Μια βραδιά στο Bar του Φαλήρου με τον Λορέντζο Μαβίλη

Μια βραδιά στο Bar του Φαλήρου με τον Λορέντζο Μαβίλη

Η νύ­χτα εκεί­νη – στα τέ­λη του Μάη του 1911 – εί­χε σί­γου­ρα όλα της τα μά­για. Η ζέ­στη εί­χε πυ­ρώ­σει ολη­με­ρίς το κλει­νόν άστυ της Αθή­νας και, κα­θώς σου­ρού­πω­νε, ευώ­δια­ζε ο κή­πος του Ζαπ­πεί­ου. Ο ποι­η­τής ένιω­σε και πά­λι τη λα­χτά­ρα να βρε­θεί κο­ντά στη θά­λασ­σα, να μυ­ρί­σει το άρω­μά της, να νιώ­σει βα­θιά την ευω­διά της και την προ­σμο­νή του επερ­χό­με­νου θέ­ρους.
Σκέ­φτη­κε πως δεν εί­χε πα­ρά να πά­ρει το τραμ και να κα­τευ­θυν­θεί προς την πα­ρα­λία. Το τραμ, στις δό­ξες του τό­τε, εί­χε το τέρ­μα του στο Σύ­νταγ­μα και από εκεί κα­τη­φό­ρι­ζε προς τα Φά­λη­ρα, δια­σχί­ζο­ντας ένα αραιο­χτι­σμέ­νο βαλ­το­τό­πι, σε μια πε­ριο­χή με απρό­σκο­πτη τό­τε θέα, η οποία και ονο­μά­στη­κε «Καλ­λι­θέα». Τα Φά­λη­ρα απεί­χαν πε­ρί τα επτά χι­λιό­με­τρα από την Αθή­να. Όταν το τραμ έφτα­νε στη θά­λασ­σα, στις ση­με­ρι­νές Τζι­τζι­φιές, δια­κλα­δί­ζο­νταν σε δυο πα­ρα­κλά­δια.
Το αρι­στε­ρό οδη­γού­σε στο Πα­λαιό Φά­λη­ρο, πε­ριο­χή κα­τοι­κη­μέ­νη από την αρ­χαιό­τη­τα, κα­θώς πε­ριε­λάμ­βα­νε το αρ­χαίο λι­μά­νι του Φα­λή­ρου. Κα­θώς η πα­ρα­λία του ήταν βρα­χώ­δης δεν ενέ­πνεε τους επί­δο­ξους κο­λυμ­βη­τές και έτσι εί­χαν ανα­πτυ­χθεί μό­νο λί­γες, αλ­λά εξαί­σιες, βί­λες και ξε­νο­δο­χεία κα­τά μή­κος του πα­ρα­λια­κού δρό­μου, προ­ο­ρι­σμέ­νες για όσους δεν αγα­πού­σαν την πο­λυ­κο­σμία, αλ­λά την ηρε­μία και την απο­μό­νω­ση.
Το δε­ξί πα­ρα­κλά­δι της γραμ­μής του τραμ οδη­γού­σε στο Νέο Φά­λη­ρο, το κο­σμι­κό προ­ά­στιο των Αθη­νών, που δη­μιουρ­γή­θη­κε μα­ζί με την ανά­πτυ­ξη της σι­δη­ρο­δρο­μι­κής γραμ­μής του ηλε­κτρι­κού, αλ­λά και της γραμ­μής του τραμ στη δε­κα­ε­τία του 1880. Στο τέρ­μα του ηλε­κτρι­κού και του τραμ, το πε­λώ­ριο ξε­νο­δο­χείο «Ακταί­ον», με την ορ­χή­στρα που έπαι­ζε στο ανοι­χτό κιό­σκι της Τα­ρα­ντέ­λας μπρο­στά του, δέ­σπο­ζε πια στον όρ­μο του Φα­λή­ρου και ήταν το αγα­πη­μέ­νο μέ­ρος της νε­ο­λαί­ας και της κο­σμι­κής Αθή­νας. Η πα­ρα­λία του εί­χε λε­πτή, χρυ­σή άμ­μο και ήταν ιδα­νι­κή για κο­λύ­μπι. Εκεί έκα­ναν τα μπά­νια τους την ημέ­ρα κι εκεί χό­ρευαν τα βρά­δια οι νέ­οι, αλ­λά και οι με­γα­λύ­τε­ρης ηλι­κί­ας κο­σμι­κοί κύ­ριοι και κυ­ρί­ες.
Μα ο ποι­η­τής δεν αγα­πού­σε το πο­λύ­βουο και κο­σμι­κό Νέο Φά­λη­ρο. Προ­τι­μού­σε τη μο­να­ξιά, την ησυ­χία και την αρ­χο­ντι­κή όψη του Πα­λαιού Φα­λή­ρου. Εξάλ­λου εί­χε ήδη πε­ρά­σει τα 50 – ήταν γεν­νη­μέ­νος στα 1860 – κι επι­πλέ­ον πριν ένα χρό­νο εί­χε εκλε­γεί βου­λευ­τής. Εάν εμ­φα­νι­ζό­ταν στο κο­σμι­κό Νέο Φά­λη­ρο σί­γου­ρα θα τον ανα­γνώ­ρι­ζαν και θα έπρε­πε να υπο­στεί τις αφό­ρη­τες, κοι­νό­το­πες συ­ζη­τή­σεις των αν­δρών που πα­ρα­θέ­ρι­ζαν στο προ­ά­στιο και τις ακό­μα πιο αφό­ρη­τες φλυα­ρί­ες των συ­ζύ­γων τους. Υπήρ­χε, βέ­βαια, ένας σχη­μα­τι­σμέ­νος ποι­η­τι­κός κύ­κλος γύ­ρω από το σπί­τι του Σου­ρή, το οποίο και εί­χε απο­κτή­σει στα 1892. Το σπί­τι του εί­χε με­τα­τρα­πεί σε φι­λο­λο­γι­κό σα­λό­νι και η γει­το­νιά του εί­χε απο­κτή­σει μά­λι­στα το προ­σω­νύ­μιο «Σου­ρέι­κα». Ο Πα­λα­μάς, ο Δρο­σί­νης, ο Μα­λα­κά­σης, αλ­λά και ο νε­ό­τε­ρός τους Ζα­χα­ρί­ας Πα­πα­ντω­νί­ου, και άλ­λοι, ήταν μό­νι­μοι θα­μώ­νες στα Σου­ρέι­κα.

Ο δι­κός μας ποι­η­τής, όμως, ήταν από αλ­λού φερ­μέ­νος και εί­χε άλ­λη ιδιο­συ­γκρα­σία. Φύ­σα­γε μέ­σα του ένας αέ­ρας από τα επτά­νη­σα, ένας αέ­ρας κυ­ρί­ως ιτα­λι­κός αλ­λά και σπα­νιό­λι­κος μα­ζί. Ήταν ξαν­θός και γα­λα­νο­μά­της, ψη­λός και κά­πως ευ­τρα­φής και όλη η παι­δεία του ήταν αλ­λιώ­τι­κη. Αντί για τα με­γά­λα αφη­γη­μα­τι­κά ποι­ή­μα­τα εκεί­νος προ­τι­μού­σε τα σύ­ντο­μα, μό­λις δε­κα­τε­τρά­στι­χα, σο­νέ­τα, ένα ποι­η­τι­κό εί­δος καλ­λιερ­γη­μέ­νο στην Ιτα­λία. Εξάλ­λου, όταν γεν­νή­θη­κε, τα επτά­νη­σα δεν εί­χαν ακό­μα ενω­θεί με την Ελ­λά­δα και το πα­ρά­ξε­νο όνο­μά του –Λο­ρέν­τζο– το χρω­στού­σε στον Ισπα­νό παπ­πού του, που ήταν ο πρό­ξε­νος της Ισπα­νί­ας στην Κέρ­κυ­ρα. Ο Λο­ρέν­τζος Μα­βί­λης, όπως ήταν το ελ­λη­νο­ποι­η­μέ­νο του όνο­μα, εί­χε φύ­γει στα εί­κο­σί του από το νη­σί για να σπου­δά­σει στο Μό­να­χο. Εκεί, μα­ζί με τη φι­λο­σο­φία και τη φι­λο­λο­γία, τις οποί­ες και με­λέ­τη­σε επί 14 χρό­νια, αγά­πη­σε τις μπι­ρα­ρί­ες του Μο­νά­χου και τις όμορ­φες σερ­βι­τό­ρες τους – τις κελ­νε­ρί­νες, όπως τις προ­φω­νού­σε στα ποι­ή­μα­τά του, εξελ­λη­νί­ζο­ντας με τη σει­ρά του τις γερ­μα­νι­κές λέ­ξεις που άκου­γε.



Ο ποι­η­τής με το ποί­η­μα



Το Πα­λαιό Φά­λη­ρο στα 1911 διέ­θε­τε λί­γες βί­λες, κυ­ρί­ως εύ­πο­ρων αστών και πε­ντέ­ξι ξε­νο­δο­χεία κα­τά μή­κος της ακτο­γραμ­μής. Από τους πρώ­τους που απέ­κτη­σαν βί­λα στην πε­ριο­χή ήταν ο Κά­ρο­λος Φιξ, που κα­τεί­χε τό­τε το ζυ­θο­ποιείο της οι­κο­γε­νεί­ας Φιξ στην αρ­χή της λε­ω­φό­ρου Φα­λή­ρου, με­τέ­πει­τα Συγ­γρού (σή­με­ρα η πε­ριο­χή φέ­ρει και το όνο­μά του στον ομώ­νυ­μο σταθ­μό του με­τρό). Μά­λι­στα, την ίδια χρο­νιά χτί­στη­κε η Βί­λα Λύσ­σαν­δρος (γνω­στή και ως Βί­λα Σκάσ­ση), εκτά­σε­ως 750 τ.μ., που στέ­κει μέ­χρι σή­με­ρα στην οδό Ήβης Αθα­να­σιά­δου 24 στο Πα­λαιό Φά­λη­ρο. Ο Σκάσ­σης ήταν κου­νιά­δος του Φιξ. Στη βί­λα έμει­νε αρ­γό­τε­ρα και ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος.
Ο ποι­η­τής μας, όταν αντί­κρι­ζε τις βί­λες του Πα­λαιού Φα­λή­ρου αι­σθα­νό­ταν ένα οι­κείο αί­σθη­μα, μια ζε­στα­σιά που του θύ­μι­ζε τα πρώ­τα του νιά­τα, όταν σπού­δα­ζε στο Μό­να­χο. Αυ­τό το συ­ναί­σθη­μα το προ­κα­λού­σε εν μέ­ρει και η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή των κτι­ρί­ων, με τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς κω­νι­κούς τρού­λους που διέ­θε­ταν αρ­κε­τά κτή­ρια και που δύ­σκο­λα συ­να­ντού­σε κα­νείς σε άλ­λες πε­ριο­χές τό­τε. Εκτός από τα ξε­νο­δο­χεία και τις βί­λες, υπήρ­χαν δύο βα­σι­κά κτί­σμα­τα πά­νω στην πα­ρα­λία, τα οποία και έδι­ναν τον τό­νο στην πε­ριο­χή. Το ένα ήταν ένα κτή­ριο του 1885, το οποίο και δια­σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα και απο­τε­λεί το το­πό­ση­μο του Πα­λαιού Φα­λή­ρου. Πρό­κει­ται για ένα λευ­κό στρογ­γυ­λό κτί­ριο, που σή­με­ρα ονο­μά­ζε­ται «Φλοί­σβος». Τό­τε ήταν γνω­στό με την επω­νυ­μία «Luna Park Πλά­των» και λει­τουρ­γού­σε ως ζυ­θε­στια­τό­ριο.
Λί­γα μέ­τρα πιο από το ση­μείο όπου βρι­σκό­ταν το Luna Park «Πλά­των» και πλη­σιέ­στε­ρα στο δρό­μο που ερ­χό­ταν από την Αθή­να, βρι­σκό­ταν το τερ­μα­τι­κό ση­μείο του τραμ. Σε αυ­τό το ση­μείο αρ­χι­κά εί­χε χτι­στεί μια οι­κία, για λο­γα­ρια­σμό της οι­κο­γε­νεί­ας Χαλ­κο­κον­δύ­λη, γύ­ρω στα 1875-1885. Κα­τό­πιν, αγο­ρά­στη­κε από την οι­κο­γέ­νεια Πάλ­λη. Με­τα­τρά­πη­κε σε ζυ­θε­στια­τό­ριο με την επω­νυ­μία Bar από τον Ηλία Αντω­νό­που­λο, στα 1902-1903. Ο Ηλί­ας Αντω­νό­που­λος πρω­τύ­τε­ρα ενοι­κί­α­ζε τον χώ­ρο του ζυ­θο­πω­λεί­ου του Μετς από τον Κά­ρο­λο Φιξ, την μπί­ρα του οποί­ου και πρό­σφε­ρε στα μα­γα­ζιά του.

Το Bar λει­τούρ­γη­σε ως τις αρ­χές του 1930 και στη συ­νέ­χεια κα­τε­δα­φί­στη­κε και έχει ξε­χα­στεί από τις μνή­μες των ση­με­ρι­νών Φα­λη­ριω­τών. Το Bar όμως, όπως δια­σώ­ζε­ται σε πα­λιές, ασπρό­μαυ­ρες φω­το­γρα­φί­ες, με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του κω­νι­κό τρού­λο, φαί­νε­ται πως έδω­σε το έναυ­σμα για να δη­μιουρ­γη­θούν και άλ­λα κτή­ρια με τον ίδιο τρού­λο, δί­νο­ντας στο Φα­λη­ρι­κό προ­ά­στιο μιαν όψη που θύ­μι­ζε τις βό­ρειες ευ­ρω­παϊ­κές χώ­ρες. Κι αυ­τό πα­ρά το γε­γο­νός ότι τέ­τοιοι τρού­λοι φτιά­χνο­νταν στην Γερ­μα­νία κυ­ρί­ως για να προ­στα­τεύ­ουν τις στέ­γες από το χιό­νι, ένα φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο που σπα­νιό­τα­τα έβλε­παν οι κά­τοι­κοι του πα­ρα­θα­λάσ­σιου προ­α­στί­ου.
Το Bar, ως τερ­μα­τι­κός σταθ­μός του τραμ, απέ­κτη­σε σύ­ντο­μα τους δι­κούς του θα­μώ­νες. Εκεί­νους που εί­χαν ψυ­χο­σύν­θε­ση όμοια με εκεί­νη του ποι­η­τή μας. Που επι­θυ­μού­σε τα γλέ­ντια και τους χο­ρούς σε ένα μέ­ρος πο­λύ πιο ήσυ­χο από το κο­σμι­κό Νέο Φά­λη­ρο, σε ένα πε­ρι­βάλ­λον πο­λυ­τε­λές, που του θύ­μι­ζε το Μό­να­χο. Εξάλ­λου, η πο­λυ­τέ­λεια του Πα­λαιού Φα­λή­ρου δεν πέ­ρα­σε απα­ρα­τή­ρη­τη και από έναν άλ­λον ποι­η­τή μας, τον Ρώ­μο Φι­λύ­ρα, που την ίδια πε­ρί­που επο­χή έκα­νε και αυ­τός λό­γο για κελ­νε­ρί­νες που σέρ­βι­ραν πλού­σιους αστούς και κα­το­νό­μα­ζε τους τό­τε Φα­λη­ριώ­τες ως: «μια τά­ξις άλ­λη», «αφρο­κρε­μία» και «τρι­σε­κλε­κτούς».
Τα κα­λο­καί­ρια το Bar, ακο­λου­θώ­ντας τη μό­δα της επο­χής, έφερ­νε ορ­χή­στρες να παί­ζουν μου­σι­κή (κυ­ρί­ως τσιγ­γά­νι­κες ορ­χή­στρες με βιο­λιά) σε μια εξέ­δρα που εί­χε στη­θεί και έφτα­νε ως μέ­σα στη θά­λασ­σα. Κα­μία φο­ρά, όταν μα­ζεύ­ο­νταν πα­ρέ­ες νέ­ων της επο­χής δεν έλει­παν και οι καυ­γά­δες, πα­ρό­λο που δεν εί­χαν την έκτα­ση και τη σφο­δρό­τη­τα των αντί­στοι­χων καυ­γά­δων του Νέ­ου Φα­λή­ρου. Η εφη­με­ρί­δα Σκριπ, η ίδια που χαι­ρέ­τι­σε την έναρ­ξη της λει­τουρ­γί­ας του Bar στα 1903, δεν δί­στα­σε να αφιε­ρώ­σει, έξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ένα εκτε­τα­μέ­νο άρ­θρο της σε αυ­τούς τους καυ­γά­δες. Συ­γκε­κρι­μέ­να πε­ριέ­γρα­φε κά­ποια «αι­μα­τη­ρά συ­μπλο­κήν» που συ­νέ­βη στα τέ­λη Ιου­λί­ου του 1909 και μά­λι­στα σε με­τα­με­σο­νύ­χτια ώρα, «πε­ρί τη 1 και μι­σή νυ­χτε­ρι­νή», στο Bar.

Πηγή φωτογραφικού υλικού «Παλαιό Φάληρο 1900-1960, φωτογραφίες από το αρχείο του Νίκου Πολίτη»

Πηγή φωτογραφικού υλικού «Παλαιό Φάληρο 1900-1960, φωτογραφίες από το αρχείο του Νίκου Πολίτη»

Πηγή φωτογραφικού υλικού «Παλαιό Φάληρο 1900-1960, φωτογραφίες από το αρχείο του Νίκου Πολίτη»

Ο ποι­η­τής μας θυ­μά­ται κα­θα­ρά εκεί­νο το βρά­δυ του προ­πε­ρα­σμέ­νου Ιου­λί­ου. Ο ίδιος απου­σί­α­ζε τη νύ­χτα εκεί­νη, μα τα διά­βα­σε όλα στις εφη­με­ρί­δες την επο­μέ­νη και τα έμα­θε και από πρώ­το χέ­ρι από τους φί­λους του –θα­μώ­νες και γκαρ­σό­νια– όταν ξα­να­πή­γε στο Φά­λη­ρο. Ο νε­α­ρός Γε­ώρ­γιος Σκου­ζές, γό­νος της ομώ­νυ­μης οι­κο­γε­νεί­ας δια­σκέ­δα­ζε μα­ζί με την πα­ρέα του ως αρ­γά. Ήταν 20 Ιου­λί­ου, στην καρ­διά του κα­λο­και­ριού και τα αί­μα­τα των νέ­ων έβρα­ζαν. Ξάφ­νου εφά­νη­κε ένα αυ­το­κί­νη­το να μπαί­νει «στην μπα­σιά του Bar», στρί­βο­ντας από την Αθή­να προς την πα­ρα­λία. Η Αθή­να εί­χε ελά­χι­στα αυ­το­κί­νη­τα εκεί­νη την επο­χή –ίσως λι­γό­τε­ρα από δέ­κα–, οπό­τε όλοι οι θα­μώ­νες ανα­γνώ­ρι­σαν ότι επρό­κει­το για το αυ­το­κί­νη­το που με­τέ­φε­ρε τον επί­σης νε­α­ρό γό­νο Αλέ­ξαν­δρο Συ­ριώ­τη και τους φί­λους του. Ο Συ­ριώ­της, κα­θώς έλε­γαν, εί­χε κά­ποια προη­γού­με­να με τον Σκου­ζέ και τον έψα­χνε. Μό­λις τον εί­δε κα­τέ­βη­κε από το αυ­το­κί­νη­το και εί­πε: «Εσύ εί­σαι που λες ότι με έδει­ρες;» και τον ερ­ρά­πι­σε ο ίδιος ευ­θύς. Ο Σκου­ζές, σε αντα­πά­ντη­ση, έβγα­λε το πε­ρί­στρο­φο που κρα­τού­σε και έρι­ξε έξι σφαί­ρες προς το μέ­ρος του Συ­ριώ­τη, εκ των οποί­ων τον πέ­τυ­χαν οι δύο στον μη­ρό. Αμέ­σως ο Σκου­ζές και η πα­ρέα του ετρά­πη­σαν σε φυ­γή, ενώ οι φί­λοι του Συ­ριώ­τη τον με­τέ­φε­ραν αι­μό­φυρ­το στον σταθ­μό πρώ­των βοη­θειών στην Αθή­να. Ευ­τυ­χώς ο Συ­ριώ­της έγι­νε κα­λά με­τά τον πυ­ρο­βο­λι­σμό. Όταν ηρέ­μη­σαν λί­γο τα πνεύ­μα­τα, οι θα­μώ­νες διέ­δω­σαν ότι ο λό­γος του καυ­γά ήταν ο εξής: Οι Σκου­ζές και Συ­ριώ­της σύ­χνα­ζαν στο ίδιο κα­φω­δείο των Αθη­νών, στο οποίο ο Σκου­ζές εί­χε κο­κο­ρευ­τεί σε κύ­κλο γυ­ναι­κών ότι «έχει δεί­ρει τον Συ­ριώ­τη». Όταν αυ­τό το έμα­θε ο Συ­ριώ­της έψα­ξε και εν τέ­λει βρή­κε τον Σκου­ζέ στο πα­ρα­θα­λάσ­σιο Bar και ακο­λού­θη­σε η συ­μπλο­κή, οι πυ­ρο­βο­λι­σμοί και ο τραυ­μα­τι­σμός του Συ­ριώ­τη, πράγ­μα­τα που δεν συ­νη­θί­ζο­νταν εκεί­νη την επο­χή στο αρι­στο­κρα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον του Bar του Πα­λαιού Φα­λή­ρου.

Να ήταν άρα­γε εκεί­νο το πε­ρι­στα­τι­κό μια αφορ­μή, μια ιστο­ρία που θα την κα­τέ­γρα­φε από­ψε σε εκεί­νο το σο­νέ­το που θα έγρα­φε, μα­ζί με την δι­κή του ιστο­ρία; Ποιος ξέ­ρει τι πα­ρα­κι­νεί έναν ποι­η­τή να γρά­φει και πώς συν­δέ­ο­νται οι ιστο­ρί­ες που έχει ζή­σει –πραγ­μα­τι­κές και φα­ντα­στι­κές– στο κε­φά­λι του και στο χαρ­τί του. Μα εί­χε και ο ποι­η­τής μας μια πα­ρό­μοια ιστο­ρία να πει και να γρά­ψει. Όχι ιστο­ρία καυ­γά­δων, αυ­τή τη φο­ρά, αλ­λά ιστο­ρία αγά­πης. Που θα μπο­ρού­σε κι αυ­τή να οδη­γή­σει στον θά­να­το, όπως ο καυ­γάς πα­ρα­λί­γο να οδη­γή­σει στον θα­νά­σι­μο τραυ­μα­τι­σμό του νε­α­ρού Συ­ριώ­τη. Άρα­γε, απέ­χει πο­λύ η αγά­πη από τον θά­να­το; Όχι πο­λύ, απα­ντού­σε μό­νος του ο ποι­η­τής μας κα­θώς το τραμ έμπαι­νε πια στον τερ­μα­τι­κό του σταθ­μό στο Φά­λη­ρο, έμπαι­νε στη μπα­σιά του Bar όπου θα περ­νού­σε το βρά­δυ του.

Θα το περ­νού­σε μό­νος ή πε­ρι­μέ­νο­ντας Εκεί­νη; Την τε­τρά­ξαν­θη ομορ­φιά τη γα­λα­νο­μά­τα του. Την αρ­χο­ντο­πού­λα από τα Εφτά­νη­σα, που το όνο­μά της πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι σή­με­ρα κρυ­φό. Το φύ­λα­ξε το μυ­στι­κό της, κι ας της αφιέ­ρω­σε ένα από τα πιο γνω­στά του σο­νέ­τα, αυ­τό που θα έγρα­φε εκεί­νο το βρά­δυ. Το ίδιο βρά­δυ, η με­λα­χρι­νή του ομορ­φιά, η καλ­λο­νή ποι­ή­τρια Μυρ­τιώ­τισ­σα στα 25 της έλιω­νε με τη σκέ­ψη του στην Αθή­να κι ευ­τυ­χώς δεν γνώ­ρι­ζε για το ρα­ντε­βού που εκεί­νος εί­χε δώ­σει με την ξαν­θιά αρ­χο­ντο­πού­λα στο Φά­λη­ρο.

Εί­μα­στε ακό­μα στα τέ­λη του Μάη του 1911 και ο Λο­ρέν­τζος πε­ρι­μέ­νει μά­ταια για ώρες στο Bar. Στο βά­θος του μυα­λού του αρ­χί­ζουν ήδη να γρά­φο­νται οι πρώ­τοι στί­χοι του σο­νέ­του, αυ­τού που με τί­τλο «Φά­λη­ρο» θα το διά­βα­ζαν και θα το αγα­πού­σαν οι φί­λοι της ποί­η­σης ως και 100 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα:

Εί­χε όλα της τα μά­για η νύ­χτα· μό­νη
εσύ έλει­πες. Αρ­γά κι­νάω να φύ­γω

Αρ­γά. Η ώρα «μία τη νύ­χτα θα ’τα­νε, ή μιά­μι­ση», όπως θα έγρα­φε και ο συ­γκαι­ρι­νός του Αλε­ξαν­δρι­νός ποι­η­τής 7 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, χω­ρίς να γνω­ρί­ζει ο ένας τις πε­ρι­πέ­τειες και την ψυ­χή του άλ­λου – αλ­λά μή­πως οι ποι­η­τές δεν γνω­ρί­ζο­νται με το αό­ρα­το νή­μα της ποί­η­σης, που κα­ταρ­γεί τον χώ­ρο και το χρό­νο; Η ώρα ήταν ίδια με την ώρα όπου καυ­γά­δι­ζαν πρό­περ­σι ο Σκου­ζές και ο Συ­ριώ­της, η ώρα που ανά­βουν τα αί­μα­τα των νέ­ων και λι­γό­τε­ρο νέ­ων θα­μώ­νων κι ενώ το αλ­κο­όλ ρέ­ει άφθο­νο. Και, να! Όπως και τό­τε, ένα αυ­το­κί­νη­το ξε­προ­βάλ­λει από την στρο­φή του πα­ρα­λια­κού δρό­μου και ει­σέρ­χε­ται στη μπα­σιά του Bar. Ο Μα­βί­λης στιγ­μιαία κα­τα­γρά­φει στο μυα­λό του τους επό­με­νους στί­χους:

μα ξάφ­νου στη μπα­σιά του μπαρ ξα­νοί­γω
αυ­το­κί­νη­το να γορ­γο­ζυ­γώ­νει.

Βλέ­πο­ντας το αυ­το­κί­νη­τό της κα­τα­λα­βαί­νει φυ­σι­κά ότι εί­ναι Εκεί­νη. Ήρ­θε! Ίσως όμως δεν εί­ναι μό­νη. Ίσως δεν μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει. Ίσως τε­λι­κά το αυ­το­κί­νη­το κα­τευ­θύ­νε­ται προς μια πα­ρα­λια­κή βί­λα κι όχι προς το BAR. Ο ποι­η­τής μας δεν ξέ­ρει τι συμ­βαί­νει ακρι­βώς, ξέ­ρει μό­νο πως το αμά­ξι δεν στα­μα­τά­ει, μοιά­ζει έτοι­μο να τον προ­σπε­ρά­σει κι Εκεί­νη να χα­θεί από το οπτι­κό του πε­δίο. Δεν το αντέ­χει αυ­τό και με έντα­ση ψά­χνει τη μα­τιά της, την καρ­φώ­νει με το βλέμ­μα του κι από μέ­σα του ήδη γρά­φει το επό­με­νο τε­τρά­στι­χο:

M᾿ ελ­πί­δα στα­μα­τάω. Να το, πλα­κώ­νει.
Πα­ρα­με­ρί­ζουν οι άλ­λοι. Άσει­στος μπή­γω
τη μα­τιά μου στα μά­τια σου. Άλ­λο λί­γο
ακό­μα, και ο σο­φέρ σου με σκο­τώ­νει.

Τώ­ρα τον κυ­ριεύ­ει ταυ­τό­χρο­να ένα μείγ­μα επι­θυ­μί­ας, λα­χτά­ρας, αλ­λά και μια αί­σθη­ση ατρό­μη­τη. Δεν θα δι­στά­σει –το αλ­κο­όλ φυ­σι­κά βοη­θά­ει σε αυ­τό– να πέ­σει στις ρό­δες του αμα­ξιού εκεί μπρο­στά της, αν αυ­τός εί­ναι ο μό­νος τρό­πος να της απο­δεί­ξει πό­σο την θέ­λει. Στο μυα­λό του γρά­φο­νται μο­νο­μιάς οι κα­τα­λη­κτι­κοί έξι στί­χοι του σο­νέ­του:

Αρ­χο­ντο­πού­λα μ᾿ άφτα­στα πρω­τά­τα,
με των Εφτά νη­σιών τες χί­λιες χά­ρες,
τε­τρά­ξαν­θη ομορ­φιά γα­λα­νο­μά­τα,

του θα­νά­του δε μ᾿ έπια­σαν τρο­μά­ρες –
γλυ­κύ­τα­τες μ᾿ ελειώ­σα­νε λα­χτά­ρες
να συ­ντρι­φτώ κά­τω από εσέ στη στρά­τα.

Κι εκεί κλεί­νει τα μά­τια, απλώ­νει τα χέ­ρια και στέ­κε­ται ολόρ­θος μπρο­στά στο αυ­το­κί­νη­το, σφίγ­γει τα χεί­λη και πε­ρι­μέ­νει έναν έν­δο­ξο θά­να­το. Αξί­ζει να πε­θά­νει εκεί στο δρό­μο, να συ­ντρι­φτεί κά­τω από τις ρό­δες της, αν εί­ναι αυ­τός ο μό­νος τρό­πος να την πλη­σιά­σει και να της απο­δεί­ξει την αγά­πη του.

Μέ­νει ακί­νη­τος ώρα πολ­λή. Εί­ναι πια πε­ρα­σμέ­νες δύο όταν ανοί­γει τα μά­τια, μα έχουν όλα χα­θεί. Το αμά­ξι κι Εκεί­νη δεν φαί­νο­νται που­θε­νά, ο δρό­μος εί­ναι έρη­μος, οι φί­λοι του έχουν φύ­γει, το Bar έχει κλεί­σει και τα δρο­μο­λό­για του τραμ έχουν πά­ψει από τα με­σά­νυ­χτα. Όλα τα φώ­τα έχουν σβή­σει και δεν ακού­γε­ται πα­ρά το κύ­μα που σπά­ζει απα­λά στα βρά­χια, μέ­σα στην ήρε­μη και έρη­μη θε­ρι­νή βρα­διά. Μό­νο απέ­να­ντι, στο Νέο Φά­λη­ρο, υπάρ­χουν ακό­μα κά­ποια λι­γο­στά φώ­τα από το Ακταί­ον και τα φα­νά­ρια των δρό­μων που δεν σβή­νουν όλη τη νύ­χτα.

Ο ποι­η­τής μας ξέ­ρει πως πρέ­πει να ακο­λου­θή­σει τις γραμ­μές του τραμ για να φτά­σει περ­πα­τώ­ντας στην Αθή­να ή να μεί­νει εκεί, στην έρη­μη εξέ­δρα του Bar μέ­χρι να ξη­με­ρώ­σει και να φα­νούν τα πρώ­τα πρω­ι­νά τραμ. Επα­να­λαμ­βά­νει κά­θε τό­σο τους 14 στί­χους του σο­νέ­του για να μην τους ξε­χά­σει. Ξέ­ρει πως έγρα­ψε κά­τι σπου­δαίο, το νιώ­θει πως εί­ναι από εκεί­νους τους στί­χους που θα μεί­νουν κι ύστε­ρα από αυ­τόν. Μα δεν του αρ­κεί. Έχει μέ­σα του μια γεύ­ση πι­κρή, κα­θώς δεν ξέ­ρει αν Εκεί­νη στ’ αλή­θεια ήρ­θε τη νύ­χτα να τον βρει ή τα συ­νέ­θε­σε όλα ετού­τα η φα­ντα­σία του, η ποι­η­τι­κή του αλα­φρο­ΐ­σκιω­τη μα­τιά. Σκέ­φτε­ται πως τώ­ρα χρειά­ζε­ται έναν έν­δο­ξο, πραγ­μα­τι­κό θά­να­το κι όχι κά­τω από τις ρό­δες ενός αυ­το­κι­νή­του. Εί­ναι πια έτοι­μος να ακο­λου­θή­σει τη μοί­ρα του στρα­τιώ­τη, για­τί την προη­γού­με­νη νύ­χτα πα­ρέ­μει­νε άσει­στος μπρο­στά στην ιδέα του θα­νά­του. Εί­ναι πια έτοι­μος για το ρα­ντε­βού του, μή­τε με μια ξαν­θιά μή­τε με μια με­λα­χρι­νή, αλ­λά με την ίδια του τη Μοί­ρα, τον επό­με­νο χρό­νο, στον Δρί­σκο.

______________
Πηγή φωτογραφικού υλικού: Παλαιό Φάληρο 1900-1960, φωτογραφίες από το αρχείο του Νίκου Πολίτη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: