Το τοπίο ήταν όπως ενός αναγεννησιακού πίνακα ύψους σχεδόν τριών μέτρων με καμπύλο το άνω του μέρος. Η επιφάνειά του επάνω ήταν στρωμένη με φύλλο κόκκινου εκθαμβωτικού χρυσού με πρόστυπες μορφές ιπταμένων αγγέλων με σάλπιγγες, διανθισμένων με προκλητικά κατάγυμνες και τις εννέα μούσες αιωρούμενες στoν αιθέρα –πράγμα τελείως ασυνήθιστο για την εικονογραφία των μουσών, μάλλον σεμνότυφων ενδυματολογικά-. Χαμηλότερα μία αρκετά πλατιά ταινία από φύλλο αργύρου με πρόστυπες παραστάσεις φημισμένων αργυροχρυσοχόων και ωρολογοποιών της Θεσσαλονίκης όλων των εποχών εν ώρα εργασίας. Ακόμη χαμηλότερα, ελαιογραφία με εκατοντάδες ελαιόδεντρα πεντακοσίων ετών και άνω με κορμούς που συστρέφονταν και κλαδιά που τα έπαιρνε ο τρελός αέρας. Πίνακας και πραγματικότητα συγχέονταν με ένα μυστηριώδη ή και μεταφυσικό τρόπο και είχα την εντύπωση ότι μπαινόβγαινα ανάμεσά τους. Δεν θα έλεγα ότι ήταν ένας τυπικός locus amoenus,* όπως τον ξέρουμε από τους δεκάδες πίνακες των δυτικών, με λίμνες, δάση, νερά, γυμνές ή ημίγυμνες θεότητες, απεγνωσμένους εραστές, γαλήνιους υποτίθεται. Αν εξαιρέσουμε το άνω του μέρος, η «αναπαράσταση» της πραγματικότητας, δηλαδή η πραγματικότητα, ήταν καθαρά αρχαιοελληνική και την άποψή μου αυτή την ενίσχυε και η είσοδος στο κέντρο μιάς σπηλιάς που αμέσως μόλις την είδα υπέθεσα, όχι άδικα, ότι είναι η σπηλιά της Καλυψώς, εκεί που ξελόγιαζε η νύμφη για χρόνια τον Οδυσσέα και δεν τον άφηνε να γυρίσει στην Πηνελόπη.
Ύφαινε στον αργαλειό της ήρεμη, μέσα σε τσίκνες από ψητά, ενώ έξω από τη σπηλιά, σε σκιερά λιβάδια, φύτρωναν κέδροι, άγρια σέλινα, άγριες βιολέτες, κληματαριές με σταφύλια και ανάβλυζαν πηγές με γάργαρα νερά, ακούγονταν τραγούδια και κελαϊδίσματα πουλιών (Οδύσσεια ε). Όπως συνήθως, οι αρχαίοι επικοί και τραγικοί, ακόμη και οι λυρικοί, αντίθετα με την κατοπινή γραπτή παράδοση ανατολής και δύσης, όταν αναφέρονται στην ομορφιά μιάς γυναίκας είναι ελάχιστα ή καθόλου περιγραφικοί. Για την Καλυψώ ο Όμηρος αναφέρει απλώς ἐυπλόκαμος. Τίποτε άλλο. Όμως ήταν Θεά και ο περιβάλλων χώρος μας υποβάλλει για μία άνευ προηγουμένου ομορφιά. Ήξερε ο Όμηρος απ΄αυτά και ας χρησιμοποιεί μόνο μία λέξη/φόρμουλα.
Όμως εγώ, που πηγαινοερχόμουν αέναα μεταξύ πίνακα και πραγματικότητας, δεν έβλεπα τόσο την Καλυψώ. Έβλεπα μία καλλονή συνοδευόμενη από έναν νέο και ωραίο να μπαίνουν σε ένα χαμόσπιτο, όπως αυτά που έχουν τα μεγάλα κτήματα για τα εργαλεία, και άρχισα να ακούω αμέσως μετά, έτοιμος να καταρρεύσω, πνιχτές ηδονικές κραυγές.
[ 1990 - 2023 ]