Επιτέλους, τι είδους ποιητής είναι αυτός ο Σαχτούρης;

«Εκτόπλασμα» του Μίλτου Σαχτούρη (1986)
«Εκτόπλασμα» του Μίλτου Σαχτούρη (1986)

 

Πά­ει λί­γος και­ρός που εί­χα μπει στην ίδια ανα­γνω­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια: να θυ­μη­θώ και να δω τι δια­θέ­τω από την ερ­γο­γρα­φία κά­ποιου για τον οποίο πή­ρα την από­φα­ση να γρά­ψω κά­τι. Η αγω­νία μου πριν το ψά­ξι­μο ήταν εφιαλ­τι­κή. Για­τί σπά­νια ανα­τρέ­χω στα βι­βλία του πα­ρελ­θό­ντος, όπως και στις φω­το­γρα­φί­ες και στην αλ­λη­λο­γρα­φία, αν και τα έχω, υπο­θέ­τω, τα­ξι­νο­μη­μέ­να. Όπως, και αν τα­ξι­νο­μού­νται αυ­τά τα πράγ­μα­τα. Για τον Σα­χτού­ρη απο­δεί­χτη­κε ότι δια­θέ­τω όλο του το έρ­γο, επι­με­λώς το­πο­θε­τη­μέ­νο στη βι­βλιο­θή­κη μου, και κά­τι από ό,τι έχει γρα­φτεί για αυ­τό. Οπό­τε αρω­γός, όπως πά­ντα, η google: με­τα­πτυ­χια­κά, δια­τρι­βές, μο­νο­γρα­φί­ες, πλεί­στα όσα. Όσο τα ανα­κά­λυ­πτα, τό­σο και με έπια­νε απελ­πι­σία. Δεν το πε­ρί­με­να να εί­ναι τό­σο πολ­λά. Τι γυ­ρεύ­ει η αλε­πού στο πα­ζά­ρι; Σκε­φτό­μουν. Άρ­χι­σα να συ­νέρ­χο­μαι σι­γά σι­γά.
Με οδη­γό την σχε­τι­κά ανάρ­τη­ση του Κέ­ντρου Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας (ΚΕΓ, να ΄ναι κα­λά ο Κα­ζά­ζης και οι συ­νερ­γά­τες του) δια­πί­στω­σα τα εξής:
Ο πρώ­τος τό­μος με τις συλ­λο­γές του, 5η έκ­δο­ση το 1988, Κέ­δρος, πε­ριέ­χει την ερ­γο­γρα­φία του από το 1945 μέ­χρι το 1971. Δώ­ρο της Καλ­λιάν­νας και του Δή­μου στη Ζά­κυν­θο το 1989, στις σε­λί­δες του οποί­ου εί­χα φυ­λά­ξει μία από τις επι­φυλ­λί­δες του Μα­ρω­νί­τη για τον ποι­η­τή στο Βή­μα που αρ­γό­τε­ρα έγι­ναν το γνω­στό του βι­βλίο (Άν­θρω­ποι ζώα και μη­χα­νές) και μία με­γά­λη συ­νέ­ντευ­ξη του ποι­η­τή στον Θα­νά­ση Λά­λα, πά­λι στο Βή­μα στις 5 Φεβρ. του 1995. Ο δεύ­τε­ρος τό­μος, με μι­κρές πα­ρεμ­βά­σεις του ποι­η­τή, πε­ριέ­χει την ερ­γο­γρα­φία του από το 1980 ως το 1998, Κέ­δρος 2001. Πε­ριέ­χει δη­λα­δή πέ­ντε ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές τις οποί­ες δια­πι­στώ­νω ότι τις έχω όλες! Με τη σει­ρά: Χρω­μο­τραύ­μα­τα (Γνώ­ση 1980), Εκτο­πλά­σμα­τα (Στιγ­μή 1986), Κα­τα­βύ­θι­ση (Κέ­δρος 1990), Έκτο­τε (Κέ­δρος 1996), Ανά­πο­δα γυ­ρί­σαν τα ρο­λό­για (Κέ­δρος 1998).
Το σύ­νο­λο και των δύο τό­μων εκ­δό­θη­κε το 2014 στον  Κέ­δρο.
Δια­πί­στω­σα επί­σης ότι έχω το εξαί­ρε­το αφιέ­ρω­μα του Εντευ­κτη­ρί­ου (τεύ­χος 84, 2009) και το σύ­νο­λο (;) των συ­νε­ντεύ­ξε­ών του στο Μίλ­τος Σα­χτού­ρης, Ποιος εί­ναι ο τρε­λός λα­γός, Συ­νο­μι­λί­ες, Κα­στα­νιώ­της 2000. Από κει και πέ­ρα πα­ρα­δό­θη­κα αμα­χη­τί στην τρέ­λα του Google και έκα­να τις εξής δια­πι­στώ­σεις:

Το εν­δια­φέ­ρον για το έρ­γο του άρ­χι­σε κυ­ρί­ως λό­γω των μα­θη­μά­των και των δη­μο­σιεύ­σε­ων για τον Σα­χτού­ρη των Μα­ρω­νί­τη και Δάλ­λα, αμέ­σως με­τά τη με­τα­πο­λί­τευ­ση. Νω­ρί­τε­ρα το μό­νο ση­μα­ντι­κό δη­μο­σί­ευ­μα ήταν μάλ­λον της Nό­ρας Ανα­γνω­στά­κη στο πε­ριο­δι­κό Κρι­τι­κή την ση­μα­σία του οποί­ου δεν χρειά­ζε­ται να ανα­φέ­ρου­με και εδώ.
Το έρ­γο του δεν σώ­ζει κα­νέ­να ιστο­ρι­κό γε­γο­νός (Με­σο­πό­λε­μος, Κα­το­χή, Εμ­φύ­λιος, με­τά τον Εμ­φύ­λιο) αλ­λά φαί­νε­ται να υπο­κα­θι­στά δυ­να­μι­κά τα δια­τρέ­ξα­ντα. Τε­λι­κά, αυ­τή φαί­νε­ται να εί­ναι η ιδιαί­τε­ρη αξία της ποί­η­σης. Όπως, ας πού­με, με τη Σαπ­φώ που τα βιο­γρα­φι­κά που γνω­ρί­ζου­με και οι απει­κο­νί­σεις της εί­ναι ελά­χι­στα, αλ­λά το έρ­γο της… ΄Ο,τι σώ­θη­κε τέ­λος πά­ντων…
Μά­λι­στα, ως επί­λο­γος σε με­τα­πτυ­χια­κό που κα­τα­τέ­θη­κε στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας για τον ποι­η­τή, πα­ρα­θέ­το­νται δι­η­γή­μα­τα που εντάσ­σο­νται στην επο­χή της Κα­το­χής και του Εμ­φυ­λί­ου, εμπνευ­σμέ­να από ποι­ή­μα­τά του! Θε­ω­ρώ επί­σης εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κό το γε­γο­νός ότι δύο ποι­ή­μα­τά του έχουν πε­ρά­σει στα ανα­γνώ­σμα­τα του Λυ­κεί­ου, «Ο ελεγ­κτής» και«Ο στρα­τιώ­της ποι­η­τής». Με ό,τι αυ­τό συ­νε­πά­γε­ται.
Αν εξαι­ρέ­σου­με μία ανα­φο­ρά στον Οι­δί­πο­δα και στην Πα­σι­φάη, το έρ­γο του δεν έχει κα­μία σχέ­ση με κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα, με αρ­χαία λυ­ρι­κή ποί­η­ση, με Βυ­ζά­ντιο και βυ­ζα­ντι­νή γραμ­μα­τεία και κα­μία σχέ­ση με τους συγ­χρό­νούς του Σε­φέ­ρη, Ρί­τσο, Ελύ­τη, βα­θιά όμως σχέ­ση κυ­ρί­ως με Εγ­γο­νό­που­λο, αλ­λά και με Εμπει­ρί­κο, ίσως και με Κα­ρυω­τά­κη, αλ­λά και με τον Κα­βά­φη, αν και δεν νο­μί­ζω να τον ανα­φέ­ρει κά­που ρη­τά. Από τους ξέ­νους με τον Ντύ­λαν Τό­μας κα­τά κύ­ριο λό­γο, τον Κάφ­κα και τον εξ­πρε­σιο­νι­στή Τρακλ, αλ­λά και με τους Μπο­ντλέρ και Ρε­μπώ. Τους διά­βα­ζε στο πρω­τό­τυ­πο. Αυ­τούς ανα­φέ­ρει – μπο­ρεί και να ξε­χνάω κα­νέ­ναν. Ει­δι­κά για τους θε­ω­ρη­τι­κούς της λο­γο­τε­χνί­ας, τους σο­βα­ρούς, το πε­δί­ον για τον Σα­χτού­ρη εί­ναι δό­ξης λα­μπρόν· ει­δι­κά για το θέ­μα της επί­δρα­σης, αλ­λά και για το θέ­μα της ανα­πα­ρά­στα­σης (της ει­κα­στι­κής στην πε­ρί­πτω­σή μας) προ­σφέ­ρε­ται όσο ίσως για κα­νέ­ναν άλ­λον, θα έλε­γα, και ήδη έχει γί­νει αντι­κεί­με­νο σο­βα­ρής έρευ­νας.

Ως χώ­ρος της ποί­η­σής του εν­νο­εί­ται η (κα­το­χι­κή/εμ­φυ­λια­κή κυ­ρί­ως) Αθή­να. Εν­νο­εί­ται, δεν ανα­φέ­ρε­ται. Ανα­φέ­ρο­νται για τα κα­το­πι­νά χρό­νια η Ύδρα, ο Πό­ρος, νο­μί­ζω και ο Πει­ραιάς, και αυ­τοί εί­ναι οι χώ­ροι που κι­νή­θη­κε. Δεν φα­ντά­ζο­μαι να πή­γε που­θε­νά αλ­λού σε όλη του την ζωή. Ο χρό­νος εί­ναι ο χρό­νος των ημε­ρών του. Δε θυ­μά­μαι να υπάρ­χει κα­μία πα­ρελ­θο­ντο­λο­γι­κή ανα­φο­ρά.
Δεν ασχο­λή­θη­κε κα­θό­λου με το δο­κί­μιο, κά­τι που εί­χε επι­ση­μά­νει ο Σε­φέ­ρης, απευ­θυ­νό­με­νος στη Μα­ρώ, κα­τά τη διάρ­κεια επί­σκε­ψης τού ποι­η­τή στο σπί­τι τους.

Έζη­σε πο­λύ φτω­χι­κά, με τα απο­μει­νά­ρια της προ­γο­νι­κής πε­ριου­σί­ας (ο προ­παπ­πούς του ήταν ο ναύ­αρ­χος του ΄21 Γε­ώρ­γιος Σα­χτού­ρης), δεν τε­λεί­ω­σε τα νο­μι­κά, υπήρ­ξε ανε­πάγ­γελ­τος.
Δια­τρά­νω­νε με κά­θε ευ­και­ρία σε συ­νε­ντεύ­ξεις ότι ποί­η­ση δεν γρά­φε­ται με ωρά­ριο, αλ­λά μό­νο ύστε­ρα από έμπνευ­ση που «σε βρί­σκει», όπως εί­πε πρό­σφα­τα ο Πα­τρί­κιος, απροει­δο­ποί­η­τα, ακό­μη και στον ύπνο και σε ξυ­πνά­ει.

Επι­τέ­λους, μ΄αυ­τά και με ΄κεί­να τι εί­δους ποι­η­τής εί­ναι αυ­τός ο Σα­χτού­ρης;

Οι­κειο­ποιού­με­νος τα βα­σι­κά στοι­χεία του υπερ­ρε­α­λι­σμού, αφού στην αρ­χή προ­σχώ­ρη­σε σε ένα εί­δος αυ­τό­μα­της γρα­φής, τον πα­ρά­καμ­ψε -- για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τη λέ­ξη ου­σί­ας που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Β. Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου σε σχε­τι­κή του μο­νο­γρα­φία-- και άρ­χι­σε να πε­ριο­ρί­ζε­ται σε μία ποί­η­ση του πα­ρά­λο­γου, του τρα­γι­κού και του δρα­μα­τι­κού. Του ήταν απο­λύ­τως αδύ­να­το να εκ­φρά­σει την οποια­δή­πο­τε χα­ρά της ζω­ής ή τις όποιες ευ­φρό­συ­νες όψεις της, βλέ­πο­ντας και συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας ό,τι συ­νέ­βαι­νε γύ­ρω του. Ανα­λάμ­βα­νε ο ίδιος προ­σω­πι­κά, λες και ήταν αυ­τός ο ένο­χος, την ευ­θύ­νη για το ό,τι συ­νέ­βη, αλ­λά και δια­κα­τε­χό­ταν, όπως φαί­νε­ται, από τύ­ψεις που εξα­κο­λου­θού­σε να γρά­φει ποί­η­ση σε μία με­τά το Άου­σβιτς επο­χή --  για να θυ­μη­θού­με και τον Αντόρ­νο. Γι’ αυ­τό και ο όποιος λυ­ρι­σμός τού εί­ναι αδια­νό­η­τος, άσχε­τα βέ­βαια αν αυ­τός ξε­φυ­τρώ­νει μέ­σα από την δια­τύ­πω­ση του τρα­γι­κού, του δρα­μα­τι­κού και κυ­ρί­ως του πα­ρά­λο­γου. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει, φυ­σι­κά, ότι οι ομό­τε­χνοι φί­λοι του Εμπει­ρί­κος και Εγ­γο­νό­που­λος δεν έχουν γρά­ψει ποι­ή­μα­τα με ανά­λο­γα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.
Ού­τως ή άλ­λως  ο Σα­χτού­ρης απο­τε­λεί σπά­νιο και μο­να­δι­κό δείγ­μα ποι­η­τι­κής τέ­χνης σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο, ίσως με κο­ντι­νό­τε­ρο ανά­λο­γο τον Τσέ­λαν τον οποίο μοιά­ζει να αγνο­ού­σε.

   

   

(Δε­κέμ­βριος/Ια­νουά­ριος 2020/21)

   

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: