Όλα ένας δρόμος

Όλα ένας δρόμος

Νίκη Τρουλλινού, «Οδός Σόλωνος» εκδ. Ποταμός 2025



Η Οδός Σόλωνος της Νίκης Τρουλλινού συγκεντρώνει δεκαοχτώ μικρής έκτασης διηγήματα, δεκατέσσερα εκ των οποίων έχουν δημοσιευτεί σε προηγούμενα βιβλία της και κάποια σε περιοδικά και εφημερίδες, μέσα σε ένα διάστημα τριάντα περίπου χρόνων (1995-2024). Πρόκειται για το δέκατο λογοτεχνικό βιβλίο της, σε ένα σύνολο που περιλαμβάνει οχτώ συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.
Η Σόλωνος είναι βέβαια ο εμβληματικός δρόμος της Αθήνας που έχει τη δική του ιστορία, σημαδεμένη στα χρόνια της δικτατορίας. Οι δύο καταλήψεις της Νομικής Σχολής, τον Φλεβάρη και τον Μάρτη του 1973, σήμαναν, όπως είναι γνωστό, τη μετάβαση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος σε μια νέα δυναμικότερη και μαζικότερη φάση που κορυφώθηκε τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η συγγραφέας έζησε τα γεγονότα από μέσα, ως φοιτήτρια τότε της Νομικής, και αυτό το βίωμα τη σφράγισε εφ’ όρου ζωής. Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, στη στρογγυλή επέτειο που εορτάστηκε πέρυσι με πληθώρα εκδηλώσεων, ανατρέχει και η ίδια ξανά στις ιστορίες της που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τα γεγονότα και τις ανατοποθετεί σε μια νέα συλλογή και άρα σε μια άλλη αναγνωστική προοπτική.
Ο κοινός άξονας που συνδέει όλα τα διηγήματα της συλλογής είναι ότι πρόκειται για αναστοχαστικές ιστορίες πολιτικής και αισθηματικής ενηλικίωσης της λεγόμενης «γενιάς του Πολυτεχνείου». «Τότε δεν ξέραμε πως τίποτα δεν πορεύεται ευθύγραμμα, είχαμε ανάγκη να πιαστούμε από ελπίδες και περγαμηνές αντίστασης» (σ. 19), γράφει η συγγραφέας και θέτει στο επίκεντρο ακριβώς αυτό το πέρασμα από την εποχή των προσδοκιών, των ονείρων της νιότης και της πίστης στη νομοτέλεια της ιστορίας, της ανυποψίαστης δηλαδή βεβαιότητας ότι θα έρθει ένας καλύτερος κόσμος, στους σύγχρονους καιρούς της ιδιώτευσης, των οδυνηρών διαψεύσεων και των στενωπών, αν όχι των αβυσσαλέων αδιεξόδων. Η Οδός Σόλωνος μιλά για ιστορίες ανθρώπινων αληθινές. Υπάρχει εξάλλου ένας ολόκληρος κόσμος πραγματικών ανθρώπων και αφανών ηρώων κρυμμένος στο βιβλίο, από τους οποίους εμπνέονται και στους οποίους αφιερώνονται οι ιστορίες της Τρουλλινού, πρόσωπα που συγκροτούν το δικό της εικονοστάσι και καταγράφονται στο επιλογικό της σημείωμα.
Η πολιτική και η αισθηματική ενηλικίωση των πρωταγωνιστών συμβαίνει ταυτόχρονα και βρίσκω ευφυή τον συμβολικό τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας συνδέει δύο λέξεις-κλειδιά της εποχής του κατακερματισμού στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο: τα διαζύγια και τις κομματικές διασπάσεις. Όπως ακριβώς συμβαίνει στο παλαιότερο (1995), αλλά αγέραστο, διήγημα της συλλογής «Μια εποχή ήταν κι αυτή», ένα ρέκβιεμ για το τέλος των ψευδαισθήσεων και την υποχώρηση των συλλογικών οραμάτων, που διατρέχει διαγώνια τα χρόνια της δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης, συναντιέται με το ανεπούλωτο, ακόμη σήμερα, για την Αριστερά τραύμα του 1989 με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και φτάνει μέχρι την αμήχανη και πολυάσχολη δεκαετία του ’90 οπότε και το κουρασμένο ζευγάρι της ιστορίας αποφασίζει να προχωρήσει σε συναινετικό διαζύγιο. Διαβάζοντας αυτό το διήγημα σκεφτόμουν τον San Michele, την ιστορία πίσω από το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου και την ταινία των αδερφών Ταβιάνι (1972) με τον αναρχικό Μικέλε που βγαίνοντας από τη φυλακή μετά από χρόνια ζητά να του πουν ιστορίες (Λοιπόν, διηγηθείτε μου τι έγινε εδώ / να βρω ξανά του νήματος την άκρη), αλλά απογοητεύεται διαπιστώνοντας ότι οι πεποιθήσεις του είναι πια ξεπερασμένες και αναζητά το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό, για να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχές / με κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο.
Θα μπορούσε ίσως να αναρωτηθεί κανείς αν αυτή η δυσθυμία απέναντι στο παρόν που νιώθουν συχνά οι ήρωες της Τρουλλινού είναι μια γεροντική εμμονή με το παρελθόν, η δυσανεξία προσαρμογής στον κόσμο και τη ζωή που αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία, όπως τραγουδούσε στους «Παλιούς μας φίλους» ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Όχι, δεν έμεινα αλυσοδεμένη στον παλιό κόσμο, μη με κατηγορείς για τέτοιο πράγμα. Να, μόνο που δε θέλω να αφομοιωθώ και από τον καινούριο» (σ. 43), απαντά η συγγραφέας διαμέσου της γυναικολόγου ηρωίδας του παραπάνω διηγήματος απηχώντας σε αυτά τα λόγια —εκτιμώ— το γενικό πνεύμα όλων των ιστοριών του βιβλίου. Και συνεχίζει η ίδια: «Όχι δεν κακιώνω την εποχή μας, γιατί άλλωστε; Μια εποχή είναι κι αυτή. Απλώς δεν είμαστε τόσο καλοί στους μοναχικούς δρόμους που άνοιξαν μπροστά μας, όσο τότε στην ομαδική προσπάθεια» (σ. 44).
Οι ήρωες και οι ηρωίδες, των οποίων οι ζωές μυθολογούνται στο βιβλίο, είναι αυτοί που ο ιστορικός Κωστής Κορνέτης στην έξοχη πολιτισμική θεώρηση της φοιτητικής αντίστασης στη μακρά δεκαετία του ’60 χαρακτηρίζει Παιδιά της Δικτατορίας. Ανήκουν στη νεολαία μιας ριζοσπαστικοποιημένης γενιάς που βρέθηκε αναπάντεχα στο προσκήνιο της Ιστορίας, αλλά τα επόμενα χρόνια στοχοποιήθηκε και λοιδορήθηκε, εξ αριστερών και εκ δεξιών (άδικα εν πολλοίς), αν δεν θεωρήθηκε υπεύθυνη για όλες τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης. Μια γενιά που όπως συμβαίνει πάντα σε αυτό το ραντεβού με την ιστορία βρέθηκε ίσως απροετοίμαστη, όπως άλλωστε πάντοτε εξ απήνης καταλαμβάνονται και τα καθεστώτα απέναντι στις αυθόρμητες, μαζικές συλλογικές διεκδικήσεις. Η «γενιά του Πολυτεχνείου», η γενιά της συγγραφέα, υπήρξε μια γενιά που αναζήτησε το δικό της οξυγόνο και διαπλάστηκε πολιτικά, αξιακά και συναισθηματικά στις δύο καταλήψεις της Νομικής και στο Πολυτεχνείο, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο στις κινηματογραφικές προβολές, τα βιβλιοπωλεία, τις μπουάτ, τις ταβέρνες και αργότερα τις συναυλίες και τις διαδηλώσεις. Μια γενιά που η χειραφετημένη υποκειμενικότητά της γεννήθηκε μέσα από συλλογικές αναπαραστάσεις. Δεν είναι τυχαίο ασφαλώς που η συγγραφέας αποφεύγει να μιλήσει για τις κομματικές εντάξεις των ηρώων της (δεν ξέρουμε αν ανήκουν στην ΚΝΕ/Αντι-ΕΦΕΕ, τον Ρήγα, την ΕΚΙΝ, τους αριστεριστές της ΑΑΣΠΕ και της ΠΠΣΠ, τους τροτσκιστές ή τους αναρχικούς) αλλά δίνει πολύ χώρο σε όσα συνέβαλαν στην αισθηματική αγωγή συνολικά αυτής της γενιάς, κυρίως στον κινηματογράφο (πολύς κινηματογράφος στις σελίδες του βιβλίου και προβολές στην Αλκυονίδα και την Ίριδα) του Αγγελόπουλου, του Βούλγαρη, του Γιάντσο και του Βάιντα, του Μπέργκμαν και του Φελίνι, του Φασμπίντερ και του Βέντερς. Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να κάνει ιστορία, πολιτική, κοινωνική ή πολιτισμική, αλλά να μεταφέρει το άρωμά της. Γι’ αυτό και δεν φορτώνει τα διηγήματα με ιστορικό υλικό. Νομίζω περισσότερο θέλει να περισώσει ως «μνημοφύλαξ» (δική της η λέξη, τιτλοφορεί ένα διήγημα) αυτό το αξιακό, συναισθηματικό και στο βάθος πολιτικό χαρμάνι που σε πολλούς της γενιάς της έμεινε σταθερό και ανεξίτηλο μέσα στον χρόνο, παρά τις διασπάσεις, τις διαψεύσεις, τις μεταλλάξεις, τις απογοητεύσεις και τις όποιες προσωπικές διαδρομές ακολούθησαν. Μνημοφύλαξ μιας πολιτισμικής και συλλογικής μνήμης που ξεθωριάζει όχι μόνο λόγω της ολοκλήρωσης του βιολογικού κύκλου αυτών των ανθρώπων, αλλά και γιατί οι νέες εποχές την κάνουν να φαντάζει αρχαιολογία.
Σχεδόν όλες οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται ανάμεσα στην Κρήτη και την Αθήνα, στα χρόνια της δικτατορίας και της μακράς Μεταπολίτευσης, πλην μιας που τοποθετείται στην Κοζάνη του ’77, όπου ο ήρωας υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία. Το στυλ γραφής της Τρουλλινού, ο αφηγηματικός της τρόπος, ένας κοφτός, αποσπασματικός, μικροπερίοδος, άλλοτε πρωτοπρόσωπος και άλλοτε τριτοπρόσωπος λόγος, ενίοτε ασθματικός, με μπρίο και νεύρο αλλά και με στοιχεία προφορικότητας, υπονομεύει τη γραμμικότητα των αφηγήσεων, διαθέτει εξαιρετική πυκνότητα και οικονομία, χειρίζεται με δυναμικό τρόπο τον αφηγηματικό χρόνο ώστε σε λίγες σελίδες τα διηγήματά της να χωρούν πολλή ζωή. Πολύ ενδιαφέρον έχουν επίσης τα πικρά, ειρωνικά και σαρκαστικά αυτοσχόλια της συγγραφέα και οι επικλήσεις στον αναγνώστη που παρεισφρέουν στην αφήγηση και δημιουργούν συνθήκες αμεσότητας.
Σε κάποια από τα καλύτερα διηγήματα, τυχαία περιστατικά, συναπαντήματα, συμπτώσεις και διασταυρώσεις σε μεταγενέστερους χρόνους τροφοδοτούν μνήμες και αναμοχλεύουν παλιές ιστορίες. Ο ταξιτζής της οδού Σκουφά που μετέφερε την αφηγήτρια τρομαγμένη μετά την άγρια καταστολή της δεύτερης κατάληψης της Νομικής και προέβλεψε, ήδη από εκείνο το βράδυ, την μετά βαΐων και κλάδων επιστροφή του Καραμανλή, και τον οποίο συναντά τυχαία ξανά η ηρωίδα τις πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν χαφιές όπως νόμιζε. Η Σούλα η πόρνη με την οποία βρέθηκε μαζί, για άλλους φυσικά λόγους, στο κρατητήριο της ΕΣΑ στη Μεσογείων η τότε φοιτήτρια και μετά από χρόνια μητέρα που μαζί με το παιδί της τη συναντά τυχαία να πουλάει κουλούρια στην Ακαδημίας. Μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση της Φαύστας του Μποστ από δικηγόρους, χρόνια μετά, σε έναν σεσημασμένο τόπο, επιβαρυμένο με ιστορικές μνήμες, τις φυλακές Αλικαρνασσού. Η προβολή της ταινίας Κατίν του Πολωνού Αντρέι Βάιντα που θυμίζει σε δύο φίλους τον παλιό έρωτα του ενός για την επικηρυγμένη Αλκμήνη που τσακωνόταν κάποτε με τον πατέρα της αμφισβητώντας, με τη δογματική βεβαιότητα της νιότης, ότι η σφαγή στο δάσος του Κατίν ήταν έργο των Σοβιετικών. Τελειόφοιτα κορίτσια του Γυμνασίου Θηλέων στα Χανιά του ’71 που καίγονται όχι τόσο για να γίνουν επιστημόνισσες, αλλά για να φύγουν μακριά από την επαρχιακή πόλη, τον οικογενειακό κλοιό και τον κοινωνικό συντηρητισμό. Μια ηρωίδα που μετά το ξύλο και τη βία της Νομικής έπαψε να λιποθυμάει στη θέα του αίματος. Και το υπέροχο καταληκτικό διήγημα με τον αινιγματικό ΕΣΑτζή οδηγό που τηλεφωνούσε κρυφά στις μανάδες και τις συντρόφους των πολιτικών κρατουμένων για να τους πει ότι άντεξαν τα βασανιστήρια και είναι καλά και που από σεμνότητα ή δειλία δεν μπόρεσε ποτέ να πει στον γιατρό που χρόνια μετά τον περιέθαλπε ότι ήταν ο ίδιος που τηλεφώνησε ανώνυμα στη μητέρα του νεαρού φοιτητή τότε της Ιατρικής.

Θα σκεφτόταν κανείς ότι το παρελθόν ίσως και η νοσταλγία δεσπόζουν στις σελίδες του βιβλίου. Όμως, όλες οι ιστορίες, άλλοτε με φορτίο συγκίνησης και άλλοτε αποδραματοποιημένα, αναδιαπραγματεύονται αφηγηματικά βιώματα, εμπειρίες και μνήμες —της συγγραφέα ή άλλων— από τη σκοπιά του παρόντος. Αυτό νομίζω είναι το ιδιαίτερο στοιχείο του συγγραφικού βλέμματος της Τρουλλινού, η επιλογή τελικά να μιλήσει για το παρελθόν αλλά με την αγωνία και τα ερωτήματα του παρόντος. Σκέφτομαι ότι κάποια από τα αισθήματα που διακινούνται στις ιστορίες του βιβλίου τα έχουμε συναντήσει μυθοπλαστικά στην παλαιότερη Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα (και την κεντρική της ηρωίδα, τη Μυρσίνη) αλλά και σε νεότερα έργα και αφηγήσεις της κεντρικής μορφής του αντιδικτατορικού αγώνα και επίσης Κρητικιάς Ιωάννας Καρυστιάνη. Το ενδιαφέρον με τις ιστορίες της Τρουλλινού είναι ότι δεν αντιμετωπίζει τις βιωμένες εμπειρίες του παρελθόντος στατικά ή νοσταλγικά, σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος, αλλά επιχειρεί να τις κατανοήσει με βάση την εξέλιξη των πραγμάτων, των ανθρώπων, των σχέσεων και των καταστάσεων· των αλλαγών με άλλα λόγια που φέρνει ο χρόνος. Από την άποψη αυτή το παρόν βαραίνει περισσότερο και βρίσκω εύστοχη ακόμα και τη σημειολογία του εξωφύλλου που επιλέγει μια σύγχρονη φωτογραφία της ταράτσας της Νομικής και όχι ας πούμε μια αγωνιστική και ενθουσιώδη από τις γνωστές ασπρόμαυρες του ’73.
Η συγγραφέας μας δείχνει πολύ καλά πως η κατανόηση ακόμα και βιωμάτων που μας σφράγισαν εξάπαντος είναι μια μακρά, επώδυνη, επανερχόμενη, αναστοχαστική διαδικασία στην οποία επεμβαίνει καταλυτικά ο χρόνος ανασημασιοδοτώντας τα γεγονότα. Ό,τι είμαστε σήμερα είναι «οι συνέπειες της παλιάς ιστορίας», όπως γράφει στο πρώτο διήγημα, ανακαλώντας ασφαλώς τον Γεώργιο Βιζυηνό. Έτσι, παρότι οι ιστορίες μιλάνε κατεξοχήν για τα περασμένα και για ένα «εμείς», στην πραγματικότητα υπονομεύουν τα όρια ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το παρελθόν και το παρόν. Όλα αλληλοδιεισδύουν. «Γράφουμε για το χθες και μιλάμε για το σήμερα. Γράφουμε για μας και μιλάμε για τους άλλους», σημειώνει στο εμπνευσμένο εισαγωγικό του σημείωμα ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, σε ένα κείμενο πολύ υποψιασμένο για το πώς η ιστορία γίνεται καλή λογοτεχνία. Αυτό νομίζω που κεντρίζει τη συγγραφική περιέργεια είναι το πώς βιώνεται σε μικροϊστορικό και ατομικό επίπεδο η μεγάλη ιστορία και κάπως έτσι τα διηγήματά της διασταυρώνονται με τις αναζητήσεις μιας νεότερης ιστοριογραφίας που δίνει έμφαση στις διαδικασίες ανάδυσης της υποκειμενικότητας. Υπάρχει άλλωστε το διήγημα που αναφέρεται στην ημέρα της 21ης Απριλίου 1967 και αφηγείται το περιστατικό μιας μαθήτριας (της συγγραφέα;) που την ώρα των σχολικών ασκήσεων σπάει τη μύτη της και χρόνια μετά προσπαθεί να καταλάβει τον καβγά των γονιών εκείνη τη μέρα για τον άνθρωπο που έκρυβαν στο σπίτι τους. Μια ιστορία που μου έφερε στο νου ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του ιστορικού Αντώνη Λιάκου, δημοσιευμένο πριν λίγα χρόνια στο Αρχειοτάξιο, για τη δική του 21η Απριλίου που ήταν ένα χαμένο ερωτικό ραντεβού, δείχνοντας έτσι πως στις κομβικές στιγμές της ιστορίας τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο γεγονός και τον ιδιωτικό βίο ρευστοποιούνται.
Ειδικά όμως η προσέγγιση της έμφυλης, της γυναικείας υποκειμενικότητας είναι εμφανής στις ιστορίες του βιβλίου, σε μια εποχή —ας θυμηθούμε— που για πρώτη φορά οι γυναίκες και μάλιστα φοιτήτριες από την επαρχία, μετά από αιώνες καταπιεσμένης επιθυμίας και σεξουαλικής καταστολής, αποκτούν οντότητα, αγωνιστικό ρόλο και κοινωνική ορατότητα. Νομίζω επαναλαμβάνεται αρκετές φορές μέσα στο βιβλίο αυτό το αίσθημα φυγής που έχουν οι ηρωίδες των ιστοριών της Τρουλλινού, από τις μικρές επαρχιακές πόλεις προς τις μεγάλες λεωφόρους της Αθήνας. Περισσότερο τις ενδιαφέρει να φύγουν από το γενέθλιο νησί, την οικογενειακή επιτήρηση, τον παιδονόμο και το κουτσομπολιό και να ξανοιχτούν στον κόσμο των βιβλίων, των σινεμά, των αντιδικτατορικών οργανώσεων και της ανακάλυψης της σεξουαλικότητας και λιγότερο ίσως οι σπουδές (αυτά ακριβώς λέει και η Καρυστιάνη στην προφορική της μαρτυρία στο βιβλίο του Κορνέτη).

Ένας αναγνώστης που δεν ανήκει στην ίδια γενιά με τη συγγραφέα και που ενηλικιώθηκε στα χρόνια της απομάγευσης και του απόλυτου ατομικισμού, σε γενιές επιφυλακτικές αν όχι αλλεργικές απέναντι σε όλων των μορφών τις συλλογικότητες, ενδεχομένως δύσκολα θα ταυτιζόταν με το περιεχόμενο του βιβλίου. Έχω την αίσθηση ωστόσο, έχοντας «σπουδάσει» την εποχή της Τρουλλινού όχι μόνο βιβλιογραφικά αλλά και βιωματικά μέσα από όρθιους ανθρώπους αυτής της γενιάς, ότι κάπου στο βάθος συναντιέται με το δικό μας παρόν. Αν υπάρχει ένα κυρίαρχο αίσθημα στο βιβλίο που μου προκαλεί έντονη ταύτιση είναι αυτό το λεπτό, ευγενικό και αδιόρατο αίσθημα πικρίας αλλά και κρυφής υπερηφάνειας που προκύπτει από την οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι οι πεποιθήσεις και οι ιδέες μας είναι εκτός εποχής και ξεπερασμένες καθώς έχει πέσει βαρύς απάνω τους ο υπαρξιακός γδούπος της ιστορίας. Και παράλληλα, από το γεγονός ότι ευτυχώς κάποιοι, όχι λίγοι, επιμένουν «όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους», όπως έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Σας θυμίζω πως συνεχίζει αυτό το ποίημα που νομίζω σχετίζεται κάπως και με την πρόθεση της συγγραφέα: «έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω, πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες». Είναι αυτή λοιπόν η διαρκώς εντεινόμενη τα τελευταία χρόνια (ποιητική ίσως, αλλά ώρες ώρες βαριά μελαγχολική) αίσθηση ότι η εποχή μάς έχει πετάξει εκτός και περισσεύουμε: «Περισσεύω αλλά είμαι εδώ, σε εποχή χιονοστιβάδας, στον αστερισμό της διάψευσης και του κατακερματισμού, να δω τι άλλο θα βγάλει το κουτί της Πανδώρας» (σ. 42) γράφει η συγγραφέας με την κρυφή ελπίδα ότι η πραγματικότητα θα διαψεύσει την απαισιοδοξία.

Αν ο καθένας κουβαλά τη δική του «οδό Σόλωνος» στη μεγάλη διαδρομή της ζωής του ανάμεσα σε φωτεινές λεωφόρους και στενά σοκάκια, το βιβλίο της Τρουλλινού, πέρα από φόρος τιμής στην ταράτσα της Νομικής και τους ανθρώπους της γενιάς της, προσκαλεί τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με τη δική του ζωή, τη δική του «οδό ονείρων», «δρόμους παλιούς που αγάπησε και μίσησε», σε μια ζωή που τελικά «όλα είναι δρόμος», αλλά ενίοτε ένας δρόμος τη χωράει ολόκληρη και τη στοιχειώνει παντοτινά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: