Η δεύτερη φωνή του Βασίλη Αυλωνίτη

Η δεύτερη φωνή του Βασίλη Αυλωνίτη

Αν ένας άνθρωπος γεννιόταν το 1957 θα ήταν σήμερα 62 ετών, σε ένα νεανικό δηλαδή σημείο της ωριμότητάς του. Αν ήταν σκύλος δεν θα περπατούσε ανάμεσά μας, αν ήταν χελώνα θα διήνυε με αργά βήματα την πρώτη της εφηβεία, κι αν ήταν αγριελιά, το σημάδι του αγαπημένου της ενεστώτα θα ήταν αόρατο διά γυμνού οφθαλμού σε έναν δυνητικό επόπτη του βίου της, στην περίπτωση που θεός και άνθρωπος τής τον επέτρεπαν. Αυτά, για να καταλήξω στο ότι τότε και τώρα, παλιό και νέο, είναι όμορφες σχετικότητες, όσο και το ψυχικό αποτύπωμα των εικόνων και των γεγονότων πάνω στο φωτοευαίσθητο φυλλαράκι της ύπαρξης, κατά τη διάρκεια της μοναδικής εκείνης στιγμής που στα βάθη του σκοτεινού θαλάμου επιτελείται η εμφάνιση του μαγικού τόπου, η μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα, η λέξη προς λέξη αποκρυπτογράφηση του βωμού με τα ιερογλυφικά, η λυτρωτική ανάδυση στην επιφάνεια της συνείδησης της ιδιωτικής μας Αφροδίτης, η στερέωση εν ολίγοις στην επικράτεια του νοήματος της μίας και μοναδικής μας πραγματικότητας. Από μιαν άποψη, πραγματικότητα δεύτερη δεν υπάρχει.

Με βάση την παραπάνω ελαστικότητα της αντίληψης, η ταινία Της νύχτας τα καμώματα, του 1957, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Αυλωνίτη και μια ανθοδέσμη αγαπημένων προσώπων, είναι μια γηραιά κυρία για τους Ελβετούς ωρολογοποιούς, μια νεαρή φιλενάδα για τη δική μου την ψυχή, κι όποιος δεν καταλαβαίνει «δεν ξέρει πού πατεί και πού πηγαίνει», κατά πως είπε ο Σαββόπουλος, πατώντας πάνω στην κλεμμένη προσευχή της λουλουδιασμένης μας Ιτιάς.

Το κανάλι της Βουλής, πριν από λίγες μέρες προέβαλε την ταινία, δεν γνώριζε πιθανότατα πως αυτό το ξεπέταγμα τηλεοπτικού χρόνου θα παρέμενε ένα ιδιαζόντως ψυχαγωγικό εγχείρημα, απρόσμενα επαναστατικό, μια εξαιρετική εξαίρεση στον κυκεώνα της ανοησίας των καναλιών «μας». Μα, γιατί;
Ο ιστορικός του παρόντος θα μιλούσε ίσως για το δακτυλικό αποτύπωμα μιας Ελλάδας που πέρασε και χάθηκε, και για την οποία Ελλάδα ψήγματα περιγραφών στο εξής θα ανακαλύπτουμε μοναχά στις χαραμάδες της εξομολόγησης κάθε έξυπνης γιαγιάς, φυλαχτά πολύφερνα, αρωματισμένα τούρκικους καφέδες και γλυκά του κουταλιού. Επίσης, η πλειονότητα των κριτικών θα προσπερνούσαν την ταινία ως μια ηθογραφικού βεληνεκούς αναπαράσταση νεκρού τόπου, εστιάζοντας στα σημεία που η ταινία έχει «παλιώσει». 

[Κατά τη γνώμη μου – και πιθανώς ερήμην των σκηνοθετικών προθέσεων, καθότι κάθε άξιο λόγου δημιούργημα αποκόπτει αυτοβούλως τον ομφάλιο λώρο του και διάγει βίον απροσδιόριστον– η ταινία χρησιμοποιεί τα παλαιωμένα της σημεία ως άλλοθι, ώστε να γίνει επιτρεπτό στη «δεύτερή» της γλώσσα να μιλήσει, να μην προσκρούσει δηλαδή στο μπετόν αρμέ της αισθητικής αρτηριοσκλήρυνσης ημών των υψηλής αισθητικής αστών. Κι αυτό γιατί ο τρόπος που λειτουργεί η δεύτερη γλώσσα είναι ο τρόπος της Εμπιστοσύνης. Μας αποκοιμίζει με το κιτς, μας ευλογεί την ώρα μας την δίχως αντιστάσεις. Το άλογο των Αχαιών σέρνεται, νύχτα, ήδη μες στην πόλη.]

      Αν ήταν όμως έτσι το παραπάνω, εάν δηλαδή επρόκειτο για ένα κοινό ηθογράφημα, παραμένει για μένα απολύτως ακατανόητο το γιατί με παίρνουν τα ζουμιά ακούγοντας την χροιά της φωνής του Βασίλη Αυλωνίτη μες στην ταινία. 

      [Και, να συμπληρώσω εδώ: ακούγοντας, μες στην σπονδυλωτή ροή της, τις φωνές του Βασίλη Διαμαντόπουλου, της Ελένης Χατζηαργύρη της Σαπφώς Νοταρά, του Ορέστη Μακρή, του Λαυρέντη Διανέλου, ακόμα και της Ελένης Ζαφειρίου, που πρωταγωνιστεί βουβά, διά της απουσίας της, ως κρεμασμένη στον τοίχο φωτογραφία της μόλις αποθανούσας γυναίκας του Ορέστη Μακρή, κι όμως, κι αυτής ακόμα η φωνή –φωνή που δε ακούγεται μα ανθεί στην μνήμη μας ως δάνειο από άλλες ταινίες– ομορφαίνει το ασπρόμαυρο τοπίο. Κι ακόμα, ακούγοντας τις φωνές μελλοντικών αγαπημένων, στον τελευταίο σπόνδυλο της ταινίας, μέσα σε κείνον τον για την τιμή των όπλων καβγά, καβγά οσίων του Φιλοποίμενος Φίνου που ήρθαν στο συγκεκριμένο νυκτερινό κέντρο για να μαλώσουν κι αμέσως μετά για να φιλιώσουν κάτω απ’ τους παρηγορητικούς ήχους του μπουζουκιού, ήχους που λάμπουν στο σκηνικό σαν τάματα αργυρά, με πίστη, θάρρος και ευγνωμοσύνη αναρτημένα στην εικόνα της Μίας, Αγίας, ενεργής και σπαργώσας μες στον χρόνο μας Συλλογικότητας – βοήθειά μας.]

        Γιατί λοιπόν αυτή η συγκίνηση; Με εξαίρεση το ενδεχόμενο κάποιος ξεμωραμένος μέσα μου να διεκδικεί τα αναδρομικά μιας ζωής που δεν αξιώθηκε –πράγμα που θα ισχυριστώ παρακάτω πως δεν ισχύει–, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι κάτι εκεί στο βάθος παραμένει ζωντανό, κάτι που, παρά τα βαρίδια της αυξανόμενης και πληθυνόμενης ανοησίας, καταφέρνει να μας κρατήσει στον αφρό, αποτρέποντας τα χειρότερα.

        [Εξηγώ εδώ, για όποιον ενδιαφέρεται, το πώς αξιώθηκα το παραπάνω κομμάτι ζωής, κάτι που είναι ίσως ήδη μια υπόθεση στη σκέψη του προσεκτικού αναγνώστη: Ακούγοντας, ξαπλωμένος στο παιδικό κρεβάτι, τις φωνές των φίλων του πατέρα μου απ’ τα έξω δωμάτια, κατά την διάρκεια των έκτακτων, με κάθε τρόπο, συγκεντρώσεών τους στο σπίτι. Λαγοκοιμόμουν, δεν μπορούσα να διακρίνω με τι καταπιάνονταν ανάμεσα στα τσουγκρίσματα και στα εβίβα, κι έτσι ο μόνος τρόπος να ’μαι εκεί, μαζί τους, ήταν να καβαλήσω το εξαίσιο Ά-λογο του ήχου των φωνών, και να βρεθώ καβαλάρης στο κέντρο της ψυχής της παρέας. Εκεί ήταν που αναχάρασσε τα υλικά του ο μουσικός, αναγνωρίζοντας στον τρόπο του αυτιού τον κρυμμένο πλούτο της άυλης δωρεάς, την πλέον αποτελεσματική μέθοδο για να διαρραγεί το χρηματοκιβώτιο, ώστε να γευτούμε ό,τι ο κόσμος σε περίσσεια γεννά και διακαώς επιθυμεί να μας χαρίσει. Οι παρέες δούλευαν ως συμβουλάτορες ενός εξαίσιου προσανατολισμού, ο ίδιος ο πυρήνας της ομήγυρης, με την ακαταμάχητη βαρύτητά του, μ’ αγκάλιαζε σαν μάνα, και μου άφηνε το φυλαχτό της μιας και μόνης ευτυχίας που ποτέ σε διάρκεια θα είχα.]

        Υπάρχει, έτσι, λέω, στην ταινία κάτι παράξενα οικείο στην φωνή και στην όλη παρουσία που το πρόσωπο του Αυλωνίτη συνοψίζει –όχι ο ρόλος, μα ο ίδιος ο Αυλωνίτης, ισχυρίζομαι–, που φέρει το φωτοστέφανο μιας βαθιάς, και μ’ άλλους τρόπους άρρητης, εθνικής αυτοσυναίσθησης.

        [Μπορώ εδώ να υποθέσω πως επειδή οι πατριδοκάπηλοι έχουν μες στα χρόνια –και, εν πολλοίς, επιτυχώς– επιχειρήσει να αποκόψουν το κοινωνικό σώμα απ’ την λυτρωτική πηγή μιας ελληνικότητας δίχως εθνικό πρόσημο, αυτή η άμοιρη η ελληνικότητα σκόρπισε τα χαρτιά της στο πάτωμα κι έφυγε απ’ το τραπέζι με τους σημαδεμένους άσους όπου την είχαμε προσκαλέσει για να ποντάρει τα ρέστα της. Έφυγε, με σηκωμένο τον ποδόγυρο, γυρνώντας τα μέσα έξω τη φόδρα των προβλέψεων, γυρνώντας τη μοίρα σε πλεονέκτημα, προετοιμάζοντάς μας για την μία λαμπρή νικητήρια μάχη που το μέλλον μας θα περιμένει. Ως τότε μας άφησε να υποθέσουμε πως θα κατοικεί στα πιο ταπεινά σημεία του επιστητού, περιμένοντας να πληρώσουμε το ατομικό κόστος της εθνικής μας ωρίμανσης. Και ποια θα ήταν πιο ταπεινή και πιο πανταχού παρούσα κρυψώνα απ’ την ίδια τη χροιά της φωνής μας;

        (Ένα φτηνό βιολί, θέλω να πω, δεν θα κατάφερνε να προσποιηθεί το Στραντιβάριους, ακόμα και στα χέρια του Όιστραχ, όμως ένα Στραντιβάριους θα παρέμενε τέτοιο ακόμα και στα δικά μου χέρια. Η χροιά αποκαλύπτει τον απατεώνα, όπως και φανερώνει στην ευγνωμονούσα μας ψυχή –και παρ’ όλη την ιερή του σπουδή– την ανακαινιστική Αγάπη του διά Χριστόν σαλού.)]

          Πίσω, λοιπόν, απ’ τις κουβέντες του σεναρίου και πίσω απ’ τους δικούς του, μπορώ να υποθέσω, αυτοσχεδιασμούς, φανερώνεται το δεύτερο στόμα του Αυλωνίτη, που μονολογεί απ’ τη γαλήνη των πίσω δωματίων, εκείνων των οποίων ο εξαίσιος διάκοσμος δεν περιγράφεται παρά μόνον διά της εις άτοπον απαγωγής, έτσι καθώς είναι πιθανόν ν’ αναγνωρίζει κανείς το καλό αλλά να μην ξέρει πώς να το καταφέρει, οπότε αναγκάζεται σε μια κυκλική γύρω απ’ το θήραμα κίνηση, σε μια ενστικτώδη περικύκλωση, ώσπου κάποτε τυχαία να βρεθεί –και εξ αποκαλύψεως, μ’ αρέσει να σκέφτομαι– στην καρδιά της συλλογικής μας καλοσύνης. Κι είναι αυτό, το δεύτερο σενάριο, η δεύτερη φωνή του Αυλωνίτη, που ψιθυρίζει πίσω απ’ την άλλη τη φωνή και σκουντά την ψυχή του έτοιμου ακροατήΕδώ θυμάμαι τον τρόπο που ο Ντα Βίντσι έγραφε το ημερολόγιό του, κρυπτογραφημένο μες στην παγερή σιωπή του καθρέφτη, ώστε αυτό να παραμένει σιωπηλό ως την ώρα που η μοίρα θα το ’φερνε αντιμέτωπο με τον κατάλληλα προσανατολισμένο θεατή.]

            Και ποιος είναι που σήμερα μιλά μες απ’ το στόμα του Αυλωνίτη; Από πού εκπορεύεται αυτή η δεύτερη φωνή; Να ’ναι άραγε από εκείνο το χαμένο κέντρο για το οποίο κάποτε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος –με αφορμή τον Σεφέρη– επιχείρησε να μας υποψιάσει, και που υπήρξε το οπλοστάσιο κι η Αστερόσκονη μιας κραταιάς παρέας λογοτεχνών, ποιητών και μουσικών, που, ακόμα κι αν ποτέ τους δεν συναντήθηκαν, συνεννογιούνταν από κελί σε κελί με τον πιο βαθύ τρόπο μέσα στα χρόνια; Να ‘ναι, αλλιώς ειπωμένη, η ανάγκη μας μιας ραχοκοκαλιάς που να στηρίζει το άυλο του κρυφού μας βίου;

            Πλάι σ’ αυτά τα γνωστά μας πρόσωπα, τους μακρινούς μας συγγενείς που άγιασαν μες στην πολύλαλη μοναξιά τους –αλλά κυρίως πάνω απ’ αυτούς, στην καθαρότητα και στη δικαιοσύνη των σκονισμένων δρόμων όπου τον έφερναν τα βήματά του– ο λαϊκός άνθρωπος αξιωνόταν εκείνη τη χάρη της δεύτερης λαλιάς, που γινόταν κατανοητή μοναχά απ’ τους μυημένους, μιας και, το ξέραμε πια, τίποτα δεν θα προσφέρονταν στ΄ αλήθεια δωρεάν. Από κει, λέω, κατάγεται η συγκίνηση που σε ανύποπτο χρόνο μας προξενεί και μόνη η παρουσία κάποιων προσώπων, προσώπων που μας προσκαλούν μες απ’ τη μουσική των λέξεών τους, μες απ’ τη μουσική της ίδιας τους της ύπαρξης.

            [Κι εδώ, μιας και είπα για Μουσική, θα επαναλάβω με την βοήθεια της παραπάνω ανακουφιστικής υπόθεσης πως κάποιες μουσικές δεν μπορούν να αναπαραχθούν παρά μόνον τη παρουσία των μαστόρων τους. Τι θα έλειπε άραγε από μια «σύγχρονη εκτέλεση» της μουσικής του Χατζιδάκι ή του Βαμβακάρη; Θα έλειπε ακριβώς αυτή η δεύτερη φωνή, και να γιατί, όσο ταλαντούχος κι αν είναι κάποιος (είπα αλλού τι λέω ταλέντο), είναι αδύνατον να ξαναστήσει τη συναστρία μες στην οποία έλαμψε η μαγική στιγμή ενός Χατζηχρήστου στο Της κακομοίρας, επί παραδείγματι, ή ενός Αυλωνίτη στο Της νύχτας τα καμώματα. Τι είναι εκείνο που εξακολουθητικά θα απουσιάζει; – Ο φορέας κι ο αρωγός του κοινού μας κέντρου, μια χειρονομία-γέφυρα προς τον κοινό πυρήνα, όχι κάτι λιγότερο απ’ την Σχέση δηλαδή.]

              Μα, θα μου πείτε, πώς μιλάμε για χαμένο κέντρο, αφού υπάρχει ένας τουλάχιστον αποδέκτης του; Γιατί αν, εκεί, κάτι ακόμα είναι που μας συγκινεί, ίσως δεν έχουν όλα διά παντός χαθεί.

              Θα απαντήσω πως ίσως έχετε κάποιο δίκιο, πως ίσως κάπου πήραμε τη ζωή μας λάθος (με σωστή αυτή τη φορά στίξη), και να γιατί ασφυκτιά η κάθε αλήθεια μέσα μας. Μπορεί το κέντρο να ‘χει κρυφτεί απ’ την κοινή θέα, παραμένει όμως δυνάμει κοινό, όσο μακριά απ’ τις πλατείες μας κι αν το ’χουμε εξορίσει, και να ο λόγος που κάποιοι μίλησαν με θέρμη για την ανάγκη Έρωτα μες στη ζωή, ενός Έρωτα Μεγάλου, πάγκοινου, των πάντων καταστροφέα και των πάντων αναγεννητή. Τι θα ήταν όμως ένας Έρωτας, αν όχι ο αεί ανακαινιζόμενος τρόπος του προσανατολίζεσθαι προς τον θάνατο απογυμνωμένος από κάθε χρησιμοθηρία (εξόν κι η Ευτυχία είναι η ύψιστου βαθμού χρησιμοθηρία), τρόπος που μας φέρνει στον ίδιο κοινό με τους άλλους τόπο; Αφού, θα συμφωνήσετε, Έρωτας χωρίς τη διάσταση του κοινού τόπου θα ήταν σχήμα ισοδύναμο –μέρες που είναι– με μια Παναγιά, που, παρότι Παρθένος, δεν θα αξιωνόταν ποτέ την Μία υπερκόσμια και διακορεύουσα την μεθόριο του εγώ Γέννα.

              Οφείλουμε σήμερα (να ένα «οφείλουμε» που θα υποστήριζα με κάθε σθένος, όπως ο αντάρτης θα αποκεφάλιζε δίχως δεύτερη σκέψη τον δήμιο των παιδιών του), οφείλουμε να καθίσουμε για μια στιγμή στο ξέφωτο και να αναλογιστούμε πού μας έπεσε το πιο ακριβό μας φλουρί.

              [Διάλειμμα ολίγων λεπτών, χωρίς πατατάκια και χωρίς τις ωραίες γκαζόζες, μα για να θυμηθούμε τον τρόπο που το αγιόκλημα μας συνεπήρε μες στους θερινούς κινηματογράφους, τον τρόπο που η φωνή του Αυλωνίτη και των συντρόφων του εισχώρησε σαν αεράκι πεντακάθαρο μες στην ψυχή μας και την αλάφρωσε: Η αυστηρότητα, μα και το νoιάξιμο. Η ανθρωπιά. Το φιλότιμο. Η γενναιοδωρία. Η ανιδιοτέλεια. Ο χαμηλός τόνος, όχι για να κρυφτείς μα για να ανθίσουν οι άλλοι. Η αγαπητική εδραίωση ενός θεάτρου του αρσενικού εγωισμού, για να αγκαλιάσει μια καρδιά ευάλωτη που σαν το πληγωμένο θήραμα κλωτσά το εαυτό της. Ο λυρισμός και το εν ονόματι κλάμα. Η χαρμολύπη του επιταφίου. Ο θρήνος σαν μνήμη τραγωδίας -αφού ό,τι μπορεί στ’ αλήθεια να φιλοξενήσει το ζωοποιό μας κύτταρο έχει μια ρίζα που βυζαίνει το βυζί της παράδοσης- τραγωδίας αρχαίας ή με τον δικό μας τρόπο χριστιανικής, αδιάφορο. Το κουτσομπολιό, σαν ιερό χρέος προς την κοινότητα, τόπο ψυχικής αποφόρτισης κι αποδοχής του άλλου, η χάρις και το τίμημα του κοινωνείν. Το πείραγμα ως συμβολική απομείωση, που εμπιστεύεται και ανυψώνει, που προσκαλεί τη δυνατότητα του άλλου να ‘ναι ισχυρότερος απ’ το συμβολικό του εκτόπισμα μες στην κοινότητα, μια ενδυνάμωση της ένταξης στην ομάδα, που, μ’ αυτόν τον ανεστραμμένο τρόπο διατυμπανίζει την αποδοχή της ετερότητας, αφού ακόμα κι ο τρελός χαίρει όμοιας με όλους μοίρας, ως ακριβό της ισορροπίας πιόνι, πιόνι πολύτιμο και ανεκλάλητης γενναιότητος θυσία, εξ ου και ουδείς θα τολμήσει να μιλήσει γι’ αυτήν, μα και ουδείς θα εκστομίσει την ύβρη του ιδρυματισμού, ενός τέτοιου άμοιαστου, απεχθούς, ξένου, αταίριαστου σώματος στο ιερό ζωώδες του βίου μας περιστύλιο.
              Και άλλα. Και άλλα. Τέλος του διαλείμματος. Τα φώτα σβήνουν.]

              Επιστρέφοντας στην κυματώδη ροή των παραπάνω: Ο Ελύτης (που, μιλώντας μέσα απ’ το διονυσιασμένο κρεσέντο των τζιτζικιών του για μια ενδεχόμενη ηλιοκεντρική οπτική, έστηνε ίσως με διαφορετικές ψηφίδες το απολύτως όμοιο ψηφιδωτό του κοινού μας κέντρου, κέντρου που άφηνε σταθερούς χρησμούς και πολύβουα ιερογλυφικά στο σώμα ενός διαρκούς παρόντος της φυλής), ισχυριζόταν σε κάποια ευκαιρία (και παρότι ήδη υπό την σκιά της τηβέννου ενός Νόμπελ), πως την Ευρώπη (την άλλη Ευρώπη κι όχι ετούτη την αστεία σπείρα «δανειστών») δεν είναι πλέον χρεία να την αποστρεφόμαστε στο όνομα μιας καθαρότητας του αισθήματος (ό,τι κακό ήταν να γενεί έχει ήδη γίνει), μα να την μπολιάζουμε, όπως πάντα ξέραμε, με τη δική μας διαρκή (και ελλείψει λοιπής ελλιπούς αναγέννησης) Αναγεννητική αύρα. Είθε.

              Ξεσκονίζοντας τις πρόσφατες βρωμιές της βλακώδους υποτέλειας –μέσα μας κι έξω μας εννοώ, εξ ου και όχι πάντα ανιχνεύσιμης– ίσως η μόνη διέξοδος είναι –ας επιμείνω, για την τιμή των όπλων– να πορευτούμε προς την αεί χέουσα πηγή της κοινής μας συγκίνησης. Και να κινηθούμε προς τα κει με πυξίδα το λυτρωτικό άλγος της πληγής, τις αδιάψευστες μέσα μας σεισμικές δονήσεις, τότε που η τεκτονική πλάκα της Καταγωγής προσκρούει σε μια ξεχασμένη απ’ τους άλλους (προδότες ή αδαείς) εκεί έξω Αλήθεια. Κάθε άλλη αναζήτηση θα ήταν πορεία σε κυκλικό αδιέξοδο, άκαιρη περιδίνηση γύρω απ’ την προαναγγελθείσα αυτοχειρία του κοινού μας ήθους.

              Είναι μια εξιδανίκευση όλα αυτά; Είναι τα λόγια ενός ρομαντικού; Ακόμα κι αν ναι, οι αλήθειες που λαγοκοιμούνται στην περιφέρεια των εξιδανικεύσεων είναι αλήθειες πιο αληθινές απ’ τις αλήθειες, γιατί είναι αλήθειες στα αζήτητα.

              Επί τέλους, ας τολμήσει κάποιος την αναστροφή της Σολωμικής ρήσης, λέγοντας:

              «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί Αληθές ό,τι είναι (μ’ αυτήν την παραπάνω και μόνον μ’ αυτήν την παραπάνω έννοια) Εθνικόν».

              (14 Αυγούστου 2019)

              Κι εδώ είναι η ταινία, για όποιον θέλει να εξασκήσει τα ακουστικά ανακλαστικά του.

              ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
               

              αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: