1982-1985-2020

Πρωτοδιάβασα ποιήματα του Σαχτούρη σε μία Ανθολογία το 1982. Γρήγορα αγόρασα τα ‘Ποιήματα 1945-1971’, εισιτήριο για μιά σκηνή όπου τα πράγματα σε κτυπούν με τα χρώματα τους, ενώ οι ζωντανοί ‘περνούν με κάτι τεράστια κεφάλια γεμάτα πετρέλαιο’.

Το φθινόπωρο του 1985 θα έφευγα για το εξωτερικό και το καλοκαίρι συνάντησα στην Φωκίωνος Νέγρη μία φίλη, για να της αφήσω ένα αρχείο. Όπως μιλούσαμε πρόσεξα, τρία τραπεζάκια πιο πέρα, τον Μ.Σ. Διάβαζε σε φίλο του ένα νέο ποίημα, για τον Πόρο, όπως κρυφάκουσα.[1] Δεν τόλμησα να δείξω ποιήματά μου (αν και είχα μαζί μου τα τότε ‘άπαντα’), αλλά σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν περιμένη κάτι ‘τώρα, το 1985’, αφού το 1945 (ή λίγο νωρίτερα) είχε γράψει ότι ‘αυτά τα λόγια θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια η λησμονημένη’. ‘Όχι, δεν περιμένω τίποτε’, απάντησε ανέκφραστος. Ευχαρίστησα και απομακρύνθηκα μπερδεμένος. Ήμουν άλλος ένας ανόητος νεαρός ή/και ο ΜΣ ετοιμαζόταν να συνταξιοδοτήση τον παλαιό του εαυτό;

Στην γειτονιά μου, αυτή των πρόσφατων χρόνων, υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο στο οποίο είχε βάλει το χέρι του ο Πικιώνης και τώρα τριγυρνούν δεκαοχτούρες. Αυτές κυρίως άφησε πίσω του ο Σαχτούρης και όχι τρία ακκόρντα γραφής,[2] σκέφτηκα κάποια στιγμή.[3] Και, αφού στριφογύρισα αρκετά, έφτιαξα ένα ποίημα:

Ο λαγός του Σερ Τζον Τένιελ (εικονογράφηση για την «Αλίκη» του Λιούις Κάρολ)


Δεκαοχτούρες

‘Όχι δέν περιμένω τίποτε’, Μ.Σ., 1945+40

Χορός:

Αυτό το ποίημα φύτρωσε —άψιν θεϋθούτα θεριστά—
ό,τι που δεν ξερίζωσε Ποτέ η Λησμονημένη

Οκτώβριους & Δεκέμβριους μετρώ χρονοσαχτούρες,
αυτές που χνούζουν θαμινά, σταχτιές δεκαοχτούρες

Φεύγει από αυτές η πιο μικρή για αντικρυνό περβάζι,
ριζάρι και χεννάβαρι, μιαν συνταγή διαβάζει

Και η πικρολαίμη ακροβατεί σε πέτρινο μπαλκόνι,
με κουτσουλιές και με φωνές αλλάζει έναν Πικιώνη

Χορός:

Όπου καφές και όπου χαρτιά, σε χάρτινο μπαλκόνι
Λόγια δεν στα ξερίζωσε Η αίμη με λησμόνει

Όπως η νύχτα δρεπατεί Και αγίους εξαστρώνει
Βρεγμένα πυροκάστανα Και κρόταλα στο χιόνι

[Αθήνα 24/9/2019 & 18/3/2020]


Σημειώσεις & Υστερόγραφο

[1] Αργότερα εντόπισα το ποίημα στην συλλογή Εκτοπλάσματα (1986). Ήταν το «Πόρος 1985» (και όχι το επόμενο της ίδιας συλλογής). Νέα αναστάτωσι: ο Σαχτούρης-«μας» τώρα ανακατεύει αδιέξοδα με τα «καταπληκτικά πόδια των τουριστριών»; Αστοχία ή, μήπως, αυτό ήταν το πιό «φυσικό» ποίημα που έχει γράψει;

[2] Τα τρία ακκόρντα εύκολα αντιγράφονται, αλλά σπανίως ξαναπαίζονται έτσι ώστε να λένε κάτι.

[3] ΥΓ. Άφησε επίσης μέρος του Περιοδικού Συστήματος των Στοιχείων και των Στοιχειών του – είναι αυτό που εμφανίζεται και στο εξώφυλλο των Απάντων του (Κέδρος, 2014). Μέρος; Σίγουρα λείπει τουλάχιστον η στήλη με τα στοιχειακά χρώματα του Σαχτούρη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: