
Θα σας διηγηθώ μια όμορφη ιστορία, μια από εκείνες τις ιστορίες που συνηθίζουν να ενθουσιάζουν τους βιογράφους του μέλλοντος. Ο Γιάννης Ιωαννίδης κι εγώ είμαστε εξαδέλφια. Οι πατεράδες μας ―και οι δύο ιατροί― ήταν μεταξύ τους πρώτα εξαδέλφια και οι παππούδες μας ήταν αδέλφια μεταξύ τους και μοιράζονταν το (κακόηχο) επίθετο Κολοτούρος. Η δική του οικογένεια αντιλήφθηκε από νωρίς πως με τέτοιο επίθετο δεν θα μπορούσε να προχωρήσει μακριά και ευτυχώς για εκείνους το άλλαξαν σε Ιωαννίδης, προς τιμήν του παππού Γιάννη.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης κι εγώ μοιραστήκαμε λίγες νύχτες στο σπίτι των προγόνων, σε ένα ορεινό χωριό του νομού Φθιώτιδος, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ως παιδιά. Τα οκτώ χρόνια που μας χώριζαν, αλλά και η δική μου κώφωση που δεν μου επέτρεπε να συμμετέχω και πολύ στις οικογενειακές συναθροίσεις, δεν βοήθησαν στο να κάνουμε παρέα στα παιδικά μας χρόνια. Συναντηθήκαμε ξανά πριν λίγο καιρό, με τη βοήθεια του διαδικτύου και με τη μεσολάβηση του κοινού μας φίλου Ευριπίδη Γαραντούδη. Συναντηθήκαμε για να διαπιστώσουμε, έκπληκτοι, τη δύναμη των γονιδίων, του DNA που μοιραζόμαστε. Οι πορείες μας είναι παράλληλες ― τελειώσαμε και οι δυο την ιατρική και στη συνέχεια μοιράσαμε τον χρόνο μας ανάμεσα στην ιατρική επιστήμη και τη λογοτεχνία και κυρίως την ποίηση.
Έχω, φυσικά, την επίγνωση ότι εκείνος είναι σήμερα ένας διανοούμενος παγκόσμιας εμβέλειας, ενώ εγώ στέκομαι απέναντί του όπως ο Δροσίνης απέναντι στον Παλαμά:
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:
Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες
κι εγώ στα ταπεινά κι απορριμμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα.
Αυτό το ποίημα στάθηκε για μένα η αφετηρία και η αφορμή να προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί του λογοτεχνικά και να προσπελάσω τα γραπτά του. Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα διαβάζοντας τα προηγούμενα βιβλία του ήταν αυτό που περιγράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης σε παλαιότερη παρουσίαση (που αφορούσε το βιβλίο του Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα το οποίο και κυκλοφόρησε το 2020):*
Οι συνεχείς χωροχρονικές μεταπτώσεις των κειμένων του προφανώς συγχύζουν έναν αναγνώστη εθισμένο στις συμβάσεις της σύγχρονης πεζογραφίας μαζικής κατανάλωσης. Ένας τέτοιος αναγνώστης θα αντισταθεί σε αυτά τα κείμενα, θεωρώντας τα ακατανόητα, όπως π.χ. διάβαζαν μετά βδελυγμίας οι αστοί του μεσοπολέμου τα πρώτα υπερρεαλιστικά γραπτά. Στη δική μου αναγνωστική αντίληψη, αυτά τα κείμενα του Ιωαννίδη είναι όχι μόνο κατανοητά αλλά και απολαυστικά, ακριβώς λόγω της φαινομενικής ακατανοησίας τους.
Πράγματι και εγώ η ίδια ομολογώ πως ξεκίνησα την ποιητική συνομιλία μου με τα κείμενα του Γιάννη Ιωαννίδη με την αφέλεια μιας αστής του Μεσοπολέμου (της αγαπημένης δικής μου εποχής), που «κυνηγάει με την ρίμα» τον ιατροφιλόσοφο εξάδελφο. Κι εκείνος μου απάντησε δίνοντάς μου, με τον τρόπο του, τα κλειδιά για να εισχωρήσω στον δικό του κόσμο της σκέψης και της γραφής. Εδώ αξίζει να αποκαλύψω (με την άδειά του) ένα μέρος από εκείνη την αλληλογραφία. Του έγραψα τις εντυπώσεις μου, αφιερώνοντάς του παράλληλα ένα ποίημα στο στυλ του ποιήματος του Δροσίνη προς τον Παλαμά, το οποίο προανέφερα. Εκείνος μου απάντησε και ακολούθησε μια απολαυστική γραπτή συνομιλία ανάμεσά μας, με τις εξής απαντήσεις (ακολουθεί κείμενο για Δύο φωνές, μια γυναικεία και μια αντρική):
{ΣΚ}
Χρόνους πενήντα εχάθηκαν τα ίχνη μας
χαράζοντας παράλληλες πορείες.
Κι εγώ έμεινα σε τούτη την πολίχνη μας,
ενόσω εσύ άνοιγες παγκόσμιες ιστορίες.
{ΓΙ}
Ποιος μας μισεί, Σοφία; Και γιατί patriis extorris ab oris; Τελευταία φορά χαθήκαμε όντως μέσα στα απόμερα ορεινά μονοπάτια. Θυμάμαι λίγα: μια κιτρινόμαυρη σαλαμάνδρα, μια σπηλιά, κάτι κυκλώπεια τείχη που ο Οδηγός μου τα επαίνεσε πολύ. Είχαν όντως πολύ οικοδομικό υλικό για ετεροχρονισμένες οικογενειακές ιστορίες. Lo mio maestro e ’l mio autore: τώρα πάει κι αυτός – με οριστικά αλλαγμένο όνομα. Θυμάμαι την ομίχλη επίσης (Check), και τη σιωπή μετά την Πυρά του Ηρακλέους (Double check). Ο Ηρακλής τράβηξε για τα ουράνια ξεσκιζόμενος εκεί στα κορφοβούνια – το γράφω αυτό για να σε προλάβω πριν το τέλος του σονέτου σου. Αλλά η αλήθεια είναι άλλη. Χαθήκαμε, κι αυτός ήταν ο σωστός δρόμος, έπρεπε να χαθούμε. Πρέπει να χαθείς – πώς αλλιώς θα φτάσεις;
{ΣΚ}
Στα ξένα σε ξαναβαφτίσανε, στ’ Αμέρικα
Larger than Life, είπαν, τ’ όνομά σου.
Κι εγώ γυρνώ στα ίδια σοκάκια μας, τα γέρικα
με το ίδιο επίθετο που είχ’ η προγιαγιά σου.
{ΓΙ}
Υπερβολές. Η ζωή είναι πολύ μικρή. Ο βίος βραχύς, έτσι μάς αφορίζει από το πρώτο έτος (μαζί με την σπουδή και άσκηση επί πτωμάτων) ο γεννήτορας της τέχνης μας (της άλλης τέχνης). Tο να είσαι μεγαλύτερος από τη απόλυτη μικρότητα δεν είναι δα και κατόρθωμα. If you succeed, you are Larger than Nothing, several times nothing makes nothing, nothing will come of nothing – κι άλλες ναθώνιες αναφορές.
Έπειτα, για ποια σοκάκια μιλάς, Σοφία; Την άλλη εβδομάδα θα ξαναδιδάξω την Πόλι της Justine (άλλη ηρωίδα κι αυτή της ανύπαρκτης Πλατείας Δικαίων, Justine, όνομα και πράγμα). Εκτός κι αν δεν υπάρχει κανένας πλέον που να θέλει να την ακούσει, εδώ, πέρα από τη λίμνη Mono και τη Sierra, από τα δυτικά Φράατα πέρα. «Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς.» Δεν το βαρέθηκες; Το ποίημα εννοώ, όχι τις γειτονιές. Θα επισημάνω στους φοιτητές μου, «αυτό το ολιγόστιχο ποίημα έκανε 16 χρόνια να το γράψει, το δούλευε από το 1894 ως το 1910, το διόρθωνε με τα μολυβάκια του ξανά και ξανά».
Στα γράφω όλα αυτά μέσα σε ένα απόγευμα. Και κάθε χρονιά περιμένω να το δω γραμμένο. «Σύγχρονη Ποίηση – μάθημα Συγκριτικής Λογοτεχνίας με αριθμό καταλόγου 208 - Φοιτητές που έχουν εγγραφεί; 0. Ενδιαφερόμενοι: 0». Μηδέν. Ίσως είναι και φέτος.
Η αλληλογραφία μας αυτή, μέρος της οποίας μόλις σας διάβασα, απηχεί και τη λογοτεχνική του δουλειά στο βιβλίο Αντικριστές Πολιτείες, το οποίο παρουσιάζουμε απόψε. Δύο φωνές – μια αντρική και μια γυναικεία – και η φωνή του αφηγητή (και κάπου στο βάθος η φωνή του Καβάφη που ακούγεται να απαγγέλει την Πόλι) συνθέτουν αυτό που ο ίδιος περιέγραψε το 2019, κατά την ομιλία του στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ:**
Παραπονιούνται κάποιοι επίσης συχνά ότι είναι χαλεπά τα γραπτά μου. Έχουν δίκιο πέρα για πέρα. Όπως είπε όμως κι ο Σεφέρης, έ, κάτι πρέπει να κάνει κι ο αναγνώστης. Φίλοι προτείνανε να προσθέσω ένα υπόμνημα-σοσάρι, έναν Πατάκη σε κάθε βιβλίο μου και να εξηγεί τις χιλιάδες άμεσες ή έμμεσες αναφορές που γίνονται, δίκην Έρημης Χώρας. Το πρόβλημα είναι ότι το παράρτημα αυτό θα έπρεπε να πάρει διαστάσεις πολλαπλάσιες του κυρίως βιβλίου για να αρχίσει να κάνει έστω μερικώς τη δουλειά του. Η λύση που διερευνώ στα τελευταία βιβλία μου είναι η συνπαράθεση κατ’ αντιδιαστολή κειμένων με διαφορετικές προδιαγραφές και προθέσεις με στόχο συμπληρωματικότητα και πολυδιάσταση, όχι πολυδιάσπαση. Καθ’ όλα αναγκαίες επεξηγήσεις; Καθόλου αναγκαίες επεξηγήσεις; Ίσως και τα δύο.
Μετά την αλληλογραφία μας, άρχισα να καταλαβαίνω, διαισθητικά πλέον, το ποιητικό του σχέδιο. Όχι με τον τρόπο των φιλόλογων – εξάλλου δεν είναι δική μου δουλειά να βρω και να περιγράψω το κειμενικό είδος του βιβλίου. Άρχισα να καταλαβαίνω, καθαρά ποιητικά και σωματικά πια, ακολουθώντας τα ίχνη που μου άφηνε στο βιβλίο ο Γιάννης Ιωαννίδης, σαν βοτσαλάκια καθώς προχωρούσε.
Ο εξάδελφός μου ως συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου εκκινεί από τον Αναγεννησιακό άνθρωπο. Όσον αφορά τις πόλεις, εκκινεί από τη Φλωρεντία, κι εξαπλώνεται ακτινωτά, περιδιαβαίνοντας στον χώρο και τον χρόνο, κάνοντας αναφορές σε διάφορες πολιτείες και σε διάφορες χρονικές στιγμές, από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι τις ημέρες μας, χωρίς να λείπουν και οι αναφορές στην αρχαία Ελλάδα.
Ομολογώ πως ήταν δύσκολο για μένα να «πιάσω το νήμα» της αφήγησης και να κατανοήσω τι θέλει να πει. Μέχρι που κατανόησα ότι η γραμμική ανάγνωση δεν ταιριάζει σε αυτό το βιβλίο. Κοινώς, ο αναγνώστης έχει την ευχέρεια να ξεκινήσει από όποιο σημείο του βιβλίου επιθυμεί και του ταιριάζει καλύτερα. Και στη συνέχεια δεν είναι αναγκασμένος να διαβάσει γραμμικά, ψυχαναγκαστικά το βιβλίο ακολουθώντας τη συμβατική σελιδοποίηση. Μπορεί να διαβάζει όποιο απόσπασμα ταιριάζει κάθε φορά καλύτερα στον ψυχισμό του, ακριβώς όπως ταξιδεύουμε και περιδιαβαίνουμε τις Πολιτείες και τους πολιτισμούς άλλων κρατών και άλλων εποχών.
Για μένα, μια κομβική στιγμή της ανάγνωσης υπήρξε το σονέτο της σελ. 99. Γιατί αγαπώ τα σονέτα και μού είναι πιο οικεία. Το σονέτο αυτό έχει τον τίτλο «Επώδυνη επάνοδος της Περσεφόνης στο φως». Όπως το διαβάζω εγώ, πρόκειται για αναφορά στο Αναγεννησιακό φως: η άνθιση των τεχνών, η αρχιτεκτονική των πόλεων, η ανάπτυξη των επιστημών, τα ουμανιστικά ιδεώδη: αυτά είναι ο πυρήνας του βιβλίου του.
Οι ήρωές του είναι 3, αν και πρόκειται για τριάδα προσώπων που τελικά συνενώνεται σε μια: η αντρική μορφή, που απηχεί τις σκέψεις του ποιητικού υποκειμένου, του άντρα-ιατρού που περιπλανιέται σε διάφορες πολιτείες της Ευρώπης, των ΗΠΑ, αλλά και επανέρχεται διαρκώς στα εδάφη της μητέρας-πατρίδας. Η γυναικεία μορφή-μούσα, το αντιθετικό του κοσμοείδωλο, που συμπληρώνει τις σκέψεις του, ακόμα και όταν φαινομενικά διαφωνεί, εκφράζοντας τις εσωτερικές του αντιθέσεις. Τέλος, ο αφηγητής, που συχνά επαναλαμβάνει τα γεγονότα με μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά. Με αυτά τα 3 πρόσωπα επιτυγχάνει αυτό που ο ίδιος περιέγραψε ως: συνπαράθεση κατ’ αντιδιαστολή κειμένων με διαφορετικές προδιαγραφές και προθέσεις με στόχο συμπληρωματικότητα και πολυδιάσταση, όχι πολυδιάσπαση.
Ο τριαδικός αυτός ήρωάς του περιπλανιέται λοιπόν στις πολιτείες αναζητώντας τα χαμένα αναγεννησιακά ιδεώδη. Τα βρίσκει; Δεν το γνωρίζουμε. Είναι μάλλον προγραμματικά απαισιόδοξος όπως όλοι οι ευφυείς διανοούμενοι, όπως πχ στο κείμενο της σελ. 56, όταν μιλάει για τον δρόμο, που διασχίζει ρημαγμένες και άδειες πολιτείες:
Ο δρόμος είχε σκοπό να τις ναρκώνει και να τις νεκρώνει αυτές τις πολιτείες της απώλειας. Θα τις άφηνε να αχρηστευτούν, όπως παπούτσια τετράχρονων παιδιών που αποθηκεύεις στο υπόγειο και είκοσι χρόνια αργότερα τα βρίσκεις να διατηρούνται ακόμα σε άριστη κατάσταση, νεκρά και αναλλοίωτα, άφθαρτα. Ο δρόμος παρέδιδε ένα νέο τοπίο, άδειο, χωρίς πολιτείες, χωρίς ανθρώπους, χωρίς ζωή, μια νέα χώρα προς άμεση, αμεσότατη, εύκαιρη χρήση, μια νέα χώρα διαθέσιμη δωρεάν σε όποιον ήθελε να την εποικίσει, σε όποιον
ήθελε για πρώτη φορά να επενδύσει να χτίσει πολιτείες, αντικριστά, ένθεν και ένθεν του δρόμου. Πολιτείες που θα τις διέσχιζε ο δρόμος. Πολιτείες που θα τις ξέσκιζε ο δρόμος. Τις πολιτείες μας.
Δεν θα ισχυριστώ ότι είμαι σε θέση να καταλάβω όλες τις φιλοσοφικές και πολιτιστικές αναφορές του βιβλίου. Πρώτα πρώτα, είμαι άνθρωπος που έχει ταξιδέψει ελάχιστα εκτός Ελλάδος. Η κώφωση δεν με βοηθάει στη συνεννόηση σε άλλες γλώσσες (εδώ δυσκολεύομαι να συνεννοηθώ προφορικά στη δική μου). Γι’ αυτό προτιμώ να κάνω εικονικά ταξίδια με τη φαντασία μου και τη πολύτιμη συμβολή του διαδικτύου. Περιπλανήθηκα, όσο μπορούσα, διαδικτυακά στις πολιτείες, τους πίνακες και τα μουσεία που αναφέρει. Έψαξα και αρκετές βιογραφικές πληροφορίες για ονόματα που δεν γνώριζα. Επισκέφτηκα τις ιστοσελίδες των μουσείων, έψαξα και είδα τους ζωγραφικούς πίνακες που αναγράφει και από τους οποίους συχνά εκκινεί συνειρμικά τη γραφή του.
Είμαι σίγουρη ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης μας δίνει τις λέξεις-κλειδιά και την ευχέρεια να κινηθούμε μόνοι μας, καθώς διαβάζουμε το βιβλίο του, και να ψάξουμε ό,τι μας κινεί την προσοχή. Πιστεύω την ίδια μέθοδο ακολουθεί με τους φοιτητές του (διότι διδάσκει και ποίηση, και μάλιστα ακόμη και ελληνικά ποιήματα στο Στάνφορντ). Το ίδιο κάνει και με τον αναγνώστη. Τον παρακινεί να βρει μόνος του τις πληροφορίες και τις γνώσεις που του λείπουν. Γι’ αυτό φαινομενικά τα κείμενά του είναι δύσκολα προσπελάσιμα και φορτωμένα με πολλές πληροφορίες. Αλλά στην πράξη, μόλις αντιληφθείς τον βαθύτερο πυρήνα τους γίνονται κατανοητά. Εξάλλου όλες οι πολιτείες –και οι ζωές των ανθρώπων εντός τους- έχουν τελικά ομοιότητες.
Το να βρούμε όλα τα κρυμμένα νοήματα που έχει ο συγγραφέας κατά νου θα σήμαινε ότι ματαιοπονούμε. Το γνωρίζει κι ο ίδιος όταν μας λέει στη σελ. 122: Θυμήθηκες τώρα; Ή ψάχνεις ακόμα να ερμηνεύσεις συνολικά την αλληγορία; Μάταιος κόπος.
Ο κόπος όμως που καταβάλλει κανείς, χωρίς καν να το αντιληφθεί ως κόπο, παρά ως διαδικασία μάθησης, προκειμένου να προσπελάσει αυτό το βιβλίο, δεν είναι καθόλου μάταιος τελικά. H μεγαλύτερη απόδειξη της λογοτεχνικής δύναμης ενός βιβλίου κι ενός ποιητή είναι, πιστεύω, όταν καταφέρνει να επιδράσει τόσο πάνω στους άλλους ποιητές, ώστε αυτοί να προσπαθούν να μιμηθούν τη γραφή του, σε μια προσπάθεια να καταλάβουν και να συνομιλήσουν με τον κόσμο του. Εν ολίγοις, όταν ξεκινήσαμε τη συζήτηση, ήμουν κι εγώ μια αστή του Μεσοπολέμου που έγραφε γραμμικά και έμμετρα, αλλά πριν το πέρας της ποιητικής μας συνομιλίας ανακάλυψα έκπληκτη ότι είχα «μεταμορφωθεί» ποιητικά, προσχωρώντας χωρίς καν να το αντιληφθώ στα πεζόμορφα ποιήματα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να πω ότι βοηθήθηκα και από τα ανάλογου ύφους πεζόμορφα ποιήματα που συγγράφει και ο Ευριπίδης Γαραντούδης και που κυκλοφόρησαν κι εκείνα σε βιβλίο από τις εκδόσεις Πόλις με τον τίτλο: Κομμάτια.
Η συνομιλία λοιπόν που σας περιέγραψα παραπάνω συνεχίστηκε με τον τρόπο του Γιάννη Ιωαννίδη, καθώς άφησα προς ώρας τη γνώριμη δική μου, έμμετρη και «στρωτή» γραφή και προσπάθησα να του απαντήσω στο δικό του ύφος, αρκετούς μήνες πριν διαβάσω το παρόν βιβλίο. Γράφοντας με τον δικό του τρόπο, κατάλαβα όλα εκείνα τα νοήματα που θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω αν διάβαζα το βιβλίο γραμμικά. Δεν θα κρύψω πως όλους αυτούς τους μήνες ασκήθηκα κι εγώ σε αυτή γραφή, απολαμβάνοντας τα κρυμμένα νοήματα της γλώσσας και περπατώντας παράλληλα στην ποίηση με τον εξάδελφό μου, όσο μου επιτρέπουν οι δικές μου γνώσεις και δυνάμεις, για να θυμηθούμε ξανά τον Δροσίνη και τον Παλαμά.
Θα κλείσω το κείμενο αυτό με ένα απόσπασμα από τη δική μου απάντηση προς τον Γιάννη. Ένα απόσπασμα που έγραψα αρκετούς μήνες πριν λάβω στα χέρια μου το παρόν βιβλίο, αλλά που μοιάζει πρωθύστερα γραμμένο, και τονίζει πως ο Γιάννης Ιωαννίδης κι εγώ, με άρρηκτους δεσμούς αίματος μεταξύ μας, πορευόμαστε και θα πορευόμαστε παράλληλα, μέσω των βιβλίων μας, σε Αντικριστές (και όχι μόνο) Πολιτείες. Τις Πολιτείες των τεχνών, της ζωγραφικής, της ποίησης, ακόμα και της Ιατρικής, πάντοτε με μέτρο και κέντρο τον Άνθρωπο.
{ΣΚ}
Περπατήσαμε στο Παγκράτι και στο Παλαιό Φάληρο, όταν ο χρόνος μάς φαινόταν ευθύγραμμος και στρωτός μπροστά μας κι όταν ο κόσμος έμοιαζε απλός γιατί ήμασταν νέοι. Μεγαλώνοντας, ο χρόνος μπερδεύεται: πότε συστέλλεται, πότε διαστέλλεται, πότε γυρίζει προς τα πίσω. Να, εδώ, μια κοινή μας φωτογραφία, αυτή που ποτέ δεν βγάλαμε, εκεί που είσαι εσύ 12 χρονών κι εγώ τεσσάρων και μου μαθαίνεις να συλλαβίζω τη γλώσσα της ποίησης στο πατρογονικό μας σπίτι.
Hotel California: Μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Μάλλον δεν θα βγεις, αλλά μπαίνεις οικειοθελώς στη δίνη. Ποια είναι η πορεία μας; Μα, είμαστε ποιητές. Οι ποιητές ποτέ δεν ξέρουν πού πηγαίνουν, αλλά συνεχίζουν να προχωρούν, παράλληλα και αντικρυστά, καθώς τους σπρώχνει μια αναπόδραστη μοίρα. Έπρεπε να χαθούμε, έχεις δίκιο – και τώρα έχουμε μια ελπίδα να φτάσουμε, αν μας το επιτρέψει ο δρόμος.
*Ευριπίδης Γαραντούδης, Συγκεράζοντας την απωθητική με την ονειρική πραγματικότητα , Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης, Λόγω κρυμμένα λογοκριμένα. Σχεδόν ημι-ιστόρημα, Κέδρος 2020, σσ. 398. Επεξεργασμένη μορφή του κειμένου που αναγνώστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο βιβλιοπωλείο «Ιανός», στις 27 Σεπτεμβρίου 2022.
** O βίος όχι τόσο βραχύς, η δε τέχνη απόμακρη: οξέα, σφαλερά, και χαλεπά γραπτά (1984-2019), Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης, Πανεπιστήμιο Stanford, Ομιλία στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, 8/5/2019
_______________
Επεξεργασμένο κείμενο από την ομιλία που εκφώνησα στον Ιανό στις 5/12/2024 κατά την παρουσίαση του βιβλίου Αντικριστές Πολιτείες