Άνεμος σε βραχώδη νησιά


        Ι

ΛΑΤΟΜΕΙΟ

Εί­ναι και­νούρ­για ιστο­ρία:
Απ’ το πρωί πα­ρά­πο­να για τα
Πα­πού­τσια του που ’χαν τρύ­πες
Πως ένας άν­δρας κα­θώς έσκα­βε
Στον Σταθ­μό Βε­νι­ζέ­λου της Θεσ­σα­λο­νί­κης
Με­γα-σά­κοι από χώ­μα κρέ­μο­νταν
Από πά­νω του, από τις πρό­σφα­τες

Ανα­σκα­φές αρ­χαιο­τή­των που εί­χαν κο­πεί
Κι εί­χαν σα­κου­λια­στεί σε πλα­στι­κές τσά­ντες
Και πα­ρά­πο­νο για τον εξα­ε­ρι­σμό
Ο οποί­ος πο­τέ δεν ήταν επαρ­κής

Και συ­νε­χί­ζει να σκά­βει ο άν­δρας
Βλέ­πο­ντας τη σκιά του να γί­νε­ται
Άνε­μος σε βρα­χώ­δη νη­σιά
Θρύ­ψα­λα από τα κα­λο­κα­μω­μέ­να μάρ­μα­ρα
Και να βου­λιά­ζει η σκιά του
Στο χώ­μα που σκά­βει να βου­λιά­ζει

Και να λέ­ει ψι­θυ­ρι­στά πως οι μέ­ρες του
Μοιά­ζουν με σά­κους από χώ­μα
Κι όλο να πα­ρα­πο­νιέ­ται για εκεί­νη
Τη μι­κρή αύ­ξη­ση που ζή­τη­σε

Τα φρο­ντι­στή­ρια της μι­κρής να πλη­ρώ­σει
Και να της αγο­ρά­σει και­νούρ­για πα­πού­τσια
Από το ’16 τό­σες μειώ­σεις, κου­ρά­στη­κε
Αλ­λά σκέ­φτη­κε πως η ιστο­ρία αυ­τή
Ήταν για ’κεί­νον, τον άλ­λο
Για τον κα­θέ­να.

Τό­τε κα­τά­λα­βε, πως όποιος
Ση­κώ­νει τις με­γά­λες πέ­τρες
Θα ’χει φα­σα­ρί­ες.



                ΙΙ

ΣΧΕΔΙΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Οι δά­σκα­λοι του δη­μο­τι­κού σχο­λεί­ου
Έχουν πά­ει τα χει­με­ρι­νά τους ρού­χα
Στα επαγ­γελ­μα­τι­κά πλυ­ντή­ρια και
Φόρ­τω­σαν τις πα­ρα­λί­ες
Και τα beach bar του νη­σιού

Όνει­ρα θε­ρι­νής μέ­ρας
Και τα πρώ­τα σχέ­δια δια­κο­πών
Ενώ στην πα­ρα­λία του «Μύ­λου»
Η θά­λασ­σα φλέ­γε­ται από το ηλιο­βα­σί­λε­μα

Μια μέ­ρα έφυ­γε και μια και­νούρ­για
Ξε­κι­νά­ει με το σκο­τά­δι του χθες
Πα­ρα­μά­σκα­λα ή υπό μά­λης, δια­λέξ­τε
Ίδω­μεν!


                ΙV

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ

Ήταν κα­λο­καί­ρι. Η μέ­ρα έσβη­νε σαν το
Λα­χά­νια­σμα ενός με­σή­λι­κα σε ανη­φό­ρα
Ερ­χό­ταν σού­ρου­πο· σκά­φη φορ­τω­μέ­να του­ρί­στες
Επέ­στρε­φαν στο λι­μά­νι της Κω απ’ τα γύ­ρω νη­σιά

Ένα πορ­το­κα­λί κου­κού­λι — με τού­φες από ροζ
Ηλιο­βα­σί­λε­μα σκέ­πα­σε τον «Μύ­λο»
Απα­λό αε­ρά­κι φύ­ση­ξε και τα κλα­διά
Της βου­καμ­βί­λιας τι­νά­χτη­καν
Ρί­χνο­ντας τα φύλ­λα της πά­νω
Στο βο­τσα­λω­τό πά­τω­μα του «Μύ­λου»
Σαν νε­κρά χρυ­σό­ψα­ρα

Έπι­νε τον κα­φέ του στο μπαρ
Ήταν ήσυ­χα σαν άδεια ξα­πλώ­στρα σε πα­ρα­λία
Ο ήλιος βού­λια­ζε στη θά­λασ­σα

Κά­ποια κα­λο­και­ρι­νά απο­γεύ­μα­τα το ποί­η­μα
Θα βρει το δρό­μο του προς τη θά­λασ­σα
Όπως η νε­ο­γέν­νη­τη χε­λώ­να



(Από την ανέκ­δο­τη συλ­λο­γή Τα νη­σιά 4 )

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: