Τα ρολόγια και τα οματογυάλια

Τα ρολόγια και τα οματογυάλια

( Mι­κρό δο­κί­μιο για υλι­κό πο­λι­τι­σμό )
___________






Συνη­θί­ζω να χρο­νο­λο­γώ τις φω­το­γρα­φί­ες, τα πλά­να από τα κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά έρ­γα κ.λ., κυ­ρί­ως με τα ρο­λό­για, τα αυ­το­κί­νη­τα, τα γυα­λιά ορά­σε­ως και ηλί­ου κ.λπ. Προς τα τέ­λη του με­σο­πο­λέ­μου, αλ­λά και σε όλη τη δε­κα­ε­τία του ΄50 θα ήταν αδια­νό­η­το ένα γυ­ναι­κείο ρο­λόι να έχει διά­με­τρο πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα, το πο­λύ ενά­μι­ση, εκα­το­στό, ενώ τώ­ρα και κυ­ρί­ως το φθη­νά ηλε­κτρο­νι­κά, δεν έχουν λι­γό­τε­ρο από πέ­ντε εκα­το­στά και εί­ναι προ­κλη­τι­κά λου­σά­τα. Τα ακρι­βά από τα ρο­λό­για εκεί­να, ας πού­με τα Omega, εί­χαν μπρα­σε­λέ και κά­σα από χρυ­σό πολ­λών κα­ρα­τί­ων και «τζα­μά­κι» από ζα­φεί­ρι. Όταν βγή­καν τα ηλε­κτρο­νι­κά, πολ­λοί έλε­γαν ότι αρ­χί­ζει για την ωρο­λο­γο­ποι­ία μια νέα επο­χή. Όμως τα μη­χα­νι­κά όχι μό­νο εξα­κο­λού­θη­σαν να υπάρ­χουν με­τά το πρώ­το σοκ, αλ­λά και να βγαί­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρα μο­ντέ­λα, πολ­λές φο­ρές πα­νά­κρι­βα, πολ­λών δε­κά­δων χι­λιά­δων ευ­ρώ, τώ­ρα πια όλα με μπα­τα­ρία, εκτός αν εί­ναι αυ­τό­μα­τα και με το κουρ­ντι­στή­ρι να χρη­σι­μεύ­ει μό­νο για την ώρα κ.λπ. Οι μη­χα­νές τους εί­ναι πλέ­ον τυ­πο­ποι­η­μέ­νες γι' αυ­τό και οι τι­μές έχουν πέ­σει σε εξευ­τε­λι­στι­κό βαθ­μό. Εξα­κο­λου­θούν όμως να υπάρ­χουν τα πα­νά­κρι­βα, όχι απα­ραί­τη­τα ολό­χρυ­σα. Οι απί­στευ­τες τι­μές τους οφεί­λο­νται στον εξαρ­χής σχε­δια­σμό του μο­ντέ­λου και όχι στην ανα­πα­ρα­γω­γή κά­ποιου προ­τύ­που. Υπάρ­χουν ακό­μη ωρο­λο­γο­ποιοί, σε ελ­βε­τι­κά κυ­ρί­ως απο­μο­νω­μέ­να μέ­ρη, που κα­τα­σκευά­ζουν εξαρ­χής τέ­τοια μο­ντέ­λα. Θα ήθε­λα πο­λύ να έμε­να για με­ρι­κές μέ­ρες σε ένα τέ­τοιο ωρο­λο­γο­ποιείο να έβλε­πα και να μου εξη­γού­σαν όλη την επτα­σφρά­γι­στη δια­δι­κα­σία που προ­ϋ­πο­θέ­τει γνώ­ση και εμπει­ρία αιώ­νων. Εί­χα δει κά­πο­τε ένα ντο­κι­μα­ντέρ… Ή να μά­θαι­να ποια ήταν η δια­δι­κα­σία π.χ. τον 17ο αι. για ένα ρο­λόι τσέ­πης. Και μό­νο τις ανα­λο­γί­ες των κρα­μά­των να σκε­φτεί κα­νείς… Η χρή­ση της μπα­τα­ρί­ας πά­ντως δεν φαί­νε­ται να κα­τάρ­γη­σε τον βα­σι­κό προ αιώ­νων σχε­δια­σμό. Αν εξαι­ρέ­σου­με, νο­μί­ζω, το ελα­τή­ριο. Ρο­λό­για στο πα­ρελ­θόν εί­χαν ελά­χι­στοι. Ο πο­λύς κό­σμος μά­θαι­νε τι ώρα εί­ναι από με­γά­λα δη­μό­σια ρο­λό­για ή από με­γά­λους μη­χα­νι­σμούς κυ­ρί­ως στην κο­ρυ­φή ψι­λό­λι­γνων κτι­ρί­ων, όπως τα κα­μπα­να­ριά, που χτυ­πού­σαν τις ώρες και τα μι­σά­ω­ρα. Όπως εκεί­νο της Έδεσ­σας. Ο ωρο­λο­γο­ποιός, και όχι μό­νο, ξά­δερ­φός μου Χα­ρά­λα­μπος Ελευ­θε­ριά­δης στην Έδεσ­σα, μου εί­χε πει ότι από το εί­δος της ακα­θαρ­σί­ας που άφη­νε η μη­χα­νή όταν την έβα­ζε στην κη­ρο­ζί­νη για κα­θά­ρι­σμα, επι­βε­βαί­ω­νε το τι επάγ­γελ­μα κά­νει ο πε­λά­της –συ­νή­θως ήταν αγρό­τες–, ενώ μια μέ­ρα, η μα­μά μου, που διόρ­θω­νε και αυ­τή ρο­λό­για στην Έδεσ­σα ως το ΄46 –και αρ­γό­τε­ρα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη–, μου εί­πε ότι από τα ρο­λό­για Γερ­μα­νών στρα­τιω­τών που τους εί­χαν φέ­ρει από τη βό­ρεια Αφρι­κή, κα­τα­κά­θι­ζε άμ­μος στην κη­ρο­ζί­νη που τα έβα­ζε για κα­θά­ρι­σμα. Χρη­σι­μο­ποιού­σαν, ιδί­ως για το κα­θά­ρι­σμα των ξυ­πνη­τη­ριών με απλή βεν­ζί­νη –θυ­μά­μαι τα Peter΄s–, φτε­ρά πε­ρι­στε­ριών, ενώ τα λά­δια για το λά­δω­μα των υπο­δο­χών των αξό­νων των τρο­χών τα εί­χαν, αγο­ρα­σμέ­να χύ­μα, σε μπου­κα­λά­κια, με ακρι­βό­τε­ρα και πο­λυ­τι­μό­τε­ρα εκεί­να τα δια­φα­νή για τα λε­πτε­πί­λε­πτα γυ­ναι­κεία ρο­λό­για που λέ­γα­με.
Τι κα­τά­στα­ση επι­κρα­τεί τώ­ρα δεν ξέ­ρω, υπο­θέ­τω τα μέ­σα να έχουν βελ­τιω­θεί. Από εκεί­νη την επο­χή θυ­μά­μαι τις μάρ­κες Omega, Venus, Zenith, Teknos και αρ­γό­τε­ρα τη Giroxa. Όλα εί­χαν αριθ­μη­μέ­νους τύ­πους μη­χα­νών για να βρί­σκο­νται πιο εύ­κο­λα τα ανταλ­λα­κτι­κά τους και βέ­βαια μα­γα­ζιά με ανταλ­λα­κτι­κά εί­χε ένα δύο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη για όλη τη Μα­κε­δο­νία. Κα­μιά φο­ρά, όταν πη­γαί­νω σε ρο­λο­γά­δι­κα για κα­νέ­να λου­ρά­κι ή κα­μιά μπα­τα­ρία, πάω να ανοί­ξω κου­βέ­ντα για το πα­ρελ­θόν και με κοι­τά­νε πα­ρά­ξε­να. Με κά­νουν να αι­σθά­νο­μαι γρα­φι­κός. Το ίδιο και στα οπτι­κά.

Πριν και με­τά τον πό­λε­μο τα γυα­λιά ορά­σε­ως και ηλί­ου ήταν με­γά­λα και στρoγ­γυ­λά, με πολ­λές πα­ραλ­λα­γές, πά­ντως με­γά­λα. Από τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 άρ­χι­σαν να στε­νεύ­ουν, ώσπου θύ­μι­ζαν τα γυα­λιά των κο­λυμ­βη­τών. Τό­σο στε­νά. Εδώ και αρ­κε­τά χρό­νια επα­νήλ­θε η μό­δα των στρόγ­γυ­λων ή, τέ­λος πά­ντων, των με­γά­λων ως πο­λύ με­γά­λων, με πολ­λές πα­ραλ­λα­γές, ιδί­ως στα γυα­λιά ηλί­ου των γυ­ναι­κών –ξα­να­γύ­ρι­σαν και τα τε­λεί­ως χο­λι­γου­ντια­νά σε στιλ πε­τα­λου­δέ!– και τα στε­νά θε­ω­ρού­νται πλέ­ον τε­λεί­ως ντε­μο­ντέ. Εδώ και πολ­λά χρό­νια έχουν διά­φο­ρες επι­στρώ­σεις προ­στα­σί­ας από ακτι­νο­βο­λί­ες, κά­τι αδια­νό­η­το για πριν από πολ­λά χρό­νια όταν, ιδί­ως τα γυα­λιά ηλί­ου ήταν σκέ­τα τζά­μια. Κα­φέ, ανοι­κτό κα­φέ, λα­δί, ανοι­κτό λα­δί. Γκρι δεν υπήρ­χαν και η από­χρω­ση «πε­τυ­χαι­νό­ταν» με το πά­χος του τζα­μιού. Τα αγό­ρα­ζα σε δω­δε­κά­δες, μία δραχ­μή το τζά­μι, από έναν κ. Ιστί­κο­γλου στη στοά απέ­να­ντι από το Αλ­κα­ζάρ, μία δραχ­μή το κομ­μά­τι. Για ένα τζά­μι παίρ­να­με 5 ή 8 δραχ­μές. Έπρε­πε να πά­ρεις το απο­τύ­πω­μα, να το κό­ψεις με δια­μα­ντά­κι, να το τρο­χί­σεις σε τρο­χό (ηλε­κτρο­κί­νη­το μό­νο με­τά το ΄60) να ζε­στά­νεις τον σκε­λε­τό για να ανοί­ξει και να δε­χτεί το τρο­χι­σμέ­νο τζά­μι. Τώ­ρα όλη αυ­τή η δια­δι­κα­σία γί­νε­ται με ένα (!) μη­χά­νη­μα. Τους σπα­σμέ­νους σκε­λε­τούς τους κολ­λού­σα­με με πυ­ρα­κτω­μέ­νους στο κα­μι­νέ­το συν­δε­τή­ρες και στρώ­να­με στο ση­μείο πά­στα αυ­το­σχέ­δια, από κομ­μα­τά­κια πα­λιών σκε­λε­τών που τα δια­λύ­α­με σε ασε­τόν. Θυ­μά­μαι ένα βου­νό από τέ­τοιους πα­λιούς σκε­λε­τούς. Όλοι με­γά­λοι και στρόγ­γυ­λοι, κα­φέ, μαύ­ροι, κο­κα­λί, όπως εκεί­νος του Τσα­κα­λώ­του, αν τον θυ­μά­στε. Από το ΄60 και εξής εί­παν ότι για να πά­ρεις την ει­δι­κό­τη­τα του οπτι­κού πρέ­πει να δώ­σεις εξε­τά­σεις. Το εί­χα δει το βι­βλίο. Πο­λύ δύ­σκο­λο. Πιο δύ­σκο­λο και από την Οπτι­κή του Γυ­μνα­σί­ου. Ο μπα­μπάς μου, αν και Ε΄ Δη­μο­τι­κού, κα­τέ­βη­κε στην Αθή­να –πρώ­τη και τε­λευ­ταία φο­ρά στη ζωή του– και πέ­ρα­σε! Μό­λις επέ­στρε­ψε αγό­ρα­σε έναν πα­νά­κρι­βο, με­τα­χει­ρι­σμέ­νο με­τρη­τή γυα­λιών ορά­σε­ως. Νο­μί­ζω έκα­νε 2.000 δραχ­μές και έμοια­ζε με τη­λε­σκό­πιο. Δεν θυ­μά­μαι αν εί­χε πά­ει και ο αξιο­σέ­βα­στος δι­πλα­νός, οπτι­κός επί­σης, κ. Λε­ο­ντιά­δης –πα­τέ­ρας του κα­τό­πιν αντι­πρύ­τα­νη του ΑΠΘ μα­ζί με τον Χουρ­μου­ζιά­δη, Φα­τού­ρου πρυ­τα­νεύ­ο­ντος–, πά­ντα νευ­ρι­κός με τους πε­λά­τες. Ιδί­ως με κά­τι για­γιά­δες που, πα­ρά τις προ­σπά­θειές του, δεν έβλε­παν τα ψι­λά γράμ­μα­τα της Μα­κε­δο­νί­ας και ήθε­λε να τις πνί­ξει.

Ένας κό­σμος ολό­κλη­ρος ρο­λο­γά­δων, οπτι­κών, χρυ­σο­χό­ων και ένας άλ­λος λί­γο βα­θύ­τε­ρα, επί της Βε­νι­ζέ­λου και Εγνα­τί­ας, που δεν υπάρ­χει πια…


( Σε­πτ. 2022 )

Τα ρολόγια και τα οματογυάλια
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: