Ο Όσκαρ Γκίλια και το τέλος εποχής

Ο Όσκαρ Γκίλια και το τέλος εποχής
{ το δεύτερο μέρος }


Α

Επι­χει­ρώ τη συ­νέ­χεια αυ­τού εδώ του κει­μέ­νου, του οποί­ου το πρώ­το μέ­ρος (https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​64/​moysikh/​o-​oskar-​ghkilia-​kai-​to-​telos-​epokhis) ξε­κί­νη­σε με αφορ­μή την απο­χώ­ρη­ση του Oscar Ghiglia, στις 3 Μαρ­τί­ου του 2024, γνω­ρί­ζο­ντας εξ αρ­χής πως στο ίδιο εκεί­νο ση­μείο θέ­α­σης δεν θα μπο­ρέ­σω πο­τέ να ξα­να­βρε­θώ. Αυ­τή η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση δεν εί­ναι άμοι­ρη πλε­ο­νε­κτη­μά­των. Λί­γοι, άλ­λω­στε, ήταν οι φί­λοι που κα­τά­λα­βαν τη ση­μα­σία του πρώ­του μέ­ρους, και πρέ­πει ίσως γι’ αυ­τούς τους λί­γους να φω­τί­σω κά­πως πε­ρισ­σό­τε­ρο το κυ­κλι­κό αδιέ­ξο­δο, έναν πραγ­μα­τι­κό λα­βύ­ριν­θο του σύγ­χρο­νου καλ­λι­τε­χνι­κού βί­ου, και δη εκεί­νου που άπτε­ται της συ­ντε­χνί­ας των κι­θα­ρω­δών, όπως ο Νί­κος Κούν­δου­ρος επέ­με­νε να τους απο­κα­λεί. Το κά­νω αυ­τό με αφορ­μή την απο­χώ­ρη­ση του αγα­πη­τού σε όλους μας κι­θα­ρι­στή και δα­σκά­λου, γνω­ρί­ζο­ντας πως το παι­γνιώ­δες σθέ­νος του βί­ου του όχι μο­νά­χα θα συγ­χω­ρού­σε μια τέ­τοια ντρί­μπλα στις ευ­πρέ­πειες, μα θα τον έκα­νε εν­δε­χο­μέ­νως χα­ρού­με­νο που σή­με­ρα δε­σπό­ζει στην αστα­θή νη­σί­δα κά­ποιας επα­να­στα­τι­κής μνή­μης. Οι από­ντες μι­λούν πιο δυ­να­τά όταν τους μνη­μο­νεύ­εις με τη γλώσ­σα της ζω­ής, γι’ αυ­τό τα μοι­ρο­λό­για, έτσι που τα θυ­μού­μαι στην πα­τρί­δα μου την Κρή­τη, ρί­ζω­ναν και με τα δυο τους πό­δια στη ζωή για να απλώ­σουν χέ­ρια πα­ρα­κλη­τι­κά, ή και απει­λη­τι­κά, προς το άγνω­στο. Σή­με­ρα σκέ­φτο­μαι τον Όσκαρ να αγαλ­λιά μέ­σα σ’ ετού­τη την πα­ρά­ξε­νη θυ­σία.

[Περ­νώ­ντας στα πιο ρη­χά των σκέ­ψε­ων που μας κα­τα­κλύ­ζουν κά­θε που βρι­σκό­μα­στε μπρος στα ανοι­χτά πέ­τα­λα τέ­τοιων ερω­τη­μα­τι­κών, αυ­τές τις πλη­γές που ανα­τέλ­λουν με εμπι­στο­σύ­νη μες στα χέ­ρια της φρο­ντί­δας, για να επου­λω­θούν ή να κα­κο­φορ­μί­σουν, πρέ­πει να θυ­μη­θώ ότι ο μό­νος άν­θρω­πος που θα εδι­καιού­το να μι­λή­σει για τον Όσκαρ ―ας ήταν κι υπο­θε­τι­κά― εί­ναι η επί 23 χρό­νια σύ­ντρο­φός του Έλε­να Πα­παν­δρέ­ου, η φί­λη μου η Έλε­να, η σπου­δαία κι­θα­ρί­στρια, με την οποία κά­πο­τε μοι­ρα­στή­κα­με μια με πολ­λούς τρό­πους κοι­νή μου­σι­κή εφη­βεία, κα­θώς και ένα ντου­έ­το που πρό­λα­βε να εξε­ρευ­νή­σει με­ρι­κά απ’ τα πιο απαι­τη­τι­κά έρ­γα για δύο κι­θά­ρες. Ταυ­το­χρό­νως σκέ­φτο­μαι πως η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή εγ­γύ­τη­τα ―της Έλε­νας, κα­θώς και κά­θε αν­θρώ­που που βρέ­θη­κε υπερ­βο­λι­κά κο­ντά στον κρα­τή­ρα του ηφαι­στεί­ου ώστε να πα­ρα­μέ­νει ψύ­χραι­μος στα κα­πρί­τσια του― στε­ρεί τη δυ­να­τό­τη­τα απ’ αυ­τά τα πρό­σω­πα να συλ­λα­βί­σουν τα ψι­λά γράμ­μα­τα της ιστο­ρί­ας, το μέ­ρος εκεί­νο στο οποίο οι από­ντες το ‘χουν συ­νή­θειο να ενα­πο­θέ­τουν το πιο γεν­ναιό­δω­ρο απ’ τα κλη­ρο­δο­τή­μα­τά τους. Γι’ αυ­τό μι­λώ· για­τί δια­κρί­νω στο πε­ρι­θώ­ριο του κοι­νού μας τό­που ―εμάς των μου­σι­κών, που με σκο­τει­νά κί­νη­τρα πα­ρα­συρ­θή­κα­με στις ψυ­χα­να­γκα­στι­κές κι­νή­σεις των δα­χτύ­λων επά­νω στο σώ­μα ενός ορ­γά­νου με μυ­θι­κό αντί­κρι­σμα στην από κει πα­τρί­δα― βλέ­πω μέ­σα σ’ ετού­τον τον δυ­νη­τι­κά κοι­νό μας τό­πο κά­τι καί­ριο να απο­σιω­πά­ται, κά­τι που δεν μπο­ρεί μο­νά­χα εγώ να αντι­λαμ­βά­νο­μαι ― ή, για να μι­λή­σω με ακρί­βεια, στην πλή­ρη του έκτα­ση θα αντι­λη­φθώ όταν όλα τα χαρ­τιά της τρά­που­λας θα έχουν απλω­θεί στην τσό­χα, τό­τε που η στιγ­μή θα ανοι­γο­κλεί­σει το τσα­ντόρ της για να μας κοι­τά­ξει κα­τά­μα­τα. Η τρά­που­λα μοι­ρά­στη­κε. Με ετού­τα τα χαρ­τιά θα μι­λή­σει τώ­ρα η Πυ­θία. Θα ανοί­ξει η στιγ­μή το πα­ρα­πόρ­τι της, σαν θά­να­τος που τρα­γου­δά­ει τη χα­ρι­τω­μέ­νη προ­φη­τεία.]

Β

Το τέ­λος του πρώ­του μέ­ρους αυ­τού του κει­μέ­νου το στοί­χειω­σε μια ει­κό­να στην οποία υπο­σχέ­θη­κα να επι­στρέ­ψω. Ένα θη­λα­στι­κό, μα­νια­κά και σε πλή­ρη έξαρ­ση, κυ­νη­γά την μες στους αιώ­νες δρα­πε­τεύ­ου­σα ου­ρά του, προ­σφέ­ρο­ντας ένα κί­νη­τρο, έναν λό­γο να πα­ρα­μέ­νου­με σε εγρή­γορ­ση, τρέ­χο­ντας πί­σω απ’ αυ­τό το εξα­κο­λου­θη­τι­κά δια­φεύ­γον θή­ρα­μα. Με κά­ποιον τρό­πο η στιγ­μή που κα­τα­φέρ­νου­με τα πά­ντα ―ή πα­ραι­τού­μα­στε απ’ τον μεί­ζο­να ψυ­χα­να­γκα­σμό αυ­τής της επα­νά­λη­ψης― εί­ναι η στιγ­μή που κα­ταρ­ρέ­ου­με μέ­σα στην ησυ­χία του μνή­μα­τος. Αυ­τό μπο­ρώ να υπο­θέ­σω πως συ­νέ­βη με όσους φί­λους φύ­γα­νε, κι ας εξαι­ρέ­σου­με εκεί­νους που απο­χώ­ρη­σαν πη­δώ­ντας εθε­λού­σια στον πυ­ρα­κτω­μέ­νο κρα­τή­ρα κά­ποιας μά­χης, υψώ­νο­ντας θριαμ­βευ­τι­κά το λά­βα­ρο ψη­λά πά­νω απ’ τα μι­κρά με­γέ­θη, και μες στη λάμ­ψη μιας τέ­τοιας ανά­φλε­ξης απο­θε­ώ­θη­καν. Τι να ‘ναι άλ­λω­στε το θείο, αν όχι η ακα­ριαία απο­κρυ­στάλ­λω­ση της στιγ­μής που, δί­χως να ξέ­ρου­με για­τί, πη­δά­με έξω από το σώ­μα μας, και μέ­σα σε εξαί­σια μέ­θη ενερ­γού­με εν ονό­μα­τι του Αγνώ­στου; την ώρα που πα­ρα­δι­δό­μα­στε με εμπι­στο­σύ­νη, σκυ­τά­λη στους προ­πο­ρευό­με­νους, γνω­ρί­ζο­ντας ότι μ’ αυ­τόν τον τρό­πο πα­ρα­μέ­νου­με για πά­ντα στο παι­χνί­δι; Ιδού με τι θα μοιά­ζει η Αθα­να­σία, αυ­τή που αγα­πή­σα­νε οι βα­σι­λιά­δες και οι ποι­η­τές.

[Τι να ‘ναι τώ­ρα, άρα­γε, μπρο­στά στο δώ­ρο του θα­νά­του, τα τε­χνη­τά λο­φά­κια εξου­σί­ας, που με αυ­τα­πάρ­νη­ση υψώ­νου­με πλάι στην ανη­μπό­ρια των άλ­λων, χάρ­τι­νοι πύρ­γοι για να κα­τοι­κή­σει η δί­καια μο­να­ξιά μας; Πώς ήταν δυ­να­τόν να συγ­χρω­τί­ζε­ται ο έφη­βος εκεί­νος Όσκαρ, που έμε­νε με το στό­μα ανοι­χτό πά­νω από μια χορ­δή που παλ­λό­ταν ολό­σω­μη μέ­σα στην αγκα­λιά του, πώς ήταν δυ­να­τόν να συγ­χρω­τί­ζε­ται μ’ αυ­τόν τον άλ­λον, που, ερή­μην του, νο­μι­μο­ποιού­σε στο Προ­κρού­στειο κρε­βα­τά­κι των κι­θα­ρι­στι­κών αντα­γω­νι­σμών το λί­γο και το ανού­σιο του κό­σμου; Εδώ, το θη­λα­στι­κό που κυ­νη­γά την ου­ρά του σκορ­πά μέ­σα στην κί­νη­ση το απα­στρά­πτον πού­που­λο μί­ας συγ­γνώ­μης. Ο πιο γεν­ναιό­δω­ρος από τους εαυ­τούς μας θα του συγ­χω­ρέ­σει αυ­τήν την αβλε­ψία.]

Ποια ήταν η ου­ρά που κυ­νη­γού­σε το αγα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο; Να ‘χε το σχή­μα μό­νο μιας κι­θά­ρας; Να ‘χε τη χά­ρη της κα­τα­βύ­θι­σης στο μυ­στή­ριο του απρο­σπέ­λα­στου ήχου, ώσπου αυ­τός να πα­ρα­δώ­σει το ψί­χου­λο του νο­ή­μα­τός του; Ας εί­μα­στε εδώ προ­σε­κτι­κοί: κά­τω απ’ την πλού­σια κό­μη του παρ­θέ­νου δά­σους κρύ­βο­νται τα θη­ρία· οι φω­λιές των ανε­ξε­ρεύ­νη­των αι­τί­ων που έρ­πουν στα θε­μέ­λια του ορα­τού, και που μες στον κα­θέ­να μας οι­κο­δο­μούν την ιδιω­τι­κή του Πο­λι­τεία. Θα ήταν ύβρις να θε­ω­ρή­σου­με εαυ­τούς νη­φά­λιους πο­λί­τες αυ­τής της Πο­λι­τεί­ας. Ας την εγκα­τα­λεί­ψου­με για τώ­ρα ανε­νό­χλη­τη να διά­γει τον ανε­ξι­χνί­α­στό της βίο· έτσι κι αλ­λιώς ― κα­θώς συμ­βαί­νει μ’ όλους τους υπό­γειους πο­τα­μούς, που ζού­νε μια πα­ράλ­λη­λη ζωή δια­βρώ­νο­ντας το σώ­μα μυ­στη­ρια­κών σπη­λαί­ων, την ώρα που εμείς βα­δί­ζου­με αμέ­ρι­μνοι στην επι­φά­νεια-, την πλή­ρη θέ­α­ση αυ­τής της Πο­λι­τεί­ας μάς την υπο­σχέ­θη­κε η ζωή, και μας την επι­στρέ­φει κά­πο­τε, λι­γά­κι πριν την απο­χώ­ρη­ση, τό­τε που μες σε μια και μό­νη εκ­πνοή οι αντι­στά­σεις κα­ταρ­γού­νται, κι όπως πρε­σβύ­ω­πες, που από κα­πρί­τσιο του και­ρού τούς επι­στρά­φη­κε για λί­γο η παρ­θέ­να όρα­ση, ανα­κα­λύ­πτου­με ποιος ήτα­νε αυ­τός ο ξέ­νος, που απ’ την πρώ­τη μας στιγ­μή, ψι­θύ­ρι­ζε ανα­σαί­νο­ντας πί­σω απ’ τις πρά­ξεις.

[Η σχέ­ση του με την παι­δι­κή μου φί­λη την Έλε­να τον προ­σκά­λε­σε να ζή­σει ορι­στι­κά σε μια Θεσ­σα­λο­νί­κη, που, εκτός απ’ την τρέ­χου­σα ανά­γκη μιας τρι­βής με το πα­νε­πι­στή­μιο, του χά­ρι­σε το, άλυ­το και για τον ίδιον υπο­θέ­τω, αί­νιγ­μα μιας αρ­χό­ντισ­σας κο­σμο­πο­λί­τισ­σας, που ζού­σε τον διαρ­κή της δι­χα­σμό ανά­με­σα στα με­θυ­στι­κά αρώ­μα­τα της ανα­το­λής και το κα­λο­σι­δε­ρω­μέ­νο φό­ρε­μα μιας δυ­τι­κό­στρο­φης παι­δεί­ας ― αυ­τής που σφρά­γι­σε ετού­τον τον ερη­μω­μέ­νο τό­πο από κα­τα­βο­λής Αδα­μα­ντί­ου Κο­ραή, του οποί­ου η απα­στρά­πτου­σα μο­νο­μέ­ρεια μό­νον αδα­μά­ντι­νη όρα­ση δεν προ­ε­ξο­φλού­σε. Αυ­τά δεν τα ήξε­ρε ασφα­λώς ο Όσκαρ. Δεν ήταν άλ­λω­στε υπο­χρε­ω­μέ­νος, αυ­τός, ένας Ιτα­λός, που δεν έζη­σε καν το έπος της Αλ­βα­νί­ας, και τη με­τέ­πει­τα λυ­ρι­κή συγ­χώ­ρε­ση του λα­ού μου προς ένα έθνος που τρα­γου­δού­σε με το ίδιο με εμάς πά­θος, με ένα μα­ντο­λί­νο αγκα­λιά, κα­ντά­δες κά­τω απ’ τα μπαλ­κό­νια των ωραί­ων κο­ρι­τσιών του. Δεν τα ήξε­ρε, όπως κι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από μας δεν ξέ­ρα­με, εξού κι η γάγ­γραι­να των πό­λε­ων κα­τα­σπα­τά­λη­σε την κα­λο­σύ­νη των χω­ριών που επι­μέ­να­νε, σ’ αυ­τόν τον άνι­σο, τον απ’ τα πριν ξε­που­λη­μέ­νο, αγώ­να επι­κρά­τη­σης τού, τά­χα, ισχυ­ρό­τε­ρου. Ο Όσκαρ τώ­ρα ας τρα­γου­δή­σει, με το μα­ντο­λί­νο ανά χεί­ρας, κά­τω απ’ το μπαλ­κό­νι της κα­λής του. Εμείς θα περ­πα­τή­σου­με για λί­γο στο πιο κει σο­κά­κι, εκεί που μας κα­λεί η ηχώ της κα­τα­γω­γής.]



Γ

Το θη­λα­στι­κό τρέ­χει αστα­μά­τη­τα πί­σω απ’ την ου­ρά του, λειαί­νο­ντας των ερω­τή­σε­ών μας τις αιχ­μές. Ορί­στε πώς θα υψω­θείς ψη­λά πά­νω απ’ τον τρό­μο του αγνώ­στου. Τώ­ρα, μέ­σα σ’ ετού­τον τον πα­λιο­μο­δί­τη Γύ­ρο του Θα­νά­του, εκεί­νον που, παι­διά σαν ήμα­σταν, ζέ­σται­νε την καρ­διά μας και γο­ή­τευε το βλέμ­μα μας, δεν επι­τρέ­πε­ται στιγ­μή να αφαι­ρε­θείς. Εάν φρε­νά­ρεις, η μο­το­συ­κλέ­τα σου θα εξα­φα­νι­στεί μέ­σα στο βά­ρα­θρο του βα­ρε­λιού που αγκα­λιά­ζει την πο­ρεία της. Τα ρού­χα του μο­το­σι­κλε­τι­στή ανα­τρι­χιά­ζουν στη σκιά του επερ­χό­με­νου, που επί­μο­να αλ­λά­ζει θέ­σεις μες στον χρό­νο. Αυ­τό το ανα­βαλ­λό­με­νο φρε­νά­ρι­σμα εί­ναι η ζωή.

[Για τον Όσκαρ, η πλη­θώ­ρα ετε­ρό­δο­ξων μα­θη­τών που τον πλαι­σί­ω­ναν ως δά­σκα­λο, τον απέ­τρε­πε απ’ το να εμ­βα­θύ­νει στον θη­σαυ­ρό της εκ­φο­ράς της μιας πα­ρά­δο­σης. Αυ­τό θα το ‘λε­γες κι εμπλου­τι­σμό. Όχι όμως σ’ αυ­τόν εδώ τον τό­πο, που λιά­ζει το ψι­λό­βρο­χο των πα­ρα­δό­σε­ών του σε έναν και μό­νο κυ­κλω­τι­κό χο­ρό, σε ένα γε­ω­με­τρι­κό πα­λίμ­ψη­στο πα­ρα­δό­σε­ων που έμα­θαν να συ­νο­μι­λούν με τα κοι­νά τους στοι­χεία, αυ­τά που θρέ­φει το εύ­κρα­το κλί­μα της γε­ω­γρα­φί­ας του τό­που: η συ­ντρο­φι­κό­τη­τα, το φι­λό­τι­μο, το δό­σι­μο του εγώ μες στο εμείς, ο έρω­τας, η υπερ­βο­λή, η μέ­θη, η γιορ­τή, το χτυ­πο­κάρ­δι του μι­σό­λο­γου, η αγά­πη στους νό­μους που τους ζε­σταί­νει η χει­ρα­ψία.
Το πρό­βλη­μα έδει­ξε τα δό­ντια του τό­τε που η διε­θνο­ποί­η­ση της μου­σι­κής εκ­φο­ράς έχρι­σε τον εαυ­τό της νό­μι­μο αυ­το­κρά­το­ρα, ένα αλά­θη­το του Πά­πα που κλη­θή­κα­με να προ­σκυ­νή­σου­με, εμείς οι μύ­στες μιας Ορ­θο­δο­ξί­ας έξω απ’ τις εκ­κλη­σί­ες, μια αστο­χία για τον Όσκαρ στην πε­ρί­πτω­σή μας, κα­θώς και για κά­θε μα­θη­τή του που δεν δια­νο­ή­θη­κε την υψί­στης σο­βα­ρό­τη­τος πρά­ξη της θα­νά­τω­σης του Δα­σκά­λου. Λες και το πλή­θος των ομό­δο­ξων εκτε­λέ­σε­ων τις προί­κι­ζε με τη χά­ρη της αυ­θε­ντι­κό­τη­τας ένα­ντι των υπο­λοί­πων· λά­θος μέ­γα και ολο­στρόγ­γυ­λο. Εδώ θα ανα­δυ­θεί μέ­σα από ύδα­τα διαυ­γή το σώ­μα μιας δια­φθο­ράς μου­τσου­νο­φο­ρε­μέ­νης, η φτώ­χεια τής μί­ας αγί­ας και μο­να­δι­κής ανά­γνω­σης των έρ­γων, φτώ­χεια που φού­λα­ρε επι­τυ­χώς τις δε­ξα­με­νές των αντα­γω­νι­σμών με την πρέ­που­σα κη­ρο­ζί­νη, και ανά­πο­δα: η ανά­γκη δια­κρι­τού τρό­που βαθ­μο­λό­γη­σης ομο­γε­νο­ποί­η­σε τα κρι­τή­ρια, άρα και τις εκτε­λέ­σεις, και ιδού η απο­αν­θρω­πο­ποιού­σα βία που υφέρ­πει στο εορ­τα­στι­κό έδα­φος των φε­στι­βα­λι­κών συ­νά­ξε­ων. Μέ­σα σ’ αυ­τή τη νό­στι­μη ανοη­σία, η ανα­παρ­θέ­νευ­ση του βια­σμέ­νου σώ­μα­τος της έκ­φρα­σής μας, μια εντο­πιό­τη­τα δί­χως τυ­μπα­νο­κρου­σί­ες, θα ήταν πρά­ξη επα­να­στα­τι­κή όσο και απα­ραί­τη­τη.
Οι προ­ο­πτι­κές κά­θε άλ­λο πα­ρά ευοί­ω­νες δια­φαί­νο­νται. Κοι­τά­ζο­ντας στο πε­ρι­θώ­ριο των πε­πραγ­μέ­νων, ίσως ανα­κα­λύ­ψου­με πως ο κα­θέ­νας μας υφάρ­πα­ξε το δι­κό του ψί­χου­λο εξου­σί­ας, μια ατο­μι­κή ντρο­πή, το­πο­θε­τώ­ντας με κα­τά­κλει­στα τα μά­τια τής συ­νεί­δη­σης το ατο­μι­κό του λι­θα­ρά­κι στην πυ­ρα­μί­δα ετού­της της πα­ρά­δο­ξης δια­πλο­κής, που πυ­ρο­βο­λεί τα ίδια της τα πό­δια δί­χως να το ξέ­ρει, πρά­ξη που στο εξής θα μας δε­σμεύ­ει με μια ιδιό­τυ­πη Ομερ­τά, θα υπο­χρε­ώ­νει τους ιθα­γε­νείς να ομι­λούν με βό­τσα­λα στο στό­μα, λέ­γο­ντας μι­σε­ρές αλή­θειες, μην και απω­λέ­σουν κά­τι από την εύ­νοια που τους χα­ρί­στη­κε ως κλη­ρο­δό­τη­μα και ως ζυ­γός, τρο­μά­ρα μας. Η μού­μια του τε­λευ­ταί­ου Φα­ραώ ανα­παύ­ε­ται εδώ και χι­λιε­τί­ες στα σπλά­χνα κά­ποιας πυ­ρα­μί­δας, την ώρα που εμείς καί­με λι­βά­νια και κα­τα­να­λώ­νου­με ευ­χές μα­κροη­μέ­ρευ­σης στο όνο­μά Του.
Έτσι, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, κι αφού μι­λή­σα­με για μού­μιες κι άλ­λες τέ­τοιες βα­σι­λεί­ες, βλέ­πει κα­νείς στον χώ­ρο μας να βα­σι­λεύ­ουν οί­κοι, κα­θώς ισχυ­ρί­ζο­νται, εκ­δο­τι­κοί, οί­κοι κά­θε λο­γής, οί­κοι που απο­σιώ­πη­σαν μεί­ζο­νες αμαρ­τί­ες πί­σω απ’ τους ανα­πα­λαιω­μέ­νους κή­πους τους, τις όντως χυ­δαιό­τη­τες που κά­πο­τε διέ­πρα­ξαν στο όνο­μα αν­θρώ­πων που, κα­τά τα λε­γό­με­νά τους θαύ­μα­ζαν και με τις πιο λα­μπρο­φο­ρού­σες ιε­ρο­τε­λε­στί­ες γιόρ­τα­ζαν, οί­κοι που επι­μέ­νουν να με­γα­λουρ­γούν με το μι­κρό τους μέ­γε­θος, ως τί­πο­τε πο­τέ κα­κό να μη συ­νέ­βη μες στα μα­τω­μέ­να τους σα­λό­νια, οί­κοι που ου­δέ­πο­τε δο­κί­μα­σαν στον απο­στε­ω­μέ­νο ου­ρα­νί­σκο τους τον ήχο μιας ΣΥΓ­ΓΝΩ­ΜΗΣ προς τους αν­θρώ­πους που συ­νει­δη­τά έβλα­ψαν, προ­κει­μέ­νου να γλι­τώ­σουν το ιε­ρό δέ­ρας της πα­ρου­σί­ας τους, ΣΥΓ­ΓΝΩ­ΜΗ που θα έκα­νε μο­νά­χα στη δι­κή τους την ψυ­χή κα­λό, κα­θώς και σε αυ­τό που λέ­με ύστε­ρη κα­λή μαρ­τυ­ρία, εάν υπάρ­χουν τέ­τοια πράγ­μα­τα μέ­σα στους οί­κους ευ­γη­ρί­ας. Και ονο­μά­ζω χυ­δαιό­τη­τα το να φω­να­σκείς ψευ­δό­με­νος, ομνύ­ο­ντας σε ημι­θέ­ους που μι­σθο­δο­τείς, να στή­νεις συμ­μα­χί­ες της ψευ­δο­μαρ­τύ­ρη­σης και ου­λα­μούς τυ­φλών και κω­φα­λά­λων, χω­ρίς να νοιά­ζε­σαι σε ποιον μι­λάς, χω­ρίς να νοιά­ζε­σαι για το κα­κό που κά­νεις, φτά­νει να έχεις με μια πι­ρου­έ­τα δια­σφα­λί­σει τα με­τό­πι­σθεν, τέ­τοιοι εί­ναι οι τρό­ποι που εν μια νυ­κτί κα­τε­δα­φί­ζουν τις αρα­χνο­ΰ­φα­ντες συγ­γέ­νειες, τρό­ποι που σε μα­θαί­νου­νε να περ­πα­τάς στην άλ­λη όχθη αυ­τού που η κά­θε τέ­χνη προ­σπα­θεί, αυ­τού που κά­πο­τε εν­νο­ού­σα­με σαν λέ­γα­με φι­λό­τι­μο και λό­γο τι­μής. Να απο­πα­τείς στην εκ­κλη­σία ήταν κά­πο­τε μια φω­να­σκού­σα ύβρις, ο ισχυ­ρι­σμός πως όλα επι­τρέ­πο­νται, αφού ο Άλ­λος ―αυ­τός που κά­πο­τε ήταν ο Άλ­λος― δεν θα κα­τα­δε­χτεί πο­τέ να μας τρο­μο­κρα­τή­σει, φαί­νε­ται άν­θρω­πος κα­λός, άν­θρω­πος που κα­τα­λα­βαί­νει και που συγ­χω­ρά­ει. Η απο­θέ­ω­ση της ψυ­χι­κής μας χω­ρια­τιάς, αυ­τής που επι­τρέ­πει στους λη­στές μέ­σα στη νύ­χτα να βιά­ζουν τη γυ­ναί­κα του άρ­χο­ντα που τους φι­λο­ξέ­νη­σε, μια ολο­στρόγ­γυ­λη ντρο­πή, για όποιον έχει ακό­μα χώ­ρο να ακού­σει τέ­τοια πράγ­μα­τα. Κι όποιος γνω­ρί­ζει κά­ποιες επι­πλέ­ον λε­πτο­μέ­ρειες ίσως υπο­πτευ­θεί σε τι οί­κους ανα­φέ­ρο­μαι. Εί­ναι αυ­τοί που πρώ­τοι σέρ­νουν τον χο­ρό στις συ­ντε­χνί­ες των κι­θα­ρω­δών (πού εί­σαι Κούν­δου­ρε, με τη χε­ρού­κλα σου, να χα­στου­κί­σεις κά­θε γε­λοίο υπο­κεί­με­νο!), σε έναν χώ­ρο που που­λιέ­ται κι αγο­ρά­ζε­ται σαν την πα­λιά που­τά­να που ου­δέ­πο­τε απε­μπο­λεί τα δι­καιώ­μα­τά της. Ο κα­θείς θα λά­βει ασφα­λώς εκεί­νο που του αξί­ζει, σ’ εκεί­νο το ση­μείο του μέλ­λο­ντος που το απο­σα­θρω­μέ­νο σώ­μα της ψευ­τιάς θα εί­ναι τό­σο ανα­πό­τρε­πτα φυ­λα­κι­σμέ­νο μες στην πα­νο­πλία που το προ­φυ­λάσ­σει απ’ τον κοι­νό νου, που θα βρε­θεί στον πά­το των ίδιων του των πε­ριτ­τω­μά­των, αφού θα εί­ναι πια αδύ­να­τον να κο­λυ­μπή­σει για να σω­θεί. Στα θε­μέ­λια των πα­ρα­πά­νω αγα­θών προ­θέ­σε­ων σα­πί­ζουν ατυ­χώς και σώ­μα­τα αγα­πη­μέ­νων μας, εκεί­νων που πι­σώ­πλα­τα, και πί­σω από βα­ριές κουρ­τί­νες, το χέ­ρι των λη­στών μα­χαί­ρω­σε. Ο Χα­τζι­δά­κις εί­ναι ένας απ’ αυ­τούς, όπως και από πά­ντα ήταν άλ­λω­στε. Κι ο χώ­ρος βρί­θει ομοί­ων πε­ρι­πτώ­σε­ων, άξιων επι­γό­νων με φα­ντα­χτε­ρά φτε­ρά, νά­νων του δο­κι­μα­στι­κού σω­λή­να, αν­θρω­πα­ρί­ων που κοι­τά­νε τη δου­λί­τσα τους, λες και η δου­λειά του μου­σι­κού υπήρ­ξε πο­τέ άλ­λη απ’ το να γνέ­θει το πιο τρυ­φε­ρό σθέ­νος του χρό­νου και να κα­λο­χε­ρί­ζει τους πι­στούς με ωραία Πα­ρα­δεί­σια Χάι Κου. Έπεα πτε­ρό­ε­ντα, θα πεί­τε. Αντί αυ­τών, των γρα­φι­κών, θα εξα­κο­λου­θή­σου­με να στή­νου­με δια­γω­νι­σμούς και φε­στι­βάλ, να αυ­ξά­νε­ται και να πλη­θύ­νε­ται η ανοη­σία, να διαιω­νί­ζε­ται το εί­δος, μην και χα­θεί. Έκα­στος το λοι­πόν εφ ώ ετά­χθη. Κι ας μου συγ­χω­ρε­θεί το ύφος ετού­της της πα­ρέν­θε­σης, κα­λύ­τε­ρα θα ήταν να γε­λού­σα­με μ’ αυ­τά· όμως, με κά­ποιον επι­τέ­λους τρό­πο, πρέ­πει να εορ­τα­σθούν τα ιε­ρά αυ­τού του τό­που. Και μη σκε­φτεί κα­νείς ότι ξο­δεύω τον και­ρό μου πυ­ρο­βο­λώ­ντας άσφαι­ρα στη λί­μνη με τα ολο­γράμ­μα­τα. Τα τέ­ρα­τα, απο­δε­δειγ­μέ­να, ζουν και βα­σι­λεύ­ουν. Κοι­τά­ξε­τε γύ­ρω σας.]



Δ

Δίχως την κί­νη­ση που τρί­βει το σι­τά­ρι της ζω­ής τί­πο­τα δεν απο­κα­λύ­πτε­ται. Εί­ναι ο τρό­μος του αγνώ­στου, εί­ναι ο λί­γος χρό­νος μας, εί­ναι η βια­σύ­νη του νο­ή­μα­τος… Γι’ αυ­τό και όσοι θυ­σιά­στη­καν το κά­ναν νέ­οι, πριν τους σκα­λί­σει υπερ­βο­λι­κά το σκαρ­πε­λά­κι του με­γά­λου γλύ­πτη, τό­τε που ακό­μα εί­χαν χώ­ρο στην καρ­διά για ένα σπο­ρά­κι επα­νά­στα­σης, κι εί­ναι, να πεις, αυ­τό μια δι­καιο­σύ­νη, πρέ­πει να ‘χεις πολ­λά να δώ­σεις για να πά­ρεις άλ­λα τό­σα, μια ολό­κλη­ρη ζωή για ένα σύ­μπαν κα­τα­νό­η­σης, τη χά­ρη να κοι­τάς εκ­στα­τι­κά, κα­τα­να­λώ­νο­ντας τον κό­σμο εδώ και τώ­ρα, και όχι απο­θη­σαυ­ρί­ζο­ντάς τον. Το ξέ­ρα­με κι εμείς, που δεν θυ­σια­στή­κα­με, πως η ζωή δεν αγα­πά­ει τις φω­το­γρα­φί­ες.

[Ο Όσκαρ κα­τοί­κη­σε την πλευ­ρά του κό­σμου που μι­λά την εσπε­ρά­ντο των μου­σι­κών ήχων, μια χώ­ρα εγκα­τε­στη­μέ­νη σ’ έναν χρό­νο πριν απ‘ τη Βα­βέλ, τό­τε που όλοι με τα λί­γα κα­τα­λα­βαι­νό­ντου­σαν. Πα­ρά­ξε­νο που αντι­λαμ­βα­νό­ταν τη ση­μα­σία του Χα­τζι­δά­κι, που, όπως έλε­γα αλ­λού, σκά­λι­ζε μες στα κα­φε­νεία την προ­σω­πι­κή του εκ­φο­ρά, παίρ­νο­ντας δά­νεια απ’ τις δο­σμέ­νες πα­ρα­δό­σεις του λα­ού του, μα­στο­ρεύ­ο­ντας έτσι τα γρα­νά­ζια τους ώστε να λει­τουρ­γούν μες στο ρο­λόι του προ­σω­πι­κού του μύ­θου, δί­χως ού­τε ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο να μην ξο­δεύ­ε­ται. Κι αυ­τές οι πα­ρα­δό­σεις ύστε­ρα απ’ τη χρή­ση εξα­κο­λου­θού­σαν να ‘ναι εύ­πλα­στες, φτιαγ­μέ­νες για τα αν­θρώ­πι­να, όμορ­φα φυ­τε­μέ­νες από άξιο χέ­ρι, λου­σμέ­νες μες σε ήλιο Αι­γαιο­πε­λα­γί­τη, και γα­λα­νό­λευ­κα νε­ρά μιας εορ­τά­ζου­σας αμ­φι­θυ­μί­ας, που εί­ναι ο τρό­πος για να συλ­λα­βί­σεις ετού­τη την πα­τρί­δα. Φέρ­νω στο νου μου με συ­γκί­νη­ση την τε­λευ­ταία ώρα που συ­νά­ντη­σα τον Όσκαρ, στο σπί­τι που έμε­νε με την Έλε­να, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, τό­τε που με πολ­λή ευ­γέ­νεια και ένα πά­θος παι­δι­κό, που ανέ­τελ­λε πί­σω από ει­λι­κρι­νές εν­δια­φέ­ρον για τον Χα­τζι­δά­κι, ακού­σα­με το «Βό­δι στα Κε­ρα­μί­δια» του Darius Milhaud, που ήταν απ’ τα αγα­πη­μέ­να του Μά­νου, και μά­λι­στα στην εκτέ­λε­ση που προ­τι­μού­σε, με τον Μη­τρό­που­λο και τη Συμ­φω­νι­κή της Μι­νε­ά­πο­λης, εάν κα­λά θυ­μά­μαι. Λέω ότι ο Όσκαρ, δί­χως τον δι­κό μας ψυ­χι­κό οπλι­σμό, δύ­σκο­λα θα μπο­ρού­σε να αντι­λη­φθεί την πλή­ρη ση­μα­σία ενός Χα­τζι­δά­κι, τη ση­μα­σία για την πα­τρί­δα μας εν­νοώ. Και όμως έσκυ­βε με σε­βα­σμό κι όλος ερω­τη­μα­τι­κά, αν μπο­ρού­σα σω­στά να κα­τα­λά­βω.
Στο φως των πα­ρα­πά­νω σκέ­ψε­ων, κα­τα­νοώ για­τί τα τρα­γού­δια του Μά­νου, όπως τα έπαι­ξε η Έλε­να στο Μέ­γα­ρο Μου­σι­κής πριν από έναν πε­ρί­που χρό­νο, ήταν μια λα­μπρή στιγ­μή της γιορ­τής της κι­θά­ρας, μια κο­ρυ­φαία στιγ­μή για τον λυ­ρι­σμό του ορ­γά­νου, μια δε­ξιο­τε­χνι­κό­τα­τη πα­ρου­σία ενός προ­σώ­που που ελέγ­χει από­λυ­τα τις ψυ­χι­κές του κι­νή­σεις κα­θώς και τους κα­νό­νες του κοι­νού, μια θρυ­λι­κή για τους κι­θα­ρι­στές στιγ­μή, δεν θα μπο­ρού­σε όμως να πε­ριέ­χει τον ίδιον τον Χα­τζι­δά­κι. Ο λό­γος εί­ναι απλός, και εί­ναι όμοιος μ’ αυ­τόν που πε­ριέ­γρα­φα σε προη­γού­με­νο κεί­με­νο για την πε­ρί­πτω­ση της Με­λισ­σάν­θης του (https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​67/​moysikh/​dio-​ellades-​i-​o-​tha​nato​s-​tis-​mel​issa​nthi​s και https://​www.​har​tism​ag.​gr/​hartis-​68/​moysikh/​dio-​ellades-​i-​o-​tha​nato​s-​tis-​mel​issa​nthi​s). Δεν θα μπο­ρού­σε να χω­ρέ­σει στο ίδιο κα­θι­στι­κό ταυ­τό­χρο­να η γιορ­τή της κι­θά­ρας και η γιορ­τή του πέν­θους μας, θέ­λω να πω ο χώ­ρος βρέ­θη­κε ήδη κα­τει­λημ­μέ­νος. Κι η Έλε­να δεν θα μπο­ρού­σε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από εκεί­νο το μο­να­δι­κό που κα­τά­φε­ρε, για­τί εδώ οι αφε­ντά­δες που θα έπρε­πε να υπη­ρε­τη­θούν ήτα­νε δύο. Ο ένας αφέ­ντης: η κι­θά­ρα, με τις ιδιο­τρο­πί­ες της, που σου ζη­τά να κα­μπυ­λώ­νεις τον χρό­νο στη μια με­ριά της αρ­μο­νι­κής, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, αντί­λη­ψης, ώστε να τον ξα­να­βρί­σκεις στη με­λω­δι­κή γραμ­μή αδια­τά­ρα­κτο, κά­τι που ού­τε το πιά­νο ού­τε ο Χα­τζι­δά­κις ―και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στα τρα­γού­δια του― πε­ριεί­χε στον δι­κό του λυ­ρι­σμό. Κι ο άλ­λος αφέ­ντης: η ψυ­χο­τρό­πος επε­νέρ­γεια των μύ­θων του Χα­τζι­δά­κι στον διαρ­κή μας χρό­νο, σε ένα σή­με­ρα που πε­ριέ­χει το πα­ρελ­θόν και το μέλ­λον εν­σω­μα­τω­μέ­νο. Πώς να ισορ­ρο­πή­σουν όλα αυ­τά; Και η γρα­φή των έρ­γων ήταν τέ­τοια, ώστε σε υπο­χρέ­ω­νε να τρέ­ξεις πά­νω στις δε­δο­μέ­νες ρά­γες της κι­θα­ρι­στι­κής εκ­φο­ράς, ώστε να ανα­δει­χθεί ο πλού­τος της γρα­φής του Roland Dyens και του Ορέ­στη Κα­λα­μπα­λί­κη. Αν η Έλε­να δο­κί­μα­ζε να τρα­γου­δή­σει το τρα­γού­δι της απ’ την πλευ­ρά που θέ­λει την κι­θά­ρα όχι όρ­γα­νο σο­λι­στι­κό μα όρ­γα­νο εκ­φο­ράς των μύ­θων, όχη­μα μιας κα­τα­γω­γι­κής αντί­λη­ψης του χρό­νου κι όχι Βα­σί­λισ­σα που χαί­ρε­ται τα απα­στρά­πτο­ντα εν­δύ­μα­τά της και το στέμ­μα, αυ­τά τα εξαί­σια αρα­βουρ­γή­μα­τα του Roland και του Ορέ­στη δεν θα μπο­ρού­σα­νε πο­τέ να ανα­πνεύ­σουν. Εδώ η πο­ρεία απο­δεί­χτη­κε μο­νό­δρο­μος. Σε τέ­τοιους χώ­ρους δεν θυ­σιά­ζεις τη Βα­σί­λισ­σα. Κί­νη­ση ματ, που λί­γοι αντι­λή­φθη­καν. Κι αυ­τό για­τί συ­γκι­νη­θή­κα­με. Μα από τι; Απ’ τον τρό­πο που η Έλε­να περ­πά­τη­σε στο τε­ντω­μέ­νο σχοι­νί της προ­σω­πι­κής της ονει­ρο­πό­λη­σης. Κι ίσως μα­ζί, απ’ την ανά­κλα­ση της ση­μα­σί­ας εκεί­νων των με­λω­διών στον βυ­θό ενός αλ­λό­κο­του κι­θα­ρι­στι­κού κα­θρέ­φτη. Εδώ, ο τρό­πος της Έλε­νας υπήρ­ξε ο τρό­πος του Όσκαρ, πράγ­μα φυ­σι­κό, ή, ο τρό­πος του Όσκαρ εί­ναι ήδη ο τρό­πος της Έλε­νας.
Στους αντί­πο­δες της λα­μπε­ρής αυ­τής στιγ­μής, φέρ­νω στο νου μου την απο­λύ­τως τα­πει­νή στιγ­μή του Ορέ­στη Κα­λα­μπα­λί­κη, του αν­θρώ­που που κα­τά κύ­ριο λό­γο έχτι­σε αυ­τές τις με­τα­γρα­φές -που μπο­ρείς να τις πεις και σπου­δές πά­νω σε με­λω­δί­ες του Μά­νου, σπου­δές που με όχη­μα τον Χα­τζι­δά­κι φω­τί­ζουν τη λυ­ρι­κή φύ­ση της κι­θά­ρας -έτσι λέω, κι όχι ανά­πο­δα. Κι αυ­τό πά­ντως δεν εί­ναι λί­γο, και μά­λι­στα για το αλ­λό­γλωσ­σο ακρο­α­τή­ριο στο οποίο κυ­ρί­ως μοιά­ζει να απευ­θύ­νο­νται αυ­τά τα έρ­γα, ακρο­α­τή­ριο που δεν διεκ­δι­κεί κα­μιά επι­πλέ­ον πρό­σβα­ση στους μύ­θους μας. Μ’ αυ­τόν τον τρό­πο, ναι, το εγ­χεί­ρη­μα ήτα­νε μια επι­τυ­χία. Όπως όμως και αλ­λού εί­πα -κι εγώ και άλ­λοι φί­λοι πριν από μέ­να- ετού­το ήταν το απα­στρά­πτον κα­τόρ­θω­μα ενός Φι­λέλ­λη­να.
Ο Ορέ­στης πα­ρου­σί­α­σε αυ­τά τα ίδια έρ­γα του στο Κέ­ντρο Ελέγ­χου Τη­λε­ο­ρά­σε­ων, έναν ελά­χι­στο τό­πο στην άκρη της Αθή­νας. Και μί­λη­σε εν­διά­με­σα με έναν τέ­τοιον τρό­πο, ώστε ―κα­θώς και το εί­χε προ­γραμ­μα­τί­σει― έστη­σε γέ­φυ­ρα ασφα­λή ανά­με­σα στους στί­χους που έλει­παν και στη στιγ­μή. Ταυ­τό­χρο­να κα­τόρ­θω­σε, το­πο­θε­τώ­ντας την πα­ρου­σία του στην από­λυ­τη σκιά του γε­γο­νό­τος, να στή­σει γέ­φυ­ρες ανά­με­σα στους μύ­θους του Χα­τζι­δά­κι και στην επί­μο­νη ηχώ των γαλ­λι­κών τρα­γου­διών, που ο δά­σκα­λός του ο Dyens, πά­ντο­τε ―και με την αγά­πη του πα­λιού μά­στο­ρα― κε­ντού­σε στην κι­θά­ρα του. Η δια­φο­ρά ήταν πως ο Ορέ­στης, μέ­σα στο υπο­φω­τι­σμέ­νο σκη­νι­κό εκεί­νου του ελά­χι­στου χώ­ρου εί­χε την πο­λυ­τέ­λεια να μοι­ρα­στεί ένα σκί­τσο της κα­τα­γω­γής μας, τη σκιά των τρα­γου­διών πά­νω στον φτω­χό μπερ­ντέ της κι­θα­ρι­στι­κής τους εκ­φο­ράς, μέ­σα σ’ ένα σα­λό­νι θα ‘λε­γες, με πο­τά και με τσι­γά­ρα, ένα με­λαγ­χο­λι­κό περ­πά­τη­μα μες στην ηχώ του μύ­θου, κι όχι ένα ρε­σι­τάλ κι­θά­ρας. Κι όμως τα ίδια έρ­γα έπαι­ζε, τα δι­κά του, και μά­λι­στα μ’ έναν εξί­σου θαυ­μα­στό τρό­πο. Κι ό,τι περ­πά­τη­σε πε­ρι­στα­σια­κά κου­τσό μέ­σα σ’ αυ­τό το σκη­νι­κό, αμέ­σως συ­μπλη­ρώ­θη­κε απ’ την ακρι­βή φτώ­χεια των μέ­σων, έτσι που έπρε­πε, αν με κα­τα­λα­βαί­νε­τε. Ετού­τα τα απρό­σμε­να θαύ­μα­τα δεν θα μπο­ρού­σαν να συμ­βούν στο Μέ­γα­ρο. Υπήρ­ξαν όμως άλ­λα θαύ­μα­τα και μπρά­βο στην Έλε­να που τα επι­χεί­ρη­σε και τα κα­τόρ­θω­σε.]


Ε


Τώρα ας απο­σύ­ρου­με τις λε­πτο­μέ­ρειες κά­θε ζω­ής από το κέ­ντρο της σκη­νής, απ’ το πα­τά­ρι που φι­λο­ξε­νεί το θε­α­τρι­κό του κα­θε­νός μας έρ­γο. Εν­δέ­χε­ται έτσι να βρε­θού­με μπρο­στά στο πα­ρά­δο­ξο μιας αν­θρω­πό­τη­τας που σύσ­σω­μη τρέ­χει πί­σω απ’ την ιε­ρή ου­ρά της. Όλα τώ­ρα συ­γκλί­νου­νε στη βε­βαιό­τη­τα ότι ο επι­τυ­χη­μέ­νος, ο με δο­σμέ­νη μοί­ρα, ο διά­ση­μος μέ­σα σ’ αυ­τό το σκη­νι­κό, εί­ναι ένας πλή­ρης μέ­σα στον προ­σω­πι­κό του χρό­νο γα­λα­ξί­ας, ένας κλει­στός λα­βύ­ριν­θος, του οποί­ου το κλει­δί, η θύ­ρα, η έξο­δος, του έχει με κά­ποιον τρό­πο ήδη, ταυ­τό­χρο­να με την κα­τα­σκευή, πα­ρα­δο­θεί· κι ας πού­με πως του πα­ρα­δό­θη­κε άνω­θεν, ό,τι και να ση­μαί­νει αυ­τό. Οι ήρω­ές μας έτσι παύ­ουν να ση­κώ­νου­νε του ήρωα το βά­ρος, στη θέ­ση τους μπο­ρεί ο κα­θέ­νας μας να βρε­θεί, φταί­ει μια σύμ­πτω­ση που δεν υπήρ­ξα­με ό,τι ένας Μπο­λι­βάρ για την Αμε­ρι­κή, ένας Κα­ραϊ­σκά­κης για το ‘21, ένας Αχιλ­λέ­ας για την Τροία, ένας Λιό­μπετ ίσως ή ένας Σε­γκό­βια και ένας Γκί­λια, εν προ­κει­μέ­νω, για την κι­θά­ρα. Και στη δι­κή μας την πε­ρί­πτω­ση, ο γρί­φος πα­ρα­δό­θη­κε ταυ­τό­χρο­να με τη λύ­ση του, τη στιγ­μή που ο και­ρός ήταν, κα­θώς λέ­νε, ώρι­μος, τό­τε που το όχη­μα μιας γό­νι­μης συλ­λο­γι­κό­τη­τας κύ­λη­σε στον κα­τή­φο­ρο του πε­πρω­μέ­νου του Όσκαρ. Ήταν εκεί­νη τη στιγ­μή που βρέ­θη­κε πλάι στο όχη­μα, πα­νέ­τοι­μος και ικα­νός να ανα­λο­γι­στεί το εκτό­πι­σμα της ώρας, πή­δη­σε δί­χως σκέ­ψη δεύ­τε­ρη στη θέ­ση του οδη­γού, έπια­σε το τι­μό­νι με τα χέ­ρια του, που ήταν για λί­γο τα ίδια τα χέ­ρια της κοι­νό­τη­τας, κι οδή­γη­σε το όχη­μα στην πε­διά­δα, στον προ­ο­ρι­σμό, στον έναν και ορι­στι­κό του τό­πο, κι ας του εί­μα­στε γι’ αυ­τό ευ­γνώ­μο­νες. Το έφε­ρε σαν Πα­να­γιά βρε­φο­κρα­τού­σα και σαν λεί­ψα­νο και το ενα­πό­θε­σε πί­σω απ’ τον μπερ­ντέ, μό­νο να υπο­πτευό­μα­στε τη σκιά του, έτσι που πρέ­πει να το ξα­να­ζω­γρα­φί­σεις απ’ την αρ­χή για να το έχεις, αφού κα­λά πλέ­ον το ξέ­ρα­με ότι η μό­νη δω­ρεά εί­ναι η από­στα­ση από το τρό­παιο, ο δρό­μος που θα κά­νεις για να πας εκεί, ο ίδιος ο δο­σμέ­νος κό­πος μας, που εξαρ­γυ­ρώ­νε­ται σε σχή­μα μιας με­ρί­δας πα­ρα­δεί­σου, κι εδώ δεν εί­ναι οι ιχθύ­ες που πολ­λα­πλα­σια­στή­κα­νε αλ­λά το απο­τέ­λε­σμα του κό­που, έτσι ακρι­βώς που κι ένας σο­φά το­πο­θε­τη­μέ­νος μο­χλός θα με­τα­κι­νού­σε την υδρό­γειο μες στο ευ­γε­νι­κό όνει­ρο του Αρ­χι­μή­δη, φτά­νει να στη­ρι­ζό­τα­νε σ’ εκεί­νο το ιδα­νι­κό ση­μείο που σε κά­θε θε­ο­λο­γι­κή σκέ­ψη ανα­φέ­ρε­ται ως «ο Ου­ρα­νός».

[Στα της πα­ρα­πά­νω πα­ρέν­θε­σης -κι αφού έτσι επι­μέ­νει ο δαί­μων του πλη­κτρο­λο­γί­ου, που μπαί­νει μό­νος του όπου νο­μί­ζει ― θα πρέ­πει να προ­σθέ­σω ότι το μο­να­δι­κό έρ­γο που ο Χα­τζι­δά­κις έγρα­ψε με το ίδιο του το χέ­ρι για την κι­θά­ρα, μ’ αγά­πη και μ’ αυ­τήν την όμορ­φη καλ­λι­γρα­φία που δώ­ρι­ζε τη στιγ­μή στο μέλ­λον της, ονο­μα­τί­στη­κε από τους μύ­στες της κι­θα­ρι­στι­κής μας με­τριό­τη­τας με­τα­γρα­φή, και μά­λι­στα από εκεί­νους ακρι­βώς που ήταν επι­φορ­τι­σμέ­νοι με το ιε­ρό κα­θή­κον να το εκ­δώ­σουν, κα­θώς κι απ’ τους πε­ρί αυ­τών κα­λο­θε­λη­τές. Αντί να σκύ­ψουν με ευ­λά­βεια, κι ένα σταυ­ρό στο χέ­ρι πά­νω από εκεί­νο το μο­να­δι­κό δώ­ρο που εξαι­τί­ας μου τους προ­σφέρ­θη­κε, έδει­ξαν το πραγ­μα­τι­κό τους πρό­σω­πο, κά­νο­ντας τις προ­σθα­φαι­ρέ­σεις στο πί­σω μα­γα­ζά­κι των μι­κρο­συμ­φε­ρό­ντων, να δού­νε τι εξυ­πη­ρε­τού­σε το ιε­ρό τους δέ­ρας ―το το­μά­ρι τους, και το αρ­θρώ­νω με επί­γνω­ση του βά­ρους της κου­βέ­ντας―, ξέ­ρο­ντας και οι ίδιοι ότι τε­χνηέ­ντως ωφε­λή­θη­καν τα μέ­γι­στα απ’ τη δου­λειά εκεί­νου που επι­χει­ρού­σαν να απα­ξιώ­σουν με τις δο­λο­πλο­κί­ες τους, και να ο τρό­πος που μες σε μια στιγ­μή ρυ­τι­διά­ζει το πρό­σω­πο του ήθους μέ­σα σε τέ­τοιους βρώ­μι­κους και­ρούς. Τα λέω αυ­τά, γνω­ρί­ζο­ντας εκ των προ­τέ­ρων πως κα­νείς σ’ αυ­τόν τον χώ­ρο δεν θα τολ­μή­σει να συμ­φω­νή­σει μα­ζί μου, αφού όλοι έχουν κά­τι λαμ­βά­νειν απ’ τον συ­γκε­κρι­μέ­νο οί­κο. Κά­πο­τε μι­λού­σα­με γε­λώ­ντας κα­λό­καρ­δα για μα­φία. Με­τά ανα­κα­λύ­ψα­με ότι το τέ­ρας -όπως πρώ­τος το ονό­μα­σε ο Χα­τζι­δά­κις- εί­χε ήδη μέ­σα στον κα­θρέ­φτη μας εγκα­τα­στα­θεί, κι από κει δι­ηύ­θυ­νε τις ζω­ές μας, καγ­χά­ζο­ντας σαρ­δό­νια. Με τις υγεί­ες μας λοι­πόν σο­φοί εν κι­θά­ρα αδερ­φοί, και άλ­λοι λοι­ποί σύ­ντρο­φοι! Κι όμως αυ­τή η επο­χή στην κό­λα­ση μια μέ­ρα θα τε­λειώ­σει. Ως τό­τε να δια­λέ­γε­τε τα στρα­τό­πε­δά σας, ανά­λο­γα.]


ΣΤ



Κλεί­νω, περ­πα­τώ­ντας ήρε­μος πά­νω στη σκέ­ψη ότι η ίδια η μνή­μη των αν­θρώ­πων μας που φύ­γα­νε πα­ρα­μέ­νει ένα σύ­μπαν συμ­βό­λων, ένας γα­λα­ξί­ας προ­σευ­χών, ένα σμή­νος εκρη­γνυό­με­νων αστέ­ρων, ου­ρά­νια οχή­μα­τα να μας με­τα­φέ­ρουν απ’ τον επί­πο­νο ίλιγ­γο του κε­νού στον πα­ρη­γο­ρη­τι­κό πυ­ρή­να μιας νε­ο­γέν­νη­της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Αν αυ­τό το κεί­με­νο ενο­χλή­σει κά­ποιους προς την κα­τεύ­θυν­ση αυ­τή, τό­σο το κα­λύ­τε­ρο. Κι εδώ ο δάσκα­λος απο­σύ­ρε­ται για να υπο­γραμ­μι­στεί το μέ­γε­θος του σκο­πού, η ση­μα­σία της με­τα­λα­μπά­δευ­σης, η σύμ­πτυ­ξη όλων των Εμείς σε μια και μό­νη προ­σευ­χή, που θα χω­ρά­ει στο μι­κρό της σώ­μα κά­θε θαύ­μα που στη θη­τεία μας κα­τορ­θώ­σα­με. Εκεί­νη η στιγ­μή εί­ναι που ξάφ­νου θα ση­μά­νει σε όλα τα κα­μπα­να­ριά η κω­δω­νο­κρου­σία του ΤΕ­ΛΟΥΣ ΕΠΟ­ΧΗΣ, για την αδια­νό­η­τη πε­ρί­ο­δο που δια­νύ­ου­με.

[Αυ­τά ας συ­ντε­λε­στούν πά­ραυ­τα, πριν να φα­νεί στον ορί­ζο­ντα το ερ­πυ­στριο­φό­ρο της απο­μά­γευ­σης.]

21 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: