Notre Drame & άλλα ποιήματα

Νοtre Drame

Ο Κουασιμόδος αγκαλιάζει την καμπάνα
– κι ας ήταν η ίδια που τον έχει ξεκουφάνει.
Κι η Εσμεράλδα, η ωραία Παριζιάνα,
έχει μαζί με τη Notre Dame ήδη πεθάνει.

Οι φλόγες τώρα ορθώνονται ως τα ύψη,
την ξύλινη οροφή κιόλας τη γλωσσοτρώνε.
Σε ζωντανή βλέπουμε σύνδεση τη θλίψη
που αργοσταλάζει μες τα σπίτια, τις οθόνες.

Ο πύργος του Άιφελ, έχει καιρό κερδίσει
–γυμνό μνημείο από χάλυβα κι ατσάλι–
κι έχει θυμώσει δυο αιώνες και η Φύση,
κτήρια κι ανθρώπους αφανίζοντας και πάλι.

Και κατεβαίνουμε τη σκάλα της Καθόδου,
μαζί μ' αόρατους θιάσους και μια μπάντα
κι αιώνια ακούμε το λυγμό του Κουασιμόδου,
κι όλο μας γνέφει από τα βάθη η Εσμεράλντα.


Λειτουργικό σύστημα

Αχ, ονειρεύομαι να πάω σε μια ομιλία,
με κινητό στα χέρια ως Polaroid.
Κι η κάθε λέξη –που θα βγαίνει απ' τα ηχεία–
να καταγράφεται στο iOS και το Android.

Αχ, τ' ονειρεύομαι ετούτο από παιδάκι,
όπως –μικρούλα– ονειρευόμουν κινητό,
χωρίς να ξέρω τι θα 'ρχόταν σε λιγάκι,
πως θα μπορούσα έτσι να επικοινωνώ.

Αχ, ονειρεύομαι τη νύχτα, στο σκοτάδι
να μου μιλάνε, την οθόνη να κοιτώ
και να διαβάζω δίχως φόβο για το βράδυ
όπου δεν βλέπω – άρα ούτε ακούω Χριστό.

Αχ, ονειρεύομαι διαλέξεις και συνέδρια,
παρουσιάσεις κι αναγνώσεις ποιητών
κι έχω –μες το μυαλό μου πάντα– χίλια σχέδια
που μεταφράζονται στα Αpp των κινητών.

Αχ, ονειρεύομαι –μ' αυτό έγινε!– το Skype
ν' αναγνωρίζει και να γράφει τη φωνή.
Κι όλο μετρώ, εξαντλώ τα data και τα vibe
κι όλο το μέλλον καρτερώ για να φανεί.

Αχ, ονειρεύομαι τον κόσμο των ανθρώπων,
γιατί με ρίξανε στην άκρη των θνητών,
των πονεμένων των καιρών, μα και των τόπων,
που μόνο ελπίζουν για την εύνοια των θεών.


Πίστομα

(ποιητική μεταγραφή του ομώνυμου διηγήματος του Κ. Θεοτόκη)

Θα ’ταν η ώρα όπου βάφουν τα νερά∙ στο σπίτι  
εμπήκε σαν θανατικό αναπάντεχα ο ληστής.  
«Λέγε, άπιστη, με ποιόν κυλιέσαι τάχα ξενοκοίτη,
ποιος σου ’χει κάμει όσο έλειπα ετούτο το παιδί; »

«Αντώνη μου και άντρα μου, το φταίσμα μου μεγάλο
αλλά θαρρούσα πέθανες και είχες σκοτωθεί.  
Κάμε από με τώρα ό,τι θες, τυρράγνισέ με κι άλλο,  
λυπήσου όμως το νήπιο που δεν θα σ’ αντρειευτεί. »

«Τ’ όνομα εκείνου σου ζητώ κι απ’ το χωριό θα μάθω
τους τρεις σας θυσιάζοντας, να πλύνω τη ντροπή. »
Και σαν το εμολόησε γίναν όπως τα γράφω:   
ο Κουκουλιώτης έφυγε να βρει τον εραστή.  

Γύρισε, αποκοιμήθηκε και το πρωί της λέει:  
«εκείνονε τον σκότωσα, να μην ελπίζεις πια».  
Ο ήλιος δεν εφάνηκε μήτε ο αέρας πνέει∙  
πάνε κατά τα κτήματα με φτυάρια και τσαπιά.  

Κι επήγανε στα κτήματα κι εκεί βάλθηκε λάκκο
να σκάψει μες την άφεγγη και θλιβερήν αυγή.  
Κι έμοιαζε πια το άνοιγμα με ανοιχτό ένα τάφο,  
καθώς διατάζει πίστομα να ρίξει το παιδί. 

[ βλ. και Τάσος Ζαφειριάδης: «Το πίστομα» ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: