Ο σενιόρ Σαλβατόρε Λορέτι

Μανιάτικος πύργος (φωτ. Γιάννη Βουρλίτη)
Μανιάτικος πύργος (φωτ. Γιάννη Βουρλίτη)

«Πα­λέρ­μο» βά­φτι­σε το σπί­τι του ο σε­νιόρ Σαλ­βα­τό­ρε Λο­ρέ­τι, φτά­νο­ντας για να πα­ρα­λά­βει την κλη­ρο­νο­μιά του μα­κα­ρί­τη του θεί­ου του. Πρώ­τα στά­θη­κε στην άκρη του γκρε­μού για να θαυ­μά­σει τη θέα κι ύστε­ρα, αφού έστρε­ψε την πλά­τη στη θά­λασ­σα, έμει­νε για λί­γο ακί­νη­τος μπρο­στά σε ένα οχυ­ρό κτή­ριο με πο­λε­μό­πυρ­γο στην ανα­το­λι­κή του πλευ­ρά. Τί­πο­τε άλ­λο δεν κά­θι­σε να υπο­λο­γί­σει, πριν γρά­ψει στους δι­κούς του ότι θα ζού­σε πλέ­ον εκεί, στην αδρή Λα­κω­νι­κή γη, ανά­με­σα σε από­γο­νους Σπαρ­τια­τών πο­λε­μι­στών, και θα συ­νέ­θε­τε έρ­γα υμνη­τι­κά των αρε­τών και της αν­δρεί­ας τους. Για τού­το, έπρε­πε να του στεί­λουν πά­ραυ­τα τα υπάρ­χο­ντά του, ώστε να εγκα­τα­στα­θεί με όλες τις απα­ραί­τη­τες ανέ­σεις. Εκεί­νοι, συ­νη­θι­σμέ­νοι στον πα­ρορ­μη­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα του πε­ρί­με­ναν με­ρι­κούς μή­νες, μή­πως αλ­λά­ξει γνώ­μη, και ύστε­ρα άρ­χι­σαν να στέλ­νουν όσα τους ζη­τού­σε μέ­σω απα­νω­τών πα­ρά­φο­ρων επι­στο­λών. Στο με­τα­ξύ, «οι από­γο­νοι Σπαρ­τια­τών πο­λε­μι­στών» έκα­ναν ό,τι μπο­ρού­σαν για να τον βοη­θή­σουν, εντυ­πω­σια­σμέ­νοι από το πιά­νο φόρ­τε που έφτα­σε φορ­τω­μέ­νο στο κα­ρα­βά­κι του Λι­με­νιού μα­ζί με κά­τι μα­ο­νέ­νια έπι­πλα, τό­νους από παρ­τι­τού­ρες, βι­βλία, μου­σι­κά όρ­γα­να κι ένα πτυσ­σό­με­νο τη­λε­σκό­πιο, που ο σε­νιόρ εγκα­τέ­στη­σε στο πα­ρά­θυ­ρο του πύρ­γου για να κα­το­πτεύ­ει τον Μαυ­ρο­βυ­θό. Όταν βρή­κε τη σει­ρά του άρ­χι­σε να δια­σχί­ζει την αγο­ρά σκαρ­φα­λω­μέ­νος σε ένα πο­δή­λα­το με θε­ό­ρα­τη μπρο­στι­νή ρό­δα, φο­ρώ­ντας με­σά­το κα­ρό κο­στού­μι και μουρ­μου­ρί­ζο­ντας «prego», «grazie tanto» και «invia la spesa alla mia torre di Palermo». Κι επει­δή αγα­πού­σε ιδιαί­τε­ρα την εξο­χή, κά­ποιες ζε­στές μέ­ρες του κα­λο­και­ριού, οι θε­ρι­στές των αγρών τον εντό­πι­ζαν ανά­με­σα στα αγριο­λού­λου­δα, να τρέ­χει πί­σω από κά­ποιο ζου­ζού­νι, ή μά­ντευαν την πα­ρου­σία του, δια­κρί­νο­ντας πά­νω από τα σπαρ­τά ένα κι­νού­με­νο κα­πέ­λο και μια από­χη, να ανε­μί­ζει σαν μι­κρό μπαϊ­ρά­κι. Άλ­λες φο­ρές, κά­ποιος κυ­νη­γός, βα­δί­ζο­ντας ανά­με­σα στις ελιές, δια­πί­στω­νε ότι αυ­τό που κιν­δύ­νε­ψε να πα­τή­σει ήταν ο σε­νιόρ, πε­σμέ­νος στο χώ­μα, με το δε­ξί μά­τι κολ­λη­μέ­νο σ’ έναν με­γε­θυ­ντι­κό φα­κό, ενώ φλυα­ρού­σε, σε γλώσ­σα ανά­κα­τη, για τις δια­τρο­φι­κές συ­νή­θειες του χρυ­σο­βά­βου­λα και της πα­σχα­λί­τσας. «Sono tornato a Palermo», έλε­γε στο τέ­λος κά­θε τέ­τοιας πε­ρί­στα­σης, λί­γο πριν γυ­ρί­σει να φύ­γει. Και, μό­λις οι υπό­λοι­ποι ρω­τού­σαν τον κυ­νη­γό τι εί­χε συμ­βεί, εκεί­νος απα­ντού­σε «τί­πο­τα, ο τρε­λο-Μπα­λέ­ρη­μος κυ­νη­γά­ει πε­τα­λού­δες». Σε κα­νο­νι­κές συν­θή­κες το πράγ­μα τε­λεί­ω­νε εκεί. Εκτός αν ο Ιτα­λός έμπλε­κε σε κα­μιά πε­ρί­ερ­γη ιστο­ρία, όπως εκεί­νη με το άγριο με­λίσ­σι, που, ενο­χλη­μέ­νο από την αδια­κρι­σία του, βάλ­θη­κε να τον κα­τα­διώ­κει στα χω­ρά­φια βουί­ζο­ντας εφιαλ­τι­κά και ανα­γκά­ζο­ντάς τον στη συ­νέ­χεια να κλει­στεί στο πιο σκο­τει­νό δω­μά­τιο του πύρ­γου του, ώσπου να υπο­χω­ρή­σει το πρή­ξι­μο των κα­τα­τσι­μπη­μέ­νων με­λών του. Υπήρ­χαν βέ­βαια και με­γά­λα δια­στή­μα­τα που χα­νό­ταν από προ­σώ­που γης και, τό­τε, όσοι πλη­σί­α­ζαν το Πα­λέρ­μο, τον έβλε­παν να προ­βά­λει στο πα­ρά­θυ­ρο· με τη ρό­μπα του σπι­τιού και το φι­λέ που κρα­τού­σε σε τά­ξη τα λι­γο­στά μαλ­λιά του. Στε­κό­ταν εκεί για δευ­τε­ρό­λε­πτα· κοι­τώ­ντας χω­ρίς να βλέ­πει. Ύστε­ρα χα­νό­ταν στο σκο­τά­δι του δω­μα­τί­ου, για να «κο­πα­νή­σει το πιά­νο του», ξα­να­εμ­φα­νι­ζό­ταν και ξα­να­χα­νό­ταν, ακό­μα πιο αφη­ρη­μέ­νος, κι αυ­τή η δου­λειά τρα­βού­σε για ώρες. Στην αρ­χή, κά­ποιες γει­τό­νισ­σες, σί­γου­ρες ότι εντό­πι­σαν στο βλέμ­μα του σε­νιόρ Μπα­λέ­ρη­μου τα ση­μά­δια κά­ποιου θα­να­τη­φό­ρου πυ­ρε­τού, απο­φά­σι­σαν να χτυ­πή­σουν την πόρ­τα του, κρα­τώ­ντας μαν­τζού­νια και αχνι­στές σού­πες για να τον για­τρο­πο­ρέ­ψουν. Τους άνοι­ξε βια­στι­κά, πα­ρα­με­ρί­ζο­ντας για να τις αφή­σει να ει­σέλ­θουν στον κό­σμου του, αλ­λά αρ­νή­θη­κε οποια­δή­πο­τε θε­ρα­πεία κι αφού μουρ­μού­ρι­σε «No, no! Ma perché? I sto molto bene!» ξα­να­βυ­θί­στη­κε στις παρ­τι­τού­ρες, αφή­νο­ντας τις επι­σκέ­πτριες να κοι­τά­ζουν γύ­ρω τους σα­στι­σμέ­νες. Στο τέ­λος, αφού πή­γαν κι ήρ­θαν ξα­νά και ξα­νά, συ­μπέ­ραι­ναν ότι ο σε­νιόρ αγα­πού­σε να περ­νά τους χει­μώ­νες κλει­σμέ­νος στο πα­νω­πύρ­γι του, παί­ζο­ντας πιά­νο και μου­τζου­ρώ­νο­ντας κά­τι με­γά­λα χαρ­τιά. Αυ­τά τις κα­νο­νι­κές μέ­ρες, για­τί όταν έπια­νε βο­ριάς τον έβλε­παν να ξε­πορ­τί­ζει, με ένα μα­κρύ παλ­τό πά­νω από το κο­στού­μι του και το μπα­στού­νι που κου­βα­λού­σε μα­ζί του όσες φο­ρές κυ­κλο­φο­ρού­σε πε­ζός. Ο οποιοσ­δή­πο­τε θα θε­ω­ρού­σε πε­ριτ­τή τό­ση επι­ση­μό­τη­τα για μια έξο­δο σαν τις συ­γκε­κρι­μέ­νες του σε­νιόρ. Τι στο κα­λό τα ήθε­λα όλα αυ­τά, αφού το μό­νο που σκό­πευε να κά­νει ήταν να ξε­μυ­τί­σει από την αυ­λή του και να πά­ει να στα­θεί λί­γα μέ­τρα πιο κά­τω, στην άκρη του γκρε­μού, όρ­θιος μπρο­στά στον φουρ­του­νια­σμέ­νο Μαυ­ρο­βυ­θό. Να αφή­σει για λί­γο τον βο­ριά να ανε­μο­δέρ­νει το παλ­τό και τα μα­δη­μέ­να τσου­λού­φια του και, στο τέ­λος, να ανοί­ξει τα χέ­ρια και να πιά­σει να τα κου­νά με δύ­να­μη στον αέ­ρα, σαν να όρι­ζε την κί­νη­ση των κυ­μά­των και να κα­νό­νι­ζε το αφρι­σμέ­νο τους σπά­σι­μό πά­νω στα βρά­χια. Μ’ αυ­τά και μ’ αυ­τά οι γυ­ναί­κες άρ­χι­σαν να σκέ­φτο­νται ότι εκεί­νος ο κα­ψε­ρός ο γεί­το­νάς τους δεν ήταν και πο­λύ κα­λά στα μυα­λά του.

Άποψη του παλιού Γυθείου. (Φωτ. των Πέτρου Καλονάρου & Στράτη Μονεμβασίτη περ. 1920, Αρνητικό τζάμι 13Χ18, αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)
Άποψη του παλιού Γυθείου. (Φωτ. των Πέτρου Καλονάρου & Στράτη Μονεμβασίτη περ. 1920, Αρνητικό τζάμι 13Χ18, αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)

Όμως ο σε­νιόρ άλ­λα­ζε όταν άνοι­γε ο και­ρός. Για­τί, τό­τε, κα­τέ­φθα­νε από την Ιτα­λία η αδελ­φή του, η σε­νιο­ρί­να Φιο­ρέ­λα, για να ανοί­ξει διά­πλα­τα τις πόρ­τες και τα πα­ρά­θυ­ρο του Πα­λέρ­μου και να βγά­λει ψά­θι­νο τρα­πέ­ζι με κα­ρέ­κλες στην αυ­λή. Και κα­θώς τους έβλε­παν από τα κο­ντι­νά πα­ρά­θυ­ρα· τη μια να δια­βά­ζει, κρυμ­μέ­νη πί­σω από ένα κα­πέ­λο, και τον άλ­λον, γα­λη­νε­μέ­νον δί­πλα της, να τα­κτο­ποιεί συλ­λο­γές απο­ξη­ρα­μέ­νων εντό­μων σε άλ­μπουμ με διά­φα­να με­σό­φυλ­λα, άρ­χι­σαν να χτυ­πούν το ρό­πτρο της αυ­λής, δή­θεν για να φι­λέ­ψουν τα αδέρ­φια με άγρια βό­τα­να, αλ­λά, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για να πα­ρα­τη­ρή­σουν από κο­ντά το ήρε­μο πρό­σω­πό και τις απα­λές κι­νή­σεις της. Έτσι, κα­θώς οι μέ­ρες περ­νού­σαν και η φή­μη της σε­νιο­ρί­νας Λο­ρέ­τι απλω­νό­ταν, ξυ­πό­λη­τοι ψα­ρά­δες των βρά­χων με γρα­τζου­νι­σμέ­να γό­να­τα, κλέ­φτες κο­ρό­μη­λων κου­ρε­μέ­νοι γου­λί, ξε­δο­ντιά­ρη­δες κα­τα­σκευα­στές γιουρ­τα­ριών και λι­λι­πού­τειοι κυ­νη­γοί σαυ­ρών, με κο­ντο­βρά­κια και τσέ­πες γε­μά­τες σφε­ντό­νες, σου­για­δά­κια και γυά­λι­νους βό­λους, πα­ρα­τού­σαν τις δου­λειές τους και κα­τέ­φθα­ναν για να χώ­σουν τις μύ­τες τους στην μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα του κή­που, να σκαρ­φα­λώ­σουν στον μα­ντρό­τοι­χο και να κα­θί­σουν εκεί οκλα­δόν, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας κά­θε της κί­νη­ση και πε­ρι­μέ­νο­ντας υπο­μο­νε­τι­κά, ώσπου να πα­ρα­τή­σει το βι­βλίο και να χτυ­πή­σει τις πα­λά­μες της φω­νά­ζο­ντας «Lezione!». Μό­λις τε­λεί­ω­νε με μια ομα­δι­κή απαγ­γε­λία της ιτα­λι­κής αλ­φα­βή­τας και τις δυο τρεις και­νούρ­γιες λέ­ξεις της ημέ­ρας η σε­νιο­ρί­να ξα­να­χτυ­πού­σε τις πα­λά­μες λέ­γο­ντας «E ora canteremo la canzone Stella Stellina» και, τό­τε, οι μα­θη­τές της, κα­θι­σμέ­νοι στα σκα­λιά, σκαρ­φα­λω­μέ­νοι στα δέ­ντρα, ανε­βα­σμέ­νοι στον τοί­χο, θρο­νια­σμέ­νοι στο τρα­πέ­ζι του κή­που, έπια­ναν να ξε­λα­ρυγ­γιά­ζο­νται

Stella stellina, la note savvicina, la fiamma traballa, la mucca e nelle stella.

Όμως κά­που εκεί ο σε­νιόρ δυ­σα­να­σχε­τού­σε κι άρ­χι­ζε να πλη­σιά­ζει για να ακού­σει τον κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στά, να δια­λέ­ξει τους καλ­λί­φω­νους για να τους μά­θει πρί­μο - σε­κό­ντο και να φέ­ρει κι­θά­ρα για να τους ακο­μπα­νιά­ρει. Στο τέ­λος, η αυ­λή γέ­μι­ζε μου­σι­κά όρ­γα­να και μα­θη­τευό­με­νους που πά­λευαν να μά­θουν νό­τες. Και ήταν τέ­τοια η μα­νία του να διορ­θώ­σει την κα­κο­φω­νία που, μό­λις διέ­τα­ξε, άγαρ­μπα και άπο­να, κά­να δυο φάλ­τσους να σω­πά­σουν, εκεί­νοι έφυ­γαν κλαί­γο­ντας και δεν ξα­να­πά­τη­σαν το πό­δι τους στον κή­πο.

Από την άλ­λη, τα πρω­ι­νά που ο πύρ­γος φαι­νό­ταν έρη­μος, κά­ποιοι συλ­λέ­κτες αλα­τιού, από αυ­τούς που έφτα­ναν χα­ρά­μα­τα στις αλυ­κές του Μαυ­ρο­βυ­θού για να απο­φύ­γουν την κα­λο­και­ρι­νή λαύ­ρα, μαρ­τυ­ρού­σαν ότι έβλε­παν τα αδέρ­φια Λο­ρέ­τι στη δι­πλα­νή αμ­μου­διά, με ρι­γω­τά μα­γιό και λα­στι­χέ­νιες σκού­φιες, να κά­νουν επι­κύ­ψεις και μι­κρά πη­δη­μα­τά­κια, πριν βου­τή­ξουν στο νε­ρό. Όσο για τις Κυ­ρια­κές; Ο κα­θέ­νας γνώ­ρι­ζε ότι τις Κυ­ρια­κές ο σε­νιόρ νοί­κια­ζε αγο­ραίο και την έπαιρ­νε να βολ­τά­ρουν στην προ­κυ­μαία του Γυ­θεί­ου για να αλε­γρά­ρει. «Dov'è la Banda?» τον ρω­τού­σε με­τά την πε­ραν­τζά­δα, κα­θι­σμέ­νη στη σά­λα του ξε­νο­δο­χεί­ου «Ακταί­ον», μπρο­στά στο πια­τε­λά­κι με την πά­στα της. «Non esiste Banda, sorella mia!» της απα­ντού­σε βα­ριε­στη­μέ­να. «Non esiste Banda sulla passeggiata domenicale? Μa come?» μουρ­μού­ρι­ζε εκεί­νη, επι­μέ­νο­ντας να επα­να­λαμ­βά­νει τα ίδια και τα ίδια κά­θε φο­ρά. Ώσπου, ερ­χό­ταν η ώρα να φύ­γει για να συ­να­ντή­σει τις χει­με­ρι­νές συ­να­να­στρο­φές της και, τό­τε, ο κή­πος του Πα­λέρ­μου ερή­μω­νε και ο ήχος του πιά­νου έβγαι­νε πά­λι από τα πα­ρά­θυ­ρα μο­να­χι­κός και θλιμ­μέ­νος, εκτός από κά­τι σπά­νιες μέ­ρες που ο σε­νιόρ έστελ­νε να φω­νά­ξουν κα­νέ­ναν από τους πιο επι­δέ­ξιους μου­ζι­κά­ντες του για να του πα­ρα­δώ­σει, κε­φά­τος και χα­μο­γε­λα­στός, ένα αστρα­φτε­ρό κλα­ρι­νέ­το, μια τρο­μπέ­τα, ένα κα­μπύ­λο κόρ­νο ή ένα τύ­μπα­νο• «regalο» σταλ­μέ­νο για λό­γου του από την ωραία Φιο­ρέ­λα. Με τέ­τοιες σπο­ρα­δι­κές απο­στο­λές, μέ­σα σε τέσ­σε­ρα χρό­νια, η σε­νιο­ρί­να πρό­λα­βε να στεί­λει τα χρεια­ζού­με­να μιας κα­νο­νι­κής μπα­ντί­νας. Κι, έτσι, κά­θε φο­ρά που γύ­ρι­ζε, ο ήχος των μου­σι­κών πρω­ι­νών στον κή­πο, γι­νό­ταν όλο και πιο πλού­σιος, τα μα­θή­μα­τα δυ­σκο­λό­τε­ρα και η δου­λειά των μου­σι­κών μπε­λα­λί­δι­κη. Στις αρ­χές του πέμ­πτου κα­λο­και­ριού η πο­λυ­θρό­να της δί­πλα στο ψά­θι­νο τρα­πέ­ζι έμε­νε άδεια, ενώ ο Ιού­νιος προ­χω­ρού­σε ανη­συ­χη­τι­κά. Οι μα­θη­τές της άρ­χι­σαν να ξε­ρο­στα­λιά­ζουν, παί­ζο­ντας κα­νέ­να σκο­πό κά­τω από τα πα­ρά­θυ­ρα του πύρ­γου, μή­πως και κά­τι πά­ρει μπρο­στά. Όμως τί­πο­τα δεν πή­ρε μπρο­στά και, στο τέ­λος, ο σε­νιόρ βγή­κε τρε­κλί­ζο­ντας και κρέ­μα­σε στην αυ­λό­πορ­τα ένα τε­τρά­γω­νο μαύ­ρο πα­νί με τα χρυ­σά αρ­χι­κά F.L. Εκεί­νη τη σκο­τει­νή επο­χή έδιω­ξε με φω­νές και χυ­δαί­ες βρι­σιές τις γει­τό­νισ­σες που τόλ­μη­σαν να πλη­σιά­σουν για να του πα­ρα­στα­θούν, έσπα­σε όλα τα ωραία πράγ­μα­τα που στό­λι­ζαν τις κα­μά­ρες του σπι­τιού του, πα­ρά­τη­σε το πιά­νο κι άρ­χι­σε να περ­νά­ει τον και­ρό του ξα­πλω­μέ­νος δί­πλα σε μια κα­ρά­φα με σπιρ­τό­ζο κιά­ντι. Σί­γου­ρα θα εί­χε πα­ρα­δώ­σει τα όπλα για τα κα­λά αν, εκεί­νον τον Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο, σε έναν από τους κω­μα­τώ­δεις ύπνους του, δεν τον επι­σκε­πτό­ταν ανά­λα­φρη, αγ­γε­λέ­νια, για να τον πά­ρει μα­ζί της, αξύ­ρι­στο και με βρω­με­ρό χνώ­το, σε μια με­γά­λη βόλ­τα στην προ­κυ­μαία του Γυ­θεί­ου. Βά­δι­ζαν για ώρα κρα­τη­μέ­νοι αγκα­ζέ δί­πλα στη θά­λασ­σα, ώσπου εκεί­νη, ενώ το αε­ρά­κι ανέ­μι­ζε την κορ­δέ­λα του κα­πέ­λου της, ακού­μπη­σε το δρο­σε­ρό της χέ­ρι στο μέ­τω­πό του και ψι­θύ­ρι­σε «Μa dov'è la Banda, Salvatore mio?» «Dov'è la Banda?» μουρ­μού­ρι­σε ξυ­πνώ­ντας ο σε­νιόρ Μπα­λέ­ρη­μος και, ύστε­ρα από λί­γο, πή­ρε τα σο­κά­κια κι έπια­σε να χτυ­πά­ει μια μια τις πόρ­τες των μου­σι­κών του για να τους ει­δο­ποι­ή­σει πως θέ­λει να μα­ζευ­τούν στον κή­πο για πρό­βα.

Επιχρωματισμένη καρτ ποστάλ του παλιού Γυθείου, όπου διακρίνεται το ξενοδοχείο «Ακταίον» (Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)
Επιχρωματισμένη καρτ ποστάλ του παλιού Γυθείου, όπου διακρίνεται το ξενοδοχείο «Ακταίον» (Αρχείο Γ.Β. Μονεμβασίτη)


Ανή­με­ρα της Πα­να­γί­ας η πόρ­τα του Πα­λέρ­μου άνοι­ξε και μια παια­νί­ζου­σα μπα­ντί­να άρ­χι­σε να κυ­κλο­φο­ρεί σε πα­ρά­τα­ξη, με τον αρ­χι­μου­σι­κό της να προη­γεί­ται. Στον δρό­μο για την εκ­κλη­σία κά­ποιοι στέ­κο­νταν να τη χα­ζέ­ψουν μέ­χρι να χα­θεί στρί­βο­ντας σε κά­ποιο σο­κά­κι. Με­ρι­κοί χει­ρο­κρο­τού­σαν, άλ­λοι κρα­τού­σαν τον ρυθ­μό και οι πιο εν­θου­σιώ­δεις βά­δι­σαν πί­σω της μέ­χρι το πλά­τω­μα της Πα­να­γί­ας της Γιωρ­γιά­νι­κης, όπου κό­σμος πο­λύς στε­κό­ταν πε­ρι­μέ­νο­ντας να αρ­χί­σει η πε­ρι­φο­ρά της ει­κό­νας. Στο με­τα­ξύ, η σο­να­τί­να του σε­νιόρ Μπα­λέ­ρη­μου πή­γαι­νε πρί­μα και οι μου­σι­κοί του ξε­χεί­λι­ζαν από πε­ρη­φά­νια, ενό­σω άφη­ναν τα πα­πα­δά­κια με τα εξα­πτέ­ρυ­γα να προη­γη­θούν. Ώσπου, ένας θό­ρυ­βος, ξε­ρός και φάλ­τσος, γέ­μι­σε το μέ­ρος ανα­γκά­ζο­ντας τα αγό­ρια να στα­μα­τή­σουν και τον μα­έ­στρο να στρέ­ψει ενο­χλη­μέ­νος το βλέμ­μα για να εντο­πί­σει έναν αφη­νια­σμέ­νο γάι­δα­ρο, που έτρε­χε στο πλά­τω­μα, σέρ­νο­ντας τε­νε­κέ­δες δε­μέ­νους στην άκρη ενός σκοι­νιού, ενώ, λί­γο πιο πί­σω, εκεί­νοι οι δυο κα­κό­φω­νοι, οι έκ­πτω­τοι από τα δρώ­με­να του κή­που, κρα­τού­σαν κα­τσα­ρό­λες και τις κο­πα­νού­σαν βί­αια, πα­ρα­σύ­ρο­ντας το εκ­κλη­σί­α­σμα σε ένα εφιαλ­τι­κό χα­χα­νη­τό. Τα παι­διά της μπα­ντί­νας στά­θη­καν ακί­νη­τα για με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα κι ύστε­ρα, αφού έρι­ξαν ένο­χα βλέμ­μα­τα στον μα­έ­στρο τους, χά­θη­καν ντρο­πια­σμέ­να στα γύ­ρω στε­νά. Εκεί­νο το πρωί, ο δη­λη­τη­ρια­σμέ­νος σε­νιόρ γύ­ρι­σε στο σπί­τι του με σα­φή πρό­θε­ση να πεν­θή­σει βα­ριά για το φρι­κτό αδιέ­ξο­δο της ζω­ής του. Και εί­ναι απο­λύ­τως σί­γου­ρο ότι το επό­με­νο διά­στη­μα κα­τά­φε­ρε να βά­λει σε εφαρ­μο­γή το σχέ­διό του με τη βο­ή­θεια μιας κρυ­στάλ­λι­νης κα­ρά­φας γε­μά­της κιά­ντι, πα­ρά τους πε­ρι­σπα­σμούς με τους οποί­ους τον τρο­φο­δο­τού­σαν τα πρό­σω­πα των γυ­ναι­κών που ξε­προ­βό­δι­ζαν όσους έφευ­γαν για το μέ­τω­πο και οι σφυ­ρι­χτές λέ­ξεις «βρω­μοϊ­τα­λέ» και «δια­ό­λου σπέρ­μα» που τον συ­νό­δευαν εφό­σον επι­χει­ρού­σε να δια­σχί­σει την αγο­ρά. Αυ­τή η ιδιό­τυ­πη «κού­ρα» δια­κό­πη­κε ακα­ριαία λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, όταν μια ορ­ντι­νάν­τσα χτύ­πη­σε το ρό­πτρο για να τον ει­δο­ποι­ή­σει ότι ο άρ­τι αφι­χθείς ιτα­λός διοι­κη­τής Τζου­ζέ­πε Σα­ντό­νι, σκό­πευε να τον επι­σκε­φτεί. Τό­τε σκέ­φτη­κε ότι εί­χε έρ­θει η ώρα για λί­γη δια­σκέ­δα­ση και, αφού ντύ­θη­κε και ξυ­ρί­στη­κε, βγή­κε στην πόρ­τα του κή­που για να πε­ρι­μέ­νει τον επι­σκέ­πτη. Εκεί­νος έφτα­σε λί­γη ώρα αρ­γό­τε­ρα και στά­θη­κε μπρο­στά του, χτυ­πώ­ντας εθι­μο­τυ­πι­κά τα τα­κού­νια του σί­γου­ρος ότι επρό­κει­το να κά­νει μια φι­λι­κή κου­βέ­ντα με έναν όμοιό του, αλ­λά δια­πι­στώ­νο­ντας ότι ο Λο­ρέ­τι δεν εί­χε κα­μιά πρό­θε­ση να αντα­πο­δώ­σει τη χει­ρα­ψία του. Πα­ρό­λο που το μή­νυ­μα ήταν σα­φές, προ­τί­μη­σε να πα­ρα­στή­σει τον ανή­ξε­ρο και να εξη­γή­σει ότι σκό­πευε να επι­τά­ξει το Πα­λέρ­μο για τις ανά­γκες των ιτα­λι­κών δυ­νά­με­ων Κα­το­χής. Θα χρεια­ζό­ταν, βέ­βαια, να ξε­βο­λευ­τεί ο εκλε­κτός μου­σουρ­γός, πε­ριο­ρι­ζό­με­νος σε κά­ποια από τα δω­μά­τιά του, αλ­λά η κα­τά­στα­ση αυ­τή ήταν οπωσ­δή­πο­τε ανα­γκαία. Ο σε­νιόρ τον κοί­τα­ξε για με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα και ύστε­ρα άρ­χι­σε να μι­λά­ει κά­τι στρογ­γυ­λά ελ­λη­νι­κά, διά­σπαρ­τα με λέ­ξεις της αρ­χα­ΐ­ζου­σας, αφή­νο­ντας έκ­πλη­κτους τους γεί­το­νές του και ανα­γκά­ζο­ντας τον διερ­μη­νέα να ιδρώ­νει για να με­τα­φρά­σει. Και, πα­ρά το γε­γο­νός ότι ο άντρας απέ­να­ντί του επέ­με­νε να τον ρω­τά­ει πως τα κα­τά­φε­ρε, μέ­σα σε τό­σο μι­κρό διά­στη­μα, να ξε­χά­σει τα ιτα­λι­κά, εκεί­νος συ­νέ­χι­ζε το με­λω­δι­κό του λο­γύ­δριο, κου­νώ­ντας το μπα­στού­νι με το οι­κό­ση­μο των Λο­ρέ­τι και το­νί­ζο­ντας ότι ο πα­τέ­ρας του θα δυ­σα­ρε­στού­νταν αν μά­θαι­νε τις λε­πτο­μέ­ρειες μιας τέ­τοιας ενό­χλη­σης. Σί­γου­ρα θα δυ­σα­ρε­στού­νταν ο δι­κα­στής Λο­ρέ­τι κι αυ­τό ήταν κά­τι που ο διοι­κη­τής όφει­λε να σκε­φτεί σο­βα­ρά, συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας την εφή­με­ρη και ρευ­στή φύ­ση της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας. Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, ο Τζου­ζέ­πε Σα­ντό­νι έφυ­γε άπρα­κτος και συγ­χυ­σμέ­νος από εκεί­νη τη συ­νά­ντη­ση και, τις επό­με­νες μέ­ρες, βάλ­θη­κε να ανα­ζη­τά κα­τοι­κία για να στε­γά­σει το διοι­κη­τή­ριό του, όμως εκεί­νος ο δια­βο­λε­μέ­νος αρ­χι­μου­σι­κός βρι­σκό­ταν συ­νε­χώς μπρο­στά του, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι οι εκά­στο­τε ιδιο­κτή­τες ήταν προ­στα­τευό­με­νοι του οί­κου του. Ύστε­ρα από μια πε­ρι­πε­τειώ­δη δια­πραγ­μά­τευ­ση, ο διοι­κη­τής δέ­χτη­κε να εγκα­τα­στα­θεί στο κα­τά­λυ­μα που του ετοί­μα­σαν στο πί­σω μέ­ρος του κοι­νο­τι­κού κα­τα­στή­μα­τος. Ωστό­σο, ο σε­νιόρ χρειά­στη­κε να τρέ­χει δε­ξιά κι αρι­στε­ρά για να υπε­ρα­σπι­στεί με­τα­φο­ρι­κά μέ­σα, ερ­γα­λεία και υπο­δο­μές που κιν­δύ­νευαν με επί­τα­ξη. Στο τέ­λος, όταν έφτα­νε στην αγο­ρά, ει­δο­ποι­η­μέ­νος να τρέ­ξει το γρη­γο­ρό­τε­ρο, οι μα­γα­ζά­το­ρες τον κοι­τού­σαν όλο από­γνω­ση, ζη­τώ­ντας του να κά­νει ό,τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ρεί, επει­δή οι στρα­τιώ­τες ετοι­μά­ζο­νταν να κα­τα­σχέ­σουν το εμπό­ρευ­μά τους και να το στεί­λουν στην Αθή­να, να τε­θεί στη διά­θε­ση του ιτα­λι­κού στρα­τού.

Την αμέ­σως επό­με­νη χρο­νιά, νω­ρίς το πρωί, ανή­με­ρα τον Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο, ο σε­νιόρ κοι­μό­ταν σε ένα κα­τα­σκό­τει­νο δω­μά­τιο με τη μά­σκα του ύπνου να κα­λύ­πτει τα μά­τια του για σι­γου­ριά. Στο άκου­σμα ενός γιορ­τι­νού μαρς, που έμοια­ζε να βγαί­νει από τα βά­θη της γλυ­κιάς του απο­χαύ­νω­σης, σκέ­φτη­κε ότι το κα­λύ­τε­ρο που εί­χε να κά­νει ήταν να απο­φύ­γει να αλ­λά­ξει πλευ­ρό, μην τυ­χόν και ξυ­πνή­σει και χά­σει ένα τό­σο ωραίο και στα­κά­το τέ­μπο. Θα πρέ­πει να ήταν η τέ­ταρ­τη φο­ρά που, στο τέ­λος μιας μου­σι­κής φρά­σης, άκου­γε τη θριαμ­βευ­τι­κή ια­χή «Signor Loretti, dai. La Banda è arrivata!». Τό­τε, πε­τά­χτη­κε στο πα­ρά­θυ­ρο και εί­δε τους μου­σι­κούς του πα­ρα­ταγ­μέ­νους στην αυ­λή, ντυ­μέ­νους, άγνω­στο πως, με μπλε σκού­ρες στο­λές και κυ­κλω­μέ­νους από αν­θρώ­πους έτοι­μους να ξε­κι­νή­σουν για τη λει­τουρ­γία. «La Banda è arrivata, signor!» επα­νέ­λα­βαν πα­ρα­κλη­τι­κά τα αγό­ρια και ο Μπαρ­λέ­ρη­μος έπια­σε να ετοι­μά­ζε­ται βια­στι­κά για­τί, εκεί­νον τον Δε­κα­πε­νταύ­γου­στο, η μπα­ντί­να του στε­κό­ταν ανυ­πό­μο­να στην αυ­λή και τον πε­ρί­με­νε για να τη συ­νο­δεύ­σει στην πε­ρι­φο­ρά της ει­κό­νας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: