Σμύρνη

®Αρχείο ΕΛΙΑ
®Αρχείο ΕΛΙΑ


Π  Ρ  Ο  Ο  Ι  Μ  Ι  Ο

Γεννήθηκα και μεγάλωσα ανάμεσα: Σμύρνη, Αθήνα, Washington D.C, Ευρώπη. Η εντολή δόθηκε χωρίς αμφιβολία, χωρίς κατανόηση. Πάρε πίσω το σπίτι, πάρε πίσω τον τόπο μας. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια οικογένεια από αλλού. Η μητέρα μου ήταν γηγενής, ο πατέρας μου όχι. Τα δικά μου παραμύθια ήταν η Καταστροφή. Από την αρχή ο ύπνος μου συνοδεύτηκε, ποτέ μόνο ύπνος. Γράφω την ιστορία μιας γυναίκας που ως τώρα δεν έχει όνομα. Ίσως να είναι η ίδια η Σμύρνη. Η γενοκτονία δεν ξεχνιέται. Η γενοκτονία μένει. Ζει μαζί σου και απαιτεί ολόκληρη τη μνήμη σου. Ό,τι άλλο θυμάσαι είναι επιπλέον. Φεύγει η λέξη; Αφήνεται πίσω ή έρχεται μαζί ώστε να έχεις γλώσσα στο νέο τόπο. Αν πραγματικά υπάρχει νέος τόπος αν δεν ζεις τον εκτοπισμό από την αρχή ως αρχείο. Ένα αλλόκοτο αρχείο που παλινδρομεί. Ούτε το εκεί είναι εκεί, ούτε το εδώ είναι εδώ. Ξεκίνησα με την ιστορία της οικογένειας μου και μετά άλλαξε. Μπορεί και να βρήκα ό,τι δεν έμαθα ποτέ.

«... Είναι και οι δικοί μου, με θεωρούν παράξενη. Τακτοποιούνται αργά, αργά. Πήγαν στο Πειραιά, βρήκαν ένα σπίτι με αυλή και το έπιασαν. Οι άλλοι μένουν στην Αθήνα, κοντά στο βιβλιοπωλείο. Κάνουν τα πάντα να γίνουν οι ζωές τους από την αρχή. Τα μάτια τους είναι χωρισμένα στη μέση. Μισά, καταστροφή, μισά εδώ. Κανείς δεν κοιμάται καλά. Φοβούνται ακόμα και τα όνειρα. Γέμισε ο ύπνος φόβο.

Θέλω να τους δώσω χρήματα. Δεν μπορώ. Δεν έχω δικά μου. Μας θαυμάζουν που τα μάτια μας είναι ολόκληρα. Μας θαυμάζουν που φύγαμε εγκαίρως. Δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα. Ούτε στις ζωές τους ούτε σε εμάς. Είμαι έξαλλη από θυμό αλλά τι να πω εγώ. Εγώ γλύτωσα. Περιμένω παιδί. Όλοι χάρηκαν, εκείνος πιο πολύ από όλους. Νέα γη, νέα ευφορία. Πέθανε ο γιός. Στις σαράντα μέρες. Σαν μνημόσυνο για τους νεκρούς που δεν είδα. Δέχτηκα το μνημόσυνο, θέλω το παιδί μου. Έπαψα τις καταστροφές και προσεύχομαι. Το βάλανε στο χώμα. Είναι η μοίρα μας το χώμα να γεμίζει νεκρούς; Θα σωθούμε ποτέ; Αγόρασε τάφο, λες και να μπορεί να κάνει ιδιόκτητο τον θάνατο. Σκλήρυνε και εγώ δεν μπορώ τη σκληρότητα. Θα σου κάνω άλλο, μου λέει. Λες και το παιδί είναι δώρο ή χατίρι. Οι δικοί μου κατάλαβαν και έρχονται σύσσωμοι. Υπάρχει φροντίδα γύρω μου. Συνεργάζονται σύσσωμα. Μιλώ με τον θάνατο. Ακούει και δεν μιλάει, σαν Χριστός. Ένας θάνατος-Χριστός. Περιμένω παιδί. Το σώμα μου λειτουργεί χωρίς εμένα. Το πουλί δίχως όνομα πετάει λιγότερο. Μένει κοντά μου, κυρίως όταν συνομιλώ με τον θάνατο. Το θέλω αυτό το νέο παιδί. Αυτό το ξανά, που εγώ θα του δώσω το πουλί χωρίς όνομα. Έχω καλοπιάσει τον θάνατο. Θα ζήσει το παιδί μου. Αυτό το νέο παιδί.

Μετά τη Σμύρνη. Αυτή δεν μπορώ να τη γεννήσω. Δεν μπορώ να τη φτιάξω από την αρχή. Δεν μπορώ να μας πάω πίσω. Οι δικές μου καταστροφές έπαψαν. Θυσία στο νέο παιδί. Έκαιγα συνειδητά και υπό έλεγχο. Δεν κατάλαβα όμως. Δεν έγινα πυρπολητής. Το θέατρο της κουζίνας δεν είναι το θέατρο του πολέμου. Αλλιώς θα τους σκότωνα όλους εδώ. Και τους αγαπώ, δεν τους φονεύομαι. Την αγαπούσαμε την Ευρώπη, την ζούσαμε πλάι μας. Οι Αμερικάνοι δεν μας πρόδωσαν. Μας έσωσαν, μας βοήθησαν. Οι Αμερικάνοι είναι το καλό. Αυτό το νέο παιδί θα το μάθω αμερικάνικα-αγγλικά. Να ζήσει μόνο. Στο καθρέπτη του μυαλού μου, βλέπω συνέχεια τον θάνατο, και αυτός με βλέπει. Το νοιώθω. Πόσο θάνατο θα υφίσταμαι;

Ο αδερφός μου, μου έφερε τη Θεία Κωμωδία. Να διαβάσεις, μου λέει. Θα καταλάβεις. Η μια άκρη παράδεισος. Αυτό το νέο σπίτι, ένας νέος παράδεισος. Η άλλη άκρη η κόλαση. Στο κέντρο, έτσι κάνεις και την αγγίζεις. Πότε θα φύγω, θα φύγουμε από εκεί; Μας βάλανε στη κόλαση. Μας περικύκλωσε η κόλαση. Δεν είναι ιδανικό ο παράδεισος. Ο τόπος μας ήταν. Τον φτιάξαμε όλοι μαζί. Είχαμε φως και κίνηση. Είμαστε ό,τι θέλαμε να είμαστε. Ο καθένας από εμάς. Οι γλώσσες ήταν πολλές και παντού. Το ίδιο και οι τελετές, τα έθιμα. Η θάλασσα έφερνε και έπαιρνε. Το ίδιο και οι κήποι. Δεν έλειπε η φαντασία. Ζούσε μαζί μας και αυτή. Πάντα μαζί μας. Λαμπερή, ξέχειλη. Μάθαινες να αντέχεις τη φαντασία. Ό,τι ήθελες το είχες.

Εδώ, όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα, πιστεύουν στον ίδιο Θεό, αλλά είναι διχασμένοι. Δεν θέλω το παιδί μου να είναι διχασμένο. Θέλω να του δώσω τη φαντασία. Του μιλώ συνέχεια για τη Σμύρνη. Του μιλώ συνέχεια με ευτυχία. Του λέω για την Εσθήρ. Ακόμα καμία είδηση από τον Ερυθρό Σταυρό. Δεν αφήνω τη προσπάθεια και πηγαίνω στη Συναγωγή. Εκείνος χαίρεται για το νέο παιδί. Οι γυναίκες του σπιτιού ετοιμάζουν τάματα. Όλοι προσευχόμαστε. Αν είχα μαζί μου τη Σουσάν, θα πηγαίναμε και στη δική της εκκλησία. Θα ετοίμαζε κείμενα να του χαρίσει του παιδιού. Θα της το ’δινα να το νανουρίσει. Είναι δυνατό είδος να σε νανουρίζει η φιλοσοφία. Μου τη σκότωσαν, ίσως γι’ αυτό δεν αγγίζω φιλοσοφικό κείμενο. Εμένα με άρεσε η Ιστορία και η Λογοτεχνία. Και μετά, η Ιστορία κάηκε. Ούτε αίμα, ούτε τραύμα. Κάηκε.

Το γέννησα το παιδί. Είναι όμορφο σαν ευχή. Το πουλί βοηθάει, το παιδί μαθαίνει. Τα μάτια του είναι καθαρά, ολόκληρα. Θα το φωνάζω Ευάγγελο, μέσα μου το φωνάζω Κορδελιό. Ο καθρέπτης άρχισε να ακούει, και ο θάνατος έφυγε. Το παιδί βλέπει τον εδώ ήλιο, το εδώ σκοτάδι. Δεν είναι του ξανά το παιδί. Του δίνω ό,τι έχω ακόμα και τη τρέλα. Γιατί αυτή είναι δική μου και του δίνω ό,τι έχω. Οι δικοί μου καλούνται στο σπίτι, επισήμως. Εκείνος μας βάζει στο Φορντ και μας πηγαίνει και στον Πειραιά και στην Αθήνα. Οι δικοί μου υποδέχονται την Αμερική στα σπίτια τους και μετά εμάς. Όλοι καταλαβαίνουμε. Και στην Αθήνα περιμένουν παιδιά. Θα τα μεγαλώσουμε εδώ. Θα είναι τα παιδιά του εδώ.

Ο Ευάγγελος θα βαπτισθεί. Υπάρχει μια μικρή εκκλησιά όχι πολύ μακριά από το σπίτι. Την δώρισαν στην Αγία Ειρήνη. Την ημέρα της βάπτισης θέλω δάφνες. Μόνο δάφνες παντού, τίποτα άλλο. Θα έρθει και η γυναίκα πού ’χτισε την εκκλησιά. Την κάλεσα. Τάμα είναι μου είπε, τάμα. Θα βαπτίσω το παιδί μου σε ένα τάμα που δεν είναι δικό μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εδώ. Μόνο το σώμα μου και από το σώμα μου είναι το παιδί μου.

Τη Φρανσουάζ τη θέλαμε πολύ στο σχολείο. Γάλλοι και οι δύο γονείς, διάλεξε τα αγγλικά. Της άρεσαν τα λουλούδια. Όλα της τα ρούχα είχαν λουλούδια. Λεβαντίνα πέρα για πέρα. Κολυμπούσε σαν ψάρι, και λάτρευε την ιστιοπλοϊα. Φαινόταν μέσα της η θάλασσα. Ήταν γαλανή μέσα της. Προτιμούσε την Μπαχάρ και την Σουσάν. Η Εσθήρ την τρόμαζε. Τη θαύμαζε όμως, ανεπιφύλακτα. Και αυτό με έκανε να δέχομαι τη Φρανσουάζ. Πίστευε στην πρόοδο και είχε πάντα κοντά της καρτ-ποστάλ από τον Πύργο του Άιφελ. Ανέβαινε και κατέβαινε, όποτε ήθελε. Στο σπίτι της ακούγαμε Γαλλικά και τραγούδια. Ξέραμε όλα τα γαλλικά τραγούδια. Τραγουδούσαμε μαζί και οι φωνές μας ήταν ορχήστρα. Τα Χριστούγεννα μας καλούσε για το δένδρο που ήταν πάντα μεγάλο και καταστόλιστο. Εγώ έφερνα μπισκότα και μικρά κέικ, τα έφτιαχνε η γυναίκα που μας μαγείρευε. Είχε έρθει από τη Μυτιλήνη και ήταν αγγλικής καταγωγής. Έφτασε σε εμάς χωρίς λέξη. Είναι αφοσιωμένη στη μητέρα μου και εκείνη το ίδιο.

Εδώ μαγειρεύω και εγώ τώρα. Θέλω συνταγές για το παιδί μου. Του τις διηγούμαι προσπαθώντας να βγάλω το ξανά από τα γράμματα. Κάθομαι μαζί του στη βεράντα έξω από τη κρεβατοκάμαρα. Βλέπουμε τη θάλασσα από εκεί. Μέσα στις λέξεις του έχουν μπει οι ήχοι της θάλασσας. Θα είναι θαλασσένια η γλώσσα του. Αν ήταν εδώ η Εσθήρ θα καθόμασταν μαζί στη βεράντα. Μπορεί και να τη φτιάχναμε μαζί. Έβαλα μεγάλες μαξιλάρες στα χρώματα που της αρέσουν. Και φούλια, τρελαινόταν για φούλια. Φοβάμαι να πω, μου λείπει. Αν το πω, θα με κουρσέψουν τα στοιχεία της φύσης. Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Φτάνει τι νοιώθω.

Στο κρεββάτι πηγαίνω να κοιμηθώ και, όταν χρειάζεται, να κάνω παιδιά. Τα σεντόνια είναι λευκά και σιδερωμένα. Δεν αφήνω να γίνουν ζάρες. Και εκείνος δεν αφήνει. Όλα είναι τεντωμένα, καμβάδες που δεν θα ζωγραφιστούν ποτέ. Στο κάτω σπίτι, καλεί τους φίλους του και παίζουν χαρτιά. Μια φορά την εβδομάδα, η τύχη. Γκριμάτσες της τράπουλας, γκριμάτσες των πλοίων που δεν βοήθησαν, δεν τους γλύτωσαν. Πλοία-μάσκες. Μού ’ρχεται να ντυθώ πλοίο και να κατέβω. Τα ουρλιαχτά που δεν άκουσα, τα πτώματα που δεν είδα, το ξερίζωμα που ζω. Οι δικοί μου δεν λένε. Ακόμη δεν λένε. Όλοι με τα δικά μας δωμάτια. Όλοι με τη δική μας αξιοπρέπεια. Τι έχω εδώ; Το παιδί μου και το πουλί. Όμως το έβγαλα έξω, εγώ έβγαλα το παιδί μου από εμένα. Είπαν πως έπρεπε να το κάνω αυτό. Το πρώτο μου πέθανε, αυτό δεν έχει πεθάνει ακόμα. Και αυτός ο θάνατος δεν έρχεται να του μιλήσω. Να σιγουρευτώ πως δεν θέλει άλλο. Τόσες χιλιάδες ψυχές πήρε. Εμείς έχουμε δικό μας θάνατο. Δεν είναι των άλλων. Δεν είναι κανενός. Μόνο της Σμύρνης.

Αν απλώσω το δικό μου σώμα μαζί με το σώμα του παιδιού μου και το σώμα του πουλιού δίχως όνομα, θα χώραγε η Σμύρνη που θα έμενε άθικτη; Να γίνουμε, δρόμος, παραλία, σπίτια. Να γίνουμε φωνές, γλώσσες, ζωή. Έτσι και αλλιώς, ζωή είμαστε. Πού να πάω να το κάνω αυτό; Έχουμε και τον καθρέφτη του μυαλού μου, να μας διπλασιάζει. Και άλλος χώρος.

Το παιδί μεγαλώνει. Είναι Ευάγγελος-Κορδελιό. Ακούει και τα δύο ονόματα, είμαι σίγουρη. Είμαι τόσο μαζί του που αντιλαμβάνεται και το μέσα και το έξω. Δεν ξέρω τι θα συμβεί όταν το παιδί μεγαλώσει και από την τρέλα. Όμως και αυτή είμαι εγώ, και αυτή τον αγαπάει. Ό,τι είναι δικό μου, τον αγαπάει. Και η Εσθήρ, ο χώρος που έχει μέσα μου. Τον αγαπάει ο χώρος μια γυναίκας που δεν τον γνώρισε. Την αναζητώ στην Έξοδο, ψάχνω τα ίχνη της στο Λευιτικό. Χαϊδεύω τις λέξεις λες και χαϊδεύω εκείνη. Το χαρτί γέμισε χάδια και άνοιξε. Αν ήταν κοντά μου η Εσθήρ δεν θα παντρευόμουν. Άσεμνο που το λέω αυτό. Γιατί τότε δεν θα είχα το παιδί μου…»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: