EP 33 1/3 στροφών

ΟΨΙ Α΄


1. λυκαμέρα, μία συζήτησι για την ποίησι

της κ. Ευ.Φιλιπποπολίτου

μεταβάλλον ἀναπαύεται - σκίδνησι & πάλιν συνάγει
[συνίσταται & ἀπολείπει] καὶ πρόσεισι & ἄπεισι
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Ανοικτά τα θαλασσοπράσινα παντζούρια και ο αέρας να τα πηγαίνη Ο Γιαννάκης Άτιμος κρατάει μία αγκινάρα και κάθεται σε μια ξύλινη σκάλα που ακουμπάει στον τοίχο Δίπλα στην σκάλα κρεμασμένο ένα ημερολόγιο με έντομα του Αιγαίου
Ο ΓΑ συζητάει με τον Ιορδάνη τον Κρότομιρ Ο Ιορδάνης έκλεισε χθες τα εικοσιέξη και από τα δώρα διάλεξε και σήμερα φοράει ένα χνουδωτό ροδακινί πουκάμισο Αργότερα παρεμβαίνει ο Σάββα Τ., ένας φθαρτοπούλης από το Αλεθρικό

[...]
ΓΑ: Πες το

ΙΚ: κενό με επίγευσι ηδονής,
λέξεων οσμή, δριμύ το μη
κήπος τού ναι το γιασεμί
Και το όχι κόκκινη γραμμή
που την χαράζει το ηλιοβασίλεμα

ΓΑ: Ας πούμε, γράφεις-αυτά-διαβάζεις και όλο χαίρεσαι, ενώ ετοιμάζεις και δύο πεζά, το ένα για την διαφορετικότητα
Αλλά με κάτι τέτοια ο ποιητής θα εκτοπιστεί οριστικά από την μηχανή Και εσύ δεν θάσαι ο Κασπάρωφ που ηττήθηκε από τον Deep Blue, δεν θάσαι καν ο τροχονόμος Έντρομος Ανάργυρος, στην κεντρική διασταύρωσι που χάλασαν τα αυτόματα φανάρια
Στέλνω, σε λίγο, ένα αρχείο με τα επαγγέλματα που χάνονται Και εσύ αναρωτήσου, αν θες, στο μεταξύ, γιατί ο Τιμολέων Φανφάρας είναι ποιητής και όχι πεζογράφος

ΙΚ: Καλά, καλά, καλά! Τι έχεις να πεις για αυτό:

μαυροσκουφίτσα πονηρή,
σιωπή πικρή και άγρια στην αφή
Και αυτός σε ένα πεδίο ζούσε αλμυρό
και συντηρούσε, σαν ψυχής παστό,
σε ένα βαζάκι γυάλινο ιερό, μία εικόνα της

— Μεστή κατάθεσι ψυχής με αρνητικό επιτόκιο Ισχυρή υποψηφιότητα για την πορτοκαλί αυτοκόλλητη ταινία με τις μύγες Μέγα βραβείο Σύψωμος 13-12 της αείμνηστης καθηγήτριας Π.
— Δεν ξέρω τι είναι το Σύψωμος 13-12 αλλά, πάνω-κάτω, φαντάζομαι... Λοιπόν, γιατί είσαι συνεχώς αρνητικός;
— Ξέρεις να πλάθεος κάτι που νικάει την μηχανή;
— Ε, δηλαδή, πώς νομίζεις ότι πρέπει να είναι η ποίησι;
— Α, ερώτησι-παγίδα που πρέπει να αποφεύγουμε με ένα ‘ΔΞ/ΔΑ’. Αλλιώς θα αναγκαστείς, κάποια στιγμή, να εξηγήσεις γιατί πχ είναι σπουδαία ποίησι το ‘βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες’, ένας στίχος που ο Σεφέρης έχει βάλει σε δύο ποιήματα, ενώ είναι χοντροκομμένη γκανγκστερική ατάκα το ‘βουλιάζει όποιος φοράει τα μεγάλα τσιμεντένια παπούτσια’...
— Για να δω ... Μήπως γιατί μόνο το πρώτο αναφέρεται σε επιλογή;
— Μα η ποίησι δεν αναφέρεται μόνον σε επιλογές

Θα μείνω σε κάτι πιο εύκολο, στο ‘τι δεν είναι ποίησι’, και μάλιστα θα περιοριστώ σε υποκατηγορία και παράδειγμα. Λοιπόν, σκέψου μία βαθμιαία μετάβασι από την ‘μεστή έκθεσι’ του καλού μαθητή στην ‘μεστή ποίησι’ του καλού μεταμαθητή, με στραβοτιμονιές προς το άσχετο κλπ. Το αποτέλεσμα δεν είναι ποίησι της προκοπής, παρότι στρατός, αεροπορία & μερικές μονάδες του ναυτικού βεβαιώνουν ότι είναι. Μάλιστα, για να καταλάβω καλύτερα τον πιο καλό τον ποιητή, δοκίμασα να φτειάξω κάτι σχετικό, κάτι, ας πούμε, ευκαρυωτικό ή μηδικό & αθάνατο — άκου:

ακολουθία των κεριών, των σπόρων και των αριθμών
ηράκλεια ρήξι συμμετρίας – τώρα το πεπρωμένο ανασυντάσσεται
κοντά στο Prunus serrulata του εσώκηπου Γύρω, τριγύρω ανισόποδες,
αριστερά έρπει το πρέπον, στο βάθος σώμα αβαρές μαινόμενο του έαρος,
σήμα πυρός, σήμα ανεξιστόρητο, δεξιά το ανείπωτο, το οδεύον απανδόκευτο,
και οι ρωγμές του τίποτε που κρύβει το μετείκασμα
του φτερουγίσματος του Τζιόττο του Τρετσέντο

εκ πάντων ένα, το δυαδικό ή το τετραδικό
λέγουν πως κάθε σούρρουπο στην Αίτνα πέφτει ο Εμπεδοκλής
τριγύρω αραποσίτι του βουνού πορτοκαλί & κίτρινο
και από φάλαρι χαλκό σανδάλια ανθοπέταλα του Αγκριτζέντο
ύδωρ & γη, σώμα & κύμα και αριθμός
πες ό,τι θες και πως το είπες χθες
σφαίρος και δίνος και ρυθμός, τα λέγει όλα ο Σικελιανός
όπως στο μέσα δώμα ιερουργή και φλέγεται

πέφτουν οι κύβοι, ρέουν τα εικοσάεδρα
πίσω από το βάθος, πέτρινος τοίχος ώμος μαυροκόκκινος
με ιαχές και σιένα καλυμμένος
νέες ρωγμές του τίποτε διαδίδονται στο συνεχές
ενώ αρχέγονος καπνός πορφυρογέννητος
αργοσκουραίνει το λινό σεντόνι του παρακοιμώμενου

νομή πυρός, ευάμπελος, ευτράπελος καιρός
Lacryma Christi και βεζουβιανά φραγμέντα φορνικάτα
σε ψηλοτάβανη pizzeria για ανικανοποίητους
(La Quintessenza di Stromboli, I Fratellastri di Etna
και Θέρμεσσα του Φρα Αντζέλικο – ως μύδροι πιθανά ονόματα)
πέμπε και πόμπε, τέφρα και Οπλοντίς, ω circo Ercolano!

πυκνός καπνός θαναταηδών, αλλ’ όμως πάντοτε
τα άδηλα θα αναζητούν, τις όψεις θα εγγίζουν,
ο Πλίνιος ο εγκυκλοπαιδικός και ο Bαν’τ Ηοφ ο ωσμωτικός
με ερωτηματικό στον κρόταφο και άστρο του στήθους στεροπή

ούμπρα ψηλά μία ψυχή, ’ραία του χάους και του πλήθους ιαχή
σκιά ουρά της χελιδόνας της καταστροφής
των φυσικών, των σκεδαστών σειρήνα θεία

τίτλος του έργου, ως μοι τον έδωκεν η αφή:
‘ο δημιούργος απαρεμφαίνει σοφομωραθείς’

Ωραία εφύσηξε ο καιρός αλλά δεν σβήστηκεν η υφή

— Μάλιστα! Εάν, τώρα, αυτά είναι βράχια, είσαι σίγουρος πως δεν θα πέσουν σε αυτά κάποια επόμενα ποιήματά σου;
— Πιστεύω θα με σώση, δεν θα με σώση;, το ότι ποτέ δεν έγραψα μεστές εκθέσεις του καλού μαθητή
— Ίσως. Πάντως θα προτιμούσα να μου έχης αναλύσει τι θεωρείς ότι συνιστά ποίησι της προκοπής. Τέλος πάντων ... Πρότεινέ μου έναν, μόνον έναν, σύγχρονο ποιητή για να καταλάβω
— Μελέτησε τον Ηράκλειτο
— Πέρα από την παραδοξολογία, έχω την εντύπωσι ότι αν και αναφέρης συχνά τον Ηράκλειτο, τα σχόλιά σου συνήθως είναι ειρωνικά. Έτσι δεν είναι;
— Όταν ο 20ός αιώνας έπεσε επάνω στον Ηράκλειτο, το σημαντικότερο αποτέλεσμα ήταν ποίησι. Αναγνωρίζω τον Ηράκλειτο ως σύγχρονο ποιητή αλλά και ως αρχηγό κοπίδων, ενώ ειρωνεύομαι όσους μελετούν έξη πιθανές σημασίες τού ‘εὖρος ποδὸς ἀνθρωπείου’, όπως ειρωνεύομαι και κάποιους από εκείνους που συμβουλεύονται τον Ηράκλειτο για απαντήσεις
— Μα δεν θέλουμε απαντήσεις;
— Θέλουμε, αλλά δεν χρειάζεται να τις ψάχνουμε στην ποίησι. Επίσης, αλλά αυτό είναι για άλλη συζήτησι, δεν είναι πάντοτε καλό να θέλουμε απαντήσεις. Τώρα, ας επιτρέψουμε στον Ηράκλειτο:

έστω ότι κάποιος εξετάζει δύο-τρεις φράσεις του. Κάτι ο κάποιος σκέπτεται, κάπως προβληματίζεται, κάπου χάνεται Και όλο αυτό το κατικάπως είναι, μαζί με το κάπου, ποίησι

— Και αν κατά την διαδικασία αυτή ο αναγνώστης εντοπίση ΤΗΝ απάντησι;
— τέλος πάντων... Κατά τα λοιπά:
έστω ότι πρέπει να πής κάτι, να συμβουλεύσης κάποιον κλπ αλλά δεν είσαι σίγουρος για την απάντησι. Εδώ μπορείς να προσφέρης πχ χρησμό, Ηράκλειτο, ροδόχρωμο άλας Ιμαλαΐων, κατάλληλη σύγχρονη ποίησι ή άλλη τέχνη ή μία αρχοντοπαροιμία
— Αρχοντοπαροιμία;!
— Είναι, όπως μία κοινή παροιμία, δηλαδή και αυτή είναι μία βακτηρία του αδύναμου λόγου, αλλά εξευγενισμένη, με τέταρτη χορδή κλπ
— Ναι... ίσως... Αλλά, ξέρεις, δεν με βοηθούν πολύ όλα αυτά
— Κοίταξε Και ο Kappus, που έλαβε σαφέστερες ποιητικές οδηγίες από κάποιον πλέον αρμόδιο, τι κατάλαβε; Συζήτησι να γίνεται είναι όλα αυτά Γράφε ή μην γράφης Να, πάρε και ένα μολύβι, για βακτηρία ή για να αυτοτρυπηθής
— Καλά, θα μελετήσω Ηράκλειτο, αλλά είναι απαραίτητο όλο αυτό το φιλοσοφικό κάρβουνο; Πες μου, επιτέλους, εσύ τι δέχεσαι ότι ‘είναι ποίησι’
— Είναι δύσκολο να καλύψω ικανοποιητικά έστω και μόνον την δική μου αισθητική Αλλά αφού δεν δέχεσαι το ΔΞ/ΔΑ, ας πάμε στο ΔΞ–ΑΑ, ‘δεν ξέρω, αλλά απαντώ’. Λοιπόν, σημειώνω κάτι που γράφει ο Σεφέρης, ενώ το έχουν πει και διάφοροι άλλοι πριν από αυτόν: ‘η ποίησι είναι ένα είδος χορού’ ενώ ‘η πρόζα είναι ένα βάδισμα που οδηγεί κάπου’.
— Δηλαδή, η ποίησι δεν οδηγεί κάπου;!
Εγώ νομίζω υπάρχει κάποια ποίησι που δεν οδηγεί σε προκαθωρισμένο τόπο, σε προ-ορισμό αλλά, παρόλα αυτά, κάπου πάει. Ας πούμε, κάποιο ποίημα μπορεί να είναι σαν ένας χορός με τον οποίο απομακρύνεσαι σιγά-σιγά, ίσως με την ρίζα του χρόνου. Και, πότε-πότε, ας αναρωτιέσαι πού είσαι!
Μια τέτοια ποίησι σε πηγαίνει κάπου, αν και δεν ξέρης πού. Αλλιώς, απλώς ζουζουνίζεις και τελικά καίγεσαι, έστω και ντυμένος Νιζίνσκι - τότε μην παραξενευτής αν κάποιος σου πη πως, κάποτε, ίσως ενδιαφέρη περισσότερο εκείνο το μπαλλόνι που πηγαίνει τυχαία χορεύοντας όπως ξεφουσκώνει

ΙΚ: Έλα, πες μου τώρα και δύο σπουδαίους ποιητές που πέθαναν μέσα στον 20ο αιώνα!

ΓΑ: Συχνά σπουδαίος, είναι ο Νερούδα — δες τις Ωδές, πχ αυτές, τις όσο πρέπει λαμπρές & όσο πρέπει ανόητες, στην καυκαρούα, το λεμόνι, τις κάλτσες και τα φύκια Συχνά σπουδαίος είναι και ο Καβάφης, αυτός χωρίς το δίκοπο ταλέντο του Νερούδα
Όμως οι δυο αυτοί και ο Ηράκλειτος δεν καλύπτουν, όσο θάθελα, όλα όσα θάθελα Οπότε, προσθέτω τον Κλέε – μόνον που εκείνος όσα ήταν να πη στην μορφή ποιήματος τα ζωγράφιζε

ΙΚ: Μα δεν έγραφε και ποιήματα;

ΓΑ: Αυτά δεν ενδιαφέρουν Ίσως τα έγραφε όταν αισθανόταν την επιθυμία να ζωγραφίση όπως οι πολλοί άλλοι

ΙΚ: Και κάτι άλλο Είναι, όντως, τόσο σπουδαίος ο Καβάφης;

ΓΑ: Αναρίθμητοι αυτοί που περιπλανήθηκαν περισσότερο στα χωράφια, εκείνος ετύπωσε οδό Πάντως, εάν δεν ψάχνης, πχ, ‘ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών’, ακόμη και ο καλός Καβάφης ίσως ‘ίσον τίποτε’

[Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο Σάββα Τ., που είχε μπει νωρίτερα κρατώντας μία τσαλακωμένη εφημερίδα]

ΣΤ: Γιαννάκη, θεωρητικέ της τυχαίας χορευτικής & δολοπλόκε του λόγου, αυτό που περιέγραψες προηγουμένως είναι κάτι σαν μικρογραφία της Οδύσσειας, αλλά χωρίς το τέλος;

ΓΑ: Ναι Επίσης, να το διεκρινίσω, αυτά είναι η γνώμη μου για κάποιον τύπο ποιημάτων και όχι για την ποίησι γενικώς

ΣΤ: Λοιπόν, στο περιθώριο της εφημερίδας που τύλιξες χθες την τανάλια, είδα ότι είχες γράψει κάτι – διαβάζω:

‘πλησιάζω την γάτα – κεραυνός και αρουκάτα –
και αν θες παραπάτα – να μετρήσης στραβά’

και αναρωτιέμαι: μπορεί κάτι τέτοιο να μπη σε ένα ποίημα;

ΓΑ: Α, φέρε μου αυτό το χαρτί, το έψαχνα... Λοιπόν, οτιδήποτε ‘κάτι τέτοιο’ μπορεί να μπη σε ένα ποίημα Είναι σαν να ρωτάς αν δύο-τρείς πρώτες κάπως-σαν τυχαίες γραμμές σε μία επιφάνεια μπορούν να οδηγήσουν σε ένα ‘μοντέρνο’ σχέδιο Ναι, μπορούν, αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος να ξεκινήσης ένα σχέδιο

ΣΤ: Και κάτι ακόμα Γιατί κατασκευάζεις λέξεις για τα ποιήματά σου;

ΓΑ: Ο καθένας με τα τεχνάσματά του Οι λέξεις αυτές είναι ημιδιαφανείς Κάτι αφήνω στην φαντασία ή, έστω, υπονομεύω την ιδέα ότι έχουν ειπωθή τα πάντα... ίσως και να περιορίζω τις συνέπειες της φθοράς ή της ‘φθοράς’ του οικείου λεξιλόγιου.

Ο Ελύτης μιλούσε για μη-φθαρμένες, ή κάτι τέτοιο, λέξεις, ενώ κάποτε έδωσε έναν κατάλογο λέξεων που, όπως σημείωσε, οδηγούσαν με ακρίβεια σε αυτό που έψαχνε Όμως στον κατάλογο βλέπεις και την λέξι χαβούζα - για τον Ελύτη σήμαινε δεξαμενή, στέρνα, αλλά οι επόμενοι την γέμισαν ακαθαρσίες Πώς να σκεφτής τώρα το ‘Σ’ έβλεπα να κατεβαίνεις κει που έλαμπε η χαβούζα’ με τον τρόπο που ήθελε ο Ελύτης; Τελικά, πώς να προστατέψη κανείς τις αγαπημένες του λέξεις;!

ΣΤ: Δικαιολογίες! Και η γλώσσα είναι των πολλών, αλλά το ποίημα τού ενός, το περισσότερο...

ΓΑ: Αυτή είναι φράσι μου! Αλλά, μάλλον, με κάποια πολύ διαφορετική αφορμή... Πουπούξιος!

ΣΤ: Τσαλαπετεινός... Γιατί το είπες αυτό;

ΓΑ: Μου ήρθε ξαφνικά μία λέξι που είχα να ακούσω τριάντα χρόνια Έτσι ξαφνικά κάποιες λέξεις πετάγονται, διεκδικούν θέσι στον λόγο, στα ποιήματα... Χρειαζόμαστε να συμβαίνουν και αυτά

ΣΤ: Χρειάζεσαι!

[Ο ΙΚ ετοιμάζεται να αποχωρήση Και ανεβάζοντας την έντασι της φωνής του απαγγέλλει:]

Μικρές Κυκλάδες, Μικρές Ελλάδες
μέλι σκουριάς και ούζο από χουρμάδες
ψαλμός πουλιού, ψυχής εμβόλιο
νους οψιανού μαύρο ειδώλιο
Γότθων βολή σπάει το γυαλί
Θήρας καπνιά στις χαραμάδες

με ένα μονόξυλο φεύγεις για Ευφράτη
ψυχή και σώμα είναι δυο κράτη
που έχουν για σύνορο μιαν αυταπάτη

σβουρίζεις τώρα στην αυλή
σαν μια ψυχή Σωκράτη
ήλιος πυρώνει την ουλή
δροσιά στην σκιά του Παραβάτη

Εγώ τέτοια ξέρω να φτιάχνω! Εσείς με την τανάλια και την εφημερίδα, συνεχίστε τις θεωρίες για τα καλύτερα

ΓΑ: Κοίταξε, ταιριαστό για ρίμα είναι και το ‘μαλλιά στην σκιά του Χατζηαβάτη’! Κατά τα λοιπά, μήπως σε ενδιαφέρουν περισσότερο οι στίχοι για τραγούδια;

ΙΚ: Γιατί; Δεν υπάρχουν ποιήματα κατάλληλα για μελοποίησι;

ΓΑ: Ναι, υπάρχουν ποιήματα κατάλληλα για μελοποίησι, όπως πχ ο Καββαδίας και οι Μέρες Αργίας. Γνωστά όλα αυτά Και κάποια ποιήματα ίσως είναι κατάλληλα ακόμη και για καραμελοποίησι

Επίσης υπάρχουν στίχοι που πελαγοδρομούν, αλλά τους ντύνει κάποιος με κατάλληλη μουσική και κάνει θαύματα! Εύχομαι, λοιπόν, Καλή Μουσική!

ΙΚ: Οι στίχοι μου, λες τώρα, πελαγοδρομούν... Για πες-μου τραγούδια με στίχους που δεν πελαγοδρομούν αλλά και λένε κάτι αξιοσημείωτο...

ΓΑ: Εκατοντάδες ξέρω, χιλιάδες θα υπάρχουν. Θα δώσω τέσσερα παραδείγματα: ‘Αεροπλάνα και βαπόρια’, ‘Θα με δικάση’, ‘Των αθανάτων

ΙΚ: Τρία ανέφερες και τώρα έβαλες σκέτη μουσική!

ΓΑ: Είναι και οι στίχοι που εννοούνται όταν ακούς το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας

ΣΤ: Και μετά θα του πης το ‘Είδα έναν άνδρα να πέφτη’, ε;

ΓΑ: Αυτό είναι για άλλους καιρούς. Επίσης, είναι ποίημα

ΣΤ: Του τόμου XVII της Παλατινής Ανθολογίας;

ΓΑ: Ναι, γιατί όχι;

Ο ήλιος στο κατάστημα στις σαρανταπέντε μοῖρες. Δῆλόν ἐστι τοῖς διὰ τοῦ φωτὸς ἀεὶ διάττουσι ψήγμασι μικροῖς καὶ θραύσμασιν. Τριγύρω. ανοικτά μικρά χαρτόκουτα με όλων των ειδών τις βίδες και τις πρόκες Σε ένα δεύτερο κύκλο, σύρτες, πόμολα & κλειδαριές, σφυριά & τανάλιες, λισγάρια, αξίνες & φτυάρια, αστάρια, κόλλες & ακρυλικά Υπάρχουν επίσης, εκεί γύρω, σκοινιά, αλυσίδες & σύρματα, ένα δίχτυ για εληές προσεκτικά διπλωμένο και κάποια τετράγωνα δείγματα μουσαμά

Ο ΓΑ κλείνει και ασφαλίζει τα θαλασσοπράσινα παντζούρια, κλειδώνει και κατεβάζει τα ρολλά [2021, 7/2022]



«τίκρυ», σχέδιο: Ελένη Ρακαντά, 2021
«τίκρυ», σχέδιο: Ελένη Ρακαντά, 2021



2. θαλασταράτ

στην πλαγιά των λογικών αλμάτων
τιπτιριτόκ, αϋλοντουζού
ζουζού, αρακαβάν

θάμνοι, χαλίκια και κορμοί
αρακαβάν, υλαηδαλλού

οι λέξεις που υγρολαλούν
οι σκέψεις που χοροπηδούν
οι φόβοι που ευφραίνονται

γυργεριβάν, πυργιλαλλού
κροκάλες που πυροκροτούν

αναναχίτα, αναμαλλού
εσύ εδώ, εδώ εσύ
μισή αλλού

[7/2022]

ΟΨΙ Β΄


0. κάλχι νερό

δεν έχω ρόλο στα πράγματα
κάποτε είχα σμέρνες στην θάλασσα
τώρα έχομαι
και έχω μόνον μέσα καιρό

δες, τυπώνω ένα κύ
λυκοκύματα γράμματα
και όλο κάλχι,
μόνον κάλχι νερό

[Μεσογείων, 22/3/2022]

1. πρέπει να το δεχθής

ο αγαθός κολλυβογράμματος, ο δήθεν κακείθεν
και ο ειδικώς ανόητος
θα καθορίσουν, όλοι αυτοί, την γλώσσα των επόμενων
Όχι εσύ, τίποτε εσύ!

πρέπει να το δεχθής και να χαθής
σε ένα φαράγγι ακούγοντας φωνές
όχι εσύ, τίποτε εσύ!
πιέζοντας το κεφάλι σου,
ως μοίρα κρέατος για να στεγνώση

κλωτσώντας λάλλες,
μπάλλες, κροκάλες και άλλες
σφίγγοντας και άλλο το κεφάλι σου
λέγοντας και ακούγοντας
όχι εσύ, τίποτε εσύ!
στα πόδια σου τρεχούμενοι
βάθρακοι και υδρά

όχι εσύ, τίποτε εσύ!
πρέπει να το δεχθής και να χαθής
σε ένα φαράγγι πιάνοντας ποιήματα
κλαίγοντας, λέγοντας
πως ήταν η σημαία μας

άνθος, ανθός αγράμματων
στο στόμα λίμνης αγαθών
στα χέρια δίνης ξυλοκέρατων

πρέπει να το δεχθής και να χαθής

[2020 & 23/2/2021]

«άνεμος μοροζίνι», σχέδιο: Ελένη Ρακαντά, 2021
«άνεμος μοροζίνι», σχέδιο: Ελένη Ρακαντά, 2021


2. δικαιούται

δεκαπέντε λεπτά ο άγνωστος
για να γίνη γρεστός

τόσον όγκο ο γλύπτης,
πόσον χάρτη ο ζωγράφος;
τόσο αέρα ο δύτης,
πόσο βάθος
ιώδες το φως;

τόσα λάθη ο δάσκαλος,
πόσες λέξεις το μαύρο μολύβι;

τόσες δίνες η θάλασσα,
πόσα ποιήματα και άγκυρες
ο πέρα γκρεμός;

τόσον θόρυβο κόρυμβο
το κάθε μηχάνημα,
ανοησίες πόσες ο κάθε γνωστός;

[25/2/2022]

3. το σύμπαν
του Ζ.Γ.

εάν φαινόσουνα στον χάρτη του ουρανού
εάν, και ίσως, ήσουνα μοάϊ σε χωράφι
δεν θάχες χώρο απεριόριστο
για το χορευτικό

σου
χώρο
θα είχες λιγοστό να πας μικροξυπόλυτος
εκεί, έως τα φύκια κύματα,
και να ξαναγυρίσης

[22/12/2021]

Τα Κακώς Παρακείμενα

α. διαρκής δικαιοσύνη

Η ιδέα είναι γενική αλλά θα την παρουσιάσω με ένα παράδειγμα
Δύο άνθρωποι, ο Α και ο Β, στέκονται μπροστά από ένα δίσκο με εικοσιτέσσερα ντολμαδάκια. ‘Διαρκής δικαιοσύνη’ σημαίνει ότι ο καθένας δικαιούται τα μισά από τα διαθέσιμα ντολμαδάκια
Ο Α τρώει γρήγορα τα μισά ντολμαδάκια, ενώ στον ίδιο χρόνο ο Β προλαβαίνη να φάη δύο ντολμαδάκια. Τώρα μένουν δέκα ντολμαδάκια, ο Α φωνάζει ‘Διαρκής δικαιοσύνη!’ και οι Α και Β δικαιούνται να φάνε από πέντε ντολμαδάκια.
Ο Α τρώει πέντε ντολμαδάκια, ενώ στον ίδιο χρόνο ο Β προλαβαίνη να φάη ένα.
Ο Α φωνάζει ‘Διαρκής δικαιοσύνη!’ και τώρα ο καθένας δικαιούται να φάη από δύο ντολμαδάκια.
Ο Α τρώει δύο ντολμαδάκια, ενώ στον ίδιο χρόνο ο Β προλαβαίνη να φάη μισό.
Ο Α αντί να ξαναφωνάξη ‘Διαρκής δικαιοσύνη!’ προτείνει ήρεμα και με φιλική φωνή μία ρύθμισι:
Α: Αυτή την στιγμή έχω το δικαίωμα να φάω τα 3/4α του ενός ντολμά, αλλά οι ιστορίες με κλάσματα κουράζουν. Επιπλέον, σκέψου και τις επόμενες μοιρασιές:
Σε λίγο ίσως χρειαστή να σου βγάλω από το στόμα το μέρος του ντολμά που δεν θα έχης καταπιεί και θα γεμίσουμε σάλια και σκόρπια ρύζια!
Β: Οπότε, τι προτείνεις;
Α: Τρώω το ένα ολόκληρο ντολμαδάκι και εσύ φάε με την ησυχία σου το μισό που περισσεύει!
Β: ΟΚ, γιατί είχα αρχίσει να αγχώνωμαι!

Συνοψίζουμε: Με την διαρκή δικαιοσύνη ο Α τρώει 20 ντολμαδάκια, ενώ ο Β τρώη 4 και είναι και ευχαριστημένος με την φιλική τελευταία ρύθμισι.

Χειραψία
Α: ντολμάς, τολμάς!
Β: τέλος καλό, με λεμόνι και άνηθο!

[2007]


β. οι λαστοί

ένα σμήνος πουλιών που αλλάζει συνέχεια σχήμα
και μια λάμψι αχνή
οι λαστοί τώρα τρέμουν, οι λαστοί
ένα μαύρο ραδιόφωνο σε ένα σάκκο σιτάρι
μουσική, ένα τέρετρο,
όπως λάμψι σε ζέρεθρο,
λάμψι, ω λάμψε, ωχρή
με ασημένιο περίγραμμα
και σταγόνα βροχή
βυθισμένες ειδήσεις
«έλα λάσπη!» κραυγή
στρογγυλό πετρονόμισμα
των λαστών συμπλοκή
οι λαστοί εμμονεύουν
οι ωχροί θερεμούν
μία φλόγα καταπίνει δυο - τρεις
για τον ένα που μένει
ένα «μη!» και μια λάμψι
των λαστών μια στιγμή
συ θαρρείς και θεωρείς
σε υπόγειο βρόχο
οι λαστοί αγραλάστοι
μουρμουρούν, τερερέμουν
οι λαστοί πάλι τρέμουν
«σς σς σς», σιωπή

[Αθήνα 12/1983, 2021]


_______________

Σημ
. λαστοί: τα πλήρη χαρακτηριστικά τους συνάγονται από τα συμφραζόμενα. Πάντως, οιονεί-λαστoί εμφανίζονται στο βίντεο τού Black Star τού Bowie (2015/6)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: