Ο αδελφός

Ambrogio Lorenzetti, λεπτ. από την τοιχογραφία «Η παρέλαση των ευγενών» (1338-40, Σιένα)
Ambrogio Lorenzetti, λεπτ. από την τοιχογραφία «Η παρέλαση των ευγενών» (1338-40, Σιένα)


«Τι φοβάσαι;», σε ρώτησα.
«Να γεράσω», μου είχες πει.
«Εσύ;»
«Να μην βρω αγάπη».

Καθόμασταν σε ένα τραπεζάκι σε μια κακοφωτισμένη γωνία στο «Πουθενά». Το ίδιο το μαγαζί δεν το είχα ποτέ επισκεφτεί στη διάρκεια της σχολικής μου ζωής, ίσως γιατί τότε εκεί συχνάζανε μεγαλύτεροι από εμένα σε ηλικία. Κάθε φορά που περνούσα από μπροστά του, όμως, τέντωνα τα μάτια μου για να βεβαιωθώ πως είναι πράγματι εκεί. Παλιά υποτίθεται πως υπήρχε στο εσωτερικό του κι ένα πιάνο, εξ’ ου και θεωρούνταν το μοναδικό πιάνο μπαρ της περιοχής. Όταν βρέθηκα εκεί, στα εικοσιπέντε μου, πιάνο δεν υπήρχε, στο μυαλό μου μόνο μια φασματική εικόνα του. Με το που διασχίσαμε τη μακρόστενη ραχοκοκαλιά του «Πουθενά» και πριν καν βολευτούμε στο τραπέζι είχα ήδη εντοπίσει το σημείο, όπου θα ορκιζόμουν πως χρόνια πριν στεκόταν με την γυαλιστερή, ξύλινη σάρκα του και τα μεταλλικά κλειδιά του το πιάνο.
Τώρα που μιλάω για τον τόπο - ή για το πώς μερικές φορές ορίζεται από την απουσία, ενός αντικειμένου στην συγκεκριμένη περίπτωση, - πόσο κοινότοπος ακούγεται εκείνος ο διάλογος. Έχω την εντύπωση πως αν ο εαυτός μου, των εικοσιπέντε, το υποψιαζόταν, θα τον αποποιούνταν ευθύς αμέσως. Κι ας φλέρταρα με την ιδέα να ξεκινήσω μια σχέση με έναν κατά μια δεκαετία μεγαλύτερό μου άντρα που αναζητούσε να γεμίσει το κενό, όσο περίμενε τη γυναίκα του να επιστρέψει από την εθελούσια ξενιτιά της στη Νέα Υόρκη. Παλιά ιστορία. Χιλιοειπωμένη.
Αν με ρωτούσες τώρα τι φοβάμαι, θα σου έλεγα, «Να γεράσω χωρίς αγάπη» ή το ακόμη πιο συνηθισμένο, «Να μην γεράσω».
Ενώ αλλάζω αφηρημένα κανάλι και το μήνυμα «Μένουμε σπίτι» εκπέμπεται από όλες τις συχνότητες αδιαλείπτως, αναρωτιέμαι αν ήσουν όντως δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου. Το πιο πιθανό είναι πως δεν θα με περνούσες πάνω από τέσσερα πέντε χρόνια, υπολογίζω τώρα τη διαφορά, καθώς με τον αμέσως μικρότερο αδερφό σου ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο. Στο δημοτικό πρώτα, κι ύστερα με ένα διάλειμμα τριών χρόνων, στο λύκειο. Και ήταν αυτή η κοινή σχολική πορεία με τον αδερφό σου που, σαν μια λεπτή κλωστή, μέσα στα χρόνια διέσωσε και την δική σου παρουσία.
Μια χαρακτηριστική ανάμνηση,  —επιπλέει ολοκάθαρα στη λίμνη του μυαλού μου—, αφορά σε έναν ακόμη χαρακτηριστικό τόπο στο σώμα της πόλης, το σιντριβάνι.

Είμαστε στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, περιμένουμε εκεί κάποιον ή κάτι, ή απλώς αράζουμε, όταν σας βλέπω να περνάτε, εσένα και την κοπέλα σου. Έχει έναν ζωηρό, δροσερό ρυθμό το βάδισμά σας, αυτό όμως που κάνει τις τριχούλες στα χέρια μου να ορθωθούν είναι η θέα από το χέρι της που προεξέχει από την κωλότσεπή σου, από το δικό σου χέρι στη μέση της, σαν κλαδί που βλασταίνει κι αναπτύσσεται γύρω της. Η οικειότητα των σωμάτων σας ήταν αυτή που με συνεπήρε και δεν μπορώ να μην σκεφτώ τώρα πως ήταν η υπόμνηση εκείνης της φορτισμένης, συμπυκνωμένης επιθυμίας που με ώθησε να έρθω να σου μιλήσω το βράδυ της «επίσημης» πρώτης γνωριμίας μας. Ότι γνώριζα για σένα περιοριζόταν στον τόπο κατοικίας σου, την Κρήτη και στη δουλειά σου, ήσουν ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας σε στρατιωτικό αεροδρόμιο. Στο πατρικό σου βρισκόσουν με άδεια. Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο της βραδιάς μου τράβηξε την προσοχή η παρουσία σου, αλλά από την στιγμή που συνέβη ήξερα πως θα σε πλησίαζα για να σου μιλήσω. Το διαισθάνθηκα, σαν την αλλαγή στον καιρό.
Τη σκηνή δεν τη θυμάμαι, αλλά θα την επινοήσω χωρίς να αλλοιώσω την ουσία της. Φαντάζομαι πως τα ρούχα μου θα μύριζαν τσιγάρο, από την πρωινή δουλειά μου στην Αγροτική Τράπεζα. Τότε κάπνιζαν ακόμη στους δημόσιους χώρους, οπότε η ευρύχωρη ψηλοτάβανη αίθουσα της τράπεζας ήταν μόνιμα τυλιγμένη σε ένα αραιό σύννεφο καπνού, — μαλάκωνε τα σκαμμένα από τον καιρό πρόσωπα των πελατών. Μάλιστα καθόμουν στο ίδιο γκισέ που καθόταν άλλοτε ο πατέρας μου, - τον προηγούμενο μόλις χρόνο είχε βγει σε σύνταξη. Είχα τη θέση του πατέρα μου στην κυριολεξία. Από εκεί δεν έβλεπες ούτε γη, ούτε ουρανό. Ήταν σαν το κτήριο της Τράπεζας να υπήρχε σε μια διάσταση παράλληλη με αυτή της καθημερινότητας και μόνο όταν τελειώναμε τη δουλειά μας μπορούσαμε και πάλι να αποτελέσουμε κομμάτι της. Κάποιος πελάτης θα ήταν που ανακοίνωσε, «Έξω χιονίζει» και για μερικά μόλις δευτερόλεπτα ήταν λες και η ζωή έξω συντονίστηκε με τη ζωή στο εσωτερικό της Τράπεζας. Όλοι κρατήσαμε την ανάσα μας, ανασηκώσαμε τα κεφάλια, πιπιλίσαμε τη φράση για λίγο κι επιστρέψαμε σε ότι κάναμε νωρίτερα. Ξέρω, είπα πως θα μιλήσω για την πρώτη μας συνάντηση, αλλά να που η σκέψη μου ξεστράτισε πάλι σε εκείνο το πρώτο χιόνι της χρονιάς. Εδώ που μένω πια, στη θάλασσα, δεν χιονίζει ποτέ.
Όταν βγήκα τελικά από την τράπεζα, —κι ενώ είχε ήδη νυχτώσει— μισόκλεισα τα μάτια κι αφουγκράστηκα τον μαλακό ήχο των νιφάδων. Αντί να στρίψω δεξιά, ακολούθησα την αντίθετη πορεία για να βρεθώ στο πάρκο. Το είχε ήδη στρώσει. Όσο απομακρυνόμουν από τις δεσμίδες στα φώτα των στύλων, το χιόνι έπαιρνε μια σχεδόν μπλε απόχρωση, λες και περπατούσα τριγυρισμένη από τη θάλασσα. Κι εγώ ένιωθα μπλε, τυλιγμένη μες το σκοτάδι.

Δυο ώρες νωρίτερα, στο διάλειμά μου, είχα βγει για τσιγάρο στο πίσω προαύλιο, —τότε δεν κάπνιζα μπροστά σε κόσμο— και είχα τηλεφωνήσει σε μια κοντινή μου φίλη. Ανταλλάσσαμε τα νέα μας, όταν με άκουσα να λέω, «Στα εικοσιπέντε μου και είμαι ήδη συμβιβασμένη». Για κάποιο λόγο αυτή η παραδοχή, ενώ τη στιγμή που την διατύπωσα μου είχε φέρει μια αίσθηση ελαφρότητας, όταν την ανακάλεσα στο πάρκο, ένιωσα να καταλαμβάνει χώρο μέσα μου, να φαρδαίνει και να απλώνει, σαν ένα ποτάμι μέσα στα ρούχα μου που ολοένα φουσκώνει.
Στάθηκα κάτω από το κιτρινωπό στεφάνι ενός στύλου. Σήκωσα το κεφάλι μου προς τα πάνω και κράτησα τη γλώσσα μου έξω. Όπως μικροί. Οι πρώτες νιφάδες είχαν μια δροσερή, τραγανή γεύση. Διέγραψα μερικές ακανόνιστες τροχιές στην παιδική χαρά και στο πίσω μέρος του δημοτικού αναψυκτήριου, γυρεύοντας να δω τα παγόνια. Κάπου θα είχαν λουφάξει. Έκανα μερικούς λαρυγγισμούς προσπαθώντας να μιμηθώ το σκούξιμό τους. Ένιωσα γελοία και ταυτόχρονα ελεύθερη. Μερικές ώρες αργότερα, στο «Πουθενά», σου είπα πως αν κάτι αγαπούσα στο χιόνι ήταν η σχεδόν μεταφυσική ικανότητά του να στρογγυλεύει το αιχμηρό σώμα της πόλης. Όλο το γνώριμο πλέγμα των ήχων της πόλης μέσα από ένα φίλτρο.
«Ένα Four Roses», σου είχα απαντήσει όταν με ρώτησες τι ήθελα να πιω. Στο πρόσωπό σου διαγραφόταν ακόμη το ξάφνιασμά σου από την πρωτοβουλία μου να σε πλησιάσω. Η μοναδική στιγμή που φάνηκες να έχεις δεύτερες σκέψεις ήταν όταν ανέφερα τη γνωριμία μου με τον μικρότερο αδερφό σου. «Είχε γίνει ποτέ κάτι μεταξύ σας;» με ρώτησες κι όταν σου απάντησα πως όχι, φάνηκες ικανοποιημένος. Δεν διέθετες και κανένα φοβερό ανιχνευτή ψεύδους, τώρα που το σκέφτομαι. Ίσως βέβαια θα έπρεπε να με είχε προβληματίσει το ότι παραήσουν έτοιμος να δεχτείς όποια εκδοχή της αλήθειας κι αν σου παρουσίαζα. Βλέπεις τότε αγνοούσα πως η σωματική μου διάπλαση, —περισσότερο κοριτσιού παρά γυναίκας—, σε είχε ήδη θερμάνει απέναντί μου, καθώς με τον αόριστο τρόπο της νοσταλγίας σου έφερνε και πάλι κοντά σου τη γυναίκα που σου έλειπε. Ήταν κι εκείνη λιγνή και μικροκαμωμένη όπως κι εγώ, κι ενώ αυτό από μόνο του κανονικά δεν είναι αρκετό για να σε ελκύσει κάποιος, τέτοια ήταν η απελπισία σου από την απόφασή της να βάλει μια παύση στη σχέση σας και να ζήσει στην Αμερική, ώστε στη δική μας γνωριμία έφτανε και περίσσευε.
Αυτή την μακρινή μας ομοιότητα είχα την ευκαιρία να τη διαπιστώσω μερικά χρόνια πριν, τη μοναδική φορά που έπεσα πάνω σας τυχαία κάποια Χριστούγεννα. Τότε ήσασταν ήδη παντρεμένοι, ίσως είχατε αποκτήσει και το πρώτο σας παιδί, με γελάει η μνήμη μου. Φαντάζομαι τον εικοσιπεντάχρονο εαυτό μου πώς θα αντιδρούσε αν αντιλαμβανόταν πόσες κοινοτοπίες ήδη συγκέντρωνε αυτή η γνωριμία και μου έρχεται να βάλω τα γέλια. Με κάποια πικρία αλλά και με τρυφερότητα, γιατί είχε και το γούστο της η πολυτέλεια της ψευδαίσθησης.

Τα λόγια που ανταλλάξαμε μεταξύ μας μου διαφεύγουν, όχι όμως και η αίσθηση της καθηλωτικής παρουσίας σου. Φτιάχνω την εικόνα, εμένα καθισμένη σε ένα ψηλό σκαμπό και την ψηλή, νευρώδη φιγούρα σου να γέρνει προς το μέρος μου όταν σου μιλούσα. Σε κάθε νέα προσέγγιση, ένιωθα τα μικρά, μαυριδερά μάτια σου να με παρατηρούν, το όμορφο σώμα σου να ροκανίζει τη μεταξύ μας απόσταση, το όποιο απομεινάρι δισταγμού από μέρους μου, να κάμπτεται.
Την επόμενη ώρα την περάσαμε πίνοντας και μιλώντας για μουσική. Εγώ συστήθηκα με τους Manic Street Preachers, τους Cure και την Χάρις Αλεξίου, εσύ με τους Paradise Lost. «Όχι του Μίλτον», μου είχες πει κι εγώ περιορίστηκα σε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο βάζοντας τα δυνατά μου να μην δείξω ότι δεν είχα ιδέα για τον χαμένο παράδεισο ούτε του συγκροτήματος, ούτε του Μίλτον. Για κάποιο λόγο όμως αυτή η αναφορά σου με έκανε πιο διστακτική υπενθυμίζοντάς μου τις διαφορετικές πορείες μας στο χρόνο μέχρι να διασταυρωθούμε στο «Πουθενά». Εγώ είχα μεγαλώσει διαβάζοντας «Μανίνα», «Κατερίνα», «Μίκυ Μάους» και τους «Πέντε Φίλους» της Ένιντ Μπλάιτον. Στο γυμνάσιο έβλεπα «Μπέβερλι Χιλς», στο Λύκειο, «Λόγω τιμής». Για να μη μιλήσω για το dress code φόρμα με πουλόβερ, που έδινε και έπαιρνε στο Λύκειο, σου είχα πει βέβαιη πως όλα τα παραπάνω σου ακουγόταν αλαμπουρνέζικα. Μου είχες ρίξει ένα βλέμμα ενθαρρυντικό, σαν να την απολάμβανες την μικρή μου παράσταση, κι έσπευσες να δώσεις τη δική σου.
Έκατσες στο ψηλό σκαμπό δίπλα από το δικό μου κι έγειρες στο ξύλινο μπαρ λες και γύρευες να μικρύνεις τον ψηλόλιγνο όγκο σου, να τον φέρεις όσο γινόταν στα δικά μου μέτρα. Άραγε διαισθάνθηκες την πρώτη κρούση της αμφιβολίας μέσα μου; Διάβαζες Ιούλιο Βερν και τον «Μικρό Ήρωα», στο Γυμνάσιο ανακάλυψες το «Κοράκι» του Πόε, τις αρβύλες βέρμαχτ και τα στενά μαύρα τζιν, στο Λύκειο ξημεροβραδιαζόσασταν σε πρόβες με την μπάντα σας, τους “Death can dance”. Έμεινες για λίγο σιωπηλός, κι ύστερα με ένα τόνο συνωμοτικό κι οικείο συνάμα είπες, «.. εκείνο τον καιρό είχα και την υστερία της μάνας μου να μην ακούω ροκ στο σπίτι, δεν θα φουσκώνανε τα πρόσφορα». Γελάσαμε κι οι δύο, γελάσαμε μαζί, κι ήταν εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή της ευφορίας όταν ένιωσα το κοκαλιάρικο γόνατό σου να πλαγιοκοπά το δικό μου.
«Τι θέλεις από τη ζωή σου;» με αιφνιδίασες, ενώ ακόμη αναρωτιόμουν αν έπρεπε να απομακρύνω το πόδι μου από το δικό σου. «Φιλοσοφική κουβέντα θα πιάσουμε;» καθυστέρησα την απάντησή μου κι έφερα μια γύρα με το βλέμμα μου τους θαμώνες του μαγαζιού, καταλήγοντας πως μπορεί να μην ήξερα ακριβώς τι ήθελα, αλλά το βέβαιο ήταν πως δεν ήθελα να γίνω σαν αυτούς. Το βέβαιο, όπως το σκέφτομαι τώρα, είναι ότι τους είχα αδικήσει τους ξενύχτηδες του «Πουθενά», καθώς πρόβαλα επάνω τους το ότι είχα ήδη παραιτηθεί από τη ζωή που είχα φανταστεί. Να αλλάξω δουλειά, να αλλάξω πόλη, να αλλάξω γενικώς, ήθελα να σου πω. «Να ερωτευτώ», είπα στο τέλος. «Δεν θέλουμε τα ίδια πράγματα», έβγαλες την ετυμηγορία σου κι ήπιες μια γουλιά από το ποτό σου.
Με συντομία μου μετέφερες την ιστορία αποχωρισμού σου από τη γυναίκα σου. Βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. Τη σκέφτηκα σε ένα από εκείνα τα κτίρια με τις προσόψεις από κεραμιδί τούβλο, αυτά που μόνο σε ταινίες είχα δει κι αναρωτήθηκα για το λόγο της αναχώρησής της. Γιατί αν κάτι ήταν σαφές ήταν πως η απόφαση να φύγει ήταν δική της. Μου το έκανες εσύ σαφές, όταν είπες πως το μόνο που της είχες ζητήσει ήταν να χωρίσετε κι όταν επέστρεφε, τότε θα βλέπατε που βρισκόσασταν. Έμοιαζες τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου, όταν μου τα έλεγες όλα αυτά. Κύριος του εαυτού σου. Τώρα ξέρω καλύτερα. Προσπάθησες να έχεις τον έλεγχο μιας κατάστασης στην οποία κανένα έλεγχο δεν είχες. Θα σου έλεγα πως φέρθηκες στρατηγικά, αν όντως ήθελες να είσαι μαζί της. Τότε όμως ταυτίστηκα μαζί της. Με την θολή φιγούρα στο παράθυρο σε ένα από εκείνα τα σπίτια με τα κεραμιδί τούβλα.
Σηκώθηκα με το πρόσχημα πως ήθελα να πάω στην τουαλέτα. Φάνηκε σαν να το περίμενες. Παραμέρισες για να κατέβω από το σκαμπό μου και δεν είχα προλάβει να κάνω ούτε δυο βήματα, όταν σε άκουσα να παραγγέλνεις και νέο γύρο ποτών.

Βγαίνοντας από την τουαλέτα, στάθηκα για λίγο και σε παρατήρησα. Το περίγραμμα της πλάτης σου τονισμένο από το εφαρμοστό μαύρο πουλόβερ με τον ψηλό λαιμό, τα κόκαλα της ωμοπλάτης σου ίσα να διακρίνονται κάτω από το λεπτό ύφασμα. Καθόσουν στο σκαμπό σου στητός κι ευθυτενής, λες και με τη στάση του κορμιού σου αποσαφήνιζες σε όποια μάτια σταματούσαν επάνω σου πως δεν είχες ανάγκη να στηριχτείς κάπου. Μιλούσες στο τηλέφωνο, κι η χροιά της φωνής σου ίσα που έφτανε στ’ αυτιά μου χαμηλότονη, όμως με σώμα. Αισθάνθηκα ένα όμορφο μούδιασμα στα άκρα μου. Γρήγορα έγινε μυρμήγκιασμα. Θα μπορούσα να έρθω προς το μέρος σου ήσυχα, να μαζέψω το παλτό και την τσάντα μου και να σ’ αποχαιρετίσω.
Ίσιωσα την πλάτη μου, παραμέρισα το σκαμπό και στάθηκα απέναντί σου. Χαμογελούσες ολόκληρος όταν με κοίταξες. «Τα χαιρετίσματα από το αδερφό μου έχεις», είπες και χωρίς να χάσεις λεπτό μου εξήγησες πως εσύ ήσουν που έσπευσες να του τηλεφωνήσεις. «Ποια είναι αυτή η Βασιλική;» τον είχες ρωτήσει.
Χαμογέλασα, όχι σε σένα, αλλά στην ανάμνηση της εικόνας του αδελφού σου. Είχατε το ίδιο σουλούπι, μόνο που εκείνος είχε κληρονομήσει την κοκαλιάρικη εκδοχή του δικού σου νευρώδους σώματος, ενώ η κομψή μύτη σου στο δικό του πρόσωπο έμοιαζε λειψή. Τις στιγμές της αναπόλησής μου με κοίταζες με προσήλωση δίχως να μιλάς, σαν να είχες πρόσβαση σε όσες σκέψεις διέτρεχαν το μυαλό μου. Απέστρεψα το βλέμμα μου, όπως έκανε άλλοτε ο μικρός αδελφός σου, κάθε φορά που συναντιόμασταν στους διαδρόμους του σχολείου.

Στο σημείο αυτό, κι αφού έχω διατρέξει την αφήγησή μου ξανά, αδύνατο να μην σκεφτώ πόσο αναξιόπιστη είναι. Πώς με διασκεδάζει να σε παρουσιάζω ως τον γοητευτικό διαφθορέα μου. Εάν εγώ λοιπόν κατατρυχόμουν από την επιθυμία να διαφθαρώ για να νιώσω ζωντανή, εσύ πάλευες να απαλύνεις τη μοναξιά σου. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν γύρευες πραγματικά απάντηση στην ερώτηση «ποια είναι η Βασιλική». Δεν ξέρω αν ήταν το τηλεφώνημα αυτό καθ’ εαυτό, κάτι που ανέφερε ο αδερφός σου ή μια στιγμή συνειδητοποίησης, αλλά ο άντρας που συνάντησα βγαίνοντας από την τουαλέτα ήταν η πιο ανεπιτήδευτη εκδοχή σου.
Τις στιγμές που ακολούθησαν σε είδα να παρασύρεσαι σε έναν εντελώς ιδιωτικό σου μονόλογο. Το νόημα του ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν πως πάντα θα υπάρξουν νέοι, ενδιαφέροντες άνθρωποι να συναντήσεις. Ξέρω, αυτό μπορεί σε κάποιον να μην ακούγεται κάτι το ιδιαίτερο αλλά για σένα η γνωριμία μας αποτελούσε ζωντανή απόδειξη πως μπορούσες κι εσύ να προχωρήσεις, ακόμη κι αν η γυναίκα σου αποφάσιζε να μείνει στην κεραμιδένια προθήκη της στη Νέα Υόρκη. Ήταν η πρώτη φορά μέσα σε ένα μεγάλο διάστημα που μπόρεσες να φανταστείς μια ζωή χωρίς εκείνη. Πόσο ανακουφιστική πρέπει να ήταν εκείνη η αίσθηση. Σαν να λύθηκε το σώμα σου κι έχασε κάτι από το ευθυτενές του, είναι που δεν χρειαζόταν να πείσει για κάτι.

«Ώρα να πηγαίνω», σου είπα κάποια στιγμή.

«Ναι, να πηγαίνουμε», μου είπες. Κοντοσταθήκαμε στην είσοδο του μαγαζιού και αρχίσαμε να βαδίζουμε δίπλα δίπλα, χωρίς να αγγιζόμαστε. Λες και τη στιγμή που αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε από το «Πουθενά» συμφωνήσαμε, ερήμην μας, να παραχωρήσουμε ένα κομμάτι της νεοαποκτηθείσας οικειότητάς μας. Ίσως πάλι ευθυνόταν γι’ αυτή την αλλαγή το τσουχτερό κρύο που μας ανάγκασε να βουλιάξουμε τα χέρια μας στις τσέπες, τα κεφάλια μας στους ζεστούς γιακάδες. Σε κάθε μας βήμα, η ξυλιασμένη κρούστα του χιονιού έκανε έναν κρατσανιστό ήχο. «Σαν να το κόβεις με μαχαίρι», παρατήρησα. Έφερες τις παλάμες σου μπροστά από το στόμα μου και τις έκλεισες με μια κίνηση σχεδόν ταχυδακτυλουργική. Προσπαθούσες να αιχμαλωτίσεις την αχνιστή ανάσα μου; Η μήπως ήθελες να μ’ αγγίξεις, όμως άλλαξες γνώμη στην πορεία κι έμεινε η επιθυμία σου εκκρεμής στις γυμνές παλάμες σου;
Διέσχισα τη σιδερένια πύλη του πάρκου, αυτή τη φορά μαζί σου. Μου έδειξες μια γωνιά στην περίμετρο της παιδικής χαράς όπου κάπνισες το πρώτο σου τσιγάρο. Σε οδήγησα ως τον κωνικό πύργο με το χοντρό δίχτυ από σκοινιά, όπου σκαρφαλώναμε με τις φίλες μου ακόμη κι όταν είχαμε πια μεγαλώσει. Περπατούσαμε στο μονοπάτι που κύκλωνε το αναψυκτήριο, όταν με σταμάτησες.

«Άκου», είπες και μείναμε σιωπηλοί κι οι δύο.

Αφουγκραστήκαμε τον μαλακό γδούπο του χιονιού που έπεφτε από τα φορτωμένα κλαδιά των δέντρων. Προχώρησα ως τη μικρή αυλή στο πίσω μέρος του κτιρίου, εκεί όπου τα καλοκαίρια στήνονταν ένα αυτοσχέδιο θερινό σινεμά. «Εδώ είδα τον πρώτο μου Κουστουρίτσα», σου είπα και στάθηκα μπροστά από τον τοίχο, που χρησιμοποιούσαν ως επιφάνεια προβολής. «Το Underground;» με ρώτησες ενώ πλησίαζες προς το μέρος μου. Η σκιά σου είχε σχεδόν καλύψει τη δική μου, όταν σκέφτηκα πως σε εκείνη την ταινία καθόμασταν δίπλα δίπλα με τον αδερφό σου. Τα χέρια μας είχαν ήδη αρχίσει να ψάχνουν κάτω από τα ρούχα μας με μια αίσθηση βιασύνης. Τα φιλιά μας δανείζονταν για λίγο τη ζεστασιά από το χνώτο μας κι αμέσως την έχαναν. Θυμάμαι τον τοίχο τραχύ κάτω από την πλάτη μου, την τεράστια στάμπα της υγρασίας στο παλτό μου μετά.

Και κάτι ακόμη. Αυτός, που λαχανιασμένος ακόμη, τίναξε μερικές νιφάδες από τα μαλλιά μου και μου είπε καληνύχτα δεν ήσουν εσύ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: