Α
Βράχος, σίδερο, δέντρο, θάλασσα, diesel service, προς Σπάτα, police, γέφυρα, είσοδος, μια νταλίκα δίπλα σου, ο οδηγός καταβροχθίζει μια τυρόπιτα, γλάροι, γκαζάδικο για επισκευή, καπνοδόχος, τσιμέντα, θάλασσα λεία σαν πίστα στριπτιζάδικου, ΕΚΟ, καφές-σάντουιτς-σουβλάκι, Aegean, οροσειρά που τη χτυπά καινούργιος ήλιος, γεφυροπλάστιγγα, cosmote, τροχόσπιτα, είδη κήπου, Κρίθαρης, Αφοί Καπετανίδη, ανυψωτικά, Αλαφογιάννης, Χαλυβουργική, Περδικάρης, φρένο απότομο και ισιώνει το σακάκι του, Shell, βγάζει απ’ τη τσάντα μια μπανάνα και την ξεφλουδίζει, κοιτάζει την κοπέλα μπροστά του, βλέμμα να εκραγεί και λίγο χνούδι στο απάνω χείλος της, το τζιν και τα μποτάκια τον βάζουν σε σκέψεις, ένα κομμάτι του μυαλού του είναι εκεί, το άλλο κοιτά στο δρόμο, την εναλλαγή, αδύνατον να αλλάξει κανάλι, άλλος κινεί τα νήματα, κλείνει τα βλέφαρα κι αφήνεται στον άλλον, καλό να μην έχεις έγνοια, έτσι δεν ήταν πάντα;
Η Μαριλένα τον κρατούσε στην αγκαλιά της και του χάιδευε τα μάτια ―μια πλαγιά απέναντι, κι η θάλασσα, σαν κήπος που ξεχορτάριασες μονάχος σου― η γλώσσα της κατεβαίνει στη βάση του αυτιού του, αφήνει το σάλιο της εκεί να τον ζεσταίνει ―ένας ανεμόμυλος― το δεξί της χέρι τον κρατά σφιχτά πάνω απ’ το παντελόνι, η Τρέμη κοιτά τον Πρετεντέρη σαν να ‘χε μόλις φέρει τους καφέδες και περιμένει πουρμπουάρ, το κρεβάτι τών από πάνω τρίζει, οι δουλειές, η εφορία, το χέρι της κινείται ―ήλιος ανεβαίνει κι οι βράχοι έξω κοκκινίζουν― σηκώνει το φουστάκι της και κάθεται ―γαλάζιος ουρανός απέραντης τρυφερότητας― είναι βαθιά μέσα της και ανασαίνει τον κόσμο σαν κεραία, όλα τα σήματα τον ακουμπούν από παντού ―ΑΚΤΩΡ― και το υγρό της βλέμμα χύνεται στον κόσμο του-σήραγγα, και ο κόσμος όλο και βαθαίνει.
Ο Αναστάσης ήταν καλό ανθρωπάκι, σκέφτηκε.
―Ξέρετε μήπως τι ώρα φτάνουμε;
Κατέβασε τα γυαλιά, να κερδίσει χρόνο. Έγειρε προς το μέρος της. Επίθεση από άρωμα πλούσιου κόρφου τον ακινητοποιεί. Μια ίλη αμαζόνες τον βρίσκει γυμνό στο ποτάμι. Κλείνει τα μάτια και τινάζει τα ρουθούνια του, θηλαστικό μέσα στο σπήλαιο της Αλταμίρα. Τα ξανανοίγει και βυθίζεται στην αριστερή της κόρη. Γαλήνιος δακτύλιος την αγκαλιάζει -τι να γνωρίζουν και οι κόρες! σκέφτηκε-, το βλέμμα του τρίβεται στους μηρούς της ξεδιάντροπα. Ούτε που το κατάλαβε. Το ανασηκώνει και βουτά στις καστανές της μπούκλες σαν κολυμβητής.
―Στις εντεκάμιση. Νομίζω ...
Η φωνή του επιβραδύνει ανάμεσα στις συλλαβές. Αν ήταν όλος κι όλος αυτός ο χρόνος που του δόθηκε, τουλάχιστον ας προλάβαινε να τον γνωρίσει. Όχι μονάχα την εικόνα του, την ιστορία του, το αρσενικό που έσερνε πίσω του σαν αχθοφόρος, τον λίγο λυρισμό και τη μικρή σοφία του που εξαργύρωνε δραχμή-δραχμή μην πάει τίποτα χαμένο, το οργωμένο οικόπεδο της φαντασίας, και κάποια ακόμα λίγα δυσανάγνωστα, αυτά κυρίως. Εκείνος, με την τόση μοναξιά μέσα στο σώμα του, ήξερε ήδη.
―Ευχαριστώ.
Όπως γύριζε στη θέση της, μια μπούκλα καστανά μαλλιά ξάπλωσε ανάμεσα στα δυο καθίσματα. Την άφησε εκεί, λες και το έκανε επίτηδες. Αυτός την κοίταξε κατάματα, σαν να του είχε μόλις υποβάλλει ―αυτή, η μπούκλα― μια ερώτηση. Γύρω κανείς. Άφησε τον αριστερό του δείκτη να κυλήσει. Άγγιξε απαλά, με την εξωτερική πλευρά, λες κι ήταν ξάφνου νόμιμο αυτό, τον θησαυρό, που τώρα έπαιζε με δυο ακτίνες ήλιου. Κάποιος ψιθύρισε: προικιό, βγαλμένο απ’ το συρτάρι της νύφης. Την άφησε να κυλήσει στην παλάμη του. Τώρα θα μέτραγε το βάρος της, εμπειρογνώμονας άλλου καιρού, τότε που ακόμα υπήρχε χρόνος για τα εγκυμονούντα, έσκυψε να αναλύσει την ποιότητα, το μεταξένιο σθένος της, τα παραδείσια ξέφωτα που λαμπυρίζαν πάνω στο νησί του ύπνου του. Για ό,τι θα ακολουθούσε τώρα, θα ‘φταιγε αυτή. Μια ξένη.
Β
Αδύνατον να κλείσει τα βλέφαρα, να βυθιστεί στα συνήθη. Κάποιος εκεί μπροστά θα παρακολουθούσε, θα μάντευε τις μύχιες προθέσεις του, θα τις παρεξηγούσε ασφαλώς, ποιος τα καταλαβαίνει τέτοια πράγματα στις μέρες μας; Εκείνος όμως δε θα σπαταλιότανε στις λεπτομέρειες, ήξερε να ονειρεύεται και στο καταμεσήμερο, αιώνες μοναξιάς τού έμαθαν τον τρόπο που επιταχύνει το αόρατο, τότε που απελπίζεται κι αφήνει το σημάδι του στον κόσμο μας, έναν λυγμό, ένα παράπονο που δεν το βλέπουνε, μια εκπνοή σ’ άδειο δωμάτιο μες στη νύχτα, μια μαρτυρία πως υπήρξε κάποτε κι αυτό, σε έναν κόσμο που κατέρρευσε, αλλά υπήρξε!
Έσκυψε πάνω απ’ τη στιγμή και περίμενε. Ήτανε τότε που είδε μοναχό το χέρι του να σέρνεται πάνω απ’ το παντελόνι, θα ορκιζόταν πως το ονειρεύτηκε, έφηβος αρχιστράτηγος σε στύση πλήρη, ροπαλοφόρος Ηρακλής πριν από την οδό των Φιλελλήνων, πριν απ’ τις εμπειρίκειες βομβίδες, πλήρεις γλυκασμών, τις άχραντες, τις διαστέλλουσες, το χέρι πάνω απ’ το παντελόνι του, κι αφέθηκε με εμπιστοσύνη στον κυματισμό αυτής της θάλασσας που για άλλη μια φορά μες στη ζωή του τον κατέκλυζε. Αποκοτιά, να πεις, ούτε κι ο ίδιος το περίμενε, είχε τους νόμους της ετούτη η ζωή, πώς να διαφωνήσει; ήταν εχέφρων, πώς να το αρνηθεί; τους νόμους των καλών νοικοκυραίων. Ήτανε όμως κι άλλοι νόμοι, παλαιοί, οι από πάντα, οι αρχαίοι των ημερών, εκείνοι που κανείς ποτέ δεν τους εδίδαξε, αλλά μας τους ψιθύριζε τη νύχτα σαν κοιμόμασταν, καβάλα πάντα στις εξάρσεις, ο ίδιος Άγγελος που κάποια μέρα θα μας έκανε το νεύμα του, να τον ακολουθήσουμε στην ερημιά των κορυφογραμμών. Το ήξερε κι αυτός εκείνο που δεν ήταν για να ξέρει, και αφηνόταν στο αδιαίρετο, στο μέσα σ’ όλους τους καιρούς ακέραιο, το με ισχύ συντάγματος, το μέσα από μυριάδες πράξεις ύπουλα επικυρωμένο.
Εκείνη όμως θα τον καταλάβαινε; Ή μήπως τον είχε ήδη καταλάβει; και τώρα θα κατέβαινε, ακόλουθος, μες στη στρατιά των άχραντων συμμαχητών, αυτών που με ζεστή καρδιά και μια αδιόρατη υπόκλιση κάνανε χώρο να διαβεί ο παντοκράτωρ του νοήματος, ο που ζητούσε χίλια σώματα για να χωρέσει; Έμοιαζε πάλι να βυθίζεται σε πέλαγος διχογνωμίας. Κι ο καστανός της θύσανος, ώρα την ώρα έγερνε στο μέρος του, αφήνονταν να αιωρηθεί πάνω απ’ το χαράκωμα του όσιου Ιβάν και του Αντρέι, που άνοιγε το στόμα κάτω από τα πόδια της, κι Εκείνος την κρατούσε αγκαλιά μέσα στο όνειρο, με τις ψηλές του μπότες, το πηλήκιο και τη στολή, με όλη την αρσενική σκευή του μαχητή που ξεφυλλίζει την αξία των δευτερολέπτων του και τα ξοδιάζει με σοφία, κι ύστερα την περνούσε απέναντι, παραλυμένη απ’ το δηλητήριο της αγκαλιάς του, στον έναν δρόμο, τον δίχως επιστροφή, τον δρόμο με τα ήδη μαγεμένα βλέφαρα. Η μυρωδιά απ’ τη σχισμή του στήθους της μπερδεύτηκε με πιο πολύπλοκα αρώματα, ιερογλυφικά εξίσωσης, που ήταν παντελώς ανίκανος να παρακολουθήσει, πάλι και πάλι, σαν πρωτάκι άμαθο ― τα τέτοια πράγματα τα ήξερε μονάχα η ψυχή του. Η μόνη δικαιοδοσία που του δωριζόταν σε αντάλλαγμα, ήτανε να κοιτά το αυτονομημένο χέρι του και να ονειρεύεται: πώς θα ‘ταν τώρα άραγε αν γλίστραγε, ορθός κι ανυπεράσπιστος, μέσα στο άνθος της;