Ο άνθρωπος στο παγκάκι

Τh. Géricault, Η σχεδία της «Μέδουσας», 1818-1819, λάδι σε καμβά, 491x716 εκ. (λεπτομέρεια)
Τh. Géricault, Η σχεδία της «Μέδουσας», 1818-1819, λάδι σε καμβά, 491x716 εκ. (λεπτομέρεια)

Υπάρχει μια σκηνή στον Λώρενς της Αραβίας, όπου ο φλεγματικός Βρετανός υπολοχαγός, έχοντας αποφασίσει να επιστρέψει στην έρημο Νεφούντ για να σώσει έναν από τους συντρόφους του, έρχεται αντιμέτωπος με τον οπλαρχηγό του, Σερίφ Αλί. Ο Λώρενς αγνοεί την παράκληση του δεισιδαίμονος Άραβα να αφήσει τους νεκρούς με τους νεκρούς –γιατί το πεπρωμένο όποιου χάνεται στην έρημο είναι πεπρωμένο νεκρού–, επιστρέφει στην έρημο και γυρίζει πίσω, σκονισμένος και κατάκοπος κουβαλώντας τον λιπόθυμο βεδουίνο στην ράχη της καμήλας του. Όταν ο Αλί τον πλησιάζει αυτός του απαντά απαξιωτικά «Τίποτα δεν είναι γραμμένο».

Το επεισόδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα απλό ηρωικό ιντερμέδιο, αν δεν υπήρχε μια επόμενη σκηνή που έρχεται στην ταινία σχεδόν μια ώρα αργότερα. Ο Λώρενς αναλαμβάνει να λύσει τη διαμάχη μεταξύ δύο φατριών που απειλεί την ενότητα του στρατεύματος, εκτελώντας ο ίδιος έναν από τους στρατιώτες του. Όταν ο καταδικασμένος σε θάνατο σηκώνει το βλέμμα και τον αντικρύζει, ο υπολοχαγός αναγνωρίζει τον νέο που ο ίδιος είχε βγάλει από την έρημο. Ο διασωθείς με το πεπρωμένο του νεκρού πέφτει από το χέρι του σωτήρα του, ο Λώρενς πετά μακριά το όπλο και επιστρέφει στη σκηνή του κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του δικαιωμένου Αλί. Το κισμέτ έχει τελεσφορήσει.

Αναρωτιέμαι αν αυτή η μεγαλοφυής κινηματογραφική αντίστιξη είναι αποκλειστικά επινόηση του Λυν ή αν υπάρχει πράγματι στην αυτοβιογραφία του Τ.Ε. Λώρενς, Οι Επτά Στύλοι της Σοφίας, έργο μεγαλειώδες, ατέρμονο και ογκώδες το οποίο ο πεισματάρης Άγγλος έγραψε δύο φορές, εγώ ωστόσο δεν έχω καταφέρει να διαβάσω ολόκληρο ούτε μία.

Ελπίζω να μη σας κουράζω. Το πεπρωμένο, βλέπετε, είναι κάτι που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο μας αγγίζει όλους, ιδίως κάποιους με καθήκοντα ιερά και αναπόδραστα όπως τα δικά μου. Αλλά κι εσείς αγαπητέ μου, η ίδια σας η παρουσία εδώ, τι άλλο υποδηλώνει από την αγωνία σας ενώπιον του πεπρωμένου, την ανάγκη σας να επινοήσετε τα μελλούμενα με τη βοήθεια του κώδικα των περασμένων; Σας παρακολούθησα να κατεβαίνετε την Rue de Bagnolet με μια έκφραση συγκεχυμένης ανησυχίας και ανυπομονησίας. Ανυπομονησία μπροστά σε αυτό το από καιρό αναμενόμενο ραντεβού με την αποκάλυψη και ανησυχία για το εύρος της αποκάλυψης αυτής.

Κοιτάζετε το ρολόι σας; Στη θέση σας δε θα ανησυχούσα για την ώρα. Είναι ακόμα πολύ νωρίς για δείπνο και ο καιρός είναι υπέροχος. Δε θα σας καθυστερήσω πολύ λέγοντας σας τα αυτονόητα και επαναλαμβάνοντας αυτά που η οξυδέρκεια σας θα έχει ήδη αποκρυσταλλώσει. Μας γνωρίζετε καλά κι εμείς το ίδιο. Συνεπώς δεν νομίζω να μην έχετε καταλάβει ότι δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη. Ούτε η επιλογή μας να συναντηθούμε εδώ, στο ανατολικό τείχος του νεκροταφείου του Pére-Lachaize, ούτε η ώρα, το σούρουπο αυτής της καταπονημένης Κυριακής του Σεπτέμβρη είναι γυμνά από συμβολισμούς. Κατά βάθος γνωρίζουμε και οι δύο αυτό που εσείς ήρθατε με προσποιητή αγωνία να επιβεβαιώσετε κι εγώ με μια σχετική απογοήτευση να σας ανακοινώσω. Εξάλλου θα με εξέπληττε αν διατηρείτε ακόμα αγωνία για τα νέα του φίλου σας. Εσείς τον γνωρίζατε αρκετά καλά, πολύ πριν εμείς αναγκαστούμε να αποκρυπτογραφήσουμε κάθε του σκέψη. Λίγες αμφιβολίες θα πρέπει να έχετε πλέον για την κατάσταση στην οποίαν βρίσκεται. Είναι ειρωνικό αν το σκεφτείτε. Το γεγονός πως εκείνος ποτέ δε θα είχε ασχοληθεί μαζί μας αν δεν αποζητούσε το ενδιαφέρον σας κι εμείς δε θα μαθαίναμε ποτέ γι’ αυτόν αν εσείς δεν αρχίζατε την αναζήτησή σας.

Αυτή η κυκλική διαδρομή της ειρωνείας, δε σας κάνει, αλήθεια, να αναρωτιέστε για το πεπρωμένο; Το πλέγμα των προδιαγεγραμμένων συμβάντων που εσείς ο ίδιος θέσατε σε κίνηση, εκείνη τη βραδιά που εμφανιστήκατε στην λέσχη της οδού Parmentier και αρχίσατε τις ερωτήσεις ενός φαινομενικά αδαούς και τις παρεμβάσεις σε γαλλικά εύρωστα αν και με μια ανεπιτήδευτα ελληνική προφορά. Τότε δεν δώσαμε σημασία, όχι τουλάχιστον τη δέουσα. Η δομή της οργάνωσης ήταν τέτοια που οι παρείσακτοι ήταν πάντοτε αποδεκτοί για να μην πω καλοδεχούμενοι, αντιμετωπίζονταν από την κοινότητα περισσότερο σαν εθελοντές νεοσύλλεκτοι παρά ως πιθανοί κατάσκοποι. Η ανεκτικότητα αυτή ωστόσο δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία ή αφέλεια. Γι’ αυτό και στα νέα μέλη συμπεριφερόμαστε πάντα με ένα προσεκτικό μείγμα ευγένειας και καχυποψίας. Σας παρακολουθήσαμε από εκείνη κιόλας την πρώτη βραδιά. Δεν μας έπεισε ούτε η δήθεν άγνοια σας για τους κανόνες της ανοιχτής συζήτησης την οποία, αν θυμάμαι καλά, διακόψατε περισσότερες από μία φορές, ούτε οι θεατρικές σας αναφορές σε χιλιοειπωμένα κλισέ για τη φιλοσοφία της δράσης, την ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ και τα λοιπά. Ήμαστε πάντα προσεκτικοί και σε εγρήγορση και γρήγορα καταλάβαμε τον ρόλο τον οποίον είχατε αποφασίσει να υποδυθείτε.  

Αν όμως στην αρχή απλώς θορυβηθήκαμε, από την παρουσία ενός νέου με το δικό σας ζήλο και αφοσίωση, δε θα σας κρύψω πως σύντομα αρχίσαμε να ανησυχούμε σοβαρά. Γνωρίζαμε τι ήταν αλήθεια για εσάς. Πως είχατε μόλις φτάσει στο Παρίσι από την Αθήνα, πως δεν ήσαστε φοιτητής σε κανένα Γαλλικό Πανεπιστήμιο αλλά είχατε σπουδές στη Φιλοσοφία. Πως δουλεύατε σερβιτόρος σε ένα μικρό μπιστρό του Oberkampf και πως μοιραζόσαστε με ένα ζευγάρι Ιταλών δημοσιογράφων ένα ευρύχωρο αν και αρκετά παλιό διαμέρισμα κοντά στο σταθμό του Stalingrad. Φαινομενικά δεν ήσαστε παρά ένας ακόμα νέος, που μέσα στο ρομαντικό σύμπαν των σκέψεών του, το Παρίσι είναι ακόμα η πόλη της πρωτοπορίας και της διαρκούς επανάστασης. Δεν αργήσαμε όμως να υποπτευθούμε όλα τα υπόλοιπα. Οι κάπως αδέξιες νύξεις σας σε δραστηριότητες τις οποίες δε θα μπορούσατε να γνωρίζετε, η πληροφόρηση σας για θέματα τα οποία ήταν αποκλειστικές μέριμνες της ηγεσίας μάς προξένησε μεγάλη ανησυχία. Ήμαστε εξοικειωμένοι με το απρόβλεπτο αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό.

Ήταν όμως τέτοια η στάση σας και η ζωή που κάνατε που δεν άφηνε καμία αμφιβολία πως η διαρροή που φοβόμασταν θα έπρεπε να αναζητηθεί αλλού. Ούτε για μια στιγμή δε σας υποπτευθήκαμε ως κάτι περισσότερο από έναν δίαυλο, έναν ντροπαλό ρήτορα υπό τη διαρκή επιρροή ενός πανίσχυρου υποβολέα. Οι ερωτήσεις σας, δειλές και ανασφαλείς λες και οι λέξεις οι ίδιες αμφισβητούσαν τις φράσεις στις οποίες ανήκαν, ήταν πάντοτε εύστοχες, ασχέτως διατύπωσης. Φανταστείτε την έκπληξή μας, να ακούμε ένα νέο μέλος να αποκαλύπτει ανοιχτά στις συγκεντρώσεις τις πιο μύχιες επιθυμίες της ηγεσίας μας, τα πιο απόκρυφα σχέδια των υψηλότερων κύκλων της οργάνωσης, με την αφέλεια και τη φυσικότητα των πιο καθημερινών ημερήσιων διατάξεων. Και ακόμα περισσότερο, φανταστείτε το φόβο και την αγωνία μας, καθώς είμαστε σίγουροι εξαρχής ότι πίσω από εσάς υπήρχε κάποιος άλλος, κάποιος που με ιερή μυστικότητα σάς υπαγόρευε όσα με τόση άνεση αποκαλύπτατε. Και που πιθανόν να σας απέκρυπτε άλλα τόσα που εμείς δεν γνωρίζαμε καν πως σχεδιάζαμε.

Δεν μείναμε φυσικά με τα χέρια σταυρωμένα. Σε μια ομάδα όπως είναι η δική μας, δίχως καταστατικό και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και με συστατικό της στοιχείο την αυθόρμητη οργάνωση, οι απαραίτητες κινήσεις ήταν προαποφασισμένες και η αντίδραση μας σε αυτήν την πρωτοφανή όσο και ασυνήθιστη εισβολή ήταν ακαριαία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ήμαστε πλέον ενήμεροι για τον μυστηριώδη πληροφοριοδότη σας, τον παλιό σας φίλο από την Ελλάδα με τον οποίο διατηρούσατε μια ιδιότυπα μονόδρομη αλληλογραφία. Ήταν τότε που σας απαλλάξαμε από κάθε υποψία, όταν κατανοήσαμε την αγωνία σας, ξένος σε μια ξένη χώρα σε αναζήτηση ενός φίλου χαμένου από καιρό από τον οποίον είχατε μόνο να λαμβάνετε γράμματα δίχως διεύθυνση αποστολέα. Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι ο μόνος λόγος της παρουσίας σας στο Παρίσι ήταν η ανησυχία σας για το μέλλον του φίλου σας, στα γράμματα του οποίου εμπλέκονταν παράνομες οργανώσεις, μυστηριώδεις εκτελεστές και επικίνδυνοι συνωμότες.

Επικεντρώσαμε την προσοχή μας σε αυτήν την αλληλογραφία. Χάρη στο δίκτυο των συνεργατών μας αποκτήσαμε πρόσβαση στο γραμματοκιβώτιό σας κι έτσι διαβάζαμε τα γράμματα που σας έστελνε πριν να τα διαβάσετε καν εσείς. Συγκροτήσαμε λεπτομερές αρχείο με αντίγραφα όλων των επιστολών του, ακόμη και αυτών που σας είχε στείλει πριν ξεκινήσουμε την έρευνα. Δεν νομίζω να πιστεύετε πως δεδομένων των συνθηκών, θα σταματούσαμε ποτέ μπροστά σε μια απλή διάρρηξη στο διαμέρισμα σας. Κι αν το σύνολο και η έκταση τους μας εξέπληξε, το περιεχόμενο τους μας άφησε άφωνους. Πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαμε να είναι τόσο καλά πληροφορημένος; Πουθενά φυσικά δεν αναφέρονται ονόματα ή λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση των ενεργειών μας, όμως μια αίσθηση βεβαιότητας και πλήρους επίγνωσης διέτρεχε όλα τα κείμενα. Ο φίλος σας γνώριζε σε βάθος τις επιδιώξεις μας, ήταν σε θέση να συλλάβει τα μελλοντικά μας σχέδια και να προδιαγράψει την εκτέλεσή τους. Οι ίδιες επιστολές που για εσάς αποτελούσαν ψήγματα ελπίδας, σημάδια απόκρισης, μακρινά φώτα στο σκοτεινό ορίζοντα της αναζήτησης σας, για εμάς ήταν ένας λαβύρινθος νοημάτων και πληροφοριών, κρυμμένων μηνυμάτων και διφορούμενων χρησμών που συνέθεταν ταυτόχρονα τον καταστατικό χάρτη της οργάνωσης μας, το μυστικό της οργανόγραμμα και την τελική της αποστολή. Διαβάσαμε τις επιστολές του με σειρά χρονολογική, κατά μέγεθος, αντίστροφα, με αλφαβητική σειρά σύμφωνα με το πρώτο, το τρίτο και το έβδομο γράμμα κάθε πρότασης, κωδικοποιήσαμε την εμφάνιση όλων των αριθμών στο εντεκαδικό και το δεκατριαδικό σύστημα, μετατρέψαμε τις αλληλουχίες των λέξεων σε χρονοσειρές, απεικονίσαμε τις αναφερόμενες ημερομηνίες σύμφωνα με όλα τα γνωστά ημερολογιακά συστήματα, αρχαία και σύγχρονα και χαρτογραφήσαμε τα τοπωνύμια αναζητώντας σχηματισμούς σημείων σε όλες τις γνωστές γεωμετρίες. Το μήνυμα που προέκυπτε ήταν πάντοτε το ίδιο και ήταν ολέθριο.

Έτσι αποφασίσαμε να εντοπίσουμε τον ίδιο. Είχε φτάσει η στιγμή να βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν που τόσο ενδελεχώς μας είχε κατανοήσει και τόσο προφητικά είχε συλλάβει το τέλος μας. Δεν ήταν δύσκολο για εμάς με το δίκτυο των συνδέσμων μας να διατρέχει ολόκληρη την πόλη σαν ένα πλέγμα από αόρατες κατακόμβες. Αυτό που εσείς δεν είχατε καταφέρει μέσα σε τόσους μήνες αναζήτησης για εμάς ήταν θέμα λίγων ημερών.

Και τον εντοπίσαμε. Εγώ προσωπικά επιφορτίστηκα με την παρακολούθηση του, γεμάτος δέος γι’ αυτό μου το καθήκον. Θα μάθαινα τα πάντα για έναν άνθρωπο που είχε ήδη πάρει μυθικές διαστάσεις. Ακόμα και οι υψηλότερα ιστάμενοι στην ιεραρχία της οργάνωσης μιλούσαν γι’ αυτόν με το σεβασμό που κάποιος θα αναφερόταν όχι σε έναν ηγέτη παρά στον ίδιο του το δημιουργό. Όταν τον είδα για πρώτη φορά να βγαίνει από το σπίτι του, λίγο πιο πάνω από εδώ στην Rue des Balcanes ήμουν προετοιμασμένος για μια απομυθοποίηση που έμοιαζε αναμενόμενη. Όμως το φοβισμένο ανθρωπάκι που σκουντουφλούσε από τη μυωπία στα σκαλοπάτια και ζάρωνε στην άκρη του δρόμου όταν έβλεπε κάποιο αδέσποτο, μου προκάλεσε περισσότερο οίκτο απ’ όσο ποτέ θα περίμενα. Μπορούσε να είναι αυτός ο μυστηριώδης δημιουργός μας; Ο άνθρωπος που ποδηγετούσε όλες μας τις ενέργειες, που μπορούσε να μας επινοήσει με μια του φράση και να μας καταργήσει με την επόμενη; Ντροπαλός και αδέξιος, μετά βίας ακουγόταν όταν αποκρινόταν στον εφημεριδοπώλη, με το κεφάλι πάντοτε σκυμμένο. Περπατούσε άγαρμπα, γέρνοντας ελαφρά προς τα αριστερά καθώς προχωρούσε κι έτσι πολύ συχνά έπεφτε πάνω στους περαστικούς, στους οποίους δεν ζητούσε ποτέ συγνώμη, αντίθετα απομακρυνόταν βιαστικά με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του σακακιού του. Δεν έπινε ποτέ, όμως κάπνιζε μανιωδώς φτηνά τσιγάρα. Τα πουλιά ήταν οι μόνες υπάρξεις με τις οποίες διατηρούσε μια στοιχειώδη σχέση. Το μικρό του διαμέρισμα ήταν γεμάτο καναρίνια, τα οποία συχνά άφηνε να πετούν ελεύθερα γύρω από τα ντουλάπια της κουζίνας ή να κουρνιάζουν στην άκρη του μικρού του γραφείου, πάνω στο οποίο δεν άφηνε ποτέ τίποτα άλλο από μια στοίβα επιστολόχαρτα, ένα στυλό με μασημένο καπάκι και δύο κλαράκια κανέλας.

Με μια τελετουργική συνέπεια επισκεπτόταν το Λούβρο κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή. Έκοβε εισιτήριο λίγο μετά τις δέκα, ανέβαινε στην αίθουσα των Γάλλων ζωγράφων του 19ου αιώνα κι ύστερα στεκόταν για τέσσερις ολόκληρες ώρες μπροστά από το «Ναυάγιο της Μέδουσας» του Ζερικώ. Ήταν σε θέση να ανασυστήσει τον πίνακα με κάθε λεπτομέρεια, γνώριζε τη θέση κάθε πινελιάς με την ακριβή της απόχρωση. Χτες το βράδυ, στην πρώτη και τελευταία μας συνάντηση, μου περιέγραψε με μια πυρετώδη έξαψη τις εκατόν οχτώ ρυτίδες του κύματος που σκάζει στην πάνω αριστερή πλευρά της σχεδίας, καταλήγοντας με αυταρέσκεια στη βεβαιότητα ότι αυτή η τόσο ενδελεχής σπουδή είναι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος για την αναπαραγωγή ενός έργου τέχνης. Όταν δεν περνούσε την ημέρα του στο Μουσείο, καθόταν στα παγκάκια της δυτικής όχθης του Σηκουάνα, στο ύψος της Σχολής Καλών Τεχνών, ταΐζοντας τα περιστέρια και αγοράζοντας γκραβούρες από τους πάγκους των βιβλιοπωλών, τις οποίες μετά στοίβαζε δίπλα στο κρεβάτι του χωρίς καν να τις βγάζει από την πλαστική διάφανη θήκη τους. Περνούσε τα βράδια του κάνοντας μακρείς περιπάτους στις πιο απόμερες γειτονιές της Βουλώνης και του 16ου, αναζητώντας όχι τον κίνδυνο αλλά τον φόβο. Κατέληγε συχνά ωστόσο να τρομάζει ο ίδιος τις γριούλες, που απέφευγαν το ελαφρά αλλήθωρο βλέμμα του και αποστρέφονταν τα απεριποίητα διάφανα γένια του και τα ατημέλητα, λιγδωμένα μαλλιά του. Έμενε έξω ως αργά, ενοχλώντας τους άστεγους που προσπαθούσαν να κοιμηθούν στα ίδια παγκάκια, όπου έγραφε ένα μεγάλο μέρος από τα γράμματα που σας έστελνε φωτίζοντας με τον αναπτήρα του τις τσαλακωμένες σελίδες που όχι σπάνια έπαιρναν φωτιά κι έτσι αναγκαζόταν σαν άλλος Λώρενς να αρχίσει τη συγγραφή από την αρχή.

Για όσο τον παρακολουθήσαμε δεν εργάστηκε ούτε μια μέρα. Τα χρήματα που είχε εξοικονομήσει από την πώληση ενός μικρού διαμερίσματος που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του στην Αθήνα, συντηρούσαν την μίζερη ζωή του, που κυλούσε βαρετή και απαράλλαχτη. Ξενυχτούσε αγρυπνώντας μέσα σε σύννεφα φτηνού καπνού και κουτσουλιές καναρινιών. Δεν διάβαζε ποτέ τίποτα.

Μετά από έναν μήνα μαζί του, βρέθηκα στο αδιέξοδο όπου καταλήγει η αναζήτηση ενός μύθου. Όσο περισσότερα γνώριζα γι’ αυτόν, τόσο βυθιζόμουν στο σκοτάδι. Πώς ήξερε τόσα για εμάς όταν δεν υπήρχε τίποτα που να τον συνδέει μαζί μας; Τίποτα από όσα είχαμε μάθει γι’ αυτόν, οι αποτυχημένες του εργασίες, οι ανεκπλήρωτοι έρωτές του, η φυγή του από την Ελλάδα δεν μπορούσε να σχετιστεί με τη δράση της οργάνωσης για την οποίαν σας έγραφε με την καθαρότητα των λόγων ενός ιδρυτικού της στελέχους. Η ανεπιβεβαίωτη σχιζοφρένεια του ήταν το τελευταίο που μάθαμε, όταν ήταν πια πολύ αργά. Όταν οι ενέργειες μας, εμπνευσμένες αν όχι πλήρως καθοδηγούμενες από αυτόν, είχαν εκθέσει ανεπανόρθωτα τα πιο αξιόπιστα στελέχη μας, όταν η ίδια η δράση μας είχε πλέον εγκλωβιστεί σε ολέθριες αντιφάσεις, ο συνωμοτικός ιστός είχε αποσυντεθεί και ήταν πια φανερό ότι δεν υπήρχε άλλη διέξοδος από τη διάλυση μας.

Το σοκ ήταν τρομακτικό. Είχαμε φτάσει να πιστεύουμε πως ήταν ο πραγματικός, μυστικός ηγέτης της ομάδας μας, όταν καταλάβαμε πως όλες του οι επιστολές, οι προτροπές για δράση, οι λεπτομερείς περιγραφές των πεπραγμένων μας και οι εμπνευσμένες ιδέες για μελλοντικές ενέργειες δεν ήταν παρά αντικατοπτρισμοί του πολυπρισματικού, άρρωστου μυαλού του. Δημιουργήματα μιας φαντασίας τόσο ευρηματικής και συνάμα νοσηρής που είχε καταφέρει να επινοήσει εκ νέου αυτό που εμείς είχαμε ήδη συστήσει. Ο φίλος σας δεν περίμενε ποτέ ότι οι επιστολές του θα σας οδηγούσαν σε εμάς. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ήξερε καν πως υπάρχουμε! Όλες οι περιγραφές του, αποκυήματα της εμμονής του να παρουσιαστεί σημαντικός στα μάτια σας, να διαφύγει από τον κατατρεγμό της καθημερινής, άχρωμης και ελεεινής του ύπαρξης δεν ήταν παρά απλή φαντασιοπληξία. Όταν συλλάβαμε το μέγεθος της άγνοιάς μας, το μέγεθος της άγνοιάς του, νιώσαμε δέος και θυμό. Για εμάς ήταν δημιουργός και εμπνευστής όμως αυτός δεν είχε καν συναίσθηση της ύπαρξής μας. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να την αποκτήσει.

Κοιτώντας πίσω αυτούς τους δραματικούς τελευταίους μήνες, αδυνατώ ακόμα να συλλάβω την αιτία όλων αυτών. Ίσως γιατί τελικά να μην υπάρχει. Ίσως στη ρίζα της οργάνωσής μας να βρίσκεται, σε κεντρικό σημείο, αυτό το λάθος, η εσφαλμένη εντύπωση ότι υπάρχει μια αιτία πίσω από τα πάντα κι ότι αυτή η αιτία μπορεί να γίνει κατανοητή. Κι ίσως πάλι οι επιστολές, ο ερχομός σας στο Παρίσι, η τυφλή σας αναζήτηση, το σύνολο των συμπτώσεων που σας οδήγησε σε εμάς και η αναπόφευκτη κατάληξη τους να μην ήταν παρά ένα πολυεδρικό πλέγμα αιτιών για να κατανοήσουμε επιτέλους την απουσία της σημασίας πίσω από το κάθετί.

Γιατί ο φίλος σας έγραψε τις επιστολές αυτές, εκατοντάδες σελίδες επινοημένων ιστοριών για τη δήθεν εμπλοκή του σε μια φανταστική οργάνωση που για κακή τύχη, δική του και δική μας, υπήρχε στην πραγματικότητα; Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Ο Κορτάσαρ είπε κάποτε, πως αν δεν έγραφε το Κουτσό θα έπεφτε στον Σηκουάνα. Ίσως τα ίδια συναισθήματα να κατέλαβαν και τον φίλο σας, μια κρύα νύχτα του περασμένου Δεκέμβρη όταν, κλεισμένος στο μικρό του διαμέρισμα, με μόνη συντροφιά τα καναρίνια του και τις παλιές γκραβούρες, πέρασε από το μυαλό του να αφήσει ανοιχτό το γκάζι και να τιναχτεί στον αέρα προσπαθώντας να ανάψει το τελευταίο του τσιγάρο. Και ίσως να ήταν καλύτερα για όλους να το είχε κάνει. Ίσως σαν τον Λώρενς να μην έπρεπε να γυρίσει πίσω στη Νεφούντ, ίσως να έπρεπε να είχε αφήσει τους νεκρούς με τους νεκρούς. Ίσως όμως και όχι, ίσως όπως για μια μουσική μελωδία, έτσι και για τις ασήμαντές μας υπάρξεις, η αντίστιξη να είναι απαραίτητη για την αρμονία. Απαραίτητη για τη σύνθεση.

Υπάρχει μια ιστορία, από αυτούς τους αστικούς θρύλους που αρέσκονται να διηγούνται οι γηραιότεροι και πιο αργόσχολοι στις γειτονιές κάθε μεγαλούπολης. Μιλάει για μια γριούλα, χήρα και χωρίς παιδιά που ζούσε, ή θα έπρεπε καλύτερα να πω αργοπέθαινε, λίγο πιο πάνω από εδώ, κοντά στην Place Gambetta, παρέα με τις γάτες της, όπως ο φίλος σας με τα καναρίνια του. Η γριούλα περνούσε τα βράδια της κλεισμένη στο σπίτι με τη λάμπα του σαλονιού να καίει ολονυχτίς. Ισχυριζόταν ότι κάθε νύχτα την επισκεπτόταν ένας κομψός και ντροπαλός νεαρός, καλοβαλμένος και με τρόπους, ντυμένος λίγο παλιομοδίτικα με μελαγχολικά, σκοτεινά μάτια και περιποιημένο μουστάκι. Ο νέος της ζητούσε να του ετοιμάσει ένα φλυτζάνι τσάι κι ένα σάντουιτς με αγγούρι, ύστερα καθόταν στο τραπέζι του σαλονιού και κάτω από το φως της λάμπας έγραφε όλη τη νύχτα ασταμάτητα. Κανείς φυσικά δεν έπαιρνε στα σοβαρά τη γριούλα που τα ‘χε τόσο χαμένα ώστε μια μέρα δε δίστασε να αναγνωρίσει τον νεαρό, νυχτερινό επισκέπτη της σε μια παλιά φωτογραφία του Προυστ στο οπισθόφυλλο μιας κυριακάτικης εφημερίδας. Ώσπου μια μέρα η ονειρόπληκτη γραία πέθανε ήσυχα στο κρεβάτι της κι όταν οι μακρινοί της συγγενείς μπήκαν στο σπίτι βρήκαν, ανάμεσα στα βρώμικα κατσαρολικά της, τις μισοχαλασμένες γατοτροφές και τα κουτάκια του τσαγιού, χίλιες διακόσιες χειρόγραφες σελίδες αυτού που και οι καλύτεροι φιλόλογοι απλώς μπόρεσαν να παραδεχτούν πως θα ήταν η καλύτερη συνέχεια του «Χαμένου Χρόνου».

Κι αν η ιστορία της γιαγιάς είναι μυθοπλασία, αυτή του φίλου σας δεν είναι. Όμως δεν ξέρουμε ποιο φάντασμα υπαγόρευσε στον φίλο σας τις επιστολές του. Δεν μπορώ να σας πω αν κάποιος ή κάτι επιθυμούσε την διάλυση της οργάνωσης μας με αυτόν τον αδιανόητο τρόπο, αν επρόκειτο για την αναπόφευκτη τιμωρία μιας ύβρεως που εμείς αγνοούσαμε και της οποίας τη νέμεση ενσάρκωσε χωρίς συναίσθηση ο φίλος σας, ούτε αν ήταν το πεπρωμένο του να μην πνιγεί στο Σηκουάνα όπως ο Κορτάσαρ στο εναλλακτικό του μέλλον. Θα αφήσω τις σκέψεις αυτές για εσάς. Ο ρόλος μου σε αυτήν την υπόθεση τελειώνει με αυτή μας τη συνάντηση.

Σε αυτό το χαρτάκι θα βρείτε γραμμένη τη διεύθυνση του. Η αναζήτησή σας φτάνει στο τέλος της. Θα τον βρείτε εκεί, στο αποπνικτικό του δωματιάκι της Rue des Balcanes, να γέρνει ελαφρά προς τα πίσω στην ξύλινη πολυθρόνα του, με τα μάτια θολά και νυσταγμένα, τον λαιμό του κομμένο στα δύο και την κοιλιά του ορθάνοιχτη, παραγεμισμένη με φακέλους και επιστολόχαρτα. Θα τον δείτε έτσι ταριχευμένο με τα απομεινάρια των τραγικών του φαντασιώσεων, μέσα σε μια θάλασσα από χαρτί, μελάνι και παραληρηματικές αλήθειες και το μόνο που θα σκεφτείτε θα είναι πως μέσα σε κάποιον από αυτούς τους φακέλους, ανάμεσα στις γραμμές κάποιου γράμματος που δεν έφτασε ποτέ στο ταχυδρομείο, ίσως να βρίσκεστε εσείς, ζωγραφισμένος με την ακρίβεια ενός Ζερικώ, αποσβολωμένος και με μια μυρωδιά αποσύνθεσης ανακατεμένης με κανέλα να τρυπά τα ρουθούνια σας, να αντικρύζετε το ξεκοιλιασμένο πτώμα του φίλου σας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: