O χαμάλης απ' τη Σμύρνη

O χαμάλης απ' τη Σμύρνη



Αργά το μεσημέρι, κάθε μεσημέρι, λίγο πριν αρχίζει να σουρουπώνει καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι του καφενείου από την μέσα μεριά, πάντα κοστουμαρισμένος, με τη γραβάτα του, καλοξυρισμένος και καθαρός, μένοντας εκεί ώσπου να νυχτώσει. Κι όλ’ αυτά για έναν καφέ βαρύ γλυκό, φτιαγμένο στη καυτή χόβολη, όπως έμαθε από τα μικράτα του εκεί στα περίχωρα της Σμύρνης, παρακολουθώντας το παππού και τον πατέρα του να κάνουν ακριβώς το ίδιο. Να πίνουν τον καφέ βαρύ γλυκό. Γιατί αυτός είναι καφές. Να μοιάζει με σερμπέτι, να σου γλυκαίνει το στόμα και να κατεβαίνει ζεστή παρηγοριά στα σωθικά σου. Όχι φαρμάκι σκέτο, να σε ξυπνά, σκοτώνοντας τα όνειρα.
Έτσι περνούσε τον καιρό του ο κύριος Χρήστος, έτσι τον ήξεραν όλοι κι έτσι τον φώναζαν. «Κύριε» Χρήστο, ποτέ χωρίς το κύριε.
Λιγόλογος ο κύριος Χρήστος που δεν άρθρωνε την ντοπιολαλιά με την οποία συνεννοούνταν όλοι στη μικρή μας πόλη, αλλά μια γλώσσα άλλη, με όλα τα γράμματα και τις συλλαβές ν’ ακούγονται καθαρά και κάπως τραγουδιστική θα μπορούσε να πει κανείς. Περίπου σαν κι αυτήν που τους μάθαιναν στο σχολείο.
Γιατί ο κύριος Χρήστος ερχόταν από απέναντι. Απ’ τις πράσινες πλαγιές και τις γαλάζιες ακρογιαλιές της Μικρασίας. Εκεί είχε γεννηθεί κι εκεί μεγάλωνε και άντρευε στο Αϊβαλί, τις Κυδωνίες στα ελληνικά, που ήτανε ίδια με την πόλη της Μυτιλήνης. Ακόμα και στα σοκάκια του.
Μεγάλωσε ο Χρήστος, πριν γίνει κύριος κι ο πατέρας τους έστειλε αυτόν και τον Βασίλη τον αδελφό του στη Σμύρνη, στην Ευαγγελική Σχολή της, να μάθουν πολλά γράμματα. Δυο χρόνια πιο μικρός αυτός, δυο τάξεις πιο κάτω απ’ τον αδερφό του.
Διάλεξαν και οι δύο το Διδασκαλικόν τμήμα της, γιατί από τα μικράτα τους ο παππούς τους ο Βασίλης, ένας μικροκαμωμένος βρακάς που πάλευε με τη γη από μωρό παιδί να την κάνει να καρπίσει τους έλεγε και τους ξανάλεγε «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο». Κι αποφάσισαν να γίνουν δάσκαλοι.
Πρώτοι μαθητές κι οι δύο, τα «μπράβο» έπαιρναν κι έδιναν κι όταν τον Ιούνιο του 1919, αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη και γιόρταζε ο ρωμαίικος πληθυσμός την 25η Μαρτίου, την Επανάσταση δηλαδή κατά των Τούρκων επίσημα, πρώτοι στην παρέλαση ήταν ο Χρήστος κι ο Βασίλης. Ο δεύτερος σαν πιο μεγάλος που ήτανε κρατούσε και την σημαία του σχολείου του, την ελληνική σημαία κι ο άλλος ήτανε στην ομάδα των μαθητών.
Κι εκείνο το Πάσχα του 1920, που γιόρτασαν ελεύθεροι οι Έλληνες όλης της Μικρασίας και του Αϊβαλιού ιδιαίτερα, το πρώτο Πάσχα που έζησαν ως Έλληνες και Χριστιανοί, χωρίς περιορισμούς και φόβο, με τη σημαία τους να κυματίζει περήφανη και τις καμπάνες ν’ ακούγονται σ’ όλη την πόλη και τα περίχωρα, δεν μπορούσε να σβηστεί ποτέ απ’ το μυαλό του.
Τρία χρόνια ευτυχισμένα πέρασαν από το 1919 ως τον μαύρο Σεπτέμβριο του 1922, που ήρθε η καταστροφή. Δεν ήταν απλώς καταστροφή, ήταν σφαγή και θάνατος και αίμα και πόνος πολύς. Κι ο τρόμος να διακατέχει τα πάντα.
Τρέχανε αλλόφρονες οι Σμυρνιοί κι οι κάτοικοι των γύρω χωριών να μπούνε στα καράβια, να φύγουν για τα νησιά του Αιγαίου να σωθούν από τα κοφτερά μαχαίρια των Τούρκων ατάκτων, που οι περισσότεροί τους ήταν Τσέτες. Δηλαδή κατάδικοι Μουσουλμάνοι, που αφέθηκαν ελεύθεροι από την παράταξη του Κεμάλ Ατατούρκ «Ένωση και Πρόοδος», για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Σφάζοντας τους Χριστιανούς, Έλληνες και Αρμεναίους, πλιατσικολογώντας τις περιουσίες τους.

Καλά καλά δεν κατάλαβαν τα δύο αδέρφια πώς κατάφεραν να βρεθούν στο κατάστρωμα ενός πλοίου και να καταλήξουν σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Λέσβου. Πρόσφυγες, χωρίς μια αλλαξιά ρούχα μαζί τους. Χωρίς δουλειά, με κάποια γρόσια στις τσέπες τους, που δεν είχαν καμιά αξία στην καινούργια τους γη. Στην αρχή τους φάνηκε σα να μην άλλαξαν τόπο, αφού κι εκεί το σταχτοπράσινο της ελιάς, κατέβαινε κι έσμιγε με το γαλαζοπράσινο της θάλασσας. Κι ανάμεσά τους πεύκα και κυπαρίσσια να χαϊδεύουν τη ματιά.
Δύσκολες οι μέρες, δύσπιστοι οι άνθρωποι της καινούργιας τους γης. Μέχρι και σκληροί μπορείς να πεις κι αυτοί να ψάχνουν για μια μπουκιά ψωμί.
Για καλή του τύχη ο μεγάλος ο Βασίλης, βρήκε μέσα στις τσέπες ενός σακακιού που πρόλαβε να πάρει μαζί του, το απολυτήριο του Διδασκαλικού τμήματος της Ευαγγελικής σχολής και με τα πολλά, σχεδόν ένα χρόνο μετά, δέχτηκε το υπουργείο Παιδείας να τον διορίσει δάσκαλο, παρ’ όλο που για αρκετό χρόνο ακόμα στα χαρτιά θεωρούνταν Τούρκος και όχι Έλληνας.
Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν τόσο βολικά για τον Χρήστο, που η λαίλαπα της καταστροφής και της προσφυγιάς, τον βρήκε στο δεύτερο έτος των σπουδών μη επιτρέποντάς του να πάρει το απολυτήριό του. Δουλειά δεν υπήρχε, το ψωμί έλειπε. Όσο κι αν προσπαθούσε να τον βοηθήσει ο αδελφός του δεν τα κατάφερνε. Είχε κι αυτός αποκτήσει οικογένεια στο μεταξύ.
Μια δουλειά μόνο έμενε γι αυτόν. Φορτοεκφορτωτής στα ξύλινα μεγάλα καράβια που έφταναν στο λιμάνι της μικρής πόλης, φορτωμένα σιτάρια, κριθάρια, κουκιά ξερά, άχυρα για τα ζώα κι έφευγαν με τ’ αμπάρια τους γεμάτα σιδερένια βαρέλια λάδι για τη Μακεδονία και τη Θράκη, μερικές φορές για την βόρεια Αφρική. 
Μάζεψε τις δυνάμεις του ο Χρήστος, σωματικές και πνευματικές και ζήτησε δουλειά στο Σωματείο φορτοεκφορτωτών κύτους. Δηλαδή χαμάλης. Θυμόταν πάντα εκείνον τον λιπόσαρκο βρακά παππού στην απέναντι όχθη του Αιγαίου, που πάντα έλεγε πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.
Το πρωί στο λιμάνι με τη χαμαλίτσα του να ξεφορτώνει τα καΐκια, κι όταν δεν είχε εκεί δουλειά να κουβαλάει τις τσάντες των αφεντάδων με τα ψώνια στα σπίτια τους.
Αλλά το απόγευμα γινόταν πάλι ο Σμυρνιός κύριος Χρήστος, με το λευκό καθαρό πουκάμισο, τη γραβάτα, τον βαρύ γλυκό καφέ του και την εφημερίδα που δεν την ξεχνούσε ποτέ. Κι ας ερχόταν με το πλοίο με μια μέρα καθυστέρηση. Όπως ποτέ δε ξέχασε τα χρόνια εκείνα της Ευαγγελικής Σχολής, με την καφέ στολή και το πηλίκιο με την κουκουβάγια της σοφίας σκαρφαλωμένη πάνω από τον γείσο. Τα χρόνια εκείνα τα ευτυχισμένα, που αλίμονο είχε αποφασίσει πως δε θα γυρνούσαν πια. Μια θλιβερή υποψία που τον κατέτρωγε έγινε βεβαιότητα όταν τρία χρόνια αργότερα το 1925, τους έδωσε την ελληνική υπηκοότητα η πολιτεία. Τότε ήταν που έβαλε τελεία στις ελπίδες του. Τη Σμύρνη δε θα την ξανάβλεπε και στα καλντερίμια της δεν επρόκειτο να ξανακούσει τα βήματά του.

Έτσι πέρασε τα χρόνια του ο κύριος Χρήστος μόνος, αναζητώντας πάντα την ζεστασιά μιας αμοιβαίας αγάπης , που ποτέ δεν κάθισε στο καφενείο απ’ τη μεριά της θάλασσας, γιατί αγνάντευε τον κόλπο της Σμύρνης ακριβώς απέναντι και τον έπαιρναν τα κλάματα. Κι ας δούλευε όλο το πρωί στα καΐκια, κατάντικρύ της, χωρίς ποτέ να γυρίσει το βλέμμα του προς τα κει. Εξάλλου αυτό ήταν δουλειά που έπρεπε να την κάνει. Στις ώρες της ανάπαυσης και της περισυλλογής ο κύριος Χρήστος, που έμεινε ως το τέλος ο «χαμάλης της Σμύρνης», δεν μπορούσε ούτε να την σκέφτεται, αλλ’ ούτε και να την βλέπει από τόσο μακριά...

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: