Το ζεϊμπέκικο του πατέρα του

Το ζεϊμπέκικο του πατέρα του


Ήταν ο καιρός κατάλληλος για ρεμβασμούς, ήταν ο καιρός ιδανικός για τα ουράνια εφαλτήρια. Πρωινό Αυγούστου, Κυριακή, κι ο ήλιος ήδη πύρωνε στην παραλία της Αμμουδάρας, στα βόρεια του νησιού, στα περίχωρα του Μεγάλου Κάστρου, εκεί όπου, απ’ τον καιρό της ενηλικίωσης, θεωρούσε υποχρέωσή του να περνά τις λίγες καλοκαιρινές ημέρες που του αναλογούσαν.
Το αγαπημένο του ήτανε να παρακολουθεί τις μικρές ζωές των άλλων γύρω, κάτω απ’ το μεγάλο βλέμμα του Γιούχτα, του βουνού σαν ξαπλωμένος Θεός στα νότια τη πόλης. Ήταν μικρές οι ζωές που έβλεπε, μικρές σαν τη δική του, μα ήταν και άναρχες, και ατελεύτητες, διανοίγουσες ένα πλάτος στο πέρασμά τους που διαπερνούσε τους αιώνες που πέρασαν, τους αιώνες που δεν είχαν ακόμα έρθει.
Μπροστά του, δυο μικρά παιδιά κάτω απ’ το βλέμμα του πατέρα τους, σκυμμένα πάνω σε πολύχρωμα κουβαδάκια, ήτανε τόσο απ’ το έργο τους απορροφημένα, που ο ήλιος έβρισκε τρόπο, λαθραία, να χαϊδεύει τις πλάτες τους και να τις χρίζει με εκείνη τη χρυσόσκονη που σε πιο τίμιες εποχές φώτιζε στις τοιχογραφίες τις εικόνες των αγγέλων. Ήταν αυτή η χρυσόσκονη που φούσκωνε τα φτερά τους και τους φανέρωνε έτοιμους να αναληφθούν, με βλέμμα ήμερο, προς το ακατάληπτο. Και όταν ο μικρότερος γιος σηκώθηκε να τρέξει προς το κύμα, έβλεπες από κάθε κύτταρο του κορμιού του να στάζει η ευλογία της πρώτης στιγμής, να αστράφτει και να πλημμυρίζει το πρωϊνό η χαρά της αποκάλυψης, που σαν μπόλι και σαν προίκα πολύτιμη κεντούσε την ψυχή του νεογνά μυστηρίων. Κράταγε ανάμεσα στα δάχτυλα με τον πιο απλό τρόπο τη χάρη του ποτέ και του πάντοτε, όλη την ευλογία του μικρού και του μεγάλου κόσμου, που, κατά πώς λεν, ζει ο ένας μες στον άλλον. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε: -Ετούτη η χάρη είναι προορισμένη να σπαταληθεί μέσα στο στερεμένο πηγάδι της ματαιοδοξίας των ενηλίκων, να συνθλιβεί σαν καρυδότσουφλο μες στον καρυοθραύστη του «-καλό θα ήταν να… », που θα άνοιγε τις δαγκάνες του, κι απ’ του οποίου τον εναγκαλισμό καμιά πρόνοια δεν θα μπορούσε να προφυλάξει ετούτους τους αγγέλους των σπουδαίων και των αφανών.

Μπήκε στη θάλασσα και κολύμπησε μερικά μέτρα προς τα ανατολικά, προς την πλευρά που τώρα από μακριά θα ξεπρόβαινε το αλμυρό κορμί του Κούλε, του καλόκαρδου κάστρου των Ενετών που στεκόταν στην είσοδο του λιμανιού, με μοναδικό πλέον σκοπό το να υπενθυμίζει την ύπαρξη της άλλης πόλης μες στην πόλη, της άλλης ζωής μες στη ζωή, που αναδύονταν στα όνειρα όσων επέμεναν να συλλαβίζουν τα ιερογλυφικά της καθημερινότητας. Οι υπόλοιποι θα έκαναν κρατήσεις σε μουσεία και σε sold out συναυλίες, έχοντας απωλέσει δια παντός την ευλογία να μαγεύονται.
Και τότε, εκεί, μπροστά στα μάτια του κολυμβητή και λίγο πριν να σωθεί ο αέρας στα πνευμόνια του, λίγο πριν να ζητήσει τα δικαιώματά του ο άλλος κόσμος, καθώς εσήκωνε απ’ τα νερά το σώμα του για να αναπνεύσει, είδε Εκείνον, τον κάτι σαν τρυφερό πιγκουίνο, να ανεμίζει το βήμα του με γόνατα τεντωμένα, επαναλαμβανόμενα, επίμονο εκκρεμές, να πετά το βάρος του από πόδι σε πόδι και να χειροκροτά με τα κοντά χεράκια του το κύμα που έσκαγε σε θεϊκές εκρήξεις, πανευτυχής, πανάγαθος, παντοδύναμος, με γέλιο που γαργάλαγε τις πατούσες του, με χέρια ολόχαρα, μικρά χαριτωμένα χέρια δελφινιού, που χειροκρόταγαν και χειροκρόταγαν της θάλασσας τη γενναιόδωρη παράσταση, της θάλασσας της φιλενάδας του, εκεί, με τεντωμένα βλέφαρα, βλέφαρα λάμποντα, βλέφαρα ανατέλλοντα, μπροστά στα μάτια των παιδιών που είχαν μάτια για να δουν, κάτω απ’ το πύρινο τσίρκο του ήλιου.
Αυτός όμως δεν ήταν ένας πιγκουίνος. Ήταν ένας σαρανταετής με σύνδρομο Down, βραχύσωμος, καλοδεμένος, με ένα μουσάκι ζωγραφισμένο γύρω απ’ τα χείλη, σαν εκείνα που θεωρούσαν υποχρέωσή τους οι συνοικιακοί φωτογράφοι, και με το φως μιας κίνησης σαν κραυγή γλάρου σε κάθε χιλιοστό της εικόνας του, το ίδιο φως που λίγο πριν χαρίτωνε τα παιδιά με τα κουβαδάκια. Γύρναγε κάθε τόσο το βλέμμα του προς τα πίσω, να δει αν τον κοιτούσαν δυο αόρατοι άντρες, και τιτίβιζε ακατανόητες συλλαβές σαν κύμα σε παράκρουση. Και δεν μπορούσε ο κολυμβητής, μέσα απ’ το παρατηρητήριό του το ανίερο, να πει τι ήταν εκείνο που έψαχνε ο τρυφερός ετούτος πιγκουίνος του Δεκαπενταύγουστου. Μόνο μετά από ώρα θα διέκρινε κάποιον που είπε πατέρα του, αυτόν που τώρα στο φόντο της σκηνής μίλαγε με έναν συγγενή. Ο πατέρας έδειχνε αδιάφορος. Μα όχι. Ήταν που περίμενε τη σωστή ώρα.
Ξερακιανός, μυώδης και σκληρός σαν βράχος δαρμένος απ’ τους αέρηδες, λαξεμένος απ’ του μεροκάματου το κοπίδι, με μαλλιά υπόλευκα και ηλιοκαμένες λωρίδες δέρματος που ζωγράφιζαν τον αόρατο κασκορσέ, σαν οικοδόμος από κείνους τους φιλότιμους που συναντούσες μια φορά στην ελληνική επαρχία τότε που ακόμα υπήρχε και ελληνική και επαρχία, και σαν χαρούμενος βοσκός του Ψηλορείτη, με χέρια ροζιασμένα απ’ την εμπιστοσύνη προς τα πράγματα, χέρια μεγάλα, χέρια σίγουρα σαν μάρμαρα, και τρυφερά σαν στόμα μωρού απάνω στο βυζί της μάνας του, με κάθε μυ του σώματος να ανεμίζει τη σεμνότητα με την οποία κάποτε, θυμάμαι, άντρες μεσήλικες, στου τρύγου τα διαλείμματα, έσκυβαν κάτω από μια στάμνα με νερό να πλύνουνε τα χέρια τους, κι ήτανε τότε που στ’ αλήθεια καταλάβαινες από τι υλικό είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Έτσι ήτανε στην κάθε λεπτομέρεια καθώς τον έβλεπες από μακριά, την ώρα που έπιανε απ’ το χέρι τον πιγκουίνο του. Τον κράταγε με την πιο στέρεη λαβή στον κόσμο, σαν να κρατούσε τον τετράχρονο του γιο μπροστά στο πρώτο κύμα της ζωής του, κι αυτός υπάκουγε, υπάκουγε με μια βουλιμική εμπιστοσύνη, με μια προσήλωση μπρος στο μυστήριο της στιγμής, που ο κολυμβητής, ξένος αυτός, δεν είχε τρόπο να διαβάσει, κι όμως, το κοίταγε κατάματα, γιατί αυτό είχε τώρα μεταμορφωθεί σε μια αράχνη που τον κύκλωνε, κι εκείνος ήταν λέει φυλακισμένος μες στο κλουβί του ιστού της, ανήμπορος, άχρονος, με την κακιά την ώρα ήδη μέσα του, την έβλεπε να πλησιάζει με τα σηκωμένα πόδια της, κι ύστερα πάλι την κοιτούσε να ετοιμάζει τα τρομερά βελόνια της, αλλά αυτό με μια ξάφνου ιλιγγιώδη εμπιστοσύνη προς το αναπότρεπτο, γιατί όλα γύρω τώρα δείχνανε στο κέντρο της σκηνής, στη φάτνη, εκεί όπου κυοφορούνταν η τελειότητα, στο φως που φώτιζε το πρόσωπό του πατέρα, κι έλεγες είχε ανοίξει ένας μέσα ήλιος και τρύπαγε όλες τις ντροπές της γης για πάντα.

Την επόμενη στιγμή, ο πατέρας πήρε τον άντρα-γιό στην αγκαλιά του σαν πούπουλο, πάνω στο ένα μπράτσο του, σαν νεογέννητο με το ελάχιστο εκείνο βάρος που η καλοσύνη προικίζει τα παιδιά, και τον κρατούσε να επιπλέει στα νερά. Και τότε ήταν που άπλωσε τα χέρια του, έσφιξε του άντρα το κεφάλι μέσα στις παλάμες, και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Αν έτυχε ποτέ να σας φανερωθεί εικόνα Παναγίας, πάνω από τον Ιησού που παίζει σαν σκανδαλισμένο δίχρονο, και να ‘ναι η Παναγιά χαρούμενη, και να ‘ναι εσάς που αγκαλιάζει με το βλέμμα της, τότε θα ξέρετε με τι έμοιαζε, για έναν κόκκο χρόνου κρεμασμένου στην αιωνιότητα, το πρόσωπο εκείνου του πατέρα. Και ήταν πρόσωπο με μια γαλήνη αρσενική, που μύριζε φρεσκοξυσμένο κέδρο και κιτρινισμένα δάχτυλα, γαλήνη ανάλαφρη που τη φυσούσε ο άνεμος σαν ανάμνηση ξένου.
Ύστερα αγκάλιασε ξανά τον πιγκουίνο του, τον έσυρε στην παραλία, τον σκέπασε με μια πολύχρωμη πετσέτα, κι εκεί τον άφησε παρέα με τον συγγενή του. Γύρισε προς τη θάλασσα. Περπάτησε τα πρώτα βήματα μέσα στο κύμα, χτύπησε, μ’ όλο του το σώμα το σώμα της θάλασσας να την προειδοποιήσει, γλίστρησε μέσα της με δυο απλωτές σαν να κωπηλατούσε βάρκα φορτωμένη αμφορείς μες στο σκοτάδι, κι ύστερα σήκωσε αυτά τα χέρια-μάρμαρα, αυτά τα ορθωμένα της Οδύσσειας κουπιά, αυτούς τους βράχους του τυφλού Πολύφημου, κι άρχισε να χτυπά με δύναμη δεξιά κι αριστερά. Στριφογυρνούσε φουσκωμένος ζωή που σπαρτάραγε να βγει έξω, σαν να χτυπούσε οργωμένη γη σε λήθαργο, να ξυπνήσουν οι νεκροί του, να ξυπνήσουν κι οι αγέννητοι, σ’ ένα μοναχικό ζεϊμπέκικο που του ‘χε αιχμαλωτίσει τα μελίγγια, κι ήταν αυτοί, οι πρόγονοι, που ξύπναγαν όλο χαρά, ήταν αυτοί που του ‘παιζαν τα όργανα, όργανα οργιώδη κάθε φυλής και τόπου, τύμπανα και νταούλια και ζουρνάδες, πίπιζες κι άσκαυλους και φιδωτά φιαμπιόλια, κι εκεί στο βάθος λύρες και λαούτα, κι επιφωνήματα σε κάθε γλώσσας αναστεναγμό και «κόσμε χρυσέ, κόσμε αργυρέ, κόσμε μαλαματένιε», κι ύστερα ήρθανε ένα γύρο κι οι επίγονοι, αγέννητοι, φυλλαράκια μνήμης που ‘χε μόνο μέλλον, και χτύπαγαν κι αυτοί τα παλαμάκια στον προπάππου τους, ολόχαροι, ολόγιομοι σαν Αυγουστιάτικα φεγγάρια, κι άδειοι από έγνοιες σαν νεογέννητα μες στη φωλιά της αετίνας, άντρες ξετελεμένοι και γυναίκες ένα γύρο. Κι η θάλασσα έστερξε κι αυτή να μπει στον κύκλο, εσυνερίστηκε ετούτης της γιορτής τα καμώματα, κι αρχίνησε να χλουπακά, έτσι που το ‘ξερε κι έτσι που το μπορούσε. Και κράτησε ώρες αυτό, και κράτησε αιώνες. Κι ύστερα, όταν πια απόκαμε, πήδηξε έξω απ’ την πίστα του, σκούπισε το ιδρωμένο σώμα του απ’ τα νερά κι από τη ζάλη, και κάθισε να ξαποστάσει.

[Αργότερα, ο κόσμος το ‘καμε και πέρασε από δίπλα του ο κολυμβητής. Άνθρωπος της πόλης, δεν κρατήθηκε και του ‘πε πως ήταν «ο πιο αξιοπρεπής άνθρωπος που είχε συναντήσει». Εκείνος τον πέρασε για ξένο, ίσως και για τρελό, για μια στιγμή του φάνηκε παράξενη η γλώσσα που μιλούσε, είπε να φύγει, μα ύστερα κατάλαβε και του ‘καμε τη χάρη να αποκριθεί:

«Είναι ό, τι πιο ιερό έχω στον κόσμο!»

Έσφιξε τα χέρια του κολυμβητή με τα δυο χέρια-μάρμαρα και με τα δυο χέρια-κουπιά που χτύπαγαν πριν από λίγο τον βυθό του κόσμου του. Μετά περπάτησε μακριά, και, απ’ όσο ξέρω, κανείς σ’ αυτήν την παραλία δεν τον ξαναείδε.]

[ 13/16 Αυγούστου 2021 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: