Grosvenor Oneida

Grosvenor Oneida


Η Αριέλλα κι εγώ καβγαδίζαμε συχνά στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου.
Ήμασταν πια δέκα εννιά και πλησιάζαμε τα είκοσι αλλά, πολλά βράδια, στοιβαγμένες στο επάνω επίπεδο μιας σανιδένιας κουκέτας, άλλες φορές βυθισμένες στον αχνό δεκάδων κοιμισμένων αναπνοών, κι άλλες ανάμεσα σε βογκητά και παραμιλητά, καβγαδίζαμε ψιθυριστά μέχρι τελικής πτώσεως. Συχνά την έπαιρνε ο ύπνος στη μέση μιας λέξης ή πεταγόταν λίγο πριν αποκοιμηθεί για να μου απαντήσει και, σίγουρα, θα έκανα κι εγώ τα ίδια και χειρότερα. Ωστόσο, εκείνες τις λιγοστές στιγμές «ελευθερίας», όσο καταφέρναμε να κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά, επιμέναμε να τις περνάμε όπως παλιά∙ σαν να καθόμασταν ακόμα στο χαλί του υπνοδωματίου μας, φορώντας φιόγκους στα μαλλιά και καθαρά βαμβακερά φορέματα, περιστοιχισμένες από παιχνίδια, ώσπου να έρθει η ώρα για τον βραδινό μας ύπνο. Σε έναν τέτοιο «προσομοιωτικό» καβγά, την εποχή του Άουσβιτς, ήμουν απολύτως σίγουρη ότι το δέμα από τη Μπολόνια έφτασε στις αρχές του 1934, ενώ εκείνη επέμενε ότι ήταν τουλάχιστον 1937. Στάθηκε αδύνατον να την πείσω εξαιτίας της ισχυρογνωμοσύνης της αλλά κι επειδή, μέχρι τη στιγμή που αποκοιμήθηκε, δεν αποφάσιζα να ομολογήσω τους λόγους για τους οποίους θυμόμουν τόσο καλά εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά∙ κατά τη διάρκεια της οποίας η συμπεριφορά του γείτονά μας, του Ααρόν Ναρέλ, άλλαζε σταδιακά με τρόπο τόσο αξιοπρόσεκτο, ώστε να αρχίσω να τον παρακολουθώ προσεκτικά. Δεν χρειαζόταν βέβαια και μεγάλη παρατηρητικότητα για να διαπιστώσει κανείς ότι, αφού έβγαλε τα αποκρουστικά στρογγυλά γυαλιά από σκουριασμένο σύρμα που είχε ανακαλύψει πριν χρόνια σε κάποιο συρτάρι του σπιτιού του, εμφανίστηκε στην αυλή φορώντας το πρώτο του μακρύ φανελένιο παντελόνι και το επόμενο διάστημα έγινε τόσο εκνευριστικά λιγομίλητος, ώστε το παλιό μας εμπορικό παιχνίδι με τη λεμονάδα ΑΡΕΛ να πάψει να έχει πλάκα. Στο μεταξύ, ήταν πια τόσο ανεκτικός απέναντί μου, ώστε να παραβλέπει λάθη ασυγχώρητα, όπως το να αφήνω κουκούτσια στην κανάτα μου, να αργώ στη «δουλειά», ακόμα και να λείπω αν είχα κάτι άλλο να κάνω. Στο τέλος, λίγες εβδομάδες μετά το Χανούκα και αρκετό καιρό πριν από τα ενδέκατα γενέθλιά μου, ενώ η Αριέλλα ήταν απασχολημένη με την πώληση και ο παππούς κοιμόταν στην κουνιστή πολυθρόνα του δίπλα στον πάγκο, ο Ααρών έβγαλε από την τσέπη του ένα τσίγκινο δαχτυλιδάκι με μικροσκοπική τριανταφυλλί πέτρα κι αφού ξερόβηξε και τίναξε μια δυο φορές τα τσουλούφια του, πράγμα σύνηθες όταν ένιωθε αμηχανία, άρχισε να λέει ότι θα μπορούσαμε, αν ήθελα, να αρραβωνιαστούμε και να παντρευτούμε αργότερα, όταν θα μεγαλώναμε.
Ήταν μια αρκετά απλή χειρονομία, χωρίς περιττές κουβέντες, αλλά το γεγονός ότι συμφώνησα χωρίς δεύτερη σκέψη, με κάνει σήμερα να πιστεύω ότι εγώ πρώτη αρραβωνιάστηκα τον Ααρών, πολύ καιρό πριν εκείνος συνειδητοποιήσει τι έπρεπε να κάνει πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Θα παντρευόμασταν, λοιπόν, όταν θα μεγαλώναμε. Ασφαλώς, μέχρι τότε, η λεμονάδα ΑΡΕΛ θα ήταν διάσημη σε όλη τη Σαλονίκη, ο Ααρών θα θύμιζε όλο και περισσότερο τους μπαμπάδες μας, ενώ εγώ θα χτένιζα τα μαλλιά μου σε σκάλες, θα φορούσα νάιλον κάλτσες αντί για λευκά σοσόνια και καμιά φορά θα κάπνιζα, όπως η θεία Βικτωρία. Σίγουρα θα ζούσαμε σε δικό μας διαμέρισμα και θα επισκεπτόμασταν τους γονείς μας μόνο όσα βράδια δεν πηγαίναμε στο ΠΑΤÉ ή στο ΟΛΥΜΠΙΑ για ταινίες και Σινάλκο. Τέλος πάντων, αν αποφάσιζα να καταγράψω τις λεπτομέρειες της ζωής που ονειρευόμασταν εγώ και ο Ααρών (κυρίως εγώ), θα χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων, όμως αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι το δέμα από τη Μπολόνια έφτασε λίγες μέρες αφότου εκείνος μου χάρισε το δαχτυλίδι∙ στις αρχές, δηλαδή, του 1934, μετά το Χανούκα και λίγους μήνες πριν από τα ενδέκατα γενέθλιά μου.
Ήταν όμως αδύνατον να παραδεχτώ τέτοιο πράγμα∙ να ομολογήσω δηλαδή στην Αριέλλα ότι είχα αρραβωνιαστεί κρυφά και, πολύ περισσότερο, ότι είχα κουβαλήσει το δαχτυλίδι του Ααρών μέχρι το Άουσβιτς. Όσο κι αν ακούγεται παράλογο, ακόμα και σε εκείνο το μέρος, όπου κάτι τέτοια δεν είχαν καμιά απολύτως σημασία, δίσταζα να το ξεστομίσω τέτοιο πράγμα, πιθανότατα εξαιτίας της εξαδέλφης Ρασέλ και εκείνου του παλιού περιστατικού με τους «Κλέφτες της ζάχαρης». «Είσαι τόσο χαζούλα βρε Σοσόνια μου; Αλήθεια σου πέρασε από το μυαλό ότι θα έβρισκα το κουράγιο να αρχίσω να τρέχω πάνω κάτω στο μπλοκ, φωνάζοντας όπως η Ρασέλ;» είπε η Αριέλλα πολύ αργότερα, όταν η επιδημία τύφου θέριζε το στρατόπεδο και, καθισμένη στο προσκέφαλό της, περισσότερο για να την καθησυχάσω (να την πείσω ότι δεν θα έμενα πίσω ολομόναχη), αναγκάστηκα να εκμυστηρευτώ τα πάντα.
Κι έτσι, λύθηκε η διαφωνία μας για το δέμα από τη Μπολόνια, μέσω του οποίου μια θεία της μαμάς έστειλε το 1934 στη Σαλονίκη ένα επάργυρο σερβίτσιο μαχαιροπήρουνων, μάρκας Grosvenor Oneida, μόλις τριάντα τεσσάρων τεμαχίων, τυλιγμένο σε βαμβακερό ύφασμα και αγορασμένο από την Αμερική. Το πιθανότερο είναι ότι η μακρινή θεία είχε αποφασίσει να το ξεφορτωθεί, αφού, σίγουρα, του έλειπαν τα μισά του σκεύη, όπως και η ξύλινη συσκευασία με το σήμα της εταιρείας. Αλλά η μαμά ένιωθε υπερβολικά υπερήφανη γι’ αυτό, επειδή, όπως έλεγε, ήταν φτιαγμένο σε στυλ αρ ντεκό της δεκαετίας του ’20 και οι διακοσμήσεις του έμοιαζαν με αυτές του πολυελαίου της Συναγωγής Σαρφατή, στην οδό Ναράντζα. Ο μπαμπάς γελούσε με την καρδιά του όταν εκείνη ξεδίπλωνε το βαμβακερό ύφασμα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και, καθώς γυάλιζε τα μαχαιροπήρουνα, μας έδειχνε κάτι λεπτές γιρλάντες πάνω στις λαβές τους, επιμένοντας ότι ήταν ολόιδιες με εκείνες του πολυελαίου.
Αυτό το κολοβό σερβίτσιο, που τόσο αγαπούσε η αδερφή της, ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που αναζήτησε η θεία Βικτωρία, μπαίνοντας με χίλιες προφυλάξεις στο διαμέρισμά μας το καλοκαίρι του 1943.
Αρκετές μέρες πριν, μια παράξενη διαίσθηση με είχε σπρώξει να στρέψω το βλέμμα μου ψηλά, στο παράθυρο ενός σαραβαλιασμένου από τους βομβαρδισμούς κτηρίου και να τη δω, για πρώτη φορά μετά τον «αταίριαστο» γάμο της, να στέκεται ακίνητη, φορώντας το παλιό καμηλό παλτό της, ενώ εμείς σχηματίζαμε μια μακριά γραμμή στην Εγνατία, κατευθυνόμενοι προς το γκέτο Βαρόνου Χιρς.
Ύστερα, την ξαναείδα στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, σφιγμένη στο πλευρό του θείου Γιώργου, να μας κοιτάζει από το μπαλκόνι ενός άλλου κτηρίου, το ίδιο διαλυμένου, και σκέφτηκα (ήθελα πολύ να το πιστεύω), ότι θα περίμενε εκεί έως ότου ανέβουμε στο τρένο. Κατά τα άλλα δεν έμαθα ποτέ με ποιον τρόπο μπήκε στο σφραγισμένο μας διαμέρισμά κι έβγαλε από εκεί τα λιγοστά αναμνηστικά που μου παρέδωσε όταν επέστρεψα, ενώ καθόμασταν η μια δίπλα στην άλλη κι ακούγαμε τα Yiddish Swing. Άκουσα όμως από τα ίδια της τα χείλη ότι, εκείνη τη μέρα, καθώς έβγαινε στο πλατύσκαλο του τρίτου ορόφου, η πόρτα του απέναντι διαμερίσματος άνοιξε και η κυρία Α.Τ. την κοίταξε κατάματα για μερικά δευτερόλεπτα, πριν ξανακλείσει κι αρχίσει να κλειδώνει θορυβωδώς. «Δεν με χαιρέτησε καν! Κι έτσι έτρεμα μήπως με καταδώσει! Αλλά, καθώς οι μέρες περνούσαν και δεν συνέβαινε τίποτα, υπέθεσα ότι ήταν απλώς τρομοκρατημένη» είπε η Βικτωρία κι εγώ τη ρώτησα τι έγινε μετά, αδιαφορώντας για το αν θα διηγιόταν τη συνέχεια της ιστορίας ή θα απήγγειλε τον τηλεφωνικό κατάλογο∙ φτάνει να συνέχιζε, ώστε να ακούω τη φωνή της κουρνιάζοντας σε εκείνον τον καναπέ και παριστάνοντας ότι δεν ξεμύτησα ποτέ από τον ανακουφιστικό της κόσμο. Ήθελα να συνεχίσει, όπως ήθελα, εβδομάδες μετά την επιστροφή μου, να κοιμάμαι στο δάπεδο της εκκλησίας της Αναλήψεως, μόνο και μόνο επειδή, ακριβώς από πάνω μου, κρεμόταν ο κλεμμένος πολυέλαιος της κατεδαφισμένης πια Συναγωγής Σαρφατή. Κι έτσι, αν μη τι άλλο, ήμουν πλέον σίγουρη ότι οι διακοσμήσεις του ήταν όμοιες με αυτές του σερβίτσιου της Ιταλίδας θείας κι αυτό φάνταζε πολύ σημαντικό, παρόλο που, εκείνη την εποχή, έτρωγα ακόμα σε συσσίτια και φορούσα στρατιωτικό χιτώνιο αντί για παλτό. Τρύπωνα, λοιπόν, επί μέρες στην εκκλησία για τον βραδινό μου ύπνο και περνούσα ατέλειωτες ώρες περιφερόμενη∙ σκοντάφτοντας πολύ συχνά σε παλαιοπωλεία της Σαλονίκης, που ήταν εκείνη την εποχή γεμάτα με δικά μας κειμήλια, ώσπου βρήκα επιτέλους το κουράγιο να χτυπήσω την πόρτα της θείας Βικτωρίας.

Ύστερα, ο χρόνος κύλησε σαν νερό. Πέρασαν τουλάχιστον δυο χρόνια από την πρώτη μας συνάντησή, αλλά εγώ παρέμενα φιλοξενούμενή της, περιμένοντας να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες επιστροφής του πατρικού μου όταν, ένα απόγευμα, καθώς διασχίζαμε την Τσιμισκή πιασμένες αγκαζέ, την άφησα να με παρασύρει στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας με μαρμάρινα φουρούσια. Ανεβήκαμε καρδιοχτυπώντας μέχρι τον τρίτο όροφο και πατήσαμε το κουδούνι του πατρικού μου, κρατώντας τις αναπνοές μας και τεντώνοντας τα αυτιά, ώστε να ακούσουμε και το παραμικρό σούρσιμο πίσω από την πόρτα. Όμως, αντί για αυτό, η μεγαλόσωμη κυρία Α.Τ. εμφανίστηκε στην είσοδο του απέναντι διαμερίσματος κι όταν γυρίσαμε προς το μέρος της, άνοιξε την αγκαλιά της ενθουσιασμένη που μας έβλεπε σώες και αβλαβείς, πριν παραμερίσει και ζητήσει επίμονα να καθίσουμε στο βραδινό τραπέζι («έστω για έναν μεζέ») μαζί με την οικογένειά της. Οι υπόλοιποι μας υποδέχτηκαν με τον ίδιο ενθουσιασμό κι αφού μας εγκατέστησαν, άρχισαν μια μεγάλη συζήτηση με ιστορίες από την «παλιά Σαλονίκη», στις αποστροφές της οποίας, αραιά και που, σοβάρευαν και, μιλώντας σχεδόν ψιθυριστά, ρωτούσαν πληροφορίες για την τύχη συγγενών και φίλων μας, ενώ εμείς καθόμασταν εκεί πετρωμένες∙ ίσα ίσα καταφέρνοντας να προφέρουμε μερικές λέξεις.

Συνήλθε πρώτη η θεία Βικτωρία και σηκώθηκε σαν ηλεκτρισμένη. Τα επόμενα δευτερόλεπτα την παρακολούθησα σαν μέσα σε όνειρο, καθώς έφερνε μια γύρα στο δωμάτιο και μάζευε ένα ένα τα μαχαιροπήρουνα, τραβώντας τα, όταν χρειαζόταν, από τα χέρια των ανθρώπων που κάθονταν στο τραπέζι. Στο τέλος, γύρισε στη θέση της κι αφού τα αράδιασε όλα μπροστά της, έτσι όπως ήταν, γεμάτα λάδια και σάλτσες, έπιασε να τα διπλώνει σε μια πετσέτα αργά και στοργικά, μπροστά τα μάτια των άφωνων τώρα πια συνδαιτημόνων.

«Η ανιψιά μου λέει ότι ο κλεμμένος πολυέλαιος της Συναγωγής Σαρφατή επιστράφηκε τελικά στους νόμιμους ιδιοκτήτες του. Όπως καταλαβαίνετε το ίδιο αρμόζει και στο σερβίτσιο της αδερφής μου. Καληνύχτα σας», είπε με την πιο ξινή και δυσάρεστη φωνή που άκουσα ποτέ από τα χείλη της.

Ύστερα, πιαστήκαμε αγκαζέ και βγήκαμε από το διαμέρισμα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: