«Ο ουρανός και τα πουλιά»

«Ο ουρανός και τα πουλιά»


Πού να οφεί­λε­ται άρα­γε αυ­τή η μυ­στη­ρια­κή γοη­τεία (λέ­ξη συ­νώ­νυ­μη της γη­τειάς), που ασκεί στον ανα­γνώ­στη της η ποί­η­ση του Μίλ­του Σα­χτού­ρη; Την απά­ντη­ση επι­χει­ρεί το ση­μεί­ω­μα που ακο­λου­θεί να ανα­ζη­τή­σει στην πρω­το­γε­νή, εν εί­δει μα­γι­κής πα­ρα­μυ­θί­ας, λει­τουρ­γία του ποι­η­τι­κού του λό­γου.

Η ποί­η­ση του Μίλ­του Σα­χτού­ρη αν­θί­στα­ται σε όσους ανα­ζη­τούν ερ­μη­νευ­τι­κά κλει­διά για να επι­τύ­χουν μια λο­γο­κρα­τι­κή ερ­μη­νεία του έρ­γου του, τέ­τοια που θα ακι­νη­το­ποιεί τους τρε­λούς λα­γούς του και θα ακυ­ρώ­νει τη δί­ψα του για ου­ρα­νό για­τί έχει απο­δέ­κτες πραγ­μα­τι­κούς τους αλα­φρο­ΐ­σκιω­τους, αυ­τούς που βλέ­πουν αι­σθη­τά και μη αι­σθη­τά, τους με­γά­λους απε­ριό­ρι­στους τρε­λούς και (για­τί όχι;) τα μι­κρά παι­διά που μπο­ρούν με την αθώα τους μα­τιά να ανα­κα­λύ­πτουν εκ νέ­ου τον κό­σμο και να εξε­ρευ­νούν το πα­ρά­ξε­νο δά­σος του.

Στον ποι­η­τι­κό απο­λο­γι­σμό που επι­χει­ρεί στο ποί­η­μα «Έζη­σα κο­ντά» ο Σα­χτού­ρης απο­κα­λύ­πτει σε ποιους πραγ­μα­τι­κά απευ­θύ­νε­ται, ποιοι εί­ναι δυ­νά­μει οι μύ­στες του μα­γι­κού του κό­σμου:

Έζησα κοντά

μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους

Εξάλ­λου, σε αυ­το­σχό­λιό του ομο­λο­γεί ο ίδιος ένα βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ποι­η­τι­κής του:

«Τα ποι­ή­μα­τά μου δεν εί­ναι απαι­σιό­δο­ξα. Απε­να­ντί­ας, εί­ναι σαν τα ξόρ­κια. Ξορ­κί­ζουν το κα­κό. Μοιά­ζουν με μά­σκες αφρι­κά­νι­κες. Με μά­σκες ζώ­ων και προ­γό­νων, για να ξορ­κι­στεί ο θά­να­τος. Όπως συμ­βαί­νει απα­ράλ­λα­χτα και με τις μά­σκες των ιθα­γε­νών.» (βλ. Γιάν­νης Δάλ­λας, Ει­σα­γω­γή στην ποι­η­τι­κή του Μίλ­του Σα­χτού­ρη, σ. 109)

Ο Σα­χτού­ρης δη­λα­δή επα­να­φέ­ρει την ποί­η­ση στην αρ­χέ­γο­νη λει­τουρ­γία της, τη μα­γι­κή. Γί­νε­ται ένας μά­γος του κα­λού που κρα­τά­ει δί­χως φό­βο ηλε­κτρο­φό­ρα ασύρ­μα­τα για να προ­σφέ­ρει τη μυ­στη­ρια­κή πα­ρα­μυ­θία ενός λό­γου που δη­μιουρ­γεί το δι­κό του πο­λύ­χρω­μο σύ­μπαν. Η ποί­η­σή του εί­ναι μια φθεγ­γο­μέ­νη ζω­γρα­φι­κή στην οποία απει­κο­νί­ζε­ται το αι­σθη­τό και το μη αι­σθη­τό με την ίδια φυ­σι­κό­τη­τα που μπο­ρεί να το ανα­γνω­ρί­ζει κα­νείς στους να­ΐφ ζω­γρά­φους ή στις φο­βε­ρές ει­κό­νες της Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας αυ­τές που αντι­κρύ­ζου­με στους με­τα­βυ­ζα­ντι­νούς να­ΐ­σκους. Όταν εκ­δί­δε­ται η πρώ­τη του συλ­λο­γή (Η Λη­σμο­νη­μέ­νη το 1945), ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της έχει ήδη εκ­δώ­σει τους Προ­σα­να­το­λι­σμούς και τον Ήλιο τον Πρώ­το, ο Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος την Υψι­κά­μι­νο και ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος το Μην ομι­λεί­τε εις τον οδη­γό. Η πρώ­τη ποι­η­τι­κή του πα­ρου­σία συ­μπί­πτει με την ακ­μή του νε­ο­ελ­λη­νι­κού υπερ­ρε­α­λι­σμού, στοι­χείο που συ­ντε­λεί στην απο­δο­χή και κα­θιέ­ρω­ση των εξω­λο­γι­κών ποι­η­τι­κών ει­κό­νων του, όμως δεν εί­ναι ικα­νό από μό­νο του να κά­νει δε­κτή την έντα­ξή του στο ρεύ­μα αυ­τό.

Ο Μίλ­τος Σα­χτού­ρης έρ­χε­ται από πο­λύ μα­κριά από την προ-λο­γι­κή ίσως και προϊ­στο­ρι­κή αρ­χέ­γο­νη και τε­λε­τουρ­γι­κή λει­τουρ­γία του ποι­η­τι­κού λό­γου. Συν­θέ­τει ένα ποι­η­τι­κό σύ­μπαν με ψη­φί­δες τις αι­νιγ­μα­τώ­δεις ιστο­ρί­ες του, οι οποί­ες με τη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή τους τι­τλο­δό­τη­ση προ­δια­θέ­τουν τον ανα­γνώ­στη για την προ­σέγ­γι­ση ενός κει­μέ­νου κα­τά βά­σιν αφη­γη­μα­τι­κού -ίσως ενός πα­ρα­μυ­θιού- το οποίο ανα­λαμ­βά­νει να λύ­σει την απο­ρία που γεν­νά το αί­νιγ­μα του τί­τλου. Εν­δει­κτι­κά πα­ρα­θέ­του­με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς τί­τλους από μία και μό­νη συλ­λο­γή Τα φά­σμα­τα η χα­ρά στον άλ­λο δρό­μο. Όλοι οι τί­τλοι απο­τε­λού­νται από ου­σια­στι­κά προ­ση­γο­ρι­κά που ανα­φέ­ρο­νται σε συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα η πράγ­μα­τα και όλα συ­νο­δεύ­ο­νται από ένα ορι­στι­κό άρ­θρο:

Το μαρτύριο
Η Μαρία
Οι καμπάνες
Ο σκύλος
Η Ύδρα
Τ' αδέρφια μου
Ο χορός
Ο πειρασμός
Το αεροπλάνο
Ο τρελός λαγός
Η Σοφία
Ο στρατιώτης ποιητής
Ο έρημος δρόμος
Ο ελεγκτής
Ο κήπος
Το ψωμί

Στις πα­ρά­ξε­νες αυ­τές ιστο­ρί­ες που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται «σε ένα άλ­λο κό­σμο», όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρε­ται στην εμ­βλη­μα­τι­κή «Απο­κριά, επί­μο­να προ­βάλ­λε­ται ένα αί­τη­μα για ου­ρα­νό. (Ας μην το κρύ­βου­με δι­ψά­με για ου­ρα­νό, «Το ψω­μί»).   Στο ποί­η­μα «Το αε­ρο­πλά­νο» (κα­τ’ ου­σί­αν μια μα­γι­κή επω­δή) προ­βάλ­λε­ται επι­τα­κτι­κά η αντί­στα­ση στην απο­μά­γευ­ση του κό­σμου, συ­νέ­πεια ανα­πό­φευ­κτη   της τε­χνο­λο­γι­κής προ­ό­δου:

Το αεροπλάνο

Δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
η γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
το παιδί απ' το Στενό Παράθυρο βγήκε
κι έμεινε μετέωρο στο Κενό
Τέλειωσε τέλειωσε το εκτόπλασμά μου
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
δε θα σας ταράζω πια με τα όνειρά μου
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
Ούτε όμως θα με ξεσκίζετε με τα σύρματά σας
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό.

Εί­ναι αλή­θεια εντυ­πω­σια­κό πό­σο πο­λύ το κα­τά τον πλα­τω­νι­κό Ίω­να ποι­η­τι­κό πρό­τυ­πο ται­ριά­ζει με την ει­κό­να του ποι­η­τή, όπως αυ­τή προ­βάλ­λει μέ­σα από την ποί­η­ση του Μίλ­του Σα­χτού­ρη.

Ιδού πως ορί­ζε­ται ο ποι­η­τής στον πλα­τω­νι­κό διά­λο­γο:
κοφον γρ χρμα ποι­ητς στιν κα πτηνν κα ερν͵ κα ο πρτε­ρον οἷός τε ποιεν πρν ν νθες τε γνη­ται κα κφρων κα νος μηκτι ν ατ ν· (Ίων, 534.b.6). («εί­ναι ένα πράγ­μα χω­ρίς βά­ρος ο ποι­η­τής, ιπτά­με­νο και ιε­ρό, που δεν μπο­ρεί να δη­μιουρ­γεί, προ­τού να ενω­θεί με τον θεό, προ­τού να απο­τι­νά­ξει κά­θε φρό­νη­ση και πριν ολό­τε­λα ο νους του τον απαρ­νη­θεί» μτ­φρ. Τ.Κ.).

Όλα τα πα­ρα­πά­νω χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­γνω­ρί­ζει κα­νείς στην κα­τά Σα­χτού­ρη ει­κό­να του ποι­η­τή,

—— την επι­κοι­νω­νία με το θείο:

    Ουράνια απάντηση

    Όταν ταξίδεψα στον Ουρανό
    ποτέ μου δεν συνάντησα τον αστροναύτη
    συνάντησα όμως το Θεό
    με τους χρωματιστούς αγγέλους

    Τον αστροναύτη πάντα τον πληρώνουν
    ποτέ τους δεν πληρώνουν το Θεό
    ούτε τους χρωματιστούς αγγέλους
    κι όταν κι εγώ στέλνω τον πανούργο
    εισπράκτορά μου
    πάντα γυρίζει άπρακτος

    (Το σκεύος, 1971)

    ——την απου­σία κά­θε φρό­νη­σης και την άρ­νη­ση της λο­γι­κής:

      Το κεφάλι του ποιητή

      Έκοψα το κεφάλι μου
      το ’βαλα σ’ ένα πιάτο
      και το πήγα στο γιατρό μου

      —Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
      είναι απλώς πυρακτωμένο
      ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε

      το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
      τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
      να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει

      το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου

      γύριζα έξαλλος τους δρόμους
      με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή

      (Το σκεύος, 1971)

      Πε­ρισ­σό­τε­ρο όμως εντυ­πω­σια­κή εί­ναι η κοι­νή ει­κό­να του ποι­η­τή- πτη­νού, που ολο­έ­να επι­ζη­τεί το ύψος της πτή­σης. Το ιε­ρό πτη­νόν του Πλά­τω­να εί­ναι το που­λί του ποι­ή­μα­τος «Ο ελεγ­κτής», αυ­τό που οφεί­λει και με σπα­σμέ­να τα φτε­ρά του να πε­τά­ει:

      Ο ελεγκτής

      Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
      είν’ ο ουρανός
      και λίγο χιόνι
      έσφιξα τα σκοινιά μου
      πρέπει και πάλι να ελέγξω
      τ’ αστέρια
      εγώ
      κληρονόμος πουλιών
      πρέπει
      έστω και με σπασμένα φτερά
      να πετάω

      (Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)

      Με τη βο­ή­θεια του συμ­φρα­στι­κού πί­να­κα λέ­ξε­ων για τους μεί­ζο­νες νε­ο­έλ­λη­νες ποι­η­τές που έχει αναρ­τή­σει στο δια­δί­κτυο η Πύ­λη για την Ελ­λη­νι­κή Γλώσ­σα επι­βε­βαί­ω­σα την αρ­χι­κή μου αί­σθη­ση: οι πλέ­ον συ­χνά απα­ντώ­με­νες λέ­ξεις στους πα­ρά­δο­ξους ποι­η­τι­κούς μύ­θους του Μίλ­του Σα­χτού­ρη εί­ναι οι λέ­ξεις: ου­ρα­νός και που­λί (σε ποι­κί­λους φυ­σι­κά γραμ­μα­τι­κούς   τύ­πους· η λέ­ξη ου­ρα­νός εμ­φα­νί­ζε­ται 79 φο­ρές ενώ η λέ­ξη που­λί 81). Επι­ση­μαί­νου­με ότι δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται στην αρίθ­μη­ση όλα τα εί­δη με τα αγα­πη­μέ­να φτε­ρω­τά του Σα­χτού­ρη: χε­λι­δό­νια, κα­να­ρί­νια, πε­ρι­στέ­ρια και σταυ­ραη­τοί. Πρό­κει­ται λοι­πόν για μια ποί­η­ση εν πτή­σει που επι­μέ­νει πλη­γω­μέ­νη από την εφιαλ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των πο­λέ­μων και των αι­μα­τη­ρών συ­γκρού­σε­ων του Εμ­φυ­λί­ου να δια­σχί­ζει ένα ου­ρα­νό κα­τά κα­νό­να κόκ­κι­νο. Το κόκ­κι­νο χρώ­μα εί­ναι η τρί­τη συ­χνό­τε­ρα συ­να­ντώ­με­νη λέ­ξη ενώ η τέ­ταρ­τη εί­ναι το αί­μα.

      Απέ­να­ντι σ’ αυ­τό το αί­μα ο ποι­η­τής έκ­φρων, με ανοι­κτές πλη­γές, ένας φαρ­μα­κός που φορ­τώ­νε­ται το μί­α­σμα της κοι­νό­τη­τας, γί­νε­ται το σύμ­βο­λο που λά­μπει και κα­θαί­ρει

      Το καναρίνι

      Τον έστησαν εκεί οπού φυσάει ο πιο
      άγριος άνεμος
      τον έταξαν στις παγωνιές
      του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο
      και μια γραβάτα κόκκινη
      έναν ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει
      μαύρα γυαλιά
      αίμα πάνω στο δηλητήριο
      ένα κοντάρι
      κι ένα καναρίνι
      τον έστησαν εκεί οπού τινάζεται ο πόνος
      τον έδωσαν στο θάνατο
      να λάμπει ασημένιος

      (Σφραγίδα ή Η Όγδοη Σελήνη, 1964)

      Για τον Σα­χτού­ρη ο ποι­η­τής εί­ναι αρων τς μαρ­τί­ας το κό­σμου, το εξι­λα­στή­ριο θύ­μα που επι­μέ­νει πά­νω στο ξύ­λο του θα­νά­του του, ως χρέ­ος ιε­ρό, να βρί­σκε­ται σε συ­νε­χή αντι­νο­μία με τα ερέ­βη και να νι­κά τα σκο­τά­δια με τον λό­γο της ποί­η­σης.

      Ο ποιητής

      Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
      γύρω θα ’χει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός
      μια υποψία θάλασσας θα υπάρχει
      κι έν’ άσπρο πουλί, αποπάνω, θ’ απαγγέλλει μέσα
      σ’ ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.

      (Τα στίγματα, 1962)

      Η ευ­θύ­νη του ποι­η­τή οδη­γεί στη θυ­σία που βά­φει με αί­μα τους στί­χους του έξο­χου ποι­ή­μα­τος «Ο τρε­λός λα­γός», ενός συμ­βό­λου που βιώ­νει την τρα­γι­κή αντι­νο­μία του υπαρ­ξια­κού τρό­μου και της δαι­μο­νι­κής επι­θυ­μί­ας για υπέρ­βα­σή του:

      Ο τρελός λαγός

      Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
      γύριζε στους δρόμους
      ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
      έπεφτε στις λάσπες

      Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
      άνοιγε η νύχτα
      στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
      έφεγγε ο κόσμος

      Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
      πρήσκονταν η γλώσσα
      βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
      θάνατος στο στόμα

      (Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, [1958*])

      Όταν ρω­τή­θη­κε ο Σα­χτού­ρης «Ποιος εί­ναι ο τρε­λός λα­γός;» «Εγώ» απά­ντη­σε στο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό αφιέ­ρω­μα της ΕΡΤ σε σκη­νο­θε­σία και σε­νά­ριο του Λευ­τέ­ρη Ξαν­θό­που­λου, δί­νο­ντας έτσι το στίγ­μα της ποι­η­τι­κής του. Ο εμ­βλη­μα­τι­κός τρε­λός λα­γός, που η ίδια του η φύ­ση τον εξα­να­γκά­ζει σε υπέρ­βα­ση του φό­βου του, θυ­σιά­ζε­ται στο ποί­η­μα για να προ­σφέ­ρει στον ανα­γνώ­στη του την πα­ρα­μυ­θία μιας κά­θαρ­σης. Η επα­νά­λη­ψη (έξι φο­ρές, από δύο σε κά­θε στρο­φή, του ονο­μα­τι­κού ζεύ­γους «ο τρε­λός λα­γός») με­τα­τρέ­πει το ποί­η­μα σε μια μα­γι­κή επω­δή που εύ­λο­γα δη­μιουρ­γεί συ­νειρ­μούς με τη λέ­ξη «λα­ός» και που θα μπο­ρού­σε στα χεί­λη ενός λαϊ­κού αν­θρώ­που να απο­κτή­σει τον χα­ρα­κτή­ρα μιας απο­τρο­παϊ­κής του κα­κού θε­ρα­πευ­τι­κής μαγ­γα­νεί­ας.

      Όπως με­τε­ω­ρί­ζε­ται γραμ­μα­το­λο­γι­κά μέ­σα στον χώ­ρο του υπερ­ρε­α­λι­σμού, κα­τ' ανά­λο­γο τρό­πο θα λέ­γα­με πως ο Σα­χτού­ρης δεν βο­λεύ­ε­ται με τη γραμ­μα­το­λο­γι­κή του έντα­ξη στην πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά στην οποία εί­ναι ευ­διά­κρι­τη η κυ­ριαρ­χία κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κών ποι­η­τών, όπως ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης ή ο Τί­τος Πα­τρί­κιος. Η ποί­η­ση του Σα­χτού­ρη δεν έχει σχέ­ση με τη γε­νιά της ήτ­τας η της διά­ψευ­σης των ιδε­ο­λο­γι­κών ορα­μά­των. Κι όμως γί­νε­ται με τον τρό­πο του πο­λι­τι­κός ποι­η­τής, όταν δέ­χε­ται τους κρα­δα­σμούς της ιστο­ρί­ας και ει­κο­νο­γρα­φεί με το κα­θιε­ρω­μέ­νο κυ­ρί­ως κόκ­κι­νό του χρώ­μα τη φρί­κη του πο­λέ­μου της κα­το­χής και του κα­τα­στρο­φι­κού εμ­φυ­λί­ου.

      Δεν ξέ­ρω αν οι λι­γο­στές γραμ­μές που προη­γή­θη­καν ήταν αρ­κε­τές για να τι­μή­σουν, όπως θ' άξι­ζε τον ποι­η­τή Μίλ­το Σα­χτού­ρη. Ας θε­ω­ρη­θούν μο­νά­χα ως κα­τά­θε­ση ευ­χα­ρι­στιών ελά­χι­στων για τ' ακρι­βά του δώ­ρα: για τους πο­λύ­χρω­μους χαρ­τα­ε­τούς, για τα πα­ρά­ξε­να που­λιά, για τους τρε­λούς λα­γούς και για τα μα­γι­κά του δά­ση: για τον αντε­στραμ­μέ­νο κό­σμο του με τους τραυ­μα­τι­σμέ­νους ου­ρα­νούς και τα εκ­δι­κη­τι­κά φεγ­γά­ρια -εν τέ­λει για τη βί­ω­ση μιας ποί­η­σης αθώ­ας, νω­πής όπως η ζω­γρα­φιά ενός μι­κρού παι­διού.

      Για­τί στ' αλή­θεια ο ποι­η­τής αυ­τός, κοι­τού­σε, όπως κοι­τά­ει ένα παι­δί με μά­τια ορ­θά­νοι­χτα από την έκ­πλη­ξη τον κό­σμο, ανή­μπο­ρο ν' απο­δε­χθεί τη φρί­κη της αλή­θειας του θα­νά­του. Γι' αυ­τό και ζή­τη­σε να πο­λε­μή­σει το Κα­κό με απο­τρο­παϊ­κές σκη­νές, χτι­σμέ­νες σε ποι­ή­μα­τα πα­ρό­μοια με επω­δές, σαν ξόρ­κια ακα­τά­λη­πτα με λέ­ξεις μα­γι­κές, αι­νιγ­μα­τώ­δεις, που κοί­μι­ζαν τον τρό­μο μας στα παι­δι­κά μας χρό­νια.

      Κι ενώ ανή­κε σε γε­νιά ποι­η­τι­κή κα­τ' εξο­χήν πο­λι­τι­κή, εί­δε την Ιστο­ρία σαν αι­μάσ­σου­σα πλη­γή στο σώ­μα του ανυ­πε­ρά­σπι­στου και πο­νε­μέ­νου αν­θρώ­που και πεί­να­σε μα­ζί του για ψω­μί και δί­ψα­σε μα­ζί του για ου­ρα­νό και πά­σχι­σε με τα σπα­σμέ­να του φτε­ρά να αρ­θεί στη χώ­ρα όπου κα­τοι­κούν τα όνει­ρα προ­τού να τσα­κι­στούν στα αιχ­μη­ρά ερέ­βη του πραγ­μα­τι­κού και γί­νουν εφιάλ­τες.

      Η άλ­λη αλή­θεια εί­ναι πως ο ποι­η­τής αυ­τός πε­ρίσ­σευε σ' όλες τις αυ­στη­ρές τα­ξι­νο­μή­σεις· δεν χώ­ρε­σε στον υπερ­ρε­α­λι­σμό και ασφυ­κτιού­σε γε­νι­κώς σ' όλες τις κα­τα­τά­ξεις, (για­τί έγρα­φε μία ποί­η­ση που ερ­χό­τα­νε από πο­λύ μα­κριά: απ' την πα­τρί­δα των ψυ­χών, τον τό­πο, όπου η γη γί­νε­ται ένα με τον ου­ρα­νό και σμί­γει ακό­μα ερω­τι­κά μα­ζί του.) Ζώ­ντας εξό­ρι­στος σαν τις πλα­τω­νι­κές ψυ­χές στον κό­σμο των πραγ­μά­των, εκό­μι­σε στον λό­γο μας τη δω­ρεά του μα­γι­κού και της πα­ρα­μυ­θί­ας.

      ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: