μετά. Η μάνα έβαλε το γκαζάκι στον πάγκο. Μου έδειξε πώς ανάβει, μου έδωσε την κατσαρόλα και μια κούπα ρύζι. Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Ακόμη και σήμερα, δεν ξέρω τι έκανα λάθος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι χάσαμε τον αδερφό μου. Το σπίτι κάηκε και εγώ, να δες, είπε, και κατέβασε τη μάσκα της. Τα μάγουλά της καλύπτονταν από κόκκινες γραμμές, παχιές και ακανθώδεις σαν αναρριχητικά φυτά. Όσο κι αν είχαν πουδραριστεί ξεπρόβαλλαν μέσα από τις στρώσεις του μέικαπ.
— Οι γονείς σου;
— Δεν ξέρω.
— Τι εννοείς;
— Δεν ξέρω.

Ο Γιόνι έτρεχε στο σπίτι πάνω κάτω. Καιγόταν, ούρλιαζε. Η πόρτα δεν άνοιγε, το τζάμι στο παράθυρο έσπασε. Να, αυτό, μου έδειξε μια ουλή στο δεξί μάγουλο, το έχω από το τζάμι. Προσπάθησα να πιάσω τον Γιόνι. Δεν μπορούσα. Βγήκα κι άρχισα να τρέχω, να τρέχω. Έφτασα στον σταθμό, μπήκα στον τρένο. Με πήρε μία κυρία από το χέρι και με έπλυνε, «νοσοκομείο, θέλεις;» φώναζε και με τράνταζε. Η κυρία κατέβηκε στο Τοργκούντι. Με πήρε μαζί της. Στα δεκαοχτώ παντρεύτηκα. Ο άνδρας μου είναι μάγειρας. Πήγαμε πρώτα στην Σμύρνη και μετά ήρθαμε εδώ. Θέλει να μαζέψουμε χρήματα και να πάμε στη Γερμανία. Εκεί είναι καλά, λέει. Θα έχουμε ασφάλεια. Με δέχτηκε από την αρχή. Μ’ αγαπάει έτσι, όπως είμαι. Μου είπε ότι η ομορφιά είναι στην ψυχή και όχι στο πρόσωπο, αυτό φθείρεται, η ψυχή ανθίζει, και η δική σου, Λεϊλά μου, είναι λουλουδένια.

Της χαμογέλασα.

— Κι πάλι όμως, ντρέπομαι. Δε φεύγουν τα σημάδια. Κυκλοφορούσα με την μαντίλα και πάλι ένιωθα άσχημα. όλοι, κοιτούσαν το κάψιμο. Η μαντίλα δεν έφτανε να το κρύβει. Στις επισκέψεις οι γυναίκες καθόμασταν στην κουζίνα. Εκεί ήταν ο εφιάλτης μου. Όλες προσπαθούσαν να γυρίσουν τα μάτια τους αλλού, κάποιες πιο περίεργες με ρωτούσαν. Έλεγα ότι μου πετάχτηκε λάδι όταν ήμουν μικρή.
— Ντρέπομαι.
— Δεν υπάρχει λόγος.
— Ντρέπομαι, γιατί τώρα, με την πανδημία, χάρηκα. Ναι, αλήθεια χάρηκα! Ίσως και να είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερη. Δεν φοράω μόνο εγώ μάσκα. Ακόμη και στις επισκέψεις που πήγαμε, λόγω του κορονοϊού όλοι την φορούσαμε. Δεν την βγάζουμε. Εδώ και έναν χρόνο κανείς δεν κοιτά τις ουλές μου. Παλιά, ευχόμουν να γίνει κάτι και να μην τις βλέπει κανείς, να είμαι σαν τους άλλους, να μην με ρωτάνε. Ο Θεός μ’ άκουσε. Πρώτη φορά νιώθω καλά. Μα ντρέπομαι. Σκέφτομαι ότι το δικό μου καλό είναι βάσανο για τους άλλους. Δεν ένιωσα ποτέ να αναπνέω τόσο καλά.
— Μείνε σ’ αυτό, τότε Λεϊλά και τα άλλα άσ’ τα πίσω.

Υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να αναπνέεις ελεύθερα;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: