Μια βραδιά στο Bar του Φαλήρου με τον Λορέντζο Μαβίλη

Μια βραδιά στο Bar του Φαλήρου με τον Λορέντζο Μαβίλη

Η νύχτα εκείνη – στα τέλη του Μάη του 1911 – είχε σίγουρα όλα της τα μάγια. Η ζέστη είχε πυρώσει ολημερίς το κλεινόν άστυ της Αθήνας και, καθώς σουρούπωνε, ευώδιαζε ο κήπος του Ζαππείου. Ο ποιητής ένιωσε και πάλι τη λαχτάρα να βρεθεί κοντά στη θάλασσα, να μυρίσει το άρωμά της, να νιώσει βαθιά την ευωδιά της και την προσμονή του επερχόμενου θέρους.
Σκέφτηκε πως δεν είχε παρά να πάρει το τραμ και να κατευθυνθεί προς την παραλία. Το τραμ, στις δόξες του τότε, είχε το τέρμα του στο Σύνταγμα και από εκεί κατηφόριζε προς τα Φάληρα, διασχίζοντας ένα αραιοχτισμένο βαλτοτόπι, σε μια περιοχή με απρόσκοπτη τότε θέα, η οποία και ονομάστηκε «Καλλιθέα». Τα Φάληρα απείχαν περί τα επτά χιλιόμετρα από την Αθήνα. Όταν το τραμ έφτανε στη θάλασσα, στις σημερινές Τζιτζιφιές, διακλαδίζονταν σε δυο παρακλάδια.
Το αριστερό οδηγούσε στο Παλαιό Φάληρο, περιοχή κατοικημένη από την αρχαιότητα, καθώς περιελάμβανε το αρχαίο λιμάνι του Φαλήρου. Καθώς η παραλία του ήταν βραχώδης δεν ενέπνεε τους επίδοξους κολυμβητές και έτσι είχαν αναπτυχθεί μόνο λίγες, αλλά εξαίσιες, βίλες και ξενοδοχεία κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, προορισμένες για όσους δεν αγαπούσαν την πολυκοσμία, αλλά την ηρεμία και την απομόνωση.
Το δεξί παρακλάδι της γραμμής του τραμ οδηγούσε στο Νέο Φάληρο, το κοσμικό προάστιο των Αθηνών, που δημιουργήθηκε μαζί με την ανάπτυξη της σιδηροδρομικής γραμμής του ηλεκτρικού, αλλά και της γραμμής του τραμ στη δεκαετία του 1880. Στο τέρμα του ηλεκτρικού και του τραμ, το πελώριο ξενοδοχείο «Ακταίον», με την ορχήστρα που έπαιζε στο ανοιχτό κιόσκι της Ταραντέλας μπροστά του, δέσποζε πια στον όρμο του Φαλήρου και ήταν το αγαπημένο μέρος της νεολαίας και της κοσμικής Αθήνας. Η παραλία του είχε λεπτή, χρυσή άμμο και ήταν ιδανική για κολύμπι. Εκεί έκαναν τα μπάνια τους την ημέρα κι εκεί χόρευαν τα βράδια οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτερης ηλικίας κοσμικοί κύριοι και κυρίες.
Μα ο ποιητής δεν αγαπούσε το πολύβουο και κοσμικό Νέο Φάληρο. Προτιμούσε τη μοναξιά, την ησυχία και την αρχοντική όψη του Παλαιού Φαλήρου. Εξάλλου είχε ήδη περάσει τα 50 – ήταν γεννημένος στα 1860 – κι επιπλέον πριν ένα χρόνο είχε εκλεγεί βουλευτής. Εάν εμφανιζόταν στο κοσμικό Νέο Φάληρο σίγουρα θα τον αναγνώριζαν και θα έπρεπε να υποστεί τις αφόρητες, κοινότοπες συζητήσεις των ανδρών που παραθέριζαν στο προάστιο και τις ακόμα πιο αφόρητες φλυαρίες των συζύγων τους. Υπήρχε, βέβαια, ένας σχηματισμένος ποιητικός κύκλος γύρω από το σπίτι του Σουρή, το οποίο και είχε αποκτήσει στα 1892. Το σπίτι του είχε μετατραπεί σε φιλολογικό σαλόνι και η γειτονιά του είχε αποκτήσει μάλιστα το προσωνύμιο «Σουρέικα». Ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Μαλακάσης, αλλά και ο νεότερός τους Ζαχαρίας Παπαντωνίου, και άλλοι, ήταν μόνιμοι θαμώνες στα Σουρέικα.

Ο δικός μας ποιητής, όμως, ήταν από αλλού φερμένος και είχε άλλη ιδιοσυγκρασία. Φύσαγε μέσα του ένας αέρας από τα επτάνησα, ένας αέρας κυρίως ιταλικός αλλά και σπανιόλικος μαζί. Ήταν ξανθός και γαλανομάτης, ψηλός και κάπως ευτραφής και όλη η παιδεία του ήταν αλλιώτικη. Αντί για τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα εκείνος προτιμούσε τα σύντομα, μόλις δεκατετράστιχα, σονέτα, ένα ποιητικό είδος καλλιεργημένο στην Ιταλία. Εξάλλου, όταν γεννήθηκε, τα επτάνησα δεν είχαν ακόμα ενωθεί με την Ελλάδα και το παράξενο όνομά του –Λορέντζο– το χρωστούσε στον Ισπανό παππού του, που ήταν ο πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα. Ο Λορέντζος Μαβίλης, όπως ήταν το ελληνοποιημένο του όνομα, είχε φύγει στα είκοσί του από το νησί για να σπουδάσει στο Μόναχο. Εκεί, μαζί με τη φιλοσοφία και τη φιλολογία, τις οποίες και μελέτησε επί 14 χρόνια, αγάπησε τις μπιραρίες του Μονάχου και τις όμορφες σερβιτόρες τους – τις κελνερίνες, όπως τις προφωνούσε στα ποιήματά του, εξελληνίζοντας με τη σειρά του τις γερμανικές λέξεις που άκουγε.



Ο ποιητής με το ποίημα



Το Παλαιό Φάληρο στα 1911 διέθετε λίγες βίλες, κυρίως εύπορων αστών και πεντέξι ξενοδοχεία κατά μήκος της ακτογραμμής. Από τους πρώτους που απέκτησαν βίλα στην περιοχή ήταν ο Κάρολος Φιξ, που κατείχε τότε το ζυθοποιείο της οικογενείας Φιξ στην αρχή της λεωφόρου Φαλήρου, μετέπειτα Συγγρού (σήμερα η περιοχή φέρει και το όνομά του στον ομώνυμο σταθμό του μετρό). Μάλιστα, την ίδια χρονιά χτίστηκε η Βίλα Λύσσανδρος (γνωστή και ως Βίλα Σκάσση), εκτάσεως 750 τ.μ., που στέκει μέχρι σήμερα στην οδό Ήβης Αθανασιάδου 24 στο Παλαιό Φάληρο. Ο Σκάσσης ήταν κουνιάδος του Φιξ. Στη βίλα έμεινε αργότερα και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ο ποιητής μας, όταν αντίκριζε τις βίλες του Παλαιού Φαλήρου αισθανόταν ένα οικείο αίσθημα, μια ζεστασιά που του θύμιζε τα πρώτα του νιάτα, όταν σπούδαζε στο Μόναχο. Αυτό το συναίσθημα το προκαλούσε εν μέρει και η αρχιτεκτονική των κτιρίων, με τους χαρακτηριστικούς κωνικούς τρούλους που διέθεταν αρκετά κτήρια και που δύσκολα συναντούσε κανείς σε άλλες περιοχές τότε. Εκτός από τα ξενοδοχεία και τις βίλες, υπήρχαν δύο βασικά κτίσματα πάνω στην παραλία, τα οποία και έδιναν τον τόνο στην περιοχή. Το ένα ήταν ένα κτήριο του 1885, το οποίο και διασώζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί το τοπόσημο του Παλαιού Φαλήρου. Πρόκειται για ένα λευκό στρογγυλό κτίριο, που σήμερα ονομάζεται «Φλοίσβος». Τότε ήταν γνωστό με την επωνυμία «Luna Park Πλάτων» και λειτουργούσε ως ζυθεστιατόριο.
Λίγα μέτρα πιο από το σημείο όπου βρισκόταν το Luna Park «Πλάτων» και πλησιέστερα στο δρόμο που ερχόταν από την Αθήνα, βρισκόταν το τερματικό σημείο του τραμ. Σε αυτό το σημείο αρχικά είχε χτιστεί μια οικία, για λογαριασμό της οικογενείας Χαλκοκονδύλη, γύρω στα 1875-1885. Κατόπιν, αγοράστηκε από την οικογένεια Πάλλη. Μετατράπηκε σε ζυθεστιατόριο με την επωνυμία Bar από τον Ηλία Αντωνόπουλο, στα 1902-1903. Ο Ηλίας Αντωνόπουλος πρωτύτερα ενοικίαζε τον χώρο του ζυθοπωλείου του Μετς από τον Κάρολο Φιξ, την μπίρα του οποίου και πρόσφερε στα μαγαζιά του.

Το Bar λειτούργησε ως τις αρχές του 1930 και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε και έχει ξεχαστεί από τις μνήμες των σημερινών Φαληριωτών. Το Bar όμως, όπως διασώζεται σε παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με τον χαρακτηριστικό του κωνικό τρούλο, φαίνεται πως έδωσε το έναυσμα για να δημιουργηθούν και άλλα κτήρια με τον ίδιο τρούλο, δίνοντας στο Φαληρικό προάστιο μιαν όψη που θύμιζε τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τέτοιοι τρούλοι φτιάχνονταν στην Γερμανία κυρίως για να προστατεύουν τις στέγες από το χιόνι, ένα φυσικό φαινόμενο που σπανιότατα έβλεπαν οι κάτοικοι του παραθαλάσσιου προαστίου.
Το Bar, ως τερματικός σταθμός του τραμ, απέκτησε σύντομα τους δικούς του θαμώνες. Εκείνους που είχαν ψυχοσύνθεση όμοια με εκείνη του ποιητή μας. Που επιθυμούσε τα γλέντια και τους χορούς σε ένα μέρος πολύ πιο ήσυχο από το κοσμικό Νέο Φάληρο, σε ένα περιβάλλον πολυτελές, που του θύμιζε το Μόναχο. Εξάλλου, η πολυτέλεια του Παλαιού Φαλήρου δεν πέρασε απαρατήρητη και από έναν άλλον ποιητή μας, τον Ρώμο Φιλύρα, που την ίδια περίπου εποχή έκανε και αυτός λόγο για κελνερίνες που σέρβιραν πλούσιους αστούς και κατονόμαζε τους τότε Φαληριώτες ως: «μια τάξις άλλη», «αφροκρεμία» και «τρισεκλεκτούς».
Τα καλοκαίρια το Bar, ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, έφερνε ορχήστρες να παίζουν μουσική (κυρίως τσιγγάνικες ορχήστρες με βιολιά) σε μια εξέδρα που είχε στηθεί και έφτανε ως μέσα στη θάλασσα. Καμία φορά, όταν μαζεύονταν παρέες νέων της εποχής δεν έλειπαν και οι καυγάδες, παρόλο που δεν είχαν την έκταση και τη σφοδρότητα των αντίστοιχων καυγάδων του Νέου Φαλήρου. Η εφημερίδα Σκριπ, η ίδια που χαιρέτισε την έναρξη της λειτουργίας του Bar στα 1903, δεν δίστασε να αφιερώσει, έξι χρόνια αργότερα, ένα εκτεταμένο άρθρο της σε αυτούς τους καυγάδες. Συγκεκριμένα περιέγραφε κάποια «αιματηρά συμπλοκήν» που συνέβη στα τέλη Ιουλίου του 1909 και μάλιστα σε μεταμεσονύχτια ώρα, «περί τη 1 και μισή νυχτερινή», στο Bar.

Πηγή φωτογραφικού υλικού «Παλαιό Φάληρο 1900-1960, φωτογραφίες από το αρχείο του Νίκου Πολίτη» Το τέρμα του τραμ μπροστά από το Βar του Παλαιού Φαλήρου και δεξιά το λούνα παρκ «Πλάτων» (αργότερα «Φλοίσβος») Η εξέδρα του «Φλοίσβου». Στο βαθος το Βar (1920) Η λεωφόρος Ποσειδώνος ασφαλτοστρωμένη (1920-1925) Γεύμα, στις 3 Μαρτίου 1928, στο Bar Παλαιού Φαλήρου, «επί τη αποχωρήσει του κ. Κωστή Παλαμά εκ της υπηρεσίας»

 

 

Ο ποιητής μας θυμάται καθαρά εκείνο το βράδυ του προπερασμένου Ιουλίου. Ο ίδιος απουσίαζε τη νύχτα εκείνη, μα τα διάβασε όλα στις εφημερίδες την επομένη και τα έμαθε και από πρώτο χέρι από τους φίλους του –θαμώνες και γκαρσόνια– όταν ξαναπήγε στο Φάληρο. Ο νεαρός Γεώργιος Σκουζές, γόνος της ομώνυμης οικογενείας διασκέδαζε μαζί με την παρέα του ως αργά. Ήταν 20 Ιουλίου, στην καρδιά του καλοκαιριού και τα αίματα των νέων έβραζαν. Ξάφνου εφάνηκε ένα αυτοκίνητο να μπαίνει «στην μπασιά του Bar», στρίβοντας από την Αθήνα προς την παραλία. Η Αθήνα είχε ελάχιστα αυτοκίνητα εκείνη την εποχή –ίσως λιγότερα από δέκα–, οπότε όλοι οι θαμώνες αναγνώρισαν ότι επρόκειτο για το αυτοκίνητο που μετέφερε τον επίσης νεαρό γόνο Αλέξανδρο Συριώτη και τους φίλους του. Ο Συριώτης, καθώς έλεγαν, είχε κάποια προηγούμενα με τον Σκουζέ και τον έψαχνε. Μόλις τον είδε κατέβηκε από το αυτοκίνητο και είπε: «Εσύ είσαι που λες ότι με έδειρες;» και τον ερράπισε ο ίδιος ευθύς. Ο Σκουζές, σε ανταπάντηση, έβγαλε το περίστροφο που κρατούσε και έριξε έξι σφαίρες προς το μέρος του Συριώτη, εκ των οποίων τον πέτυχαν οι δύο στον μηρό. Αμέσως ο Σκουζές και η παρέα του ετράπησαν σε φυγή, ενώ οι φίλοι του Συριώτη τον μετέφεραν αιμόφυρτο στον σταθμό πρώτων βοηθειών στην Αθήνα. Ευτυχώς ο Συριώτης έγινε καλά μετά τον πυροβολισμό. Όταν ηρέμησαν λίγο τα πνεύματα, οι θαμώνες διέδωσαν ότι ο λόγος του καυγά ήταν ο εξής: Οι Σκουζές και Συριώτης σύχναζαν στο ίδιο καφωδείο των Αθηνών, στο οποίο ο Σκουζές είχε κοκορευτεί σε κύκλο γυναικών ότι «έχει δείρει τον Συριώτη». Όταν αυτό το έμαθε ο Συριώτης έψαξε και εν τέλει βρήκε τον Σκουζέ στο παραθαλάσσιο Bar και ακολούθησε η συμπλοκή, οι πυροβολισμοί και ο τραυματισμός του Συριώτη, πράγματα που δεν συνηθίζονταν εκείνη την εποχή στο αριστοκρατικό περιβάλλον του Bar του Παλαιού Φαλήρου.

Να ήταν άραγε εκείνο το περιστατικό μια αφορμή, μια ιστορία που θα την κατέγραφε απόψε σε εκείνο το σονέτο που θα έγραφε, μαζί με την δική του ιστορία; Ποιος ξέρει τι παρακινεί έναν ποιητή να γράφει και πώς συνδέονται οι ιστορίες που έχει ζήσει –πραγματικές και φανταστικές– στο κεφάλι του και στο χαρτί του. Μα είχε και ο ποιητής μας μια παρόμοια ιστορία να πει και να γράψει. Όχι ιστορία καυγάδων, αυτή τη φορά, αλλά ιστορία αγάπης. Που θα μπορούσε κι αυτή να οδηγήσει στον θάνατο, όπως ο καυγάς παραλίγο να οδηγήσει στον θανάσιμο τραυματισμό του νεαρού Συριώτη. Άραγε, απέχει πολύ η αγάπη από τον θάνατο; Όχι πολύ, απαντούσε μόνος του ο ποιητής μας καθώς το τραμ έμπαινε πια στον τερματικό του σταθμό στο Φάληρο, έμπαινε στη μπασιά του Bar όπου θα περνούσε το βράδυ του.

Θα το περνούσε μόνος ή περιμένοντας Εκείνη; Την τετράξανθη ομορφιά τη γαλανομάτα του. Την αρχοντοπούλα από τα Εφτάνησα, που το όνομά της παραμένει μέχρι σήμερα κρυφό. Το φύλαξε το μυστικό της, κι ας της αφιέρωσε ένα από τα πιο γνωστά του σονέτα, αυτό που θα έγραφε εκείνο το βράδυ. Το ίδιο βράδυ, η μελαχρινή του ομορφιά, η καλλονή ποιήτρια Μυρτιώτισσα στα 25 της έλιωνε με τη σκέψη του στην Αθήνα κι ευτυχώς δεν γνώριζε για το ραντεβού που εκείνος είχε δώσει με την ξανθιά αρχοντοπούλα στο Φάληρο.

Είμαστε ακόμα στα τέλη του Μάη του 1911 και ο Λορέντζος περιμένει μάταια για ώρες στο Bar. Στο βάθος του μυαλού του αρχίζουν ήδη να γράφονται οι πρώτοι στίχοι του σονέτου, αυτού που με τίτλο «Φάληρο» θα το διάβαζαν και θα το αγαπούσαν οι φίλοι της ποίησης ως και 100 χρόνια αργότερα:

Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα· μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω

Αργά. Η ώρα «μία τη νύχτα θα ’τανε, ή μιάμιση», όπως θα έγραφε και ο συγκαιρινός του Αλεξανδρινός ποιητής 7 χρόνια αργότερα, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τις περιπέτειες και την ψυχή του άλλου – αλλά μήπως οι ποιητές δεν γνωρίζονται με το αόρατο νήμα της ποίησης, που καταργεί τον χώρο και το χρόνο; Η ώρα ήταν ίδια με την ώρα όπου καυγάδιζαν πρόπερσι ο Σκουζές και ο Συριώτης, η ώρα που ανάβουν τα αίματα των νέων και λιγότερο νέων θαμώνων κι ενώ το αλκοόλ ρέει άφθονο. Και, να! Όπως και τότε, ένα αυτοκίνητο ξεπροβάλλει από την στροφή του παραλιακού δρόμου και εισέρχεται στη μπασιά του Bar. Ο Μαβίλης στιγμιαία καταγράφει στο μυαλό του τους επόμενους στίχους:

μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.

Βλέποντας το αυτοκίνητό της καταλαβαίνει φυσικά ότι είναι Εκείνη. Ήρθε! Ίσως όμως δεν είναι μόνη. Ίσως δεν μπορεί να σταματήσει. Ίσως τελικά το αυτοκίνητο κατευθύνεται προς μια παραλιακή βίλα κι όχι προς το BAR. Ο ποιητής μας δεν ξέρει τι συμβαίνει ακριβώς, ξέρει μόνο πως το αμάξι δεν σταματάει, μοιάζει έτοιμο να τον προσπεράσει κι Εκείνη να χαθεί από το οπτικό του πεδίο. Δεν το αντέχει αυτό και με ένταση ψάχνει τη ματιά της, την καρφώνει με το βλέμμα του κι από μέσα του ήδη γράφει το επόμενο τετράστιχο:

M᾿ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
ακόμα, και ο σοφέρ σου με σκοτώνει.

Τώρα τον κυριεύει ταυτόχρονα ένα μείγμα επιθυμίας, λαχτάρας, αλλά και μια αίσθηση ατρόμητη. Δεν θα διστάσει –το αλκοόλ φυσικά βοηθάει σε αυτό– να πέσει στις ρόδες του αμαξιού εκεί μπροστά της, αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να της αποδείξει πόσο την θέλει. Στο μυαλό του γράφονται μονομιάς οι καταληκτικοί έξι στίχοι του σονέτου:

Αρχοντοπούλα μ᾿ άφταστα πρωτάτα,
με των Εφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,

του θανάτου δε μ᾿ έπιασαν τρομάρες –
γλυκύτατες μ᾿ ελειώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.

Κι εκεί κλείνει τα μάτια, απλώνει τα χέρια και στέκεται ολόρθος μπροστά στο αυτοκίνητο, σφίγγει τα χείλη και περιμένει έναν ένδοξο θάνατο. Αξίζει να πεθάνει εκεί στο δρόμο, να συντριφτεί κάτω από τις ρόδες της, αν είναι αυτός ο μόνος τρόπος να την πλησιάσει και να της αποδείξει την αγάπη του.

Μένει ακίνητος ώρα πολλή. Είναι πια περασμένες δύο όταν ανοίγει τα μάτια, μα έχουν όλα χαθεί. Το αμάξι κι Εκείνη δεν φαίνονται πουθενά, ο δρόμος είναι έρημος, οι φίλοι του έχουν φύγει, το Bar έχει κλείσει και τα δρομολόγια του τραμ έχουν πάψει από τα μεσάνυχτα. Όλα τα φώτα έχουν σβήσει και δεν ακούγεται παρά το κύμα που σπάζει απαλά στα βράχια, μέσα στην ήρεμη και έρημη θερινή βραδιά. Μόνο απέναντι, στο Νέο Φάληρο, υπάρχουν ακόμα κάποια λιγοστά φώτα από το Ακταίον και τα φανάρια των δρόμων που δεν σβήνουν όλη τη νύχτα.

Ο ποιητής μας ξέρει πως πρέπει να ακολουθήσει τις γραμμές του τραμ για να φτάσει περπατώντας στην Αθήνα ή να μείνει εκεί, στην έρημη εξέδρα του Bar μέχρι να ξημερώσει και να φανούν τα πρώτα πρωινά τραμ. Επαναλαμβάνει κάθε τόσο τους 14 στίχους του σονέτου για να μην τους ξεχάσει. Ξέρει πως έγραψε κάτι σπουδαίο, το νιώθει πως είναι από εκείνους τους στίχους που θα μείνουν κι ύστερα από αυτόν. Μα δεν του αρκεί. Έχει μέσα του μια γεύση πικρή, καθώς δεν ξέρει αν Εκείνη στ’ αλήθεια ήρθε τη νύχτα να τον βρει ή τα συνέθεσε όλα ετούτα η φαντασία του, η ποιητική του αλαφροΐσκιωτη ματιά. Σκέφτεται πως τώρα χρειάζεται έναν ένδοξο, πραγματικό θάνατο κι όχι κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Είναι πια έτοιμος να ακολουθήσει τη μοίρα του στρατιώτη, γιατί την προηγούμενη νύχτα παρέμεινε άσειστος μπροστά στην ιδέα του θανάτου. Είναι πια έτοιμος για το ραντεβού του, μήτε με μια ξανθιά μήτε με μια μελαχρινή, αλλά με την ίδια του τη Μοίρα, τον επόμενο χρόνο, στον Δρίσκο.

______________
Πηγή φωτογραφικού υλικού: Παλαιό Φάληρο 1900-1960, φωτογραφίες από το αρχείο του Νίκου Πολίτη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: