Καίριο και εξαιρετικά πρωτότυπο το τελευταίο, μάλλον, ερώτημα που διατύπωσε η Άννα Μίσιου (1943-2011)1 για τα περίπλοκα και ακανθώδη ζητήματα ιδιαίτερα της κλασικής Αττικής. Ίσως η πλέον ουσιαστική μεταπολεμική ιστορικός αυτού του πεδίου της κλασικής αρχαιότητας.2
Είχαμε γνωριστεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 στο Cambridge της Αγγλίας. Εγώ έμενα σε ένα υγρό δωμάτιο που κοίταζε πίσω σε μία μικρή αυλή στην Granchester Street 37, έναν από αυτούς τους τυπικούς εγγλέζικους δρόμους με τα πανομοιότυπα παμπάλαια σπίτια. H Άννα λίγο πιο πέρα, 16 Croft Gardens, όπως με πληροφόρησε πρόσφατα η βυζαντινολόγος αδερφή της Διονυσία. Πιο περά ανατολικά απλωνόταν, ήδη από τον 13ο αι. κ.εξ., τα διάφορα κολέγια. Ήταν και αυτή από Θεσσαλονίκη, αλλά είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αμερική και κατόπιν στο Cambridge. Δεν ήξερα με τι ασχολείται ακριβώς, ήξερα απλώς ότι είναι ιστορικός. Της πήγαινα τις εφημερίδες που μου έστελναν και τις έπαιρνε μα αγαλλίαση και ευγνωμοσύνη και μετά λέγαμε για Θεσσαλονίκη. Η οδός Μπαλταδώρου, ένας, ας μου επιτραπεί, «ασήμαντος» και ανήλιαγος δρόμος που συνδέει κάθετα την Ίωνος Δραγούμη με τη Βενιζέλου, ψηλά προς την Ολύμπου, ήταν το επίκεντρο της αβάσταχτης νοσταλγίας της που μετατράπηκε και σε περιφάνεια όταν της είπα ότι στο νούμερο 8 διατηρήθηκε «εν υπογείω» σε μεγάλο βάθος και μεσ’ τις υγρασίες, μικρός ιδιόκτητος ναός του 5ου αι. μ.Χ. και ότι σώζεται το όνομα του ιδιοκτήτη, Σέργιος Παργαμάς,3 και ότι είναι στο κέντρο ενός μεγάλου ιερού ρωμαϊκής εποχής που καταλάμβανε μερικά σημερινά τετράγωνα. Αλλά και της θύμισα το μεγαλομπακάλικο «Η Κωνσταντινούπολις», γωνία Βενιζέλου και Μπαλταδώρου που είχε την καλύτερη λακέρδα, κατευθείαν από το Βόσπορο. Για επιστημονικά δε μιλήσαμε παρά ελάχιστα. Μάλλον καθόλου.
Πάρα πολύ καθυστερημένα, ύστερα από τέσσερις (!) δεκαετίες, με αφορμή την αφιέρωση αυτού του τελευταίου της βιβλίου καταρχάς στη μνήμη του Μ.Ι. Finley, αυτού του κορυφαίου και διάσημου στην εποχή του ιστορικού και διανοουμένου, το έργο4 του οποίου δεν έχει σταματήσει να ασκεί μεγάλη επίδραση, έκανα μία προσπάθεια να ανασυνθέσω το πνευματικό κλίμα της δημιουργίας της εργογραφίας της και ιδιαίτερα βέβαια αυτού του βιβλίου.
Ο Finley το είχε σκάσει ήδη από τη δεκαετία του ΄50 από την Αμερική, αρνούμενος να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο του μακαρθισμού και εγκαταστάθηκε στο Cambridge εισάγοντας για την ερμηνεία των ιστορικών φαινομένων από πολύ νωρίς στην εργογραφία του τις κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες, την ανθρωπολογία, την κοινωνικη ανθρωπολογία, την πολιτική, την εξαντλητική εξέταση όλων των καταλοίπων του υλικού πολιτισμού (αρχαιολογία). Και όλα αυτά βέβαια εκτός από τα κλασικά εργαλεία της ως τότε ιστορικής επιστήμης, δηλαδή τις γραπτές πηγές και το επιγραφικό υλικό. Πιστεύω ότι εντέλει είναι μία παράλληλη πορεία με εκείνη του θετικισμού και της αισιοδοξίας της Νέας Αρχαιολογίας5 και ότι εν πολλοίς συμπίπτει με τις καινοτόμες τάσεις της γαλλικής ιστοριογραφίας. Σίγουρα η κληρονομιά του έργου του Finley είναι ανυπολόγιστη και σίγουρα σ΄αυτήν εντάσσεται το βιβλίο αυτό της Μίσιου.
Ήμουν στα εισαγωγικά του βιβλίου όταν ανάφερα το τι διαβάζω σε φίλο μου ―που η ευγνωμοσύνη μου για τη βοήθειά του στα ηλεκτρονικά δεν έχει τελειωμό― πως, από ό,τι καταλαβαίνω, η άποψή της τελικά είναι ότι ήταν εγγράμματοι και εκείνος αντέδρασε άμεσα λέγοντάς μου «και τότε πώς εξηγείται η αγραμματοσύνη εκείνου που, εν αγνοία του ότι έχει μπροστά του τον ίδιο τον Αριστείδη, του ζήτησε να γράψει το όνομά του στο όστρακο;».6 Από το σημείο αυτό και πέρα κατάλαβα πόσο δικαιολογημένο είναι το ερώτημα και ότι θα έπρεπε να αφοσιωθώ απερίσπαστος στο διάβασμα του βιβλίου.
Η συγγραφέας λοιπόν, με βάση την ανάλυση της γεωγραφικής κατανομής των δήμων της Αττικής, τις πολύπλοκες διαδικασίες του οστρακισμού, την εξαντλητική επανεκτίμηση του συνόλου των υλικών καταλοίπων του οστρακισμού (εκατοντάδες όστρακα με τα ονόματα υποψηφίων για οστρακισμό) και του συνόλου του σχετικού επιγραφικού υλικού (λίθινου, μαρτυριών για ξύλινες πινακίδες, αγγειογραφιών) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες στην Αττική του 5ου αι.π.Χ. χωρίς την όποιας μορφής εγγραμματοσύνη των πολιτών της θα ήταν αδιανόητες.
Εντύπωση κάνει η σχεδόν απόλυτη απουσία Ελλήνων ειδικών για τα θέματα αυτά με εξαίρεση εκείνη του αλησμόνητου ακαδημαϊκού Μιχαήλ Σακελλαρίου (1912-2014) ο οποίος ήταν στον κατάλογο των πέντε … οστρακισθέντων καθηγητών της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ από το καθεστώς του 1967 χωρίς βέβαια να… τηρηθούν οι σχετικές διαδικασίες. Όπως τηρούνταν στην αρχαία Αττική…
[ Χειμώνας/άνοιξη 2025 ]
___________________
1. Με αφορμή το βιβλίο της Άννας Μίσιου, Εγγραμματοσύνη και δημοκρατία, μτφρ. Έφη Μαργέλη, επιστ. επιμ. Γιώργος Μητρόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2024. Τίτλος πρωτοτύπου: Anna Missiou, Literacy and Democracy in Fifth-Century Athens, Cambridge University Press, 2011.
2. Για μία πλήρη εργογραφία της βλ. στον τόμο 18 του περιοδικού Αριάδνη: https://ejournals.lib.uoc.gr/Ariadne/article/view/357
3. https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/chartis-tis-polis/naos-stergiou
4. Π.χ. D. Jew, R. Osborn, M. Scott (eds.), M.I. Finley, An Ancient Historian and his Inpact, Cambridge University Press 2016.
5. Ας θυμηθούμε π.χ. εκείνο το περίφημο «η αρχαιολογία ή είναι ανθρωπολογία ή είναι τίποτε» του διάσημου τότε L. Binford.
6. https://www.topontiki.gr/2018/07/04/ostrakismos-ke-exostrakismos/