Αμνησία [Β´]

Μέρα Λαμπρή, Αλκυονίδες της καρδιάς μας
Ο ήλιος καίει τα χιόνια στις βουνοκορφές

Μείναμε προσμένοντας την άφιξη των μουσαφίρηδων, εκεί, μπροστά στον μπουφέ της μάνας, με πλήθος γύρω τις φωτογραφίες των νεκρών. Κι οι μουσαφίρηδες ήρθανε. Και φέρανε ο καθένας από ένα δώρο.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1η
————————————————————

«Τα κάδρα πάνω στον μπουφέ της μάνας σου θα μεταμορφωθούν σε μνήμη συγγενών, που όμως ποτέ τους δεν θα σηκωθούν μες στη γαλήνη της νυχτιάς ή μες σε μιας γιορτής την έξαρση, μόλις απ’ τις οινόεσσες επικλήσεις αγουροξυπνημένοι, να γίνουν μάσκες άδειες από παρελθόν, που απαιτούν μες στη βουβή στιγμήόχι επαίτες αλλά προύχοντεςνα ορθώσεις το ποτήρι σου να ευχηθείς μακροημέρευση. Όχι, οι φωτογραφίες πάνω στον μπουφέ κοιμούνται ήσυχες τις νύχτες του χειμώνα, μ’ έναν ρόγχο υπόκωφο πίσω απ’ τα σφιγμένα στόματα, ήσυχες μες σε κάδρα στοιχισμένα έτσι που να ‘ναι μπορετό να αντικρίζονται και να τσουγκρίζουν κάποιες ώρες τα ποτήρια τους, όταν εμείς κοιτάμε αλλού, όταν τα κορίτσια παίζουν κρυφτό στον διάδρομο, κι όταν οι παππούδες παίρνουν κουνενούς πάνω από μισοτελειωμένα βιβλία.»

Η Μνημοσύνη. Μωσαϊκό Β´αι. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ταραγόνας (Ισπανία)
Η Μνημοσύνη. Μωσαϊκό Β´αι. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ταραγόνας (Ισπανία)

Καταγωγή

Πρώτος φανερώθηκε, απλώνοντας το πέλμα έξω απ’ το κουκούλι του ύπνου σου, ο κάποτε πατέρας. Και λέω “ο κάποτε”, γιατί τη μέρα που εθελουσίως σήκωσες την σύνολη του κόσμου σου ευθύνη, αυτός έγινε θύμηση τρυφερή, μνήμη της ρίζας, τίποτα λιγότερο. Έφυγε τότε που το σπέρμα του ήτανε με σιγουριά στα σπλάχνα σου ριζωμένο. Δεν ήταν έτσι χρεία να υπάρχει εκεί έξω.
(Κι ορίστε πώς πεθαίνουν γύρω μας οι άνθρωποι, που κάποιοι λένε πως για να μακροημερεύουν πρέπει να τους ταΐζουμε καθημερινά καινούργιο λόγο ύπαρξης, μ’ αγάπη όμως, γιατί αλλιώς γίνονται βάρη ασήκωτα μες στη ζωή μας.)
Το δώρο που έφερε ο πατέρας ήτανε ένα μικρό δρεπάνι, δρεπάνι χρήσης ιδιωτικής, να κόβει τα ζιζάνια της θύμησης, και να θερίζει ολόχρυσο καρπό, στην ώρα του, από τα στάχυα της πραγματικής σοδειάς σου. Κι έφερε ακόμα ένα ζευγάρι ματογυάλια με σκελετό κοκάλινο, παλιό, που ξέραν να κοιτάνε το Πρωτότυπο μαζί με τις μυριάδες ανακλάσεις του, σου δίνανε με άλλα λόγια την ευχή να βλέπεις μ’ όλον τον λυρισμό του βλέμματος δίχως μια σπιθαμή να υποχωρείς στον έναν δικό σου δρόμο· εκεί, οι αποφάσεις θα παίρνονταν με την κρυστάλλινη λογική του χειρουργού. Σαν να σε δένουν οι συντρόφοι στο κατάρτι, μη χάσεις ούτε μια στιγμή απ’ το τραγούδι των Σειρήνων, κι όμως το πλοίο θα προχωρά, θα προχωρά.

[Ο Δίας βέβαια νίκησε τον Κρόνο, τον πατέρα του, και τον φυλάκισε στα Τάρταρα, με φρουρούς στην πόρτα τη Νύχτα και τους Εκατόγχειρες. Μα επειδή η γλώσσα μας είναι ακόμα η ελληνική, έχουμε λόγους να σκεφτόμαστε πως ήτανε ο Κρόνος-Χρόνος που, μέσα στις γενεές, κατάπινε ό,τι κι αν γεννούσε. Κι ο Δίας -ιδιοφυής ή μαριονέτα μιας Σοφίας από κείνον κάπως μεγαλύτερης, που όριζε το χέρι και τις πράξεις του, ποιος ξέρει τώρα για να πει;- αποφασίζει τη μια καίρια κίνηση σε τούτον τον αγώνα να ανακαινισθεί ο χρόνος: κοιμάται με τη Μνημοσύνη, καθώς θυμηθήκαμε στο προηγούμενο, κι ύστερα από λίγο ανοίγουνε τα μάτια τους στον κόσμο μας οι εννιά καλλίφωνες καλλίγραμμες, καλλίγνωμες, οι Μούσες οι εύμορφες, που η θεία φύση τους στο εξής θα μάχεται κάθε του χρόνου σκοτεινή ρυτίδα. Να ένας θεός να ευγνωμονείς, και να μια πράξη που την σημασία της καμιά αμνησία των θνητών δεν θα απαξιώσει.]

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2η
————————————————————

«Κάποιοι ισχυρίζονται πως οι νεκροί ξυπνάνε μια στιγμή της νύχτας μας, κι αν τύχει τότε κι είσαι εκεί, με βυθισμένο ακόμα το ένα μάγουλο στο πηγαδάκι του ύπνου, υπάρχει η πιθανότητα, ζαλισμένη, η ομήγυρις να κατασπαράξει το λογικό σου, και στο εξής να περπατάς στον κόσμο αυτόν μισότρελος, με βαριά λόγια στη φούχτα σου, σαν χαλασμένα δόντια από στόματα νεκρών, κηλίδες ανεξίτηλες κόσμου ακατανόητου πάνω στην πάλλευκη ζωή των ζωντανών. Στο εξής, αυτοί, οι ζωντανοί, θα σε κοιτάνε με καχυποψία, θα σ’ αγκαλιάζουνε με προφυλάξεις και μ’ εκείνα τα «δίκιο έχετε κύριε» των τρομοκρατημένων. Και κάποτε που εσύ θα λείπεις, διά βοής θα σε αναδείξουν διοικητή της Λεγεώνας των πολύγλωσσων τυφλών, που μυριάδες χρόνια τώρα βαδίζει στο όνειρο των μοναχικών ανθρώπων την έρημο του Σινά, κι άλλες ερήμους, που τον άνυδρο μανδύα τους χάρτης ποτέ κανείς δεν αποκότησε να καταγράψει. Έτσι για τώρα θα μπορούν κι αυτοί, οι ζωντανοί, ήσυχοι να κοιμούνται, μες στα καλοριφέρ και μέσα στους αφυγραντήρες, μέχρις νεωτέρας.»

Ορφάνια

Ήρθε μετά εκείνο το πεντάρφανο απ’ το χωριό, παιδί δίχως παπούτσια, που δεν ήξερε πατέρα ούτε μάνα, που ούτε μια φωτογραφία τους δεν αξιώθηκε, να ξέρει με τι μοιάζανε, να ξέρει πώς να χτίσει του προσώπου του τον γύρο, να ‘χει μιαν υποψία πώς θα είναι το μέλλον που περιμένει. Και το βάστηξε στο βυζί της αυτό το παιδί η καλοσύνη μιας γειτόνισσας που είχε κόρη νεογέννητη. Μαζί τα βύζαινε, τα ίδια βυζιά ζουλάγανε με τα χεράκια τους. Κι έφερε δώρο εκείνο το παιδί τα δύο στήθη της καλοσύνης, αυτά που είδαν τα μάτια του με το που ανοίξανε στον κόσμο.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3η
————————————————————

«Κάποτε, λένε, οι φωτογραφίες ξυπνούν και παίρνουν τις μορφές αγαπημένων. Κι ύστερα περπατούν μες σε τηλεοράσεις και μες σε οθόνες υπολογιστών και πάνω στα πάλλευκα λευκά των θερινών κινηματογράφων, εκεί που ο κισσός μασάει τον ασβέστη κάτω απ’ το φεγγάρι, και, τώρα πιο πρόσφατα, μέσα στων νέων κινητών με το υψηλότατο IQ τις οργασμιώδεις ρητίνες. Τότε είναι που εκείνη η αποστράγγιση του νοήματος μέσα απ’ τη γούρνα του βίου (τότε που, καθώς λέγαμε στο προηγούμενο, η ξεχαρβαλωμένη τάπα της συνείδησης άλλο δεν αντέχει το φόρτωμα του χρόνου και φεύγει κάτω από τα πόδια σου, και χάνεται στο διάστημα, για πάντα εξαφανίζεται, σαν αστροναύτης δίχως σκάφανδρο), τότε είναι που αυτή η αποστράγγιση θα αγκαλιάσει καθετί τριγύρω σου. Στο εξής, όλα θα έχουν έναν και μοναδικό σκοπό: να σε εθίσουν στην αποανθρώπιση. Και να που τώρα δεν θα τρέμεις μήπως κάποιος, καταμεσήμερο του Ιουλίου ή ένα βράδυ βροχερό του Φθινοπώρου, ξυπνήσει, υπνοβάτης, με το κουζινομάχαιρο στο ορθωμένο του αριστερό, ή κροταλίσει σαν τον εγγαστρίμυθο εκείνο το περίφημο «–Αυτό δεν θέλω να το συζητήσω!», που είναι περίπου το ίδιο, αφού θα έχει έτσι μιας και διά παντός φανερωθεί ως απ’ τη γέννηση κενός νοήματος, κανένα πρόσωπο δεν θα αμαυρώνει τη γυαλάδα της κερένιας πανοπλίας του, αυτού του φέρετρου που μέσα του τον φέρνει –πτώμα σε ωραία αποσύνθεση– στου άστεως τις ατραπούς, στο χρυσοποίκιλτο κλουβί αυτής της φάρας ανεγκέφαλων που λέει το σύμπαν ιδιοκτησία της, και που έπλασε κοτζάμ Θεό για να ‘χει να πορεύεται στην κόλασή της, κι εδώ θα πρέπει να προλάβω ότι –παρόλα αυτά– διόλου δεν αποστρέφομαι τα σύμβολα των θεολόγων, με την υποσημείωση ότι τα συλλαβίζεις μοναχός στον θάλαμο διακυβέρνησης του βαθυσκάφους, όταν εκείνο καταδύεται στην άβυσσο δίχως καμία πιθανότητα επιστροφής...»

Γκιόστρα

Κατέβηκε μετά απ’ το κάδρο του εκείνος, ο λυράρης της γιορτής. Αυτός, ο όρθιος, με το χαμόγελο πάνω απ’ το πιγούνι που κρατεί τη λύρα μες στους γαμηλιώτες με τα καλοξυρισμένα πρόσωπα, φορώντας το σαρίκι με τα κρόσσια ανάκατα με τα μαλλιά, φρεσκοβαμμένα τα στιβάνια του και όμορφα στριμμένο το μουστάκι. Κι άρχισε να μονολογεί λόγια του Ερωτόκριτου μέσα στα κοιμισμένα σου αυτιά. Κι αυτά τα λόγια πιάνανε γερά στα μπεντενάκια των αυτιών σου, όπως και στ’ άλλα, της ψυχής, κι εσύ κοιμόσουνα κι οι χτίστες χτίζανε, και ξεκουκίζαν σκόρπιες προσευχές απ’ τους αιώνες που περάσανε με μιαν αναπνοή, και σε νανούριζαν όλοι έναν γύρο, μωρό σε κούνια κρεμασμένη στον ουρανό του λυρισμού, μια στη χαρά, μια στη λύπη, πάντοτε όμως μες στο σύμπαν μιας καλότητας, που σαν Εκείνη στον κόσμο καμιά. Και λέγαν τα ακατανόητα:

Μοίρα μου, κι' ἴντα λείπεσαι νὰ κάμης μπλιὸ σ' ἐμένα;
τὴ σήμερο μ' ἐνίκησες, κι' ὄχι στὰ περασμένα.
,τι κι' ἂν εἶχα πῆρες τα, ἴντ' ἄλλο σ' ἀπομένει,
κι ἴντα ἀνιμένει μπλιὸ νὰ δῆ ἕνας ὁποὺ κερδαίνει;

Δὲν εἶν' στὸν Ἅδη ριζικά, δὲν εἶν' στὸν Ἅδη μοῖρες,
δὲν εἶν' στὸν Ἅδη κέρδητα, καὶ σώνει σ' ,τι πῆρες.

και δίπλα σ’ ετούτα:

Ἐφάνη ὁλόχαρη αὐγή, καὶ τὴ δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τῆς ξεφάντωσης κείνη τὴν ὥρα δείχνει.
Χορτάρια βγήκασι στὴ γῆς, τὰ δεντρουλάκια ἀθίσα,
κι ἀπὸ τς ἀγκάλες τ'οὐρανοῦ γλυκὺς βορρὰς ἐφύσα,
τὰ περιγιάλια λάμπασι, κι θάλασσα κοιμᾶτο,
γλυκὺς σκοπὸς εἰς τὰ δεντρὰ κι εἰς τὰ νερὰ γροικᾶτο·

Ερωτόκριτος (Ε 1007-1010, Ε 1033-1034 και Ε 769-774), από την έκδοση του Στέφανου Ξανθουδίδη του 1915)

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 4η
————————————————————

«Ας θυμηθούμε πάντως πως, αν κάποιος, κάπου, κάποτε, ήταν να βυθιστεί στα πιο σκοτεινά του βίου σπήλαια, θα ‘πρεπε πρώτα να σκύψει στην πηγή της Λήθης για να πιει, και ν’ αφήσει έτσι πίσω του ό,τι ήξερε για τον κόσμο. Μετά θα ‘ρχόταν η σειρά της Μνημοσύνης, τότε που όλα, νεογέννητα, θα ξεκινούσανε απ’ την αρχή. Ετούτα κάποτε. Τώρα, σκοτάδι ακατάλυτο.
Τώρα ο “ιός της Αμνησίας”το σύμβολο, αν θέλουμε έτσι να το δούμε, της αποανθρώπισης, της λήθης κάθε θεϊκής καταγωγήςείναι ένας εφιάλτης που κρατεί ορθάνοιχτα τα μάτια του κάτω απ’ τον ήλιο, γιατί, περισσότερο από κάθε άλλον, γειτονεύει στο εξής παράδοξο: Γεννιέσαι ως εορταστικός αντίλαλος γονεϊκών φωνών, με σάρκα κι αίμα και με σώμα όμορφο, και με σουσούμια που καληνωρίζουν κι αγαπούν όλοι τριγύρω σου. Ετούτα όμως ως τη μέρα που θα συρθεί πρώτη φορά κάτω απ’ τα πόδια σου, σιχαμερό ερπετό, με ήχο που ανατριχιάζει ανάμεσα στις πέτρες, ο ιός των ενηλίκων, μες στο κρανίο σου να χώσει το σουβλί του το δηλητηριασμένο, να σε μολύνει με το σχήμα του Πανομοιότυπου. Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα θα είσαι, ανεπιστρεπτί ενήλικας. Τώρα μονάχα η Λήθη θα σε σώζει απ’ την τρέλα [γιε μου].»

«Μνημοσύνη», του Frederick Leighton (1886)
«Μνημοσύνη», του Frederick Leighton (1886)

Μέτωπο

Περπάτησε ύστερα στον κόσμο σου ο δεκανέας απ’ το Αλβανικό μέτωπο, εκείνος με τις γκέτες τυλιγμένες εκατό φορές γύρω απ’ τις γάμπες του και με το ένα πόδι πάνω σ’ άλλο. Καθιστός στην ψάθινη καρέκλα, ήσυχος, με το χαμόγελο της αυριανής ήττας που θα έκανε τους συμπολεμιστές του αδερφούς και τον εχθρό θυσία απαραίτητη. Κι έφερε εκείνος για δώρο του, τον τρόπο να κερδίζεις χάνοντας, να χάνεις κερδίζοντας, και μαζί μ’ αυτό τη γνώση μιας συλλογικότητας που ξεπερνά τη λίγη μας ζωή, την ομορφιά της θυσίας που σε ξεπληρώνει επί τόπου και στο πολλαπλάσιο. Ο Κορνάρος με τα ίδια του τα χέρια έθρεφε εκείνον τον πολεμιστή, και του μουρμούριζε μέσα στ’ αυτί τη γλύκα μιας ζήσης που δίχως υπέρβαση θα ‘τανε λειψή. Και ήρθε. Κι έκατσε δίπλα σου την ώρα που εσύ κοιμόσουνα. Και ήπιε μια ρακή μαζί σου. Μετά επέστρεψε στον χαρούμενο τάφο του.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 5η
————————————————————

«Και να πώς αγαπιούνται κάποτε οι ερωτευμένοι, τότε που, μια μέρα, ξυπνούν κι έχει απ’ το πρόσωπο του άλλου χυθεί ο πόθος, κι έχει απομείνει κάτι πιο του θανάτου ανθεκτικό, αν τύχει κι είσαι δυνατός στις αλλαγές των μετεωρολογικών συμβάντων. Και να πώς, προς τα πίσω πηγαίνοντας, το βρέφος είναι –μπορεί– το πρόσωπο κανενός παρελθόντος, κι όμως στον γύρο της μορφής του χαμογελά το σύμπαν σαν φυλλαράκι δέντρου την αυγή και σαν πουλί που το χτυπάει ο ήλιος και δεν αντέχει άλλο να σωπαίνει.
(Ε, μα αν είναι έτσι να “ξεχάσουμε”, ας βυθιστούμε αιώνια στη Λήθη!)»

Στο βουνό

Επάτησε ύστερα στον κόσμο σου ο αντάρτης, που την ευγενική του φύση η πρώτη κατοχή των Γερμανών προσέβαλε θανάσιμα, εκείνη η κατοχή που ήξερε να κόβει βαθιά το ανθρώπινο κρέας και να λερώνει με αίμα και οργή τα μάγουλα των αμάχων. Κι εκείνος ο αντάρτης κρατούσε κάτω απ’ την αριστερή του μασχάλη τη μνήμη ενός περήφανου γένους, που απ’ την εποχή του Καπετάν Μιχάλη στοίχειωνε το φιλότιμο του αδικημένου και ξυπνούσε έναν αγώνα σ’ όλους τους αιώνες ίδιον κι απαράλλαχτο. Ο χρόνος του καπετάν Μιχάλη κι ο χρόνος του αντάρτη ήταν ο ίδιος μ’ αυτόν μπροστά στον μπουφέ της μάνας, ένας χρόνος που γλιστρούσε κατευθείαν έξω απ’ τις ζωγραφιές του Θεόφιλου και τις αγιογραφίες των εκκλησιών, χρόνος επίπεδος, νυν και αεί, με μόνη του προοπτική αυτήν που έδινε στις πράξεις η βαθιά ψυχή των προσώπων. Δεν μετριόταν στις αριθμομηχανές των λογιστών, δεν είχε την προοπτική που διδάσκονταν οι πρωτοετείς στην Καλών Τεχνών.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 6η
————————————————————

≤Και κάποιοι άλλοι είπανε – θυμάσαι;– πως το Πολύ πυρπολήθηκε μες στην καρδιά του ανθρώπου την ώρα που εκείνος καταχράστηκε του δικαιώματος να είναι πολιτισμένος, την ώρα που αντάλλαξε τον πρωτόπλαστο με ετούτο το πολιτισμένο δίποδο που τον καταδυναστεύει. (Αλλά δεν ξέρουμε τι είναι πολιτισμός -να μην ξεχάσω, αύριο να κοιτάξω.) Έτσι, η τέχνη άλλαξε κι εδώ τη φορεσιά της, αφού κι εμείς Ανατολή πλέον δεν είμαστε. Έκτοτε σπανίως, και μόνον κατ’ εξαίρεση, επιχειρεί να μαστορέψει όπως– όπως εκείνο το ελάττωμα στο λογισμικό των επιγόνων. Έτσι οι τεχνίτες γενήκανε κι εδώ “καλλιτέχνες”, κι άρχισαν να φουσκώνουν σαν τον διάνο απ’ την περηφάνια κι απ’ τη βλακεία. Στην πραγματική Ανατολή ουδέποτε ετέθη τέτοιο θέμα ασφαλώς, αφού εκεί ήσαν όλα εξ αρχής λυμένα: οι μοναχοί προσεύχονταν, ανεξαρτήτως του αν το ξέραμε ή όχι, κι ο κυρ-Αλέξανδρος κάθισε στο μπακάλικο του φίλου του παρέα με το κόκκινο κρασάκι του αντί να τρέχει στις τιμές που του ετοίμαζαν στους “Παρνασσούς”, εάν ορθώς το ενθυμούμαι. Μα αυτός τον Άγγελό του φαίνεται τον πότιζε καθημερνά, γι’ αυτό κι εκείνος χατίρι μάλλον δεν του χάλαγε.»

Εξορία

Ήρθε μετά με τα άσπρα του μαλλιά ο εκτοπισμένος στη Μακρόνησο και στην Ικαρία, ο τρόφιμος κελιών της Αλικαρνασσού και κάθε άλλου όμορφου μοναστηριού μετά τον πόλεμο, κι έφερνε μες στις χούφτες του τον αγιασμό από τη βία των βασανιστών. Κι εκεί, δίπλα του, έλαμπε το καντηλάκι μιας εκκλησιάς δίχως σταυρό και θυμιατό, μα που καταχτυπούσε το ξύλινο σήμαντρό της στην καρδιά κάθε συντρόφου και που τη λειτουργούσανε καθημερινά όλοι μαζί με τα μικρά τους πάθη. Ένας λυγμός σαν φλυαρία κωφάλαλου που ακατάπαυστα χειρονομεί πίσω απ’ την πλάτη σου κυρίευε την ψυχή ανθρώπων που δεν χαιρετιότανε στον δρόμο μα που γνωρίζονταν βαθιά δίχως να γνωρίζονται. Κι εκείνος ο λυγμός, που πιότερο από λυγμός ήταν καταγωγή ολάκερη, τους κράταγε αγκαλιά, όπως η θυσία τους πρώτους χριστιανούς, κάτω απ’ τη σκέπη ενός θεού θνητού σαν τον καθένα. Ετούτος ο πάντα εξόριστος έφερε αυτήν την ευλογία του για δώρο.

————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 7η
————————————————————

Για τα πιο κει, κάτι σαν προφητεία:

«Ο βιαστής που εγκατοικεί και κατακυριεύει τον πολιτισμένο άνθρωπο δεν θα κορέσει σε κανένα μέλλον τη δίψα της βλακείας του. Έτσι η Ανατολή θα υποχωρεί μέρα τη μέρα μπρος στην έρημο που θα εξαπλώνεται, ώσπου στο τέλος τίποτα απ’ το φως της δεν θα έχει απομείνει. Εμείς, σ’ αυτό το μεταξύ, θα τρέχουμε πίσω από πολέμους τενεκεδένιους, πίσω από φτώχειες, κρίσεις, προσφυγιές, που θα ‘ναι τίποτα μπροστά στη μέγιστη απώλεια, αφού η πραγματική μας προσφυγιά θα έχει ήδη εντός μας συντελεστεί. Κάθε πρωί, στα ίδια νερά του Αιγαίου θα πνιγόμαστε, μάταια παλεύοντας να διαβούμε στην αντίπερα όχθη. Τώρα το ξέρουμε, την αντίπερα όχθη την κουβαλούσαμε πάντα μέσα μας, κι αν κάποιος κάθε τόσο μας τη λήστευε, ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στο ακατάλυτο του πλούτου μας.»

Έξοδος

Κατέβηκαν κι άλλοι πολλοί μέσα απ’ τα κάδρα τους, για να σε χαιρετήσουν και να σου μιλήσουν μέσα στον ωραίο ύπνο σου. Αλλά η μνήμη ξέρει να κρατά στα χέρια της μονάχα σκίτσα των Αγγέλων. Μοιάζει έτσι η ζωή με αγιογραφίες συγγενών που φύγανε, και που εκλιπαρούν για λίγη προσευχή στην κάθε μέρα τους, εδώ, σ’ αυτή τη γη που σ’ έριξε ο θεός, και που εύκολα σ’ αφήνει να ξεχνάς Αυτόν που είσαι.

——————————————————————————————

Υ  Σ  Τ  Ε  Ρ  Ο  Γ  Ρ  Α  Φ  Ο

Ύστερα απ’ όλα αυτά τι θα απομείνει; Σβήνω το φως και παίρνω την κιθάρα μου. Μιλάω τώρα καθαρά στ’ αυτιά των συντρόφων:

«Και αν οι λέξεις μας σκορπίσανε στο πάτωμα, καθώς σκορπίζουνε τα κέρματα απ’ τον θρυμματισμένο κουμπαρά του γιου σου, ίσως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος για να αρτιωθεί ο κόσμος που σου πρέπει.»

Εκείνα είπες. Και συμπλήρωσες:

« –Ελάτε τώρα να φορέσουμε τα γιορτινά. Δεν είναι ακόμα Κυριακή, μα ίσως είναι μια ωραία ευκαιρία.»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: