
Ο Απρόθυμος Άγγελος του Αντώνη Μπαλασόπουλου αποτελεί μια κορυφαία ανάπτυξη της διαλεκτικής σκέψης, η οποία πραγματώνεται σε 133 αποσπάσματα (στοχασμούς, αλληγορίες και αφορισμούς) σε 198 σελίδες.
Βέβαια, ο ισχυρισμός ότι κάτι αποτελεί «κορυφαία ανάπτυξη» του οποιουδήποτε πράγματος παραμένει ασαφής και ατεκμηρίωτος, μέχρι να οριστεί με σαφήνεια αυτό το πράγμα, σε ποιο γένος εντάσσεται και πώς διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα είδη του ιδίου γένους. Και ειδικά όταν αυτό το «πράγμα» είναι η διαλεκτική σκέψη, η οποία ιστορικά έχει πολλές εκδοχές. Συναφώς ―και αυτός είναι ο πρωταρχικός στόχος αυτού του κειμένου― για να οριστεί η διαλεκτική του Απρόθυμου Αγγέλου θα πρέπει να αναλυθεί όπως αυτή αναπτύσσεται πρακτικά μέσα στο κείμενο.
Η διαλεκτική μέσα στην ιστορία
Η ιστορία της διαλεκτικής σκέψης είναι μακραίωνη, πολύπλοκη και σύνθετη, και αδύνατον να συνοψιστεί σε ένα μικρό κείμενο. Αν, μάλιστα, μιλά κανείς για τη διαλεκτική ιδωμένη από τη σκοπιά μοντέρνων εκδοχών της διαλεκτικής σκέψης (από τον Χέγκελ και εντεύθεν), τότε η διαλεκτική δεν επιδέχεται φορμαλιστικής τυποποίησης, αφού η ιδέα της τυποποίησης αντιβαίνει στην ίδια την ιστορικότητα της «ουσίας» της διαλεκτικής, η οποία συνίσταται στο συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο όπως αυτό μετασχηματίζεται. Επομένως, για να ορίσει κανείς τη διαλεκτική, θα πρέπει εξ ανάγκης να δει την ιστορία της διαλεκτικής, να διατρέξει όλες τις συγκεκριμένες ιστορικές φάσεις στη διαφορά τους και στην αλληλουχία τους.
Από την άλλη, αν αυτή η ανάγκη μετατρεπόταν σε απόλυτη απαίτηση, θα παρέλυε οποιαδήποτε προσπάθεια συνόψισης της διαλεκτικής σκέψης, και θα απέτρεπε την οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού της διαλεκτικής: θα απέτρεπε τόσο την αναγωγή της σε μια «ουσία» (σε ένα γένος), όσο και τη σχηματική αντιπαραβολή των διαφορετικών ειδών της, έστω για τις ανάγκες μιας βιβλιοπαρουσίασης. Η απόπειρα συνόψισης της διαλεκτικής επιβάλλεται ως αναπόδραστη αναγκαιότητα: πώς αλλιώς θα μπορούσε να αναδειχτεί ο χαρακτήρας της διαλεκτικής όπως αυτή πραγματώνεται στους αφορισμούς του Απρόθυμου Αγγέλου;
Αναφερθήκαμε σε «ουσία» της διαλεκτικής. Πώς θα οριζόταν αυτή η «ουσία»; Παρόλες τις ιστορικές διαφοροποιήσεις, ο Λένιν θα μιλήσει για τη «σωστή έννοια» της διαλεκτικής, γράφοντας ότι «η διαλεκτική με την σωστή έννοια, είναι η μελέτη των αντιφάσεων που ενυπάρχει μέσα στην ίδια την ουσία των πραγμάτων». Και αλλού: «Εν συντομία, η διαλεκτική μπορεί να οριστεί ως η αρχή της ενότητας των αντιθέτων».1 Με άλλα λόγια, η ουσία της διαλεκτικής είναι η μελέτη των αντιφάσεων μέσα στις ίδιες τις ουσίες.
Σημείο αφετηρίας της ιστορίας της διαλεκτικής αποτελεί ο Ηράκλειτος, που πρώτος κατέδειξε την έμφυτη αντιφατικότητα στη φύση, η οποία χωρίζεται στα αντιθετικά της μέρη. Πρόκειται για μια υλιστική εκδοχή της διαλεκτικής, η οποία εντοπίζει την κίνηση και την αντιφατικότητα μέσα στα ίδια τα πράγματα, στη φύση. Έπειτα, σημαντικό σημείο αναφοράς αποτελεί η σωκρατική διαλεκτική μέθοδος, καθώς επίσης και η αναφορά του Πλάτωνα στην αλληλοσύνδεση των ιδεών (την «κοινωνία» των ιδεών), που αποτελεί την πρώτη σημαντική απόπειρα οργάνωσης της διαλεκτικής στην ιδεαλιστική της εκδοχή.
Από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία φτάνουμε στη μοντέρνα φιλοσοφία του Χέγκελ, στην οποία οφείλουμε να σταθούμε, καθότι εδώ τίθενται οι βάσεις της συστηματικής σύγχρονης διαλεκτικής, και της καθοριστικής σημασίας της άρνησης, η οποία επιδρά στον Απρόθυμο Άγγελο. Για τον Χέγκελ, η άρνηση είναι απαραίτητη στιγμή της διαλεκτικής. Η άρνηση δεν είναι απλά μια εναντίωση (Widerspruch) ή διαφορά, αλλά είναι προσδιορισμένη άρνηση που καταδεικνύει την αντίφαση. Η άρνηση είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διάνοια: κινεί την διάνοια, κινεί την κατανόηση (Vernunft). Χωρίς άρνηση δεν μπορεί να υπάρξει κατανόηση.
Η κατανόηση είναι άρνηση επειδή το έργο της κατανόησης είναι αρνητικό, ήτοι: προσδιορίζει αντιθέσεις, κάνει διακρίσεις, και κινεί τη διαλεκτική. Όταν λέμε «κινεί τη διαλεκτική», εννοούμε ότι κινεί την ίδια την εμπειρία2 και κινεί την ίδια τη μόρφωση της συνείδησης.3 Η συνείδηση μορφώνεται σταδιακά, και αποκτά, μέσω της γνώσης, την ελευθερία της. Η άρνηση αποδεικνύεται απαραίτητη για τη μόρφωση (Bildung).
Συνεπώς, η μόρφωση και η αυτοσυνείδηση δεν μπορούν να είναι αποτέλεσμα μιας άμεσης «ουδέτερης» εποπτείας. Η μόρφωση είναι «η εργώδης έξοδος από την αμεσότητα του υποστασιακού βίου, για να προσλάβει το διανόημα του Πράγματος στη συγκεκριμένη πλούσια πληρότητα σύμφωνα με προσδιοριστικότητες».4 Με άλλα λόγια, είναι μέσω των διαδοχικών προσδιοριστικών αρνήσεων που αποκτά η διανόηση καλύτερη σύλληψη του πράγματος (του κόσμου). Χωρίς την ανάπτυξη και τη μορφοποίηση που μας παρέχει η άρνηση, αυτό που συλλαμβάνει άμεσα και απροσδιόριστα η συνείδηση στερείται εντελούς πραγματικότητας.5 Οι διαδοχικές διαμεσολαβήσεις κινούν τη διαδικασία προοδευτικά, από την αφηρημένη σύλληψη στην συγκεκριμένη γνώση.
Παρόλα αυτά, και αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, η διαλεκτική κίνηση, για τον Χέγκελ, δεν επιτελείται μόνο από την προσδιορισμένη άρνηση, αλλά από τον έλλογο αναστοχασμό (Reflexion), ο οποίος αίρει την αντίθεση και παράγει μια νέα απλότητα. Αυτή η αναστοχαστική στιγμή είναι κορυφαία για την ενεργό πραγματικότητα του λόγου στον Χέγκελ. Είναι μια στιγμή η οποία δεν βάζει κατά μέρος την αντίθεση ούτε την εγκαταλείπει, αλλά «συμφιλιώνεται μαζί της».6
Όταν μιλάμε για τη διαλεκτική στον Χέγκελ, βέβαια, μιλάμε για μια ιδεαλιστική εκδοχή της διαλεκτικής. Αυτό όμως δεν σημαίνει, όπως συχνά εικάζεται, ότι ο Χέγκελ πιστεύει ότι το μόνο που υπάρχει είναι η συνείδηση και δεν υπάρχει εκεί έξω πραγματικός κόσμος (ή ότι προτείνει κάποιον οντολογικό δυισμό, όπου συνείδηση και πραγματικότητα είναι δύο ξεχωριστά βασίλεια). Αλλά σημαίνει ότι η συνείδηση περιέχει εντός της πάντα το κριτήριο με το οποίο συλλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της ιδέας που έχει για ένα αντικείμενο και το ίδιο το αντικείμενο, και ότι όταν η συνείδηση διαπιστώνει ότι η γνώση που έχει για ένα αντικείμενο δεν συμφωνεί με το αντικείμενο, μεταβάλλεται τόσο η ιδέα όσο και το ίδιο το αντικείμενο.7
Στον Μαρξ, αυτό που αλλάζει είναι ότι η διαλεκτική εφαρμόζεται σε ένα υλιστικό υπόβαθρο όπου η διαλεκτική διαδικασία, οι διαδοχικές προσδιορισμένες αρνήσεις και μετασχηματισμοί, αφορούν υπαρκτούς κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς σχηματισμούς, και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόοδος επιτυγχάνεται όταν αντιληφθεί το υποκείμενο ότι οι αντιφάσεις δεν αποτελούν σύγκρουση δύο διαφορετικών, ανεξάρτητων και άσχετων μεταξύ τους υποστάσεων, αλλά όταν η αντίφαση εντοπιστεί εγγενώς μέσα στο ίδιο το πράγμα ή/και σχηματισμό. Ας περάσουμε τώρα στη διαλεκτική του Βάλτερ Μπένγιαμιν και από αυτήν στον Απρόθυμο Άγγελο.
Η διαλεκτική στον Άγγελο της Ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η συστηματική διαλεκτική του Χέγκελ (και του Μαρξ) επιδρά στον Απρόθυμο Άγγελο. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι στον Απρόθυμο Άγγελο βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με την ίδια διαλεκτική σκέψη όπως στον Χέγκελ και στον Μαρξ. Η διαλεκτική των τελευταίων αφορούσε προγραμματικά έργα με σύστημα, φιλοσοφικές και πολιτικοοικονομικές πραγματείες με ξεκάθαρο σκοπό, οργάνωση, αλληλουχία, θεματική συνάφεια, ανάπτυξη, και τέλος.
Στον Απρόθυμο Άγγελο, όμως, σε αντίθεση με την συστηματική διαλεκτική των Χέγκελ και Μαρξ, αντικρίζουμε θραυσματικότητα και μεικτότητα λόγου, ύφους, και θεμάτων. Πιο κοντά, θα μπορούσε να πει κανείς, σε ένα νιτσεϊκό, αντι-διαλεκτικό έργο. Ο λόγος είναι συμπυκνωμένος, αλλά όχι πάντα στον ίδιο βαθμό. Αλλά είναι και θραυσμένος. Ο Απρόθυμος Άγγελος αποτελείται από μικτά είδη και μορφές λόγου: από στοχασμούς, αλληγορίες, και αφορισμούς. Και καλύπτει ένα εύρος φαινομενικά ετερόκλητων θεμάτων: ιστορικά γεγονότα, λογοτεχνικά έργα, εργασιακές σχέσεις, πολιτική οικονομία, ζητήματα εξέγερσης, τη βιομηχανική επανάσταση, ανθρώπινες σχέσεις (π.χ. τη φιλία), μορφές βίας, λογοκρισία, ηθική, οντολογία (τι είναι η πραγματικότητα, τι είναι ο ρεαλισμός), γνωσιολογικά ζητήματα, κ.ο.κ. Επομένως, η δομή διαφοροποιεί τη διαλεκτική του Απρόθυμου Αγγέλου από τη σύγχρονη συστηματική διαλεκτική.
Εκτός όμως από την θραυσματικότητα και πολυμορφία υπάρχει και η διάσταση της σκοτεινότητας, που εγείρεται ήδη από τον τίτλο στο εξώφυλλο και συνοδεύει τις σελίδες σαν μαύρο σύννεφο, αφού ο υπότιτλος του βιβλίου είναι: «Στοχασμοί, Αλληγορίες και Αφορισμοί για Σκοτεινούς Καιρούς». Μια σκοτεινότητα, η οποία διαφοροποιείται από τον έλλογο οπτιμισμό της συστηματικής διαλεκτικής του Χέγκελ και του Μαρξ.
Η σκοτεινότητα μοιραία «αναδιπλασιάζεται» από την υπόρρητη (και κάποιες φορές ρητή) παραπομπή στον «Άγγελο της Ιστορίας» του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που σαν σκιά πλαισιώνει τον Απρόθυμο Άγγελο του Αντώνη Μπαλασόπουλου. Αναφερόμαστε στον «Άγγελο της Ιστορίας» από την Ένατη Θέση του για την Ιστορία της Φιλοσοφίας, που είναι ένας στοχασμός πάνω στον πίνακα του Πάουλ Κλέε, Angelus Novus. Γράφει ο Μπένγιαμιν:
Υπάρχει ένας πίνακας του Klee με το όνομα Angelυs Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει να θέλει ν’ απομακρυνθεί από το σημείο όπου στέκεται ακίνητος. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά, το στόμα του επίσης, και οι φτερούγες του απλωμένες. Αυτήν τη μορφή θα πρέπει αναγκαστικά να έχει ο άγγελος της ιστορίας. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Εκεί όπου εμείς βλέπουμε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία και μοναδική καταστροφή, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων ρίχνοντάς τα στα πόδια του. Θα ήθελε να παραμείνει για λίγο, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συγκεντρώσει τους ηττημένους. Αλλά μια θύελλα φυσάει από τον παράδεισο και πιάνεται στα φτερά του, τόσο δυνατή που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η θύελλα αυτή τον ωθεί αδιάκοπα προς το μέλλον στο οποίο στρέφει την πλάτη του, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Η θύελλα είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο.
Η αντιπαραβολή της διαλεκτικής στον «Αγγέλου της Ιστορίας» του Β. Μπένγιαμιν με τη διαλεκτική στον Απρόθυμο Άγγελο του Α. Μπαλασόπουλου, θα μας βοηθούσε να κατανοήσουμε τη δεύτερη, ειδικά ως προς την «σκοτεινότητά» της.
Ας αρχίσουμε από το θεολογικό/μεσσιανικό στοιχείο. Αυτός που ήρθε να εξιστορήσει δεν είναι ένας επιστήμονας της ιστορίας, αλλά ένας άγγελος. Οι άγγελοι είναι (1) αγγελιαφόροι, (2) είναι προστάτες και φορείς ελπίδας για απολύτρωση, και (3) κινούνται μεταξύ του υπερβατικού και του εμμενούς.
Στον «Άγγελο της Ιστορίας» η λειτουργία της αγγελιαφορίας και της προστασίας αλληλοεπικαλύπτονται, αφού έχουν το ίδιο αντικείμενο και πραγματώνονται μέσα από την ίδια ακριβώς πράξη: ο Άγγελος της Ιστορίας ήρθε να προστατεύσει την ίδια την Ιστορία, εξιστορώντας την (αναγγέλλοντάς την). Η ιστορία προστατεύεται από τη λήθη μέσω της εξιστόρησης. Και η ελπίδα για λύτρωση: ενυπάρχει στην προέλευση και στην ουσία του Αγγέλου: ο Άγγελος έρχεται από τον παράδεισο, σπρώχνεται από τον παράδεισο.
Σε ό,τι αφορά την μεσολάβησή του στο εμμενές και στο υπερβατικό: αυτά τα δύο «βασίλεια» αλληλοπεριχωρούνται στην υπόσταση του Αγγέλου. Τα δύο βασίλεια συμπλέκονται και μέσα στην κίνηση του Αγγέλου, αφού η κινητήριος δύναμη που σπρώχνει τον Άγγελο της Ιστορίας μέσα στην Ιστορία, είναι ο άνεμος από τον παράδεισο. Ένας άνεμος που κινητοποιεί την ιστορία που θα εξιστορήσει ο Άγγελος.
Πώς, όμως, θα μπορούσε η κίνηση του Αγγέλου της Ιστορίας να επιφέρει τη λύτρωση μέσα στην ιστορία; Από τη μια, ο άνεμος του Παραδείσου, η «θύελλα της προόδου», σπρώχνει μεν τον Άγγελο προς το μέλλον. Αυτή η πτυχή φέρει την ελπίδα της απολύτρωσης. Από την άλλη, όμως, το βλέμμα του Αγγέλου βλέπει μόνο πίσω στο παρελθόν, και σωρεύει μόνο καταστροφή και ερείπια.8
Έχουμε λοιπόν μια αντίφαση: η προοδευτική κίνηση προς το μέλλον σωρεύει καταστροφή στο παρελθόν, που μόνο αυτή βλέπουμε και εξιστορούμε. Γιατί ο Άγγελος βλέπει και εξιστορεί μόνο την ήττα στην ιστορία; Τι είδους πρόοδο μπορεί να επιφέρει μια τέτοια σκοτεινή εξιστόρηση, ένα τέτοιο συντριπτικά αρνητικό βλέμμα;
Εδώ, μας βοηθάει ο ίδιος ο Μπένγιαμιν. Αυτό το ιστορικό βλέμμα, μας λέει ο Μπένγιαμιν στην Έβδομη Θέση για την Ιστορία, αντιδιαστέλλεται με το βλέμμα του «αποστασιοποιημένου», του «ουδέτερου» ιστορικού, που στην προσπάθειά του δήθεν να «ξαναζήσει» μια εποχή αυθεντικά έτσι ώστε να τη διηγηθεί ως έγινε,9 βγάζοντας από το μυαλό του όλα όσα γνωρίζει από τη μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας, απλά ταυτίζεται με τον κυρίαρχο, με αυτόν που ήδη έχει θριαμβεύσει ως νικητής, που ήδη έχει κυριαρχήσει πάνω στους υποταγμένους και που έχει ήδη γράψει την ιστορία. Αυτή η υποτιθέμενη «αποστασιοποιημένη» και ουδέτερη εξιστόρηση δεν δίνει καμία ελπίδα απολύτρωσης στους ηττημένους της ιστορίας, στους υποταγμένους, αφού δεν λέει καν την ιστορία τους. Επομένως, αν είναι να διηγηθεί κανείς την ιστορία του υποταγμένου, αυτού που χρειάζεται την λύτρωση από την υποταγή, αυτή θα είναι αναπόφευκτα μια ιστορία ηττών, μια ιστορία ερειπίων.
Σε κάθε περίπτωση, στη διαλεκτική του Αγγέλου της Ιστορίας, πρόοδος δεν σημαίνει αίρω τις αντιφάσεις, αίρω την καταστροφή, αλλά διηγούμαι τις αντιφάσεις, διηγούμαι αυτά που ως κατεστραμμένα έμειναν πίσω. Επικρατεί λοιπόν η άρνηση έναντι της όποιας θετικής απόβλεψης ή μελλοντικής άρσης των αντιφάσεων, αφού ο Άγγελος έχει γυρισμένη την πλάτη στο μέλλον και δεν μπορεί –θέσει– να αποβλέψει το μέλλον. Συναφώς, η διαλεκτική στον «Άγγελο της Ιστορίας» είναι κάποιου τύπου αρνητική διαλεκτική, όπου η άρνηση (η καταστροφή και η ερείπωση) δεν αίρεται, αλλά σωρεύεται.
Ο στοχασμός του Μπρεχτ θυμίζει την «Ιστορία του Είναι» που εξιστορεί ο Χάιντεγκερ, που ―όπως εύστοχα κατέδειξε ο Ρόμπερτ Μπερνασκόνι―10 είναι σαν αντεστραμμένη Ιστορία του Πνεύματος του Χέγκελ: η «Ιστορία του Είναι» για τον Χάιντεγκερ είναι η ιστορία της πτωτικής περιδίνησης, της σώρευσης της λήθης, και της πλήρους εγκατάλειψης. Και αυτή η διαρκής σώρευση της εγκατάλειψης, εγείρει ολοένα και πιο έντονα την ανάγκη για θεϊκή παρέμβαση, ως τη μοναδική λυτρωτική δυνατότητα όπου «μόνον ένας θεός μπορεί πλέον να μας σώσει».11
Εν κατακλείδι, στον «Άγγελο της Ιστορίας» του Μπένγιαμιν, όπου τίποτα δεν τίθεται καταφατικά αλλά μόνο αποφατικά, η διαλεκτική φέρει μια «ασθενή μεσσιανική δύναμη» η οποία αντλείται από την άρνηση. Η διαλεκτική φαίνεται να λειτουργεί σαν κάποιου τύπου αποφατικής θεολογίας, όπου η διαλεκτική κίνηση κινητοποιείται μέσα από την απουσία του Μεσσία, μέσα από την περιγραφή του τι έγινε ενόσω ο θεός απουσίαζε, ενόσω ο θεός εξέλειπε και σωρευόταν η ερείπωση και η καταστροφή, η οποία είναι μια άρνηση που διατηρεί εντός της το ίχνος του Μεσσία, ως υπόσχεση λύτρωσης, και άρα ως δύναμη.
Σε αυτή τη «σκοτεινή διαλεκτική» παραπέμπει ο Απρόθυμος Άγγελος, με αυτή την διαλεκτική διαλέγεται. Ας περάσουμε τώρα στον Απρόθυμο Άγγελο.
Η διαλεκτική στον Απρόθυμο Άγγελο
Διαφοροποιείται η διαλεκτική στον Απρόθυμο Άγγελο από τη διαλεκτική στον «Άγγελο της Ιστορίας»; Πώς σχετίζεται με τη συστηματική διαλεκτική των Χέγκελ και Μαρξ; Πρόκειται για ερωτήματα που για να απαντηθούν πρέπει να στοχαστούμε πάνω στη διαλεκτική του Απρόθυμου Αγγέλου.
Στο Πρελούδιο του Απρόθυμου Αγγέλου διαβάζουμε:
Όταν τα νέα ήταν καλά, οι άγγελοι στριμώχνονταν, σκουντώντας ο ένας τον άλλο με τις μεγάλες λευκές φτερούγες τους, σαν τα πουλιά που μάλωναν για την τροφή, ποιος θα τα πρωτομεταφέρει. Μα όταν τα νέα άλλαξαν κι έγιναν άσχημα, πέταξαν όλοι μακριά κρύβοντας στα φτερά τα πρόσωπά τους. Ένας μονάχα έμεινε, που είχε μικρά φτερά και δεν πρόφταινε ποτέ να πάρει πρώτος τα καλά νέα. Του δόθηκαν τα άσχημα και, γνωρίζοντας την υποδοχή που επιφύλασσαν οι άνθρωποι σε τέτοιους αγγέλους, βάλθηκε να μελετάει νέες γλώσσες. Γιατί τα άσχημα νέα ήταν πολλά κι ο απρόθυμος άγγελος ήθελε να επιστρέψει ολόκληρος, χωρίς σκισμένα τα μικρά του φτερά, εκεί από όπου ήρθε. Κι έλεγε κάποια νέα έτσι και κάποια αλλιώς, κάποια για να καταλάβουν μερικοί, κάποια για να καταλάβουν άλλοι, κάποιοι αμέσως και κάποιοι αργότερα. Γιατί ο απρόθυμος άγγελος ήταν σοφός, κι ένα μόνο δεν ήξερε: ποιος τον είχε στείλει.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η «σκοτεινή διαλεκτική» του Απρόθυμου Αγγέλου φέρει και αυτή μια «ασθενή μεσσιανική δύναμη», αφού ο αφηγητής είναι άγγελος. Ο Απρόθυμος Άγγελος είναι και αυτός, μέσα στη σκοτεινότητα των καιρών, ένας διαμεσολαβητής του εμμενούς και του υπερβατικού, και φορέας ελπίδας για απολύτρωση. Η μεσσιανική δύναμη στον Απρόθυμο Άγγελο, όμως, αν υπάρχει, είναι σίγουρα ασθενέστερη από αυτήν του «Αγγέλου της Ιστορίας» (όπως ελπίζω να διαφανεί από την ανάλυση που ακολουθεί).
Πιο συγκεκριμένα, μαθαίνουμε ότι ο Απρόθυμος Άγγελος που εξιστορεί: (α) έχει μείνει μόνος να μεταφέρει μόνο πολλά αρνητικά νέα, (β) έχει μικρά φτερά, (γ) θα μας πει τα νέα σε πολλές γλώσσες που έμαθε, και όχι σε μια ενιαία γλώσσα (και αυτό θα το κάνει έτσι ώστε να σωθεί το μήνυμά του), και (δ) δεν ξέρει ποιος τον έχει στείλει. Τι μπορούμε να συμπεράνουμε για τη διαλεκτική του Απρόθυμου Αγγέλου με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά;
Με βάση το πρώτο χαρακτηριστικό, συμπεραίνουμε ότι ο Απρόθυμος Άγγελος, όντας αγγελιαφόρος άσχημων νέων, είναι φορέας της άρνησης. Εδώ εντοπίζεται λοιπόν το «ουσιώδες» χαρακτηριστικό της διαλεκτικής των Χέγκελ και Μαρξ, όπου η προσδιορισμένη άρνηση είναι το όχημα της διανόησης για καλύτερη σύλληψη του πράγματος. Συναφώς, αυτό αποκτά σάρκα και οστά μέσα σε κάθε στοχασμό στον Απρόθυμο Άγγελο: ο κάθε στοχασμός περιέχει τουλάχιστον μια τέτοια κύρια άρνηση/αντίφαση, αποτελώντας μια «μελέτη των αντιφάσεων που ενυπάρχει μέσα στην ίδια την ουσία των πραγμάτων» που ο στοχασμός εξετάζει.
Σχετικά με το δεύτερο χαρακτηριστικό, τα μικρά φτερά του Αγγέλου: τα μικρά φτερά δείχνουν ότι η κίνηση θα επιτελεστεί με πολλά μικρά φτερουγίσματα, όπου το κάθε φτερούγισμα θα διανύει μικρή, συγκεκριμένη, απόσταση. Αυτή η κίνηση παραπέμπει σε αυτό που ο Χέγκελ περιγράφει ως την «εργώδη έξοδο από την αμεσότητα του υποστασιακού βίου, για να προσλάβει το διανόημα του Πράγματος στη συγκεκριμένη πλούσια πληρότητα σύμφωνα με προσδιοριστικότητες». Ο κάθε στοχασμός στον Απρόθυμο Άγγελο είναι σαν μικρό φτερούγισμα που διανύει μια μικρή πτυχή της ιστορίας, εκκινώντας την εγγενή συγκεκριμένη
αντίφαση.
Αναγκαστικά, το διαλεκτικό φτερούγισμα είναι μικρό και συγκεκριμένο, και αυτό εξηγεί και γιατί ο Απρόθυμος Άγγελος καταπιάνεται με τόσο ευρεία θεματολογία, από τα φιλοσοφικά και θεωρητικά ζητήματα στα πρακτικά, μέχρι και στα φαινομενικά ασήμαντα ζητήματα της καθημερινότητας. Επειδή, αν (όπως στη συστηματική διαλεκτική) η αλήθεια είναι το όλον, τότε δεν θα μπορούσε ο Άγγελος να αγνοήσει αρνήσεις που αφορούν μικρά κι «ασήμαντα» ζητήματα που συνθέτουν την κοινωνική ιστορική συγκυρία.
Επιπλέον, τα μικρά φτερουγίσματα, οι πολλοί μικροί στοχασμοί, επιβεβαιώνουν την προτεραιοποίηση της συγκεκριμένης αντίφασης έναντι της καθολικής αντίφασης: η καθολικότητα εδράζεται στο συγκεκριμένο, όπως αυτό εκφράζεται μέσα στις ιστορικά συγκεκριμένες σχέσεις. Όπως καμιά διαλεκτική κίνηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αφηρημένα ή γενικά και αόριστα, έτσι κανένα «διαλεκτικό πέταγμα» δεν μπορεί να γίνει χωρίς το κοπιαστικό έργο του μικρού φτερουγίσματος· κανένα διαλεκτικό πέταγμα δεν μπορεί να γίνει με την αδράνεια ανοιχτών φτερών που ωθούνται από τις ριπές του ανέμου ή με μεγάλα φτερουγίσματα όπου το κάθε φτερούγισμα διανύει μεμιάς μεγάλες αποστάσεις. Εδώ, η πτήση του Απρόθυμου Αγγέλου διαφοροποιείται από την πτήση του «Αγγέλου της Ιστορίας» του Μπένγιαμιν, ο οποίος ωθείται από τη θύελλα και όχι από κοπιώδη φτερουγίσματα.
Ας περάσουμε στο τέταρτο χαρακτηριστικό, πριν μιλήσουμε για το τρίτο. Το τέταρτο χαρακτηριστικό αφορά το γεγονός ότι ο Απρόθυμος Άγγελος δεν ξέρει ποιος τον έστειλε. Αυτή την άγνοια αποστολής μπορούμε να την ερμηνεύσουμε με πλαίσιο ορισμένες (παρ)ερμηνείες της μοντέρνας συστηματικής διαλεκτικής, οι οποίες αποδίδουν στη διαλεκτική μια εξωγενώς επιβεβλημένη νομοτέλεια, όπου η συνείδηση φέρεται με βεβαιότητα να ξέρει από πριν το τέλος της ιστορίας, και με αυτό το τέλος κατά νου προγραμματικά κι αυθαίρετα προβάλλει τη διαλεκτική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με αυτή την (παρ)ερμηνεία, η κάθε συγκεκριμένη αντίφαση δεν προκύπτει αβίαστα και εμμενώς, δεν ενυπάρχει μέσα στα ίδια τα συγκεκριμένα πράγματα και σύμφωνα με τα πραγματικά χαρακτηριστικά της κάθε σχέσης, αλλά επιβάλλεται έξωθεν/άνωθεν. Έτσι, σύμφωνα με αυτές τις (παρ)ερμηνείες, όταν ο Χέγκελ ξεκινά να γράφει τη Φαινομενολογία του Πνεύματος, γράφει ήδη από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας, προβάλλοντας αναδρομικά ένα κλειστό σύστημα με προκαθορισμένο τέλος, το οποίο απαρτίζεται από αντιφάσεις και άρσεις που δεν υπάρχουν στις συγκεκριμένες ιστορικές σχέσεις παρά μόνο στο υποκείμενο που κάνει την εξιστόρηση.
Η αναφορά του Απρόθυμου Αγγέλου στην άγνοια ως προς το ποιος τον έχει στείλει σηματοδοτεί την άγνοια και απουσία εξωγενούς (λογικής ή ιστορικής) αρχής. Ως προς αυτό, ο Απρόθυμος Άγγελος διαφοροποιείται από τον «Άγγελο της Ιστορίας» του Μπένγιαμιν, αφού ο δεύτερος γνωρίζει από πού προέρχεται η θύελλα που τον σπρώχνει: από τον Παράδεισο.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, παρόλο που ο Απρόθυμος Άγγελος δηλώνει άγνοια αρχής, εκκινεί ωστόσο από ένα μη ουδέτερο σημείο, από κάποιου τύπου τέλος, που του επιβάλλει τη μεταφορά αποκλειστικά άσχημων νέων, εξιστορώντας την ιστορία των ηττημένων. Γνωρίζει δηλαδή ήδη ποιοι είναι οι ηττημένοι και ποιοι οι νικητές. Τόσο ο «Άγγελος της Ιστορίας» όσο και ο Απρόθυμος Άγγελος
εξιστορούν από μια «μη ουδέτερη» ή «μη αποστασιοποιημένη» θέση, από κάποιο προκεχωρημένο σημείο της ιστορίας που τους επιτρέπει να γνωρίζουν τι ακολούθησε την κάθε ιστορική φάση, και ποιος ηττήθηκε. Και θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: πώς γίνεται, από τη μια ο Απρόθυμος Άγγελος να μην γνωρίζει ποιος τον έστειλε, αποποιούμενος το γνωσιολογικό στάτους της αρχής και του τέλους, και από την άλλη να εξιστορεί από τη σκοπιά του ηττημένου και του υποταγμένου; Η σκοπιά του ηττημένου δεν προϋποθέτει κάποια γνώση τέλους, κάποια εσχατιά; Και δεν αποτελεί αυτό μια επιτελεστική αντίφαση; Για να απαντηθεί αυτή η ένσταση, πρέπει να προβούμε σε κάποιες διακρίσεις.
Το ζήτημα δεν είναι αν ο άγγελος καταλαμβάνει κάποια ιστορικά προκεχωρημένη θέση η οποία λειτουργεί ως κάποιου είδους τέλος ως ιστορικό αποτέλεσμα, που του επιτρέπει να εκκινήσει την εξιστόρηση του παρελθόντος με συγκεκριμένο τρόπο. Επειδή η ιστορία εξαρτάται από τον χρόνο, και ο χρόνος έχει βέλος μη αντιστρέψιμη κατεύθυνση, οποιαδήποτε εξιστόρηση αναγκαστικά προϋποθέτει την δική της θέση εκκίνησης ως τέλος. Η επίμαχη διάκριση είναι αν αυτό το τέλος θεωρείται και ως απόλυτο τέλος της ιστορίας χωρίς (διαφορετικό) μέλλον, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του Απρόθυμου Αγγέλου.
Το γεγονός ότι ο άγγελος διακρίνει από το ιστορικό σημείο θέασής του «νικητές και ηττημένους», και συμπαρατάσσεται με τους δεύτερους, από μόνο του δεν σημαίνει ότι επιβάλλει στην ιστορία ένα κλειστό σύστημα, μια νομοτέλεια με προκαθορισμένο τέλος. Το επίμαχο ζήτημα είναι αν η εξιστόρηση αυθαίρετα προβάλλει στην εκάστοτε περιγραφόμενη ιστορική συγκυρία, χαρακτηριστικά που δεν ήταν εγγενή στη βιωμένη εμπειρία, αναιρώντας πλήρως την ιστορική και υποκειμενική διαφορά μεταξύ της ιστορικά προκεχωρημένης συνείδησης του Απρόθυμου Αγγέλου και της ιστορικής συγκυρίας που αφηγείται.
Για παράδειγμα, ζήτημα είναι αν η εξιστόρηση προβάλλει, μέσω της ενθύμησης, σε μια ιστορική συγκυρία χαρακτηριστικά που δεν ήταν εκεί στη δεδομένη και βιωμένη φάση, αλλά που πραγματώθηκαν σε μεταγενέστερη φάση.[12]
Σε τέτοια περίπτωση, όντως θα είχαμε μπροστά μας ένα ολοκληρωτικό διαλεκτικό σύστημα που εξωγενώς επιβάλλει γραμμική νομοτέλεια στην εμπειρία. Άρα, το ζήτημα είναι αν ο Άγγελος δημιουργεί, μέσω της εξιστόρησής του, μια αποπνικτική γραμμικότητα, όπου το τέλος λειτουργεί ήδη ως μέρος του παρελθόντος υπό τη μορφή απόλυτου και αδιαφιλονίκητου νοήματος της εμπειρίας. Σε τέτοια περίπτωση, θα κατέρρεε η διάκριση μεταξύ της αναδρομικής αφήγησης μέσω της ενθύμησης, (όπου η ενθύμηση (ανα)συγκροτεί τη διαλεκτική εμπειρία ως παρελθόν με ήδη συντελεσμένο μέλλον), και της βιωμένης διαλεκτικής εμπειρίας (όπου η κίνηση συγκροτείται με το μέλλον να βιώνεται ως ανοικτή δυνατότητα, ως μη συντελεσμένη). Αυτή η διάκριση διατηρείται στη διαλεκτική του Απρόθυμου Αγγέλου. Αυτό τεκμηριώνεται και μέσα από το τρίτο χαρακτηριστικό, στο οποίο θα περάσουμε τώρα (ότι ο λόγος του Απρόθυμου Αγγέλου είναι σε πολλές γλώσσες).
Ας περάσουμε λοιπόν στο τρίτο χαρακτηριστικό: ο λόγος του Απρόθυμου Αγγέλου θα είναι σε πολλές γλώσσες, όπου κανένας δεν θα μπορεί να καταλάβει όλες τις γλώσσες, διότι αν τις καταλάβει θα επιτεθεί στον Άγγελο. Εδώ προκύπτουν δύο αλληλένδετα ζητήματα: το πρώτο είναι το ζήτημα της γραμμικότητας της ιστορίας· το δεύτερο είναι το ζήτημα της θυσίας και του φόβου θανάτου.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της γραμμικότητας της ιστορίας: ο Απρόθυμος Άγγελος αφηγείται σε διάφορες γλώσσες, θραυσματικά, επειδή η ιστορία των ηττημένων που αφηγείται είναι μια θραυσματική ιστορία, είναι μια καταπιεσμένη και μόνο έμμεσα καταγεγραμμένη ιστορία, η οποία στερείται αυτό που ακριβώς έχει η ιστοριογραφία των νικητών: τη γραμμικότητα στην καταγραφή των θέσεων (π.χ., οι θέσεις τους περνάνε μέσω αστυνομικών ανακρίσεων ή μέσω κειμένων που πρέπει να διαβάσεις ανάμεσα από τις λέξεις).13
Σε ό,τι αφορά το ότι η κατανόηση όλων των γλωσσών θα ωθήσει σε επίθεση κατά του αγγέλου, και ο άγγελος, από ανάγκη αυτοσυντήρησης, μιλάει σε διαφορετικές γλώσσες, εδώ προκύπτουν διάφορα ζητήματα. Το πρώτο που τεκμαίρεται από το γεγονός ότι τα πολλά άσχημα νέα θα ωθήσουν κάποιους να επιτεθούν στον άγγελο, είναι ότι το «μέγεθος» της εμπειρίας είναι περισσότερο από όσο μπορούν να αντέξουν κάποιοι. Αυτό το φαινόμενο περιγράφεται για πρώτη φορά στην ιστορία της διαλεκτικής από τον Πλάτωνα στην «Αλληγορία του Σπηλαίου» (στην Πολιτεία), όπου ο άνθρωπος που θα καταφέρει να ανέβει και να βγει έξω από το Σπήλαιο και να αντικρίσει την Αλήθεια, την ιδέα του Αγαθού, όταν επιχειρήσει να κατέβει πίσω ως Σοφός πλέον, για να μεταφέρει στους άλλους την Αλήθεια, οι άλλοι (οι δεσμώτες) θα του επιτεθούν. Και ακριβώς αυτή ήταν η μοίρα του Σωκράτη, ο οποίος υποχρεώθηκε να πιεί το κώνειο.
Εδώ ο Απρόθυμος Άγγελος φαίνεται επίσης να υιοθετεί τη νιτσεϊκή διαπίστωση (του Ζαρατούστρα), ότι ο άνθρωπος είναι ένας οργανισμός που αποδέχεται μόνο όση αλήθεια μπορεί να αντέξει χωρίς να πεθάνει, μόνο όση αλήθεια μπορεί να μεταβολιστεί από τον οργανισμό του. Ο άνθρωπος μπορεί να δεχτεί όσα αρνητικά νέα μπορεί να αντέξει, αλλιώς επιτίθεται. Η ανάγκη της επιβίωσης διέπει τόσο τους αποδέχτες των αρνητικών μηνυμάτων του αγγέλου, όσο και τον ίδιο τον άγγελο, ο οποίος επιλέγει να μιλήσει διάφορες γλώσσες, έτσι ώστε να προστατευτεί. Άρα η επιβίωση φαίνεται να είναι ένα αδιαπραγμάτευτο μέλημα του Απρόθυμου Αγγέλου.
Αυτό το μέλημα όμως δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα της νιτσεϊκής αντι-διαλεκτικής, αλλά ενυπάρχει και στη συστηματική διαλεκτική: στη διαλεκτική του Δούλου και του Αφέντη στη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ, είναι ο Δούλος που φοβάται τον θάνατο, και αυτός ο φόβος είναι κλειδί για την διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης, και είναι κίνητρο για τον μετασχηματισμό. Ο Δούλος εσωτερικεύει το δίλημμα «μετασχηματισμός ή θάνατος» και ο Δούλος—ως μορφή συνείδησης—μετασχηματίζεται.
Ας σταθούμε στη σχέση του αγγέλου με τον θάνατο, επειδή άπτεται σημαντικών ερμηνευτικών ζητημάτων που ήδη θίξαμε. Ο Απρόθυμος Άγγελος είναι ένα συγκροτημένο βλέμμα, μια συγκροτημένη συνείδηση. Ως συγκροτημένη συνείδηση, φέρει μέσα του ένα επιστημολογικό κριτήριο που του επιτρέπει να διακρίνει τις αντιφάσεις μέσα στη δική του εμπειρία. Μέσω αυτού του κριτηρίου μπορεί να διακρίνει την ασυμφωνία μεταξύ της ιδέας που έχει για ένα αντικείμενο, και το ίδιο το αντικείμενο. Όταν η συνείδηση διαπιστώσει ότι η γνώση που έχει για ένα αντικείμενο δεν συμφωνεί με το αντικείμενο, μεταβάλλεται τόσο η ιδέα όσο και το ίδιο το αντικείμενο. Όμως, όπως υποδεικνύει ο Χέγκελ, «όταν το προς κρίσιν δεν περνά τον έλεγχο, μεταβάλλεται [και] το κριτήριο του ελέγχου». Με άλλα λόγια, μετασχηματίζεται η ίδια η (μορφή) συνείδησης. Αυτός ο μετασχηματισμός, αυτή η άρση (Aufhebung), διατηρεί μια διττότητα: αφενός, ο μετασχηματισμός αποτελεί κάποιου τύπου θάνατο/καταστροφή· αφετέρου, αποτελεί κάποιου τύπου επιβίωσης (κάτι σώζεται μέσω της άρσης).
Γιατί ο Απρόθυμος Άγγελος, όμως, να φοβάται τον θάνατο, εάν γνωρίζει ότι ο μετασχηματισμός εξασφαλίζει επιβίωση; Μήπως ο Απρόθυμος Άγγελος δεν ελπίζει σε μετασχηματισμό; Μήπως δεν τον διεκδικεί; Μήπως η σκοτεινότητα των στοχασμών τού περιέχουν απελπισία και παραίτηση; Αυτό το ερώτημα επαναφέρει το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ της ολοκληρωτικής αφήγησης που ισοπεδώνει τις ιστορικές διαφορές μεταξύ της συνείδησης του αφηγητή και της αφηγημένης συνείδησης, και της αφήγησης που μνημονεύει χωρίς να εξισώνει την μνημόνευση-αφήγηση με την εμπειρία που αποτελεί το αντικείμενο της αφήγησης.
Οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ του θανάτου, της ήττας και της καταστροφής, όπως αυτός μνημονεύεται, αποτελώντας μέρος της μνημονευόμενης εμπειρίας, και του θανάτου όπως αυτός περιέχεται στη βιωμένη εμπειρία του αφηγητή. Αυτή είναι μια διάκριση που υφίσταται στη συνείδηση του Απρόθυμου Αγγέλου. Οι «δύο θάνατοι» αποτελούν μέρος της συνείδησης του Αγγέλου, ωστόσο παραμένουν διακριτοί και άνισοι. Κατανοώντας τη διάκριση, κατανοεί κανείς και γιατί η σκοτεινή διαλεκτική του Απρόθυμου Αγγέλου δεν σημαίνει απελπισία και παραίτηση στο σκοτάδι και στον θάνατο.
Ο Απρόθυμος Άγγελος αφηγείται την ιστορία των ηττημένων-καταπιεσμένων. Αφηγείται την καταστροφή τους. Αυτό δεν αποτελεί παραίτηση από την ελπίδα για μετασχηματισμό, αλλά είναι ήδη κάποιας μορφής μετασχηματισμός, όπου ο θάνατος και η καταστροφή μνημονεύονται, κι έτσι διασώζονται στη μνήμη, χωρίς ωστόσο να σφραγίζουν το παρόν και το μέλλον. Η μνημόνευση του θανάτου είναι τεκμήριο μετασχηματισμού, και όχι στυγνή επικράτηση του θανάτου. Στον συλλογισμό L στον Απρόθυμο Άγγελο διαβάζουμε ότι η πρόταση του Μπένγιαμιν ότι «δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας», δεν σημαίνει και το αντίστροφο, ότι «δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο βαρβαρότητας που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο πολιτισμού». Παραφράζοντας τον συλλογισμό, μπορούμε να πούμε ότι «δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο μετασχηματισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο θανάτου», κάτι που δεν σημαίνει και το αντίστροφο, ότι «δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο θανάτου που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο μετασχηματισμού». Ο Απρόθυμος Άγγελος διαφυλάσσει την ανισομέρεια των δύο προτάσεων. Ο θάνατος καθαυτός δεν φέρει μέσα του κανένα μετασχηματισμό, ωστόσο ο μετασχηματισμός στοιχειώνεται από τον θάνατο. Η σκοτεινή διαλεκτική του Απρόθυμου Αγγέλου αποτελεί τόσο τεκμήριο θανάτου όσο και τεκμήριο μετασχηματισμού.
_________________
1.Lenin’s Collected Works, 4th Edition, Mόσχα 1976, τόμ. 38, σσ. 247-268. Retrieved from: https://www.marxists.org/archi...
2. Χέγκελ, Πρόλογοι και Εισαγωγές (μτφρ. Π. Θανασάς). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2021, σ. 73.
3. Ό.π, σ. 21, και σσ. 72-73.
4. Ό.π., σ. 21.
5. Ό.π., σσ. 25-26.
6. Ό.π., σσ. 30-31.
7. Ό.π., σσ. 72-73.
8. Αυτή η διττότητα, όπου η ώθηση σπρώχνει προς τα εμπρός ενώ το βλέμμα βλέπει μόνο τα ερείπια προς τα πίσω, θυμίζει την αναφορά του Αντόνιο Γκράμσι σε «πεσιμισμό της νόησης, οπτιμισμό της βούλησης», στην εξής διαπίστωση: «Πρέπει να δημιουργήσουμε νηφάλιους, υπομονετικούς ανθρώπους, που δεν απελπίζονται όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον χειρότερο τρόμο, και που δεν ενθουσιάζονται με το κάθε μικρόπραγμα. Πεσιμισμός της νόησης, οπτιμισμός της βούλησης».
9. Εδώ θα μπορούσε να παρασυρθεί κανείς και να συμπεράνει ότι επειδή ο Άγγελος της Ιστορίας εποπτεύει και διηγείται την ιστορία αναδρομικά, το κάνει από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας, προβάλλοντας πάνω στην στην ιστορία αντιφάσεις που δεν είναι εμμενείς, αλλά επιβεβλημένες ετεροχρονισμένα και έξωθεν. Ας θυμηθούμε όμως εδώ ότι, σύμφωνα με τον Χέγκελ, η μόρφωση και η αυτοσυνείδηση δεν μπορούν να είναι αποτέλεσμα μιας «ουδέτερης» εποπτείας, όχι επειδή πρέπει ο ιστορικός να πάρει μια θέση και με προκατάληψη να την προβάλει αναδρομικά πίσω στην ιστορία, αλλά επειδή η ίδια η κατανόηση είναι διαμεσολαβημένη και άρα αρνητικά και αντιφατικά συγκροτημένη. Αυτό σημαίνει ότι καμιά ιστορία δεν μπορεί να εποπτευθεί άμεσα/ουδέτερα, αλλά ήδη από μια θέση, και όταν αυτή η θέση παρουσιάζεται ως «ουδέτερη», τότε πρόκειται απλώς για την σκοπιά του νικητή, του εξουσιαστή που έγραψε την επικρατούσα ιστορία.
10. Βλ. Bernasconi, Robert. 1985. The Question of Language in Heidegger’s History of Being. London and Basingstoke: Macmillan.
11. Βλ. Augstein, Rudolf; Wolff, Georg; Heidegger, Martin (31 May 1976). “Nur noch ein Gott kann uns retten.” Der Spiegel: 193–219. Αηηλική μετάφραση: William J. Richardson στο Sheehan, Thomas, επ. (1981).
Heidegger. The Man and the Thinker. Piscataway, Nιού Τσέσι: Transaction Publishers. σσ. 45-67. ISBN 978-1-412-81537-6. ISBN 1-41281537-1.
12. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν το θέτει παραστατικά, σε ένα σημείο στο δοκίμιό του «Ο αφηγητής. Παρατηρήσεις για το έργο του Νίκολαϊ Λέσκωφ»: «‘'Ένας άντρας που πεθαίνει στα τριανταπέντε του’, είπε κάποτε ό Moritz Heimann, ‘είναι σε κάθε σημείο της ζωής του ένας άντρας πού πεθαίνει στα τριανταπέντε του’. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αμφίβολο από αυτή την πρόταση. Αλλά αποκλειστικά και μόνο γιατί κάνει λάθος στην επιλογή του χρόνου. Η αλήθεια που εννοείται εδώ είναι ότι ένας άντρας πού πέθανε στα τριανταπέντε του θα εμφανίζεται στην ενθύμηση σε κάθε σημείο της ζωής του σαν ένας άντρας που πεθαίνει στα τριανταπέντε του. Με άλλα λόγια, η πρόταση αυτή, που δεν έχει κανένα νόημα για την πραγματική ζωή, καθίσταται αδιαφιλονίκητη για τη ζωή ως αντικείμενο της ανάμνησης.» Walter Benjamin, Kείμενα 1934-1940: Επιλογή. Επιμέλεια και σημειώσεις, Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Άγρα 2019, σ. 105
13. Αυτό το σημείο μου το υπέδειξε ο ίδιος ο συγγραφέας, Α. Μπαλασόπουλος.