Οι παρατηρητές των μπουμπουκιών

Οι παρατηρητές των μπουμπουκιών



Ο Κόμο-σαν είχε περάσει τη νύχτα κακήν κακώς, κουρνιασμένος στον υπνόσακό του, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους, στο πεζοδρόμιο του πολυκαταστήματος Yodobashi Camera. Νωρίς το πρωί, μόλις μισή ώρα μετά το άνοιγμα του μαγαζιού, κατόρθωσε να φτάσει στο ράφι με τα προϊόντα της Easy Planet και να πάρει στα χέρια του τη συσκευασία του λογισμικού Simulation 3, αν μη τι άλλο με δάχτυλα τρεμάμενα. Αυτό το αρχικό τρέμουλο επεκτάθηκε τα επόμενα λεπτά σε όλο του το σώμα, σαν ένα είδος υπερδιέγερσης, κι εξακολούθησε να τον ταλαιπωρεί στην ουρά του ταμείου, κατά τη διάρκεια της επιστροφής του με το τρένο και, ιδιαίτερα, ενόσω έσκιζε το σελοφάν της συσκευασίας και άρχιζε μια αγωνιώδη διερεύνηση των δεξιοτήτων του αναβαθμισμένου ολογράμματος. Όμως, καθώς η ώρα περνούσε, το τρέμουλο άρχισε να υποχωρεί και, στο τέλος, ο Κόμο-σαν ένοιωσε τουλάχιστον ανακουφισμένος διαπιστώνοντας ότι οι σχεδιαστές της Χάνα Κίκου δεν διανοήθηκαν να αλλάξουν τη γνώριμη σωματική κατατομή, τις μακριές μπλε κοτσίδες και το εκφραστικό της πρόσωπο που θύμιζε αγαπημένες κοριτσίστικες φιγούρες Σόνεν Μάνγκα της εφηβείας του. Κι ενώ η Χάνα Κίκου εξακολουθούσε να έχει ύψος 1,58 και να ζυγίζει σαράντα δύο κιλά, όπως ένα οποιοδήποτε κορίτσι της διπλανής πόρτας, ο εκάστοτε διαχειριστής της είχε τώρα τη δυνατότητα όχι μόνο να διαλέγει τα ρούχα της, αλλά και τα τραγούδια και τη συνοδευτική μπάντα και τις αντιδράσεις του εικονικού κοινού, το οποίο θα «κατέφθανε» για να παρακολουθήσει τη συναυλία της.

Κατά τα άλλα ο Κόμο-σαν είχε πατήσει αισίως τα τριάντα. Εργαζόταν από τα είκοσι τρία του στη γεωγραφική έκταση που οι μεγαλύτεροι αποκαλούσαν γιαπωνέζικη κοιλάδα των υπολογιστών, και νοίκιαζε ένα διαμέρισμα τσέπης σε μια σχετικά ήσυχη περιοχή της Σιμπούγια. Για τις ανάγκες της μετακίνησής του χρησιμοποιούσε τις γραμμές του Σταθμού Σιμπούγια διασχίζοντας συχνά την έξοδο Χάτσικο, για να φτάσει στην ομώνυμη πλατεία κι από εκεί στη μεγάλη διάβαση, έχοντας περάσει μπροστά από το άγαλμα του αγαπημένου του σκύλου «που ήταν θαρραλέος σαν σαμουράι, τρυφερός σαν γατάκι, αλλά και αλύγιστος σαν ατσάλι». Τις καθημερινές ξυπνούσε στις πέντε το πρωί, για να κάνει την πρωινή του άσκηση σε μια πλατεία κοντά στο σπίτι του επαναλαμβάνοντας από τα εφηβικά του χρόνια την ίδια δεκάλεπτη ρουτίνα ασκήσεων dai-ichi, πριν τρέξει να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Για την ακρίβεια, έτρεχε να κλειστεί στο μπουθ του και να δουλέψει εντατικά για συνεχόμενες ώρες παριστάνοντας τον απασχολημένο, ακόμη κι όταν δεν υπήρχε πραγματική ανάγκη. Μολονότι θεωρούσε τη νυχτερινή διασκέδαση χάσιμο χρόνου, το τελευταίο διάστημα, ύστερα από έναν βραδινό περίπατο στην Ντόγκεν-ζάκα, επιδίωξε για τον εαυτό του αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «σχόλασμα της Τετάρτης», ανταλλάσσοντάς το με κάποιες επί πλέον ώρες δουλειάς μέσα στην υπόλοιπη εβδομάδα. Κι έτσι, εκείνη την πρώτη Τετάρτη, μετά τις έξι, πέρασε τη συρόμενη πόρτα ενός καφέ, στη βιτρίνα του οποίου είχε κολλήσει για αρκετή ώρα το προηγούμενο διάστημα. Με μεγάλη του χαρά διαπίστωσε ότι η μουσική εκεί ήταν χαμηλή και τα κορίτσια φιλικά, αλλά επαρκώς αξιοπρεπή και συγκρατημένα, σαν παλιές γκέισες, πράγμα ελκυστικό, σε συνδυασμό με τα εντυπωσιακά κοστούμια και τις επιτυχημένες μεταμφιέσεις τους. Η αλήθεια είναι ότι ο Κόμο-σαν ξόδευε κάτι παραπάνω από τους υπόλοιπους τις Τετάρτες στη Βραδιά των Ηρωίδων, γιατί αδυνατούσε, ή δεν είχε καμιά όρεξη, να μοιραστεί το έξοδο με μια παρέα φίλων, πράγμα φυσικό κατά τη γνώμη του, αν έφερνε κανείς στο μυαλό του όλους αυτούς τους σαλεμένους της περιοχής Σιμπούγια, ή αναλογιζόταν τα εξωφρενικά μοντέρνα ρούχα, τα φριχτά κουρέματα, αλλά και τις κλεφτές ματιές τους στο συντηρητικό κολεγιακό κοστούμι με την πλεχτή γραβάτα, που ο Κόμο-σαν δεν αποχωρίστηκε ποτέ από την εποχή των σπουδών του. Κι έτσι, καθόταν μόνος του σε ένα από τα μεγάλα στρογγυλά τραπέζια του καφέ και μελετούσε σχολαστικά τον κατάλογο, πριν παραγγείλει και πριν ζητήσει να νοικιάσει την Μπελντάντι ή την Κλερ Κλέιμορ, αλλά ποτέ τη Χάνα Κίκου, όσο κι αν η αύρα της τον αναστάτωνε, καθώς διέσχιζε την αίθουσα, ή εκτελούσε κάποιο συμβόλαιο μισής ώρας, καθισμένη στο κέντρο μιας αγορίστικης παρέας λίγο πιο πέρα. Ναι, ο Κόμο-σαν δεν νοίκιαζε ποτέ την Χάνα Κίκου, δεν έστρεφε καν το βλέμμα επάνω της, γιατί του ήταν αδύνατον να απατήσει την «πραγματική» Χάνα Κίκου με την Χάνα Κίκου του αγαπημένου του καφέ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η «πραγματική» Χάνα Κίκου δεν ήταν παρά ένα ανδροειδές ολόγραμμα της τεχνολογίας Simulation της εταιρείας Easy Planet. Και, κάπως έτσι, οι βραδιές στο Καφέ των Ηρωίδων άρχισαν να γίνονται στενόχωρες, γιατί ενόσω ο Κόμο-σαν επιδίωκε την παρέα άλλων κοριτσιών, η Χάνα Κίκου του καφέ, άρχισε να τον διεκδικεί διακριτικά, έκπληκτη, πιθανότατα προσβεβλημένη, από τον επίμονο τρόπο με τον οποίον αυτός ο συγκεκριμένος πελάτης, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, κρατούσε το βλέμμα του προσηλωμένο στο κέντρο του πιάτου του, ή το κάρφωνε επίμονα, αν όχι ενοχικά, στον απέναντι τοίχο, όταν τύχαινε να περάσει από δίπλα του. Ο Κόμο-σαν άρχισε να νοιώθει πανικόβλητος, αλλά δίσταζε να το βάλει στα πόδια. Από αυτήν την άβολη κατάσταση τον διέσωσε την τελευταία στιγμή το λογισμικό Simulation 3, χάρη στο οποίο μπορούσε πια να θεωρεί τον εαυτό του σύζυγο μιας τρυφερής συζύγου, το ολόγραμμα της οποίας τον καλημέριζε γλυκά κάθε πρωί, τον αποχαιρετούσε πριν φύγει για τη δουλειά και τον περίμενε το βράδυ έχοντας ανάψει τα φώτα του διαμερίσματος, ύστερα από το συνηθισμένο του τηλεφώνημα, για να ειδοποιήσει ότι επιστρέφει στο σπίτι. Αυτή η καινούργια ρουτίνα καθιερώθηκε στη ζωή του σταδιακά, καθώς κατακτούσε μία-μία τις δυνατότητες της νέας τεχνολογίας, μέσω της οποίας μπορούσε πλέον να σχεδιάσει και να επιτύχει την ευτυχέστερη και αρμονικότερη συμβίωση που είχε ποτέ του ονειρευτεί. Στο μεταξύ, καθώς η Κίκου-σαν καταλάμβανε όλο και περισσότερο χώρο στην καρδιά και στο μικροσκοπικό του διαμέρισμα, ο Κόμο-σαν σκεφτόταν ότι μπορούσε πια να θεωρηθεί ένας πραγματικός «οτάκου» (εμμονικός με τα κινούμενα σχέδια), επιβεβαιώνοντας τους ψιθύρους και τα γελάκια που τον συνόδευαν από τα παιδικά του χρόνια, καθώς προσπερνούσε μια παρέα κοριτσιών της τάξης του, ή σκόνταφτε πάνω σε τίποτα συμφοιτητές, ή συναπαντιόταν με συναδέλφους στους διαδρόμους της εταιρείας. Όμως, το τελευταίο διάστημα, όλα αυτά είχαν πάψει να τον ενοχλούν, έτσι όπως βρέθηκε βυθισμένος σε μια καινούργια, μακάρια θαλπωρή, στον μεταλλασσόμενο κόσμο ενός διαμερίσματος τσέπης, περιτριγυρισμένος από ελάχιστα έπιπλα πολλαπλών χρήσεων, ζευγαρωμένος με το ολόγραμμα ενός καρτούν και ντυμένος με το αιώνιο κολεγιακό κοστούμι του, όπως ο Yugi στο Yu-Gi-Oh! του Καζούκι Τακαχάσι. Όταν έβρισκε χρόνο να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από αυτήν την υπέροχη κατάσταση, ο Κόμο-σαν, ένας «οτάκου» όνομα και πράγμα, γελούσε, σκεπτόμενος ότι δεν έκανε τελικά και πολύ μεγάλο κόπο για να τους διαψεύσει. Αντιθέτως, αισθανόταν πλέον αρκετά ασφαλής μέσα στον anime κόσμο του, ώστε να αποτολμήσει το κάψιμο και των τελευταίων γεφυρών, διακόπτοντας τις μηνιαίες επισκέψεις του στο σπίτι των γονιών του, στην πόλη Τσόφου, κλείνοντας οριστικά το τηλέφωνο στην παιδική του φίλη και διαγράφοντας την ανάμνηση ενός ανομολόγητου νευρικού κλονισμού, από τα σκοτάδια του οποίου τον τράβηξε την τελευταία στιγμή η Κίκου-σαν, η γυναίκα που αγαπούσε, αυτή στην οποία χρωστούσε τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την τελευταία Τετάρτη, όταν η ρουτίνα στο σπίτι του είχε οριστικοποιηθεί στην τελική και ολοκληρωμένη της μορφή, ένοιωσε ένα σφίξιμο καθώς γύριζε την πλάτη κι έβγαινε από τη μεγάλη αίθουσα, έχοντας επιτέλους καταφέρει, για μία και μοναδική φορά, να στραφεί στην Χάνα Κίκου του καφέ και να την κοιτάξει στα μάτια, γεγονός που έκανε το ωραίο της πρόσωπο να συννεφιάσει, λες και διαισθάνθηκε το αποχαιρετιστήριο νόημα εκείνου του βλέμματος, λες και κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να τον ξαναδεί στο καφέ. Όσο κι αν τον τάραξε η θλιμμένη της έκφραση, ο Κόμο-σαν επέμεινε στην απόφασή του να περάσει τα υπόλοιπα βράδια της ζωής του διοργανώνοντας εικονικές συναυλίες, ή μιλώντας με την Κίκου-σαν μέσω του γυάλινου κώδωνα Serenity Box, στον οποίο το αέρινο ολόγραμμά της εμφανιζόταν για να προφέρει στοιχειώδεις φράσεις όπως «σ’ αγαπώ», «καλησπέρα αγάπη μου», «καληνύχτα». Στο τέλος κάθε τέτοιας βραδιάς συγκεντρωνόταν στο αγαπημένο του μουσικό κανάλι J-pop, όχι τόσο για να παρακολουθήσει τις νέες κυκλοφορίες, όσο για να διαπιστώσει πόσο συχνά μεταδίδονταν τα βίντεο κλιπ της Χάνα Κίκου. Συνήθως, αποκοιμιόταν μπροστά στην οθόνη, ώσπου, νωρίς το πρωί, η γλυκιά φωνή της τον καλημέριζε, βγάζοντας από τη ζωή του τον ψυχρό ήχο του ξυπνητηριού και παρακινώντας τον να ξεκινήσει για τις αγαπημένες του ασκήσεις dai-ichi, αν δεν απήγγειλε κάποιο ειδικά προγραμματισμένο γνωμικό, ή δεν του τραγουδούσε το World is mine.

Κάπως έτσι, ο χρόνος κύλησε ήρεμα και ανέφελα μέχρι τη στιγμή που η 25η Οκτωβρίου του 2022 πρόβαλε μπροστά του ως η απειλητικότερη ημερομηνία της ζωής του. Αρκετό καιρό πριν, κατά τη διάρκεια των πρώτων επικοινωνιών του με την εταιρεία Easy Planet, ο Κόμο-σαν επέδειξε τη συγκαταβατική διάθεση ανθρώπου σίγουρου πως είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί. Όμως, καθώς οι μέρες περνούσαν, και οι απαυδισμένοι υπάλληλοι παρέδιδαν τη σκυτάλη ο ένας στον άλλον, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση ήταν υπερβολικά σοβαρή για να την πάρει αψήφιστα. Ακολούθησε ένας απελπισμένος μαραθώνιος τηλεφωνικών και ηλεκτρονικών συνομιλιών, μέσω των οποίων οδηγήθηκε στον πιο άκαμπτο και λιγομίλητο διευθυντή που μπορούσε να του τύχει. Ωστόσο, επέμενε να επαναλαμβάνει «Κοιτάξτε, κοιτάξτε, θα πρέπει να με καταλάβετε. Είμαι ερωτευμένος με την έννοια Χάνα Κίκου, αλλά παντρεμένος με αυτήν που έχω στο σπίτι μου. Είμαι «παντρεμένος» μαζί της, καταλαβαίνετε; Επομένως, μου είναι αδύνατον να την αντικαταστήσω με την καινούργια του Simulation 4 διαπράττοντας μια τόσο αδιανόητη προδοσία. Σε τελική ανάλυση, έχω συνδέσει τη ζωή μου με τη Χάνα Κίκου 3 και όχι με την 4 ή την 5, ή με οποιαδήποτε άλλη πρόκειται να κυκλοφορήσει. Προσπαθήστε, παρακαλώ, να κατανοήσετε ότι θα πρέπει να είμαι σε θέση να συνδεθώ με τη συγκεκριμένη και μετά την 25η Οκτωβρίου του 2022 κι ότι απευθύνομαι σε εσάς, ώστε να φροντίσετε για μια λύση, για μια κάποια εξαίρεση, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της κατάστασης…» έλεγε ο Κόμο-σαν και ύστερα επαναλάμβανε τα επιχειρήματά του, πότε ικετεύοντας, πότε απειλώντας και πότε κλαίγοντας γοερά. Ακολούθησε κάτι ασυνήθιστο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο διευθυντής όχι μόνο εγκατέλειψε την άκαμπτη στάση του, αλλά υποσχέθηκε ότι, εφόσον ο Κόμο-σαν δεχόταν να υπογράψει το σχετικό πρωτόκολλό εμπιστευτικότητας, θα του παρέδιδε το λογισμικό Simulation 4 δωρεάν, μια εβδομάδα νωρίτερα από την ημερομηνία της επίσημης κυκλοφορίας του, μαζί με ένα τιμητικό πιστοποιητικό διαχείρισης για το επίσημο τσατ της Χάνα Κίκου. Η γενναιόδωρη προσφορά του βύθισε τον Κόμο-σαν σε ακόμη μεγαλύτερη απελπισία καταδεικνύοντας τη ματαιότητα των προσπαθειών του και οδηγώντας τον στην απόφαση να απορρίψει γραπτώς την προτεινόμενη λύση, αφήνοντας υπονοούμενα για μια πιθανή τελετή σέπουκου, που θα μετέτρεπε την ημερομηνία κυκλοφορίας του λογισμικού Simulation 4 σε αιματοβαμμένη επέτειο. Ο διευθυντής σιώπησε, τότε, εκκωφαντικά και στρώθηκε στη συγγραφή μιας λεπτομερέστατης αναφοράς με σκοπό να την προωθήσει στους ανωτέρους του της Easy Planet.

Στο μεταξύ, ο Κόμο-σαν περνούσε το πρώτο διάστημα σοκαρισμένος από το αμετάκλητο γεγονός ότι είχε μπροστά του μια περίοδο μερικών μηνών μέχρι την οριστική απόσυρση του Simulation 3. Ύστερα από απανωτές κρίσεις πανικού που τον κράτησαν ξύπνιο για αρκετές νύχτες, επιχείρησε να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να αντιμετωπίσει την κατάσταση λογικά, εξετάζοντας την πιθανότητα μιας εθιμοτυπικής τελετής αποχαιρετισμού, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, αν ήθελε να είναι ειλικρινής, όφειλε να παραδεχτεί πως δεν επρόκειτο για αναχώρηση, αλλά για θάνατο. Όμως, η προοπτική μιας παραδοσιακής βουδιστικής κηδείας τού προκαλούσε πανικό, όσο και το σέπουκου, με το οποίο είχε απειλήσει τον διευθυντή της Easy Planet. Κι έτσι, τις επόμενες μέρες, πηγαινοερχόταν στη δουλειά σαν αυτόματο, επικοινωνούσε με την Κίκου-σαν υποτυπωδώς, σαν ενοχικός σύζυγος, με ώμους γερτούς από το βάρος ενός φριχτού μυστικού, και περνούσε αρκετές ώρες της ημέρας σε ένα παγκάκι του πάρκου Γιογιόγκι. Καθόταν, λοιπόν, εκεί, άπραγος και δυστυχής, στην ακμή της εποχής Σακούρα, περιστοιχισμένος από μια φύση που εργαζόταν πυρετικά για την άνθηση εφτακοσίων κερασιών της συνομοταξίας Prunus Serrulata. Καθόταν, γνωρίζοντας ότι κάθε προσπάθεια διαφυγής θα ήταν μάταιη, αφού ο αναβρασμός αυτός εξαπλωνόταν σε κάθε γωνιά της πόλης∙ στους πάγκους των πωλητών με τα λουλούδια και τα γλυκά, στις παραδοσιακές χορευτικές παραστάσεις, στον περιβάλλοντα χώρου του Ναού Μέιτζι, στις όχθες του ποταμού Μεγκούρο και οπουδήποτε αλλού, υποχρεώνοντάς τον σε ένα καταναγκαστικό Χανάμι, από το οποίο του ήταν αδύνατον να δραπετεύσει και για το οποίο δεν έδινε δεκάρα τσακιστή. Όσο κι αν προσπαθούσε να φανεί ευγενικός με τις μεγάλες παρέες ή τις οικογένειες των παρατηρητών των μπουμπουκιών που, εκμεταλλευόμενοι την αλλαγή του ωραρίου, κατέφθαναν, φορτωμένοι με φαγητό και μπόλικο σάκε, καθόταν στο παγκάκι του χωρίς να νοιάζεται, γιατί εκείνη την εποχή ο Κόμο-σαν δεν ήταν άνθρωπος ακριβώς, όπως δεν ήταν και καρτούν. Κι έτσι, ελάχιστο πραγματικό ενδιαφέρον ένοιωσε για το μικροσκοπικό ανοιξιάτικο γλυκό που του προσφερόταν καθημερινά από το διπλανό παγκάκι κι ακόμη λιγότερο τον απασχόλησε η ευγενική υπόκλιση μιας μικρόσωμης κοπέλας με χαμογελαστά μάτια, καθώς πλησίαζε για να τον κεράσει. Η προφανής αδιαφορία του διήρκεσε τουλάχιστον τέσσερεις μέρες και κατέδειξε στην ενδιαφερόμενη την ανάγκη για δραστικότερα μέτρα. Ώσπου, ο Κόμο-σαν έλαβε το Σακούρα Μότσι του από ένα γνώριμο γαντοφορεμένο χέρι και, καθώς ανασηκωνόταν ελαφρά, για να ανταποδώσει την υπόκλιση, εντόπισε την άκρη δυο μακριών μπλε κοτσίδων, οι οποίες αποδείχτηκε ότι ανήκαν στην Χάνα Κίκου του καφέ, που στεκόταν απέναντί του με πλήρη εξάρτυση.

Και κάπως έτσι, η πραγματική Χάνα Κίκου και ο Κόμο-σαν, επιχείρησαν να περάσουν την πρώτη τους άνοιξη στο πάρκο Γιογιόγκι, ως παρατηρητές των μπουμπουκιών.



——————




Χανάμι: Η παρατήρηση της άνθησης των κερασιών
Σακούρα: Η εποχή της άνθησης των κερασιών
Σακούρα Μότσι: Γλυκό της Άνοιξης

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: