Το τσόφλι

Το τσόφλι


Α

Ήλιος του φθι­νο­πώ­ρου και ζέ­στη με­τα­χρο­νο­λο­γη­μέ­νη, κα­θι­σμέ­νος στο ξέ­φω­το ωραί­ας αμε­ρι­μνη­σί­ας, και σε σκε­πά­ζει, φτε­ρού­γα μνή­μης, η αγά­πη αν­θρώ­πων που αγκά­λια­σες και που χα­θή­κα­νε, και τώ­ρα λά­μπουν μες στις μέ­ρες σου σαν ου­ρα­νός σε θό­λο αστε­ρο­σκο­πεί­ου. Έτσι θα εξη­γεί­ται κι αυ­τός ο ήλιος που ζε­σταί­νει από μέ­σα τις δύ­σκο­λες ώρες. Με­ση­μέ­ρι, και ξύ­νεις με τον αρι­στε­ρό δεί­κτη το τσό­φλι ενός ερω­τη­μα­τι­κού που αγω­νιά πά­νω από γκρε­μούς, λί­γο πριν τη στρο­φή, πριν τον θρί­αμ­βο ή την κα­τα­στρο­φή —ταυ­το­λο­γί­ες αν κοι­τάς τον χρό­νο σου απ’ τη στρα­τό­σφαι­ρα του μι­κρού μέλ­λο­ντος, όμοια σθέ­νη γαν­τζω­μέ­να στις δυο πλευ­ρές του νο­μί­σμα­τος—, ξύ­νεις, κα­θώς θα κοί­τα­ζες χάρ­τη του Σι­νά για ένα τα­ξί­δι που δεν θα γί­νει, αμέ­το­χος, μα­κριά απ’ την ώρα, στη­ρί­ζο­ντας σε γέ­ρους σκε­λε­τούς τη σάρ­κα σκέ­ψε­ων νε­ο­γέν­νη­των, ντύ­νο­ντας λέ­ξεις-φύ­λαρ­χους, φι­λο­δω­ρή­μα­τα ξέ­νων, πο­λύ­χρω­μα Lego που σε λί­γο δεν θα λέ­νε πια αυ­τό που λέ­γα­νε, για­τί αλ­λιώς εσύ τώ­ρα θα τα κου­μπώ­νεις, σ’ άλ­λες πα­τρί­δες στο εξής θα περ­πα­τούν, κα­τά πώς τα ται­ριά­ζεις και κα­τά πώς τα κα­λη­νω­ρί­ζεις. Μα πά­ντα ένα δά­χτυ­λο θα πε­ρισ­σεύ­ει έξω από τις πρά­ξεις, μο­νά­χο του σαν πέ­τρα στον βυ­θό κι ανε­ξι­χνί­α­στο σαν κα­ταρ­ρά­κτης πά­νω από βάρ­κα, γεν­ναίο δί­χως να το θέ­λει, ευ­γε­νι­κό δί­χως να του ‘χει ζη­τη­θεί, να ξύ­νει την επι­δερ­μί­δα του ερω­τη­μα­τι­κού, ανα­μα­σώ­ντας κλη­ρο­δο­τή­μα­τα νε­κρών που δεν γνώ­ρι­σες, αλ­λά που μέ­σα από ξέ­να λό­για τους στε­ρέ­ω­σες για πά­ντα στο ει­κο­νο­στά­σι.
Και γρα­τζου­νά το δά­χτυ­λο με έπαρ­ση συ­νε­σταλ­μέ­νη, εκεί­νη που δια­βά­ζε­ται και απ’ τις δυο με­ριές, αρ­ρα­βω­νιά­ρης με το πρώ­το κού­νη­μα της κού­νιας, δεί­κτης του τρί­του σου χε­ριού και φω­νή του δεύ­τε­ρού σου στό­μα­τος που λειαί­νει προ­σευ­χές απρό­σε­κτες, κραυ­γές παρ­θέ­νες, που αλ­λιώς τις λέ­νε ξόρ­κια. Γι’ αυ­τό κι εσύ έγι­νες μου­σι­κός, από ανά­γκη. Για­τί το ήξε­ρες πως μου­σι­κός δεν εί­ναι εκεί­νος που μες σε με­ταλ­λι­κά κλου­βιά δα­μά­ζει ήχους με το μα­στί­γιο και την κα­ρέ­κλα, μα εκεί­νος που επί­μο­να με­τα­γρά­φει σε νέα ιε­ρο­γλυ­φι­κά την ηχώ των φω­νών πί­σω απ’ τις φω­νές, εκ­στα­τι­κός αλ­λά με γνώ­ση, ερω­τευ­μέ­νος, που ξάφ­νου του ζη­τή­θη­κε να ετοι­μά­σει δεί­πνο μο­να­χών, ψύ­χραι­μος και απέ­ρα­ντα απελ­πι­σμέ­νος, με τις ωραί­ες εμ­μο­νές των διά Χρι­στόν Σα­λών, που κά­ναν τους τρε­λούς μην τους πα­ρε­ξη­γή­σουν οι νοι­κο­κυ­ραί­οι. Για­τί πώς να το πεις εκεί­νο που μο­νά­χα μες στο όνει­ρο εξη­γεί­ται, και ύστε­ρα γλι­στρά σαν πέ­στρο­φα ανά­στρο­φα στον πο­τα­μό, ανά­στρο­φα στο νό­η­μα που το γέν­νη­σε, δώ­ρο στην ώρα του θη­λα­στι­κού που σκύ­βει από τον βρά­χο με τα μω­ρά του, κα­τα­με­σής στη μοί­ρα του με­γά­λου ιχθύ; Με τι λό­για να το εξη­γή­σεις, που μέ­ρα τη μέ­ρα σο­βα­ρεύ­ουν οι αν­θρώ­ποι, και λοι­δο­ρούν το ανε­ξή­γη­το, λες και ο κό­σμος φτιά­χτη­κε με συ­ντα­γή ενός πα­λιού Τσε­λε­με­ντέ, και όλο κι όλο που χρειά­ζε­ται εί­ναι να ξέ­ρεις να με­τράς σω­στά τα δρά­μια;

Β

Απο­κτη­νώ­θη­καν. Και πλέ­ξα­νε θρό­νους ανυ­πό­μο­νους κά­τω απ’ το ιε­ρό οστό, να ενα­πο­θέ­σουν με­γα­λό­πρε­πα το αύ­ριό τους, μα και το χτες που λέ­νε ότι πά­σχει από αϋ­πνία μες στην καρ­διά των αδί­κων, όπως το μαρ­γα­ρι­τά­ρι μες στο στό­μα του στρει­διού. Κι εσύ να μου­λιά­ζεις την ψυ­χή σου σε πα­ρη­γο­ρη­τι­κά πο­τά, και να γρα­τζου­νάς με τον δεί­κτη του αρι­στε­ρού το τσό­φλι, και να αφου­γκρά­ζε­σαι από κά­τω την καρ­διά του αε­τού που χτυ­πά να φτε­ρου­γί­σει έξω, κι άλ­λο δεν εί­χες απ’ αυ­τόν τον τρί­το δεί­κτη που έξυ­νε ακού­ρα­στα, και άλ­λη γλώσ­σα απ’ αυ­τή του δεύ­τε­ρού σου στό­μα­τος να φω­νά­ξεις βο­ή­θεια.
Κι έφτα­ναν τώ­ρα από μα­κριά οι επα­να­στά­τες, αυ­τοί που σπά­γα­νε τη βα­ριά την πόρ­τα με τα σφυ­ριά τους, μα εσύ δεν ήθε­λες εκεί να πας, μό­νο να λευ­τε­ρώ­σεις ό,τι από κει ερ­χό­ταν ήθε­λες, μαύ­ρο και σκο­τει­νό και ανα­στά­σι­μο, σαν πί­δα­κας που ελευ­θε­ρώ­νε­ται απ’ τα έγκα­τα της γης και ανε­βά­ζει τη θερ­μο­κρα­σία όλων των ρεμ­βα­σμών. Εσύ ήθε­λες μο­νά­χα να σκα­λί­σεις την επι­δερ­μί­δα που λε­πταί­νει, όπως σκα­λί­ζεις με κο­ντυ­λο­φό­ρο τη λευ­κή σε­λί­δα, κι όπως χαϊ­δεύ­εις τη χορ­δή να κα­τα­φέ­ρεις έναν ήχο που δεν σε ξέ­ρει, όπως φι­λάς στο στό­μα πά­ντο­τε τον ίδιο πρώ­το σου έρω­τα δί­χως να τον θυ­μά­σαι, κι όπως απλώ­νεις μια πε­τσέ­τα κά­τω απ’ τον ήλιο που μι­κρός κοι­τού­σες κα­τά­μα­τα, ώσπου μια μέ­ρα βα­σί­λε­ψε μέ­σα σου χω­ρίς να το κα­τα­λά­βεις.
Τώ­ρα ο κό­σμος που ήξε­ρες βυ­θι­ζό­ταν σε ρη­τί­νες οθο­νών και κά­ποιοι εί­παν πως θα ανα­δυ­θεί μο­νά­χα στων τρε­λών τη βα­σι­λεία, εκεί­νων που όταν μι­λούν τα λό­για τους γί­νο­νται νη­σιά. Και όλα θα ‘ταν τό­τε σαν να ήρ­θε ο Χρι­στός στη γη, θα τι­να­χτούν ορ­θά­νοι­χτες οι θύ­ρες να απο­κα­λύ­ψουν το φρι­χτό πε­τού­με­νο που κρύ­βε­ται στον ίσκιο όσων επι­μέ­νουν στο αδύ­να­το.
Κι ύστε­ρα ήρ­θα­νε οι τρο­μο­κρά­τες. Και εί­παν για τη φτώ­χεια και για τον πό­λε­μο, ψέ­μα­τα, να εγκα­θι­δρύ­σου­νε τη βα­σι­λεία των λο­γι­στών. Και ένα-ένα ξε­πού­λη­σαν τα πού­που­λα της κα­λο­σύ­νης μας, να ρά­ψουν πά­πλω­μα για την Αλά­σκα της καρ­διάς τους, οι ανή­μπο­ροι, που σή­κω­σαν ανε­ρυ­θρί­α­στοι το λά­βα­ρο του νέ­ου εθνι­κού αγώ­να, τα πρέ­πει που ήταν τί­μιο να μοι­ρα­στού­με, και τον ζυ­γό που βα­φτί­σα­νε χρέ­ος.
Τρί­ξα­νε οι πυ­ρο­κρο­τη­τές στον ύπνο των στρα­τιω­τών, τρί­ξα­νε τα ψέ­μα­τα στις ει­δή­σεις των οκτώ, έλαμ­ψαν εκρή­ξεις στις πλα­τεί­ες με τις παι­δι­κές χα­ρές, γέ­λα­σε ο τσαρ­λα­τά­νος μέ­σα στη βου­λή, μια βόμ­βα εί­ναι πα­ρα­δεί­σια ή του σα­τα­νά κα­τά τη ση­μαία που την ευ­λο­γεί, κι εσύ με το ένα μά­τι να κοι­τάς την ασχή­μια και με το άλ­λο τον δεί­κτη σου που ξύ­νει, με το ένα αυ­τί να ακούς τα εμ­βα­τή­ρια των εμπό­ρων και με το άλ­λο να αφου­γκρά­ζε­σαι τον χτύ­πο πί­σω από το τσό­φλι που πλη­θαί­νει -μπο­ρεί να ‘ναι στρα­τός μαύ­ρων που­λιών εκεί­νο που έρ­χε­ται, πλή­θος να κα­τα­κλύ­σει τους ου­ρα­νούς, να τους λευ­κά­νει απ’ τις μα­γα­ρι­σιές. Κι ύστε­ρα λέ­ει θα ερ­χό­ντου­σαν τα πε­τού­με­να να στα­θούν κά­τω απ’ τον ήλιο της προ­σμο­νής, και κά­τω απ’ το ψι­λό­βρο­χο της μα­κρι­νής τους θέ­ας. Και πά­λι θα φτε­ρού­γι­ζε μέ­σα σου η μία σκέ­ψη, η μία ξαφ­νι­κή από­δρα­ση, που δεν έβρι­σκε λέ­ξη να ντυ­θεί και χρό­νια κρύ­ω­νε σε στό­μα­τα ξέ­νων.
Και τό­τε η ομορ­φιά που κά­θε στιγ­μή γέν­να­γε το τρί­το σου χέ­ρι θα έχτι­ζε φω­λιά μέ­σα στο στή­θος, και θα άν­θι­ζε ολό­λα­μπρος ου­ρά­νιος αχι­νός, για να δο­θεί αντί­δω­ρο στους γα­μη­λιώ­τες. Και θα ησύ­χα­ζε στον λα­βύ­ριν­θο το πα­ρά­πο­νο για τα πολ­λά μι­κρά ανο­λο­κλή­ρω­τα του κα­θε­νός μας, και θα ‘ταν λέ­ει ζωή ολά­κε­ρη σαν νιο­χτι­σμέ­νος Ναυ­τί­λος αυ­τό που θα βυ­θί­ζο­νταν στη θά­λασ­σα του χρό­νου. Κι εσύ θα ‘χες φυ­λά­ξει νε­ο­γνά πα­ρα­δεί­σων σε χει­με­ρία νάρ­κη για τη σκο­τει­νή την ώρα. Και, ξάφ­νου, ένα όντως τρί­το αυ­τί θα απο­κρυ­πτο­γρα­φού­σε τον χρη­σμό, και θα μοι­ρά­ζο­νταν στις πλα­τεί­ες σαν ζε­στά πρω­ι­νά κου­λου­ρά­κια τα κα­λά νέα, πως δη­λα­δή πλη­θαί­νουν οι αν­θρώ­ποι με το τρί­το αυ­τί —και μην ακού­τε τους απα­τε­ώ­νες— και με τρί­το χέ­ρι που ξύ­νει το τσό­φλι, πως ήμα­σταν πλειο­ψη­φία αυ­τοί που κλαί­με κά­θε που πε­θαί­νει ένα που­λί ή κά­θε που νη­στεύ­ει ο κε­ρα­μι­δό­γα­τος, κι ήταν κο­ντά η ώρα που ο τρί­τος δεί­κτης θα ξυ­πνού­σε μες στον ύπνο της ωραί­ας κί­νη­σής του, για­τί το κέ­λυ­φος θα εί­χε μό­λις διαρ­ρα­γεί, κι ο κό­σμος θα ετοι­μα­ζό­ταν για ό,τι επα­κο­λού­θη­σε.

[Άνοι­ξε τα μά­τια. Πέ­ντε η ώρα. Ου­ρα­νός συν­νε­φια­σμέ­νος. Ησύ­χα­σε. Κα­φές αχνί­ζει ακό­μα στο τρα­πέ­ζι, δε­ξιά. Όμως, αρι­στε­ρά; Πά­νω απ’ το χέ­ρι; Τι ήταν αυ­τό πά­νω απ’ το χέ­ρι του που επί­μο­να κοι­τά­ζει;!]


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: