«Ο ουρανός και τα πουλιά»

«Ο ουρανός και τα πουλιά»


Πού να οφείλεται άραγε αυτή η μυστηριακή γοητεία (λέξη συνώνυμη της γητειάς), που ασκεί στον αναγνώστη της η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη; Την απάντηση επιχειρεί το σημείωμα που ακολουθεί να αναζητήσει στην πρωτογενή, εν είδει μαγικής παραμυθίας, λειτουργία του ποιητικού του λόγου.

Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη ανθίσταται σε όσους αναζητούν ερμηνευτικά κλειδιά για να επιτύχουν μια λογοκρατική ερμηνεία του έργου του, τέτοια που θα ακινητοποιεί τους τρελούς λαγούς του και θα ακυρώνει τη δίψα του για ουρανό γιατί έχει αποδέκτες πραγματικούς τους αλαφροΐσκιωτους, αυτούς που βλέπουν αισθητά και μη αισθητά, τους μεγάλους απεριόριστους τρελούς και (γιατί όχι;) τα μικρά παιδιά που μπορούν με την αθώα τους ματιά να ανακαλύπτουν εκ νέου τον κόσμο και να εξερευνούν το παράξενο δάσος του.

Στον ποιητικό απολογισμό που επιχειρεί στο ποίημα «Έζησα κοντά» ο Σαχτούρης αποκαλύπτει σε ποιους πραγματικά απευθύνεται, ποιοι είναι δυνάμει οι μύστες του μαγικού του κόσμου:

Έζησα κοντά

μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους

Εξάλλου, σε αυτοσχόλιό του ομολογεί ο ίδιος ένα βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του:

«Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα. Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες. Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει απαράλλαχτα και με τις μάσκες των ιθαγενών.» (βλ. Γιάννης Δάλλας, Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, σ. 109)

Ο Σαχτούρης δηλαδή επαναφέρει την ποίηση στην αρχέγονη λειτουργία της, τη μαγική. Γίνεται ένας μάγος του καλού που κρατάει δίχως φόβο ηλεκτροφόρα ασύρματα για να προσφέρει τη μυστηριακή παραμυθία ενός λόγου που δημιουργεί το δικό του πολύχρωμο σύμπαν. Η ποίησή του είναι μια φθεγγομένη ζωγραφική στην οποία απεικονίζεται το αισθητό και το μη αισθητό με την ίδια φυσικότητα που μπορεί να το αναγνωρίζει κανείς στους ναΐφ ζωγράφους ή στις φοβερές εικόνες της Δευτέρας Παρουσίας αυτές που αντικρύζουμε στους μεταβυζαντινούς ναΐσκους. Όταν εκδίδεται η πρώτη του συλλογή (Η Λησμονημένη το 1945), ο Οδυσσέας Ελύτης έχει ήδη εκδώσει τους Προσανατολισμούς και τον Ήλιο τον Πρώτο, ο Ανδρέας Εμπειρίκος την Υψικάμινο και ο Νίκος Εγγονόπουλος το Μην ομιλείτε εις τον οδηγό. Η πρώτη ποιητική του παρουσία συμπίπτει με την ακμή του νεοελληνικού υπερρεαλισμού, στοιχείο που συντελεί στην αποδοχή και καθιέρωση των εξωλογικών ποιητικών εικόνων του, όμως δεν είναι ικανό από μόνο του να κάνει δεκτή την ένταξή του στο ρεύμα αυτό.

Ο Μίλτος Σαχτούρης έρχεται από πολύ μακριά από την προ-λογική ίσως και προϊστορική αρχέγονη και τελετουργική λειτουργία του ποιητικού λόγου. Συνθέτει ένα ποιητικό σύμπαν με ψηφίδες τις αινιγματώδεις ιστορίες του, οι οποίες με τη χαρακτηριστική τους τιτλοδότηση προδιαθέτουν τον αναγνώστη για την προσέγγιση ενός κειμένου κατά βάσιν αφηγηματικού -ίσως ενός παραμυθιού- το οποίο αναλαμβάνει να λύσει την απορία που γεννά το αίνιγμα του τίτλου. Ενδεικτικά παραθέτουμε χαρακτηριστικούς τίτλους από μία και μόνη συλλογή Τα φάσματα η χαρά στον άλλο δρόμο. Όλοι οι τίτλοι αποτελούνται από ουσιαστικά προσηγορικά που αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα η πράγματα και όλα συνοδεύονται από ένα οριστικό άρθρο:

Το μαρτύριο
Η Μαρία
Οι καμπάνες
Ο σκύλος
Η Ύδρα
Τ' αδέρφια μου
Ο χορός
Ο πειρασμός
Το αεροπλάνο
Ο τρελός λαγός
Η Σοφία
Ο στρατιώτης ποιητής
Ο έρημος δρόμος
Ο ελεγκτής
Ο κήπος
Το ψωμί

Στις παράξενες αυτές ιστορίες που διαδραματίζονται «σε ένα άλλο κόσμο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εμβληματική «Αποκριά, επίμονα προβάλλεται ένα αίτημα για ουρανό. (Ας μην το κρύβουμε διψάμε για ουρανό, «Το ψωμί»).   Στο ποίημα «Το αεροπλάνο» (κατ’ ουσίαν μια μαγική επωδή) προβάλλεται επιτακτικά η αντίσταση στην απομάγευση του κόσμου, συνέπεια αναπόφευκτη   της τεχνολογικής προόδου:

Το αεροπλάνο

Δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
η γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
το παιδί απ' το Στενό Παράθυρο βγήκε
κι έμεινε μετέωρο στο Κενό
Τέλειωσε τέλειωσε το εκτόπλασμά μου
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
δε θα σας ταράζω πια με τα όνειρά μου
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
Ούτε όμως θα με ξεσκίζετε με τα σύρματά σας
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό
δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό.

Είναι αλήθεια εντυπωσιακό πόσο πολύ το κατά τον πλατωνικό Ίωνα ποιητικό πρότυπο ταιριάζει με την εικόνα του ποιητή, όπως αυτή προβάλλει μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη.

Ιδού πως ορίζεται ο ποιητής στον πλατωνικό διάλογο:
κοφον γρ χρμα ποιητς στιν κα πτηνν κα ερν͵ κα ο πρτερον οἷός τε ποιεν πρν ν νθες τε γνηται κα κφρων κα νος μηκτι ν ατ ν· (Ίων, 534.b.6). («είναι ένα πράγμα χωρίς βάρος ο ποιητής, ιπτάμενο και ιερό, που δεν μπορεί να δημιουργεί, προτού να ενωθεί με τον θεό, προτού να αποτινάξει κάθε φρόνηση και πριν ολότελα ο νους του τον απαρνηθεί» μτφρ. Τ.Κ.).

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά αναγνωρίζει κανείς στην κατά Σαχτούρη εικόνα του ποιητή,

—— την επικοινωνία με το θείο:

    Ουράνια απάντηση

    Όταν ταξίδεψα στον Ουρανό
    ποτέ μου δεν συνάντησα τον αστροναύτη
    συνάντησα όμως το Θεό
    με τους χρωματιστούς αγγέλους

    Τον αστροναύτη πάντα τον πληρώνουν
    ποτέ τους δεν πληρώνουν το Θεό
    ούτε τους χρωματιστούς αγγέλους
    κι όταν κι εγώ στέλνω τον πανούργο
    εισπράκτορά μου
    πάντα γυρίζει άπρακτος

    (Το σκεύος, 1971)

    ——την απουσία κάθε φρόνησης και την άρνηση της λογικής:

      Το κεφάλι του ποιητή

      Έκοψα το κεφάλι μου
      το ’βαλα σ’ ένα πιάτο
      και το πήγα στο γιατρό μου

      —Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
      είναι απλώς πυρακτωμένο
      ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε

      το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
      τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
      να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει

      το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου

      γύριζα έξαλλος τους δρόμους
      με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή

      (Το σκεύος, 1971)

      Περισσότερο όμως εντυπωσιακή είναι η κοινή εικόνα του ποιητή- πτηνού, που ολοένα επιζητεί το ύψος της πτήσης. Το ιερό πτηνόν του Πλάτωνα είναι το πουλί του ποιήματος «Ο ελεγκτής», αυτό που οφείλει και με σπασμένα τα φτερά του να πετάει:

      Ο ελεγκτής

      Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
      είν’ ο ουρανός
      και λίγο χιόνι
      έσφιξα τα σκοινιά μου
      πρέπει και πάλι να ελέγξω
      τ’ αστέρια
      εγώ
      κληρονόμος πουλιών
      πρέπει
      έστω και με σπασμένα φτερά
      να πετάω

      (Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)

      Με τη βοήθεια του συμφραστικού πίνακα λέξεων για τους μείζονες νεοέλληνες ποιητές που έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα επιβεβαίωσα την αρχική μου αίσθηση: οι πλέον συχνά απαντώμενες λέξεις στους παράδοξους ποιητικούς μύθους του Μίλτου Σαχτούρη είναι οι λέξεις: ουρανός και πουλί (σε ποικίλους φυσικά γραμματικούς   τύπους· η λέξη ουρανός εμφανίζεται 79 φορές ενώ η λέξη πουλί 81). Επισημαίνουμε ότι δεν συμπεριλαμβάνονται στην αρίθμηση όλα τα είδη με τα αγαπημένα φτερωτά του Σαχτούρη: χελιδόνια, καναρίνια, περιστέρια και σταυραητοί. Πρόκειται λοιπόν για μια ποίηση εν πτήσει που επιμένει πληγωμένη από την εφιαλτική πραγματικότητα των πολέμων και των αιματηρών συγκρούσεων του Εμφυλίου να διασχίζει ένα ουρανό κατά κανόνα κόκκινο. Το κόκκινο χρώμα είναι η τρίτη συχνότερα συναντώμενη λέξη ενώ η τέταρτη είναι το αίμα.

      Απέναντι σ’ αυτό το αίμα ο ποιητής έκφρων, με ανοικτές πληγές, ένας φαρμακός που φορτώνεται το μίασμα της κοινότητας, γίνεται το σύμβολο που λάμπει και καθαίρει

      Το καναρίνι

      Τον έστησαν εκεί οπού φυσάει ο πιο
      άγριος άνεμος
      τον έταξαν στις παγωνιές
      του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο
      και μια γραβάτα κόκκινη
      έναν ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει
      μαύρα γυαλιά
      αίμα πάνω στο δηλητήριο
      ένα κοντάρι
      κι ένα καναρίνι
      τον έστησαν εκεί οπού τινάζεται ο πόνος
      τον έδωσαν στο θάνατο
      να λάμπει ασημένιος

      (Σφραγίδα ή Η Όγδοη Σελήνη, 1964)

      Για τον Σαχτούρη ο ποιητής είναι αρων τς μαρτίας το κόσμου, το εξιλαστήριο θύμα που επιμένει πάνω στο ξύλο του θανάτου του, ως χρέος ιερό, να βρίσκεται σε συνεχή αντινομία με τα ερέβη και να νικά τα σκοτάδια με τον λόγο της ποίησης.

      Ο ποιητής

      Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
      γύρω θα ’χει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός
      μια υποψία θάλασσας θα υπάρχει
      κι έν’ άσπρο πουλί, αποπάνω, θ’ απαγγέλλει μέσα
      σ’ ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου.

      (Τα στίγματα, 1962)

      Η ευθύνη του ποιητή οδηγεί στη θυσία που βάφει με αίμα τους στίχους του έξοχου ποιήματος «Ο τρελός λαγός», ενός συμβόλου που βιώνει την τραγική αντινομία του υπαρξιακού τρόμου και της δαιμονικής επιθυμίας για υπέρβασή του:

      Ο τρελός λαγός

      Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
      γύριζε στους δρόμους
      ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
      έπεφτε στις λάσπες

      Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
      άνοιγε η νύχτα
      στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
      έφεγγε ο κόσμος

      Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
      πρήσκονταν η γλώσσα
      βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
      θάνατος στο στόμα

      (Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, [1958*])

      Όταν ρωτήθηκε ο Σαχτούρης «Ποιος είναι ο τρελός λαγός;» «Εγώ» απάντησε στο κινηματογραφικό αφιέρωμα της ΕΡΤ σε σκηνοθεσία και σενάριο του Λευτέρη Ξανθόπουλου, δίνοντας έτσι το στίγμα της ποιητικής του. Ο εμβληματικός τρελός λαγός, που η ίδια του η φύση τον εξαναγκάζει σε υπέρβαση του φόβου του, θυσιάζεται στο ποίημα για να προσφέρει στον αναγνώστη του την παραμυθία μιας κάθαρσης. Η επανάληψη (έξι φορές, από δύο σε κάθε στροφή, του ονοματικού ζεύγους «ο τρελός λαγός») μετατρέπει το ποίημα σε μια μαγική επωδή που εύλογα δημιουργεί συνειρμούς με τη λέξη «λαός» και που θα μπορούσε στα χείλη ενός λαϊκού ανθρώπου να αποκτήσει τον χαρακτήρα μιας αποτροπαϊκής του κακού θεραπευτικής μαγγανείας.

      Όπως μετεωρίζεται γραμματολογικά μέσα στον χώρο του υπερρεαλισμού, κατ' ανάλογο τρόπο θα λέγαμε πως ο Σαχτούρης δεν βολεύεται με τη γραμματολογική του ένταξη στην πρώτη μεταπολεμική γενιά στην οποία είναι ευδιάκριτη η κυριαρχία κατεξοχήν πολιτικών ποιητών, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης ή ο Τίτος Πατρίκιος. Η ποίηση του Σαχτούρη δεν έχει σχέση με τη γενιά της ήττας η της διάψευσης των ιδεολογικών οραμάτων. Κι όμως γίνεται με τον τρόπο του πολιτικός ποιητής, όταν δέχεται τους κραδασμούς της ιστορίας και εικονογραφεί με το καθιερωμένο κυρίως κόκκινό του χρώμα τη φρίκη του πολέμου της κατοχής και του καταστροφικού εμφυλίου.

      Δεν ξέρω αν οι λιγοστές γραμμές που προηγήθηκαν ήταν αρκετές για να τιμήσουν, όπως θ' άξιζε τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη. Ας θεωρηθούν μονάχα ως κατάθεση ευχαριστιών ελάχιστων για τ' ακριβά του δώρα: για τους πολύχρωμους χαρταετούς, για τα παράξενα πουλιά, για τους τρελούς λαγούς και για τα μαγικά του δάση: για τον αντεστραμμένο κόσμο του με τους τραυματισμένους ουρανούς και τα εκδικητικά φεγγάρια -εν τέλει για τη βίωση μιας ποίησης αθώας, νωπής όπως η ζωγραφιά ενός μικρού παιδιού.

      Γιατί στ' αλήθεια ο ποιητής αυτός, κοιτούσε, όπως κοιτάει ένα παιδί με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη τον κόσμο, ανήμπορο ν' αποδεχθεί τη φρίκη της αλήθειας του θανάτου. Γι' αυτό και ζήτησε να πολεμήσει το Κακό με αποτροπαϊκές σκηνές, χτισμένες σε ποιήματα παρόμοια με επωδές, σαν ξόρκια ακατάληπτα με λέξεις μαγικές, αινιγματώδεις, που κοίμιζαν τον τρόμο μας στα παιδικά μας χρόνια.

      Κι ενώ ανήκε σε γενιά ποιητική κατ' εξοχήν πολιτική, είδε την Ιστορία σαν αιμάσσουσα πληγή στο σώμα του ανυπεράσπιστου και πονεμένου ανθρώπου και πείνασε μαζί του για ψωμί και δίψασε μαζί του για ουρανό και πάσχισε με τα σπασμένα του φτερά να αρθεί στη χώρα όπου κατοικούν τα όνειρα προτού να τσακιστούν στα αιχμηρά ερέβη του πραγματικού και γίνουν εφιάλτες.

      Η άλλη αλήθεια είναι πως ο ποιητής αυτός περίσσευε σ' όλες τις αυστηρές ταξινομήσεις· δεν χώρεσε στον υπερρεαλισμό και ασφυκτιούσε γενικώς σ' όλες τις κατατάξεις, (γιατί έγραφε μία ποίηση που ερχότανε από πολύ μακριά: απ' την πατρίδα των ψυχών, τον τόπο, όπου η γη γίνεται ένα με τον ουρανό και σμίγει ακόμα ερωτικά μαζί του.) Ζώντας εξόριστος σαν τις πλατωνικές ψυχές στον κόσμο των πραγμάτων, εκόμισε στον λόγο μας τη δωρεά του μαγικού και της παραμυθίας.

      ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: