Αποκοπές

Gustav Klimt: η Margarethe Gretl Stonborough - Wittgenstein (1905)
Gustav Klimt: η Margarethe Gretl Stonborough - Wittgenstein (1905)

Υπάρχει κάτι που με ταράζει κάθε φορά που βλέπω έναν ακρωτηριασμένο. Μεγάλωσα σε μια εποχή που ακόμα συναντούσες στο δρόμο βετεράνους του πολέμου, με πόδια κομμένα στην Αλβανία από τα κρυοπαγήματα. Ο παππούς ενός καλού μου φίλου είχε χάσει ένα πόδι από διαβήτη. Και στο Πανεπιστήμιο είχα έναν καθηγητή που είχε χάσει τον αντίχειρά του σε ένα, ανεξιχνίαστο για εμάς τους φοιτητές του, ατύχημα. Θα ήταν ψέμα να πω ότι η όψη του κολοβώματος δεν μου προκαλούσε πάντοτε ένα μίγμα συμπόνιας και φρίκης κι ότι αμέσως μετά δεν θα έπρεπε να συγκρατήσω τον εαυτό μου για να μη ρωτήσω περισσότερα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το γεγονός.

Πώς ζει κανείς χωρίς το χέρι ή το πόδι του; Πώς είναι να θυμάται την ζωή του όταν ακόμα ήταν αρτιμελής; Πόσο συχνά ανακαλεί στο μυαλό του τις συνθήκες του ατυχήματος;

Αν ανατρέξει κανείς στην ιατρική και ψυχιατρική βιβλιογραφία θα βρει έναν μεγάλο αριθμό από μελέτες και μονογραφίες πάνω στο θέμα του ακρωτηριασμού, έργα ο σκοπός των οποίων είναι να φωτίσουν τόσο τις φυσιολογικές όσο, κυρίως, τις ψυχολογικές πτυχές του. Ώστόσο, ένα γεγονός τόσο βαθιά τραυματικό όπως είναι η ποσοτική, η σωματική απομείωση της ίδιας της ύπαρξης δύσκολα συλλαμβάνεται μέσα από ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα, ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις. Κι αντί να προσπαθήσει κανείς να εκμαιεύσει τα συναισθήματα, τους φόβους και τις αγωνίες των ακρωτηριασθέντων, ίσως είναι καλύτερο να κοιτάξει από μια απόσταση τη ζωή τους, πριν και μετά το γεγονός. Δεν είναι εύκολο να το κάνει για όλους, αλλά είναι κάπως ευκολότερο για αυτούς που το ταλέντο και οι επιλογές τους, τους έχουν φέρει στο προσκήνιο. Οι μουσικοί είναι μια τέτοια κατηγορία ανθρώπων. Οι ακρωτηριασμένοι μουσικοί.


Ανάλογα με το χρονικό σημείο στο οποίο συμβαίνει το καθοριστικό γεγονός μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ αυτών που είχαν την μουσική ιδιότητα από πριν και αυτών που την απέκτησαν αργότερα. Κάποιες φορές, ούτε αυτό είναι εύκολα προσδιορίσιμο, σε βαθμό που είναι δύσκολο να πούμε αν το συμβάν διέκοψε ή καθυστέρησε την καριέρα τους ή αν, αντίθετα, την επιτάχυνε. Αυτές οι τελευταίες περιπτώσεις είναι οι πιο πολύπλοκες και συνάμα οι πιο ενδιαφέρουσες. Το γεγονός του ακρωτηριασμού εδώ μοιάζει να λειτουργεί ως καταλύτης, σαν το μέλος που χάνεται, να θέτει σε κίνηση, καθώς πέφτει, μια σειρά από κομμάτια που βρίσκονταν από καιρό στη θέση τους. Τα άτομα που φαινομενικά και ουσιαστικά υποφέρουν από την απώλεια, βρίσκουν μέσα σε αυτήν μια κρυμμένη δύναμη, αντιμετωπίζουν την αναπηρία τους ως μια ευκαιρία να απελευθερωθούν από τα βάρη της μέχρι πρότινος αρτιμελούς ζωής τους.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι επανεπινοούν τη ζωή τους, ότι γίνονται κάποιος άλλος, κάποιος που ως εκείνη τη στιγμή δεν θα τολμούσαν. Και πως ξεκινούν με το πάθος ενός Αχαάβ για ένα ταξίδι που θα είναι υποχρεωτικά το τελευταίο τους.

Στις 5 Ιανουαρίου του 1932, σε ένα από τα εφτά πιάνα της πολυτελούς έπαυλης των Βιτγκενστάιν στην Αρτζεντινιενστράσε της Βιέννης, ο Πάουλ Βιτγκενστάιν μελετάει ξανά, για μια τελευταία φορά, τα περάσματα του τρίτου μέρους του κοντσέρτου για πιάνο για αριστερό χέρι, που ο Μoρίς Ραβέλ του έχει γράψει κατά παραγγελία. Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου είναι προγραμματισμένη για το ίδιο βράδυ και ο Πάουλ, στα σαράντα πέντε του χρόνια είναι πια συνηθισμένος να αντιμετωπίζει το δημιουργικό άγχος που επιβάλλει η περίσταση.

Παίζει μερικές φορές ακόμα το αργό μέρος που του προξενεί τη μεγαλύτερη δυσφορία. Αυτά τα πιανίσιμο του Ραβέλ τον καταπιέζουν, καθώς αντηχούν δύσθυμα και μελαγχολικά στις άδειες σάλες, που κάποτε ήταν γεμάτες χορούς και τραγούδι. Ο ίδιος ο Μπραμς έπαιξε κάποτε σε αυτό το πιάνο για τα γενέθλια του αδερφού του τού Κουρτ. Ο Μάλερ προτιμούσε να παίζει σε αυτό του πάνω σαλονιού, εκεί που ο Γκούσταφ Κλιμτ ζωγράφισε το γαμήλιο πορτρέτο της αδερφής του της Γκρετλ. Όλα αυτά πριν τον θάνατο του πατέρα τους, πριν τον πόλεμο που ροκάνισε στα δόντια του πληθωρισμού την περιουσία της οικογένειας, τον πόλεμο που έστειλε αυτόν και τον αδερφό του τον Λούντβιχ στο ρωσικό μέτωπο.

Ο Λούντβιχ, ο μικρότερος από τα οχτώ παιδιά των Βίτγκενσταιν, ήταν πάντοτε καλύτερος. Καλύτερος στο σχολείο, στα σπορ και τη μουσική. Τέλειο αυτί, αίσθηση ρυθμού, ένα γνήσιο μουσικό ταλέντο. Αλλά κι ένας γεννημένος κριτικός. Το σηκωμένο του φρύδι σε κάθε λάθος νότα, το συγκαταβατικό του μειδίαμα σε κάθε λάθος συλλογισμό. Κάθε φορά που ο Πάουλ εξασκούταν σε κάποιο κομμάτι του Μπαχ ή του Μέντελσον, μπορούσε να νιώσει τον σκεπτικισμό του Λούντβιχ να τρυπώνει κάτω από την πόρτα.

Ο Λούντβιχ, καλύτερος σε όλα. Γύρισε από τον πόλεμο φορτωμένος παράσημα και με σχεδόν έτοιμο το Τractatus. Ο Πάουλ γύρισε χωρίς το δεξί του χέρι. Ένα θραύσμα το τσάκισε λίγο πάνω από τον αγκώνα στη μάχη του Λέμπεργκ. Πέρασε τέσσερις εβδομάδες σε παραλήρημα σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στο Ομσκ, αλλά όταν συνήλθε από τον πυρετό και την οδύνη, ήταν ακόμη σολίστ, έστω και μονόχειρας. Επιστρέφοντας στη Βιέννη ανέθεσε στον Κορνγκολντ να του γράψει ένα κοντσέρτο μόνο για αριστερό χέρι. Ακολούθησαν ο Μπρίτεν και ο Μπόρτκιεβιτς, καθώς ο Πάουλ επινοούσε τη δική του τεχνική, μια βιρτουοζιτέ για ακρωτηριασμένους που οι αρτιμελείς δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Δεν έπαιξε ποτέ το 4ο κοντσέρτο που του έγραψε ο Προκόφιεφ επειδή δεν του άρεσε η εσωτερική λογική του. Με τον Χίντεμιθ ήταν ακόμα σκληρότερος. Έκρυψε το Όπους 29 σε ένα συρτάρι, χωρίς να το πει σε κανέναν. Οι παρτιτούρες είναι ακόμα εκεί.

Ο Πάουλ κοιτάζει το κενό που ξεκινά από τον δεξί του ώμο και φτάνει ως τα πλήκτρα του πιάνου. Νιώθει την απουσία σε όλο το μήκος του βραχίονα, μέχρι τα δάχτυλα που λαχταρούν να μετρήσουν το βύθισμα των πλήκτρων, να νιώσουν τις τριβές, να παίξουν ένα αρπέτζιο. Σφίγγει τα χείλη και γυρίζει το βλέμμα του στα αριστερά, εκεί που βρίσκεται το χέρι στο οποίο έχουν πια συμπυκνωθεί όλες οι ικανότητές του. Όλο το ταλέντο του συγκεντρωμένο στα πέντε αριστερά του δάχτυλα, που ακόμα και ο Λούντβιχ, αν ήταν εδώ, θα τα ζήλευε. Ο Λούντβιχ έχει δύο χέρια και κανείς δεν θα μάθει ποτέ τι θα μπορούσε να κάνει αν είχε μόνο ένα.

Μελετά για μια τελευταία φορά το εναρκτήριο θέμα, τόσο αργό, τόσο αφόρητα jazz, με έναν συναισθηματισμό που ο Πάουλ δεν μπορεί παρά να υποψιαστεί ότι απευθύνεται στον ίδιο και την αναπηρία του. Πίσω από τις νότες, βλέπει το καλοσυνάτο βλέμμα του Ραβέλ που τον προσκαλεί να παίξει πιανίσιμο, όχι επειδή του αρέσει, αλλά επειδή φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να παίξει αλλιώς. Πίσω από τις νότες διαβάζει τη συγκατάβαση του κοινού στην θέα ενός μονόχειρα πιανίστα. Ενός ιδιόρρυθμου κληρονόμου που μασκαρεύει την αναπηρία του με έργα γραμμένα κατά παραγγελία. Πίσω από τις νότες, ακούει το επικριτικό ξεφύσημα του Λούντβιχ. Οργισμένος, χτυπά το μοναδικό του χέρι πάνω στο κλαβιέ. Δεν χρειάζεται να είναι έτσι.

“Οι ερμηνευτές δεν χρειάζεται να είναι σκλάβοι”, σκέφτεται καθώς αρπάζει την παρτιτούρα κι αρχίζει να κάνει διορθώσεις, κονταίνοντας μέτρα, μεγαλώνοντας τις καντέντσες, ανασαίνοντας για πρώτη φορά ελεύθερος μέσα στην άδεια σάλα.

Για πρώτη φορά στο φως, αντί για τη σκιά του χαρισματικού μικρού αδερφού του, ο Πάουλ θα ανέβει το ίδιο βράδυ στη σκηνή για να παίξει στην πρεμιέρα ένα έργο που θα είναι και δικό του.


Τα παιδιά μεγαλώνουν ευτυχισμένα όχι επειδή είναι νέα και υγιή, αλλά επειδή ταξιδεύουν χωρίς τις αποσκευές που αναπόφευκτα συλλέγουμε ενώ μεγαλώνουμε.

Υπάρχουν φορές που το μέλος χάνεται νωρίς, σε μια ηλικία που ο ακρωτηριασθείς μετά βίας θυμάται το γεγονός, που ούτως ή άλλως έχει αρκετό χρόνο για να απωθηθεί στα βάθη του υποσυνείδητου. Ο χρόνος λειτουργεί εδώ ως σύμμαχος. Κι όσο κι αν ακούγεται σκληρό να λέμε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει τα πάντα, αυτό δεν παύει να είναι αλήθεια. Η απώλεια ενός μέλους σε μικρή ηλικία δεν διακόπτει βίαια μια αποστολή που έχει ήδη ξεκινήσει και η ζωή δεν απομειώνεται παρά μόνο σε επίπεδο πιθανοτήτων. Ο άτυχος νέος ίσως να χρειαστεί να πάψει να ονειρεύεται μια καριέρα ως πιλότος ή επαγγελματίας χορευτής, αλλά μια σειρά από θαυμαστά επιτεύγματα είναι ακόμα μέσα στο εύρος των δυνατοτήτων του.

Σε κάποιες δε εξαιρετικές περιπτώσεις, το ίδιο το γεγονός του ακρωτηριασμού ενσωματώνεται με τρόπο ευεργετικό. Το άτομο βλέπει το χτύπημα της μοίρας σαν ένα σημάδι που σχεδόν εκ γενετής έχει έρθει όχι για να τον αλλάξει, να τον μειώσει ή να τον τραυματίσει, αλλά για να τον καθορίσει. Το μέλος που λείπει είναι η υπογραφή του στον κόσμο, η απουσία γίνεται μια μυστική ιδιότητα κι εκεί που έχει κοπεί ένα δάχτυλο, φυτρώνει ένα όπλο.

Στις 31 Ιανουαρίου του 1970, στο αστυνομικό τμήμα της Γαλλικής Συνοικίας της Νέας Ορλεάνης, ένας αστυνομικός δίνει στον Τζέρι Γκαρσία να κρατήσει μια πινακίδα με τον αριθμό 123-713 και τον φωτογραφίζει ανφάς και προφίλ. Ο Τζέρι την κρεμά στο λαιμό του και ποζάρει χαμογελαστός.

Συνέλαβαν τον Τζέρι μαζί με τα υπόλοιπα μέλη των Grateful Dead σε ένα μοτέλ της Μπέρμπον Στριτ, λίγο μετά το τέλος της συναυλίας που έδωσαν με τους Φλίτγουντ Μακ στο Γουέρχαους. Δεν ήταν η πρώτη φορά, ούτε θα είναι η τελευταία. Είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες “εφόδους” από τους νταήδες που ο Νίξον έχει αμολήσει στην επικράτεια στον “πόλεμο κατά των ναρκωτικών”. Παρότι δεν βρήκαν τίποτα περισσότερο από μερικές αμφεταμίνες, για τις οποίες οι Dead είχαν συνταγή, τους κρατούν στο τμήμα ήδη εδώ και εφτά ώρες. Tώρα, επιτέλους καλούν τον Τζέρι στο γραφείο του διοικητή για να υπογράψει τα χαρτιά της εγγύησης. Εκείνος κρατά επιδέξια το στυλό μεταξύ δείκτη και αντίχειρα και μόνο τότε ο αστυνόμος παρατηρεί ότι ο μέσος του δεξιού του χεριού είναι κομμένος κατά τα δύο τρίτα.

Ο Τζέρι ήταν πέντε χρονών σε εκείνες τις διακοπές με τους γονείς του στο Ρέντγουντς Παρκ της Καλιφόρνια. Εκείνοι είχαν πάει μια βόλτα στο δάσος, όταν αυτός με τον αδερφό του τον Τιφ αποφάσισαν να κόψουν ξύλα. Ο Τζέρι κρατούσε τα κούτσουρα και ο Τιφ το τσεκούρι, όμως ο Τζέρι ήταν πάντα παιχνιδιάρης και το παιχνίδι που σκέφτηκε να παίξει ήταν να τραβάει τα ξύλα την ώρα που ο Τιφ κατέβαζε το τσεκούρι. Ένα χρόνο μετά, οι Γκαρσία πήγαν πάλι διακοπές στην Αρκάτα της Καλιφόρνια κι αυτή τη φορά ο Τζέρι έχασε κάτι παραπάνω από ένα δάχτυλο, όταν ο πατέρας του πνίγηκε ψαρεύοντας στον ποταμό Τρίνιτι.

Κάπως έτσι, το φθινόπωρο του 1948 ο Τζέρι πηγαίνει για πρώτη φορά σχολείο, ορφανός και λειψός. Πολύ πριν οι συμμαθητές του καταλάβουν ότι μπορούν να τον πειράξουν αυτός ανακαλύπτει τη μυστική δύναμη του κομμένου δάχτυλου. Όταν οι νταήδες στο σχολείο τον πλησίαζουν για να τον τραμπουκίσουν, εκείνος δεν έχει παρά να τους σηκώσει τη δεξιά του γροθιά με το μισό δάχτυλο σηκωμένο κι αυτό αρκεί για να τους κόψει τη φόρα. Την ώρα του μαθήματος απλώνει το χέρι του πάνω σε λευκές κόλλες χαρτί και ζωγραφίζει το περίγραμμα. Ύστερα σηκώνει το χαρτί στο ύψος του στήθους, σαν να κρατά μια πινακίδα σύλληψης και ποζάρει στους δασκάλους του χαμογελώντας. Οι καθηγητές του τον αγαπούν για το χαμόγελο του, οι συμμαθητές του τον θαυμάζουν για το θάρρος του, τα κορίτσια σαγηνεύονται από αυτό το τόσο ξεχωριστό χέρι. Ο Τζέρι είναι σημαδεμένος ως εκλεκτός, ένας πρίγκιπας που αντί για τρύπες στα πόδια ή ένα μοναδικό σανδάλι, έχει εννιά δάχτυλα.

Με ένα κομμένο δάχτυλο και ένα χαμόγελο που δεν σβήνει ποτέ, ο Τζέρι μεγαλώνει στην Καλιφόρνια του ροκ-εν-ρολ, της μαριχουάνα και των χίπις. Όταν στα 15 του, η μητέρα του του κάνει δώρο ένα ακορντεόν, αυτός θα της εξηγήσει ότι δεν μπορεί να παίξει χωρίς το μεσαίο του δάχτυλο και θα την πείσει να το ανταλλάξει με μια ηλεκτρική κιθάρα. Σιγά-σιγά, θα αποκτήσει και μια ακουστική, ένα μπάντζο, ένα μαντολίνο κι ένα γιουκαλίλι. Δεν υπάρχει έγχορδο που να μην νιώθει άνετα στην αγκαλιά αυτού του εννιαδάχτυλου, πανούργου τρελάρα. Τα σόλο του στις συναυλίες των Dead, άλλοτε κοφτά σαν τσεκούρι κι άλλοτε ορμητικά σαν τα νερά του ποταμού Τρίνιτι.

Έχουμε κι εδώ μια αντιστροφή της πραγματικότητας. Φυσικά, το μέλος που λείπει δεν είναι τόσο απαραίτητο όσο ένα ολόκληρο χέρι αλλά ακόμα κι έτσι, ένας άνδρας με εννιά δάχτυλα έχει γίνει κιθαρίστας και μάλιστα θρυλικός. Με έναν τρόπο σχεδόν εμμονικό, οι θαυμαστές του Γκαρσία θα επανέρχονται σε αυτό το κομμένο δάχτυλο κάθε φορά που θα θαυμάζουν μια σύνθεσή του παιγμένη με την άνεση και την αυτοκυριαρχία ενός αρτιμελούς. Κι εκείνος, σαν να είναι ακόμα στο σχολείο, συνηθίζει να υπογράφει άλμπουμ και αυτόγραφα με το αποτύπωμα του χεριού του, αφού το έχει βουτήξει σε μελάνι. Αυτό που λείπει γίνεται το εστιακό σημείο της ικανότητάς του.

Ο αστυνόμος δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από το δεξί χέρι του Τζέρι, ενώ προσπαθεί να τον τραμπουκίσει απειλώντας τον με μια επόμενη σύλληψη.

Εκείνος σκαρώνει στο μυαλό του ένα τετράστιχο που πάει κάπως έτσι:

Μπαγλαρωμένοι στη Μπέρμπον Στριτ,
στημένοι σαν κορίνες του μπόουλινγκ,
θέλουν μόνο να μας ξεκάνουν
απλά δεν μας αφήνουν σε ησυχία.

Λίγο πριν βγει από το γραφείο του διοικητή, γυρίζει και του δείχνει, χαμογελαστός, την κλειστή γροθιά του με σηκωμένο το μυστικό του όπλο, την πρώτη φάλαγγα από το μεσαίο του δάχτυλο.


Στον αντίποδα των μάλλον ευλογημένων νεαρών ακρωτηριασθέντων, υπάρχουν αυτοί για τους οποίους το γεγονός είναι ένα ράπισμα τόσο βάναυσο, που η αποκοπή μοιάζει να εκτείνεται πέρα από το μέλος που χάνεται, να μη χωρίζει μόνο ένα χέρι από το σώμα, αλλά να κόβει την ίδια τη ζωή του ατόμου σε ένα πριν και ένα μετά. Η ένταση με την οποία βιώνεται αυτή η θραύση είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν το χαμένο μέλος είναι το όπλο με το οποίο ο ήρωας μας έχει επιλέξει να δώσει τις μάχες του. Ακόμα χειρότερα, όταν κάποιες μάχες έχουν ήδη δοθεί και κερδηθεί, όταν ο ήρωας έχει ήδη στεφανωθεί με τις πρώτες δάφνες, τότε καλείται να ζήσει τον ακρωτηριασμό σαν νέμεση σε μια τραγωδία, στην οποία συνειδητοποιεί ότι πρωταγωνιστεί μόνο εκ των υστέρων.

Γράφουμε “ήρωας” γιατί αυτές οι περιπτώσεις είναι ακριβώς το υπόστρωμα για κάποιες από τις πιο θαυμαστές ιστορίες αναγέννησης. Ο ακρωτηριασμός εδώ δεν είναι μια ουλή που φέρουν εκ γενετής αλλά ένα μαρκάρισμα, ένα χάραγμα που η μοίρα σκαλίζει πάνω στο κορμί τους, το σημάδι ενός κεραυνού. Απομένει στον κεραυνόπληκτο να δει τον εαυτό του, όχι σαν άθυρμα, αλλά σαν τον ήρωα που σημαδεύτηκε, τον Διόνυσο που πρέπει να γεννηθεί από την κοιλιά της κεραυνοβολημένης Σεμέλης. Στην προκειμένη περίπτωση να ξάναγεννηθεί για να πάρει τη θέση του στον νέο, τραυματισμένο κόσμο του.

Στις 16 Αυγούστου 1986, στο καμαρίνι του στα παρασκήνια του Monsters of Rock στο Καστλ Ντόνιγκτον, ο Ρικ Άλεν παίζει νευρικά με τις μπαγκέτες των ηλεκτρικών ντραμς του. Ο Όζι Όζμπορν μαζί με τον Κλάους Μάινε ήταν εδώ πριν λίγο για να του ευχηθούν καλή επιτυχία. Σε λίγο θα βγει στη σκηνή με τους Def Leppard αλλά είναι τόσο αγχωμένος που στο μυαλό του στριφογυρίζει μόνο τους στίχους και τα ριφς του Stagefright. Στην Ιρλανδία, στις πρώτες δοκιμαστικές ζωντανές εμφανίσεις μετά το ατύχημα, τα κατάφερε μια χαρά με αυτά τα καινούργια πεντάλ. Όμως τώρα θα πρέπει να κάνει το ίδιο μπροστά σε πενήντα χιλιάδες θεατές.

Την πρώτη φορά που έπαιξε ντραμς ήταν σε ένα παιδικό σετ. Ο Ρικ ήταν τότε εννιά χρονών. Αρτιμελής. Η μητέρα του τον αγαπούσε τόσο πολύ που απάντησε η ίδια σε μια αγγελία για ντράμερ από ένα ανορθόγραφο συγκρότημα με τίτλο «Λεοπάρδαλη ψάχνει για καινούργιο δέρμα». Ο Ρικ ήταν τότε δεκατεσσάρων. Το 1979, η ανορθόγραφή μπάντα άνοιγε την συναυλία των AC/DC στο Χάμερσμιθ και, στα δεκαέξι του, ο Ρικ δεν ήταν πια ο Ρικ αλλά ο “Θεός των Κεραυνών”. Έτσι τον αποκάλεσαν οι εκστασιασμένοι φανς και οι εντυπωσιασμένοι κριτικοί. Λίγο μετά ο Ρικ παράτησε το σχολείο για τη μουσική και δεν ξανακοίταξε ποτέ πίσω.

Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1985 δεν κοίταξε ούτε μπροστά, καθώς επιτάχυνε στον αυτοκινητόδρομο Α57, έξω από το Σέφιλντ, με την μαύρη Κορβέτ C4. Καθώς προσπερνούσε από δεξιά, δεν πρόλαβε την αριστερή στροφή, η Κορβέτ βγήκε από τον δρόμο, πέρασε πάνω από έναν πέτρινο φράχτη κι ο Ρικ πετάχτηκε έξω από την ανοιχτή οροφή. Το αριστερό του χέρι, κομμένο από τη ζώνη ασφαλείας, έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο.

Στο νοσοκομείο του Σέφιλντ, ο Ρικ θα πρέπει να κοιτάξει μπροστά, κοιτώντας πίσω. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να ξέρει να κάνει εκτός από το να είναι ο Θεός των Κεραυνών. Η μητέρα του, ένα ράκος στα πόδια του κρεβατιού, δεν μπορεί να κάνει τίποτα πια γι’ αυτόν. Θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του, όσα απομένουν και να σηκωθεί μόνος του. Ύστερα θα πρέπει να κάτσει ξανά σε μια καρέκλα μπροστά στα ντραμς. Σηκώνει ένα κουτάλι από το τραπεζάκι που είναι γεμάτο παυσίπονα και παίζει έναν σκοπό πάνω στο σεντόνι, τεντωμενο ανάμεσα στα δυό του πόδια. Όταν έρχεται ώρα να παίξει με το αριστερό, σχεδόν αντανακλαστικά χτυπά με τα πόδια του το σίδερο του κρεβατιού. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να ξέρει να κάνει.

Ο Ρικ ανήκει σε αυτήν την κατηγορία των ακρωτηριασμένων ηρώων. Ο ντράμερ που θα γίνει θρύλος επειδή έγραψε και έπαιξε τα καλύτερα έργα του, ωρίμασε και έγινε καλύτερος ως μονόχειρας. Περισσότερο από “Θεός των Κεραυνών” θα γίνει ένας Ορφέας που γυρίζει από τον Άδη, χωρίς το αριστερό του χέρι, αλλά με την αυταπάρνηση και την ορμή αυτού που σημαδεύτηκε για να πετύχει.

Όταν ο Φιλ και ο Τζο τον επισκέφθηκαν για πρώτη φορά στην κλινική ήταν τέρμα πιωμένοι. Δεν ήξεραν τι να του πουν. Όμως ο Ρικ είχε ήδη αρχίσει να εξασκείται παίζοντας με το πόδι του σε ένα κομμάτι φελιζόλ που οι νοσοκόμες είχαν βάλει κάτω από τα σεντόνια στο κρεβάτι του. Περίμεναν ότι θα χρειαστεί έξι μήνες αποκατάστασης, όμως τον Φλεβάρη ο Ρικ είχε ήδη αρχίσει πρόβες με ένα ηλεκτρικό σετ, στο οποίο έπαιζε το hi-hat, το tom, το snare και την “μπότα” με μια σειρά από τέσσερα πεντάλ. Τα δύο του πόδια ελέγχουν ρυθμούς και τονικά ύψη, καθώς το δεξί του χέρι πετάει πάνω από τα τύμπανα.

Ο Ρικ κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο, την ώρα που ο Λέμι των Μότορχεντ περνάει την πόρτα με ένα διστακτικό χαμόγελο κάτω από την τεράστια μύτη του. O Ρικ του χαμογελάει κι αυτός.

— Μικρέ ακούω ότι ετοιμάζετε και γαμώ τα άλμπουμ!
— Να είσαι σίγουρος!

Στον αυγουστιάτικο ουρανό των Μίντλαντς ακούγεται μια μακρυνή βροντή. Ο Ρικ Άλεν, κεραυνοβολημένος από τους θεούς, Κύριος των κεραυνών, παίρνει τις μπαγκέτες του και βγαίνει στη σκηνή.

Υπάρχουν οι επαναστάτες, οι παλιάτσοι και οι ήρωες. Κι ύστερα υπάρχουν τα τραγικά θύματα.

Αυτοί πού δεν καταφέρνουν, δεν θέλουν, δεν αντέχουν να κοιτάξουν το κενό πάνω στο σώμα τους. Το κολόβωμά τους είναι πληγή χαίνουσα και το βάρος που έχουν χάσει μαζί με το άκρο είναι αρκετό για να τους συνθλίψει. Κάπως ειρωνικά, οι άνθρωποι αυτοί συχνά δεν εξαρτώνται επαγγελματικά από το χαμένο μέλος, ούτε έχουν βασίσει σε αυτό την καριέρα τους. Είναι όμως αυτοί για τους οποίους το σώμα είναι ένας ιερός ναός που δεν ελαττώνεται χωρίς να βεβηλωθεί. Αρκεί να χαθεί ένα μέρος του και ο ναός καταρρέει.

Στις 15 Μαΐου του 1960, στο γεμάτο αναμνηστικά, βραβεία και ενθύμια παλιότερων, ομορφότερων εποχών, διαμέρισμά του στο Waldorf Astoria, ο Κόουλ Πόρτερ ακούει από το ραδιόφωνο τη συναυλία που δίνεται προς τιμή του στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης. Μάταια προσπάθησαν οι λίγοι φίλοι που ακόμα έχουν το δικαίωμα να τον επισκέπτονται, να τον πείσουν να παρευρεθεί. Έχει να βγει από αυτό το σπίτι εδώ και δύο χρόνια. Καμιά γιορτούλα δεν θα τον πείσει να εμφανιστεί στο κοινό που κατά βάθος τον έχει ήδη ξεγράψει. Σίγουρα όχι έτσι.

Τα τραγούδια που ακούγονται στην Μετ δεν είναι πια δικά του. Τα έγραψε ένας άλλος Κόουλ, ένας χαρούμενος, gay Κόουλ που διασκέδαζε σε πάρτι δίπλα σε πανέμορφους άνδρες και την λαμπερή, γεμάτη κατανόηση γυναίκα του, τη Λίντα.

Θα είναι σε ένα από αυτά τα πάρτι στο Λονγκ Άιλαντ τον Οκτώβρη του 1937, που η ζωή του γυρίζει ανάποδα μαζί με το άλογο που πέφτει και τον πλακώνει, συντρίβοντάς τον από τη μέση και κάτω. Όταν οι γιατροί τον συμβουλεύσουν ότι χρειάζεται να ακρωτηριάσουν το δεξί του πόδι, ο Κόουλ πρώτα γίνεται έξαλλος, ύστερα βάζει τα κλάματα και στο τέλος τους εκλιπαρεί να κάνουν ό,τι μπορούν για να το σώσουν. Είναι ο Κόουλ Πόρτερ, ο συνθέτης του “Anything Goes” και του “Νight and Day”. Η ζωή του είναι η μουσική, ο χορός, οι πίστες και τα θέατρα. Ο κόσμος του, τους εξηγεί, είναι εκεί έξω, με μουσικούς και ορχήστρες, σταρ του Χόλιγουντ και άνδρες σαν θεούς του Ολύμπου. Ένας κόσμος όπου η αίγλη και η ομορφιά δεν είναι δώρα, αλλά καθήκοντα. Σε αυτόν τον κόσμο, τους λέει, ο ίδιος δεν μπορεί να γίνει ο Ήφαιστος.

Αυτό που μπορούν να κάνουν οι γιατροί είναι τριάντα τρία χειρουργεία σε διάστημα είκοσι χρόνων. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο Κόουλ είναι να παίρνει τα φάρμακα με τις χούφτες. Το τίμημα για το πόδι που του επιτρέπει να εμφανίζεται ακέραιος στα κλαμπ και τα κοκτέιλ πάρτι είναι μια αντανακλαστική συμπαθητική δυστροφία. Πάει να πει μια ζωή με χλιδή και αδιάκοπο, αφόρητο πόνο. Κάθε πρωί περνά δύο ώρες χτενίζοντας τα μαλλιά του, μορφάζοντας μπροστά στον καθρέφτη.

Σαν ένας λευκός ρασταφάριαν, ο Κόουλ θα αρνηθεί το μοιραίο για είκοσι ένα ολόκληρα χρόνια. Αυτοί που τον αγαπούν, αυτοί που τον θαυμάζουν, λαχταρούν να διαβάσουν και να ακούσουν τις συνθέσεις του, όμως αυτός έχει στηρίξει τη ζωή του πάνω σε ένα αναιμικό, σακατεμένο πόδι. Η εικόνα που έχουν οι άλλοι για αυτόν, του μοιάζει σημαντικότερη από την αλήθεια.

Αλλά ο Σινάτρα, ο Τζιν Κέλι, η Τζούντι Γκάρλαντ και η Έλα Φιτζέραλντ δεν του λένε τίποτα χωρίς την μητέρα του και την αγαπημένη του Λίντα. Θα χάσει την πρώτη από εμφύσημα το 1952 και τη δεύτερη από εγκεφαλικό δύο χρόνια αργότερα. Στο τέλος, μια οστεομυελίτιδα θα τον υποχρεώσει να αποχωριστεί και το δεξί του πόδι, που τον συντρόφευσε με φριχτούς πόνους για δύο δεκαετίες.

Ο Νόελ Κάουαρντ που τον επισκέπτεται στο Μεμόριαλ θα πει χαρούμενος: Οι γραμμές μιας αδιάκοπης, εικοσάχρονης οδύνης έχουν επιτέλους σβηστεί από το πρόσωπο του. Ήρθε η ώρα να χαρεί τη ζωή του και αυτό θα φανεί στη δουλειά του.»

Όμως ο Κόουλ αρνείται να φορέσει προσθετικό μέλος. Είναι τώρα κάποιος άλλος, λιγότερος. Ορφανός από μητέρα, σύζυγο και δεξί κάτω άκρο, θα κλειστεί στον πύργο του, περικυκλωμένος από φωτογραφίες και μπιμπελό. Αυτοεξόριστος από τον λαμπερό κόσμο που μάταια τον περιμένει να επιστρέψει, αλλά που ο ίδιος δεν αντέχει να αντικρύσει ως παρίας, γέρος και μισός. Ξαπλωμένος στο τεράστιο κρεβάτι του, χαϊδεύει φωτογραφίες και κορνιζαρισμένα πρωτοσέλιδα όπου αντί για τον σακάτη Ήφαιστο, είναι ένας ακτινοβόλος Απόλλων.

Θα καταφύγει στο αλκοόλ, τα ηρεμιστικά και τη μοναξιά και θα πεθάνει έξι χρόνια αργότερα. Δεν θα ξαναγράψει ούτε μισή νότα.

Υπάρχουν οι επαναστάτες, οι παλιάτσοι και οι ήρωες. Και υπάρχουν και όλοι οι υπόλοιποι.

Αυτοί που, χωρίς την άνεση του Κόουλ Πόρτερ να αποτραβηχτούν σαν ερημίτες σε έναν γυάλινο πύργο, θα πρέπει να συνεχίσουν μια ζωή συνηθισμένη, με μια νέα συνήθεια, αυτήν που επιβάλλει το χαμένο μέλος. Αυτοί που θα πρέπει να αλλάξουν δουλειά, κρεβάτι ίσως και σπίτι, που μαζί με το χέρι ή το πόδι θα χάσουν φίλους ή έναν σύντροφο. Αυτοί που, όπως ο Κόουλ Πόρτερ, θα χάσουν την όρεξή τους για τη ζωή, χωρίς όμως ένα μαυσωλείο με βραβεία και αναμνήσεις για να κλειστούν μέσα, αυτοί που θα πρέπει να ζήσουν όπως πριν αλλά και διαφορετικά, σαν να μην άλλαξε τίποτα κι ας έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα.

Για όλους αυτούς, δεν έχουμε βιογραφίες και μυθολογικά ανάλογα. Θα πρέπει να τους δούμε όπως ακριβώς είναι.

(Σεπτέμβρης 2022)




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: