Λεηλασίες και ισοζύγια

Η αίθουσα συναυλιών του «Athenaeum», πριν τον βανδαλισμό.
Η αίθουσα συναυλιών του «Athenaeum», πριν τον βανδαλισμό.

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων

Όταν το χιόνι πέφτει στα βόρεια προάστια, είναι η στιγμή να μιλήσεις για ζωή και για θάνατο. Και για τον χρόνο, το φωταγωγημένο καρουσέλ που πάνω στ’ αλογάκια του σαν μικρά παιδιά ανεβοκατεβαίνουμε, και που στο ψιλόβροχο των ήχων του μετεωριζόμαστε και διόλου δε μας νοιάζει ο μάστορας που το κινεί, και διόλου δε μας νοιάζει που θα ‘ρθεί και άλλων η σειρά μετά να το ανέβουνε. Όταν το χιόνι πέφτει ημερεμένο σαν θάνατος στα βόρεια προάστια, νιφάδες που επιβραδύνουν, μύριοι εισβολείς-αλεξιπτωτιστές με τη συναίνεσή μας στο παρθένο μέσα Μάλεμε, το κάθε μέρα έτοιμο, το κάθε μέρα δύσθυμο σ’ ό,τι δεν ξέρει, κι όμως!, τότε που ο χρόνος μένει σπίτι και ρουθουνίζει πλάι μας στο πάτωμα σαν τον πιστό σκύλο, τότε είναι η ώρα για να πεις ό,τι κανείς ποτέ δεν θα ακούσει, γιατί όλοι τώρα ξέρουνε και τίποτα κανείς δε θέλει πια να μάθει.

Μες στα Χριστούγεννα που πέρασαν, και που δεν ήταν χιονισμένα μα ηλιόλουστα, σαν προκαταβολή των Αλκυονίδων μέσα στον Δεκέμβριο, κάποια βράδια, τότε που η αστυνομία ξεκουραζόταν απ’ τον κάματο των προστίμων κι απ’ το κυνήγι των διαδηλωτών, και που οι πεζόδρομοι στο κέντρο της Αθήνας απέναντι απ’ τον ναό του Ηφαίστου φιλοξενούσαν μοναχά αστέγους μέσα στα χαρτόκουτά τους, άγνωστοι εισέβαλαν στον ιερό χώρο του Athenaeum –ιερό καθώς κάποτε το Πολυτεχνείο και καθώς ιερό μιας εκκλησιάς που επισκεφτήκαμε στον ύπνο μας κι ύστερα την ξεχάσαμε– και τον βεβήλωσαν, τον ξέσκισαν, τον λεηλάτησαν. Κι ύστερα δέσανε το πτώμα του στο άρμα της αναισχυντίας, και το έσυραν στην αγορά να διαλαλήσουν το κατόρθωμα σε κάθε αδικημένο αυτού του κόσμου, να χαρεί.

Για όσους δεν γνωρίζουν, το Athenaeum είναι κατ’ αρχήν ένα Ωδείο που έχει απλώσει την ιστορία του στους δυο αιώνες που ξεφυλλίζει η ζωή μας. Μετά είναι μια παρέα ονειροπόλων που πριν από μερικές δεκαετίες τόλμησαν έναν φημισμένο μουσικό διαγωνισμό στο όνομα της Μαρίας Κάλλας, θεσμό που διαχρονικά, και παραδόξως, κάθε εκπρόσωπος της πολιτείας αγκάλιασε, και που λίγο πριν την πρόσφατη λαίλαπα έκλεινε 40 χρόνια διεθνούς και ηθογεννητικά προσοδοφόρας παρουσίας. Μετά είναι ένας χώρος τριών όμορφων αιθουσών που φιλοξενούσαν συναυλίες κλασικής, τζαζ, παραδοσιακής και άλλης μουσικής. Κυρίως όμως είναι ένας χώρος συνάντησης ανθρώπων με αίτημα τον τρόπο των τεχνών, που εξαιτίας της ιστορίας του και της άρρητης επιρροής του μαγικού του περιεχομένου προς τους μύστες, ασκούσε ένα είδος χαμηλόφωνης εκπαίδευσης, κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω περισσότερο.

Η σημασία του Athenaeum άρχισε με τον καιρό να αποτυπώνεται σ’ αυτό που πρόχειρα θα ονομάσω επιδερμίδα της υποβλητικής αισθητικής του, μια επιδερμίδα που, σε πείσμα του αναμενόμενου, σκέπαζε ένα ολοζώντανο σώμα, κι έτσι όταν είδα στις εφημερίδες τις φωτογραφίες με τους γκρεμισμένους τοίχους, τις ξεκοιλιασμένες σωληνώσεις, τα ποδοπατημένα έργα και τα κοπρισμένα εξαίσια πιάνα, εκείνο που στα αλήθεια είδα ήταν τον ομαδικό βιασμό μιας πανέμορφης κόρης, κόρης όλων μας, ενός κοριτσιού που παρ’ όλη την ιστορία του παρέμενε παρθένο και με βλέμμα σταθερά προσηλωμένο πάνω από τα γήινα, πάνω απ’ τους βιαστές της και το έργο τους.

Ο πόνος κάθε ανθρώπου που νοιαζόταν για τον χώρο ήταν διπλός, γιατί οι λεηλάτες δεν αφαίρεσαν μονάχα ό,τι μπόρεσαν από το πλούσιο παρελθόν του, δεν έκλεψαν μονάχα –κάτι που θα ‘λεγες έως και αποδεκτό μέσα στον οικονομικό βομβαρδισμό αμάχων που υπνωτισμένοι διανύουμε και που οι περισσότεροι δεν ξέρουμε πώς να αντέξουμε– μα στη συνέχεια κατέστρεψαν ό,τι δεν μπόρεσαν να πάρουν, αναδεικνύοντας τη δεύτερη ανάγνωση του εξαίσιου γεγονότος: Εδώ μιλούσε πλέον με την παγερή φωνή του, φωνή με ηχώ διαδρόμου νεκροτομείου σε ώρα ανάπαυσης, το χαίνον απόστημα μιας αποσιωπημένης πληγής, το επί δεκαετίες συσσωρευμένο ταξικό μίσος προς όποιον διατηρούσε το σθένος να ασχολείται με την «τέχνη» σε τέτοιους σκοτεινούς καιρούς. Όμως εδώ –για την περίσταση, και επειδή οι τάξεις έχουν πλέον λειανθεί μες στην οριζόντια μοίρα που η παγκοσμιοποίηση επιφύλαξε στους κατοίκους αυτής της υδρογείου, παράγοντας μοντέρνους τρόπους ομαδοποίησης– θα ’πρεπε να αντικαταστήσω το «ταξικό» με μια λέξη που αγνοώ και της οποίας η ετυμολογία, αν τη βρίσκαμε, θα έμοιαζε λαβυρινθώδης. Η λέξη θα ’πρεπε εξαρχής να εφευρεθεί. Ελλείψει εφευρέτη, θα υπεξαιρέσω με τη σειρά μου και με περισσό θάρρος το μπαστουνάκι του άλφα και θα το αφήσω να κυλήσει όμορφα σαν απροστάτευτο μικρό όμικρον μέσα στο ηχηρό βαγόνι του «τοξικού». Κι εκεί θα το κουμπώσω. Κρυφοκοιτώ τώρα τα τεκταινόμενα στο χειρουργείο: Η καταγωγή ενός τέτοιου ελλιπώς προσδιορισμένου μίσους, πυροδοτημένου απ’ την μακρά ιστορία του ανθρώπινου ψυχισμού, τυλίγει σαν πολύποδας τους ήδη ύποπτους νεοπλασιών ιστούς που κάποτε αρτίωναν μια φαντασιακά εξανθρωπισμένη κοινωνία και αποκλείει οριστικά κάθε δυνατότητα ίασης. Δική της και δικής μας. Ας προσποιηθούμε πως δεν είναι έτσι.

Πέραν τώρα του ότι ο συγκεκριμένος χώρος και οι άνθρωποί του έμειναν άστεγοι, πλάι σε άλλους συναδέλφους αστέγους του ιστορικού κέντρου του κλεινού άστεως, υπάρχει μια παράπλευρη απώλεια που στοιχειώνει κάθε άνθρωπο που την υφίσταται, δηλαδή που την καταλαβαίνει:

Η τέχνη, που είναι καθώς λένε ένας τόπος και ένας τρόπος ελευθερίας για όποιον μετέχει σ’ αυτήν και για όποιον τη γεύεται, έχει –τεχνηέντως, ισχυρίζομαι– μεταλλαχθεί για την μέση αντίληψη –αυτήν που γεννοβολούν και βυζαίνουν ώσπου να ανδρωθεί [ουπς! κίτρινη κάρτα απ’ τη διαιτησία πολιτικής ορθότητος] τα πολλαπλώς επιδοτούμενα Μέσα– έχει μεταλλαχθεί, λέω, σε πάρεργο μιας αργόσχολης συντεχνίας που, πλάι στις υπόλοιπες, ζητά απ’ τον δημόσιο ντορβά την επιδότησή της. Παραδόξως είναι (και) έτσι.

Έτσι, το “Support Art Workers”, καθώς και το πιο σαφές “Art is work”, από κουβέντες αυτονόητες που απευθύνονται σε μάτια και αυτιά «μη βαρβαρικών ψυχών», μεταμορφώνονται –τεχνηέντως, και πάλι ισχυρίζομαι και πολλαπλώς βαρβαρικά– σε πολιορκητικό κριό που καταχτυπά την φτενή πύλη της διαφορετικότητάς μας και απειλεί να καταλύσει με τη βία του το κάστρο της, να υποχρεώσει στη συνέχεια τους ορκισμένους υπερασπιστές του να αλλαξοπιστήσουν. Το παράδοξο είναι πως αυτός που κρατεί τον πολιορκητικό κριό κι αυτός που υπερασπίζεται το κάστρο είναι το ίδιο πρόσωπο. Εμείς.

Πώς τώρα να αρνηθώ εκείνο που κι ο ίδιος –όπως κι όλοι μας, κατά πψς φαίνεται– ζω; Την ψευδαίσθηση ότι θα παραμείνουμε με το ένα πόδι κάτοικοι της χώρας που διεκδικεί τα κοσμικά επιδόματα και με το άλλο κάτοικοι της χώρας που διεκδικεί τα θεία ωφελήματα. Τέτοιο σχίσμα, τέτοιος διχασμός δεν μας άξιζε. Ή μήπως μας άξιζε;

Κι όμως, και τα δυο μοιάζει να δικαιούνται μια κάποια υπεράσπιση. Πώς αλλιώς, αφού το μαργαριτάρι του ο τεχνίτης το φανερώνει γυμνό μονάχα στο υποφωτισμένο δωμάτιό του κατ’ ιδίαν, και έτσι, με εξαίρεση ίσως κάποιες οπές στο συνεχές της επαναλαμβανόμενης ιστορίας της ανθρωπότητας, οι ενέργειες των τεχνών φαντάζουν στα μάτια του δήμου πάρεργο. Και είναι αυτή η διαχεόμενη μες στους αιώνες τυφλότης που αυξάνει και πληθύνει το σκοτάδι που ακόμα μας σκεπάζει. Θα ζήσουμε λοιπόν αεί μετεωριζόμενοι ανάμεσα στις δύο βάρκες της έξω και της μέσα «πραγματικότητας», γλιστρώντας μες στη δίνη αυτού του φαύλου κύκλου;

Δεν λέω πως ευθύνονται ολοκληρωτικά οι άλλοι, εκείνοι που καταλαβαίνουμε πως δεν καταλαβαίνουνε. Βλέπω όμως αδιάψευστη και θαλερή αυτήν την ίδια την πραγματικότητά τους, που έρχεται να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα της αμεριμνησίας μας, τα επίχειρα των λαθών μας. Γιατί όταν έμπαινε στο σπίτι ο πραγματικός λεηλάτης του ήθους μας, με τους μεγατόνους άγνοιας να στάζουν απ’ τις τσέπες του, είπαμε δεν πειράζει, το σπίτι στέκει ακόμα. Κι ήρθαν μετά οι ορδές των ομοίων του και γκρέμισαν του διπλανού τον τοίχο, κι είπαμε δεν πειράζει. Κι ύστερα γκρέμισαν λιγάκι απ’ το δικό μας σπίτι, και τότε είπαμε πειράζει, μα μ’ αυτούς εμείς δεν θα μαλώσουμε, δικοί μας άνθρωποι είναι κι αυτοί. Κι ύστερα ήρθε και το μη παρέκει, κατά πώς το ’χει συνήθειο, και τότε ήταν που πείραζε. Μα τότε ήταν αργά. Γιατί είχαμε πια λερώσει τη γλώσσα μας με ανοησίες όπως «στα ωδεία τη μαθαίνεις τη μουσική» και άλλα όμοια, λες και δεν ξέραμε. Και ζούσαμε δίπλα σ’ αυτές τις δεξιά αριστερά πεταμένες ύβρεις, και ποτέ δεν τις πολεμήσαμε, ενώ το ξέραμε πως η πουλημένη κουβέντα έρπει ύπουλα κι αλώνει τις τρυφερές ψυχές, κι ενώ βαυκαλιζόμασταν πως θα ‘ρθει ο καιρός της αλήθειας μας, αυτός που ποτέ δεν έρχεται γιατί βραδυπορεί σε άλλους κόσμους. Και ποτέ δεν φωνάξαμε με τη ντουντούκα μιας εφηβικής έξαρσης, κατά πώς μας άξιζε και κατά πώς θα ’ταν γενναίο και δίκαιο, πως το ωδείο είναι μάσκα αποκριάτικη να ντύσει το αληθινό μας πρόσωπο για να μη ντρέπεται, πως όσα εξαιρετικά συμβαίνουν μέσα του είναι αφορμές να ψαχουλεύεις στα σκοτεινά για το καίριο, αυτό που εγκαταλείπει τη μάχη τρομοκρατημένο αν το πλησιάσεις κατά μέτωπον. Και μέσα σ’ όλα μας έλειψε κι η γενναιοδωρία, εκείνη η κάποτε μπέσα των αλλοτινών εποχών, να πλησιάσουμε τους άλλους λεηλάτες να τους πούμε πως κι εμείς αδέρφια τους είμαστε, φτιαγμένοι απ΄ το ίδιο αραχνοΰφαντο του θυμού τους, απ’ το ίδιο λεπτεπίλεπτο της πληγής τους, απ’ την ίδια λυρική πάστα της απελπισίας τους. Και πως το ίδιο πάντα πράγμα θέλαμε. Κι έτσι τα αδέρφια επιτέθηκαν. Σε ποιους; Στον εαυτό τους. Και σε εμάς. Τους λάθος και πάλι ανθρώπους.

[Θα μου πείτε ώρα πως τα παραπάνω ωραιοποιούν τις προθέσεις των «εχθρών» και θολώνουν τα ξεκάθαρα σύνορα των στρατοπέδων; Φοβάμαι πως το «προφανές» που υφαίνεται ομαδικά πάνω σε δοσμένες οδηγίες χρήσης και που χωρίς αιδώ βαφτίζεται κοινός τόπος της αντίληψης, θα είναι αύριο (είναι ήδη σήμερα!) ο πιο ύπουλος εχθρός. Στους αντίποδες, το σπαθί που ακονίζεται στη μοναξιά της Διάκρισης, αυτής της ξεχασμένης αρετής των μοναχών, δεν στομώνει. Και σπάνια σκοτώνει αδερφό.]

Χάσαμε λοιπόν. Πότε όμως χάσαμε; Όχι τώρα που το σπίτι γκρεμίστηκε. Η ήττα μας ήταν το παιδί που εγκυμονούσαμε τότε που στρογγυλεύαμε τις απαντήσεις, γιατί ήταν πάντα πολλά τα λεφτά, Άρη μου, και γιατί το τριμμένο ράσο που σκέπαζε τη γύμνια ενός ασκητή τώρα έκρυβε την κοιλιά ενός υπέρβαρου, και γιατί ένα κριθαράκι εξουσίας με ασφάλεια θα διέφθειρε και τον πιο σοφό από μας, το ξέραμε, και γιατί όλοι πλειοδοτούσαμε για ένα άμφιο να χρυσώνει τις ματαιοδοξίες, και γιατί εν τέλει μικρή ήταν η ζωή, μικρή και μέγιστη, και, προς θεού, δεν έπρεπε να το καταλάβουμε, μη χάσουμε τον ύπνο μας.

Στην απέναντι όχθη ο Θεός που υπηρετήσαμε κοίταξε προς τα δω –έτσι μου φάνηκε– και γύρισε την πλάτη περπατώντας πάνω σε άλλα νερά. Στο εξής δεν θα ’ταν ο πανταχού παρών που θελήσαμε.

Και το Athenaeum; Υπήρξε πράγματι ή ήταν αυταπάτη; Λέω πως ναι. Υπήρξε και υπάρχει, γιατί είναι χώρος τέτοιος ακριβός που δεν καταδέχεται να κατοικήσει μοναχά σε κτίρια και υπουργικές αποφάσεις, μα κατοικεί στις ενέργειες όσων το ζωντάνεψαν με το κρυφό κομμάτι τους και το έκαναν το λαμπερό πετράδι που κάποιοι ακόμα κουβαλούν στην στέπη τους. Τις ζημιές ας πούμε πως θα τις αποκαταστήσει η πολιτεία. Κι αν όντως το κάνει θα έχει βάλει ένα λιθαράκι στην δικαιοσύνη των πραγμάτων, μια δικαιοσύνη μάλιστα που ριζώνει στην πιο ξεκάθαρη θέαση της αιτιότητας των γεγονότων. Να αποκαταστήσει όμως τι; Το βασικό δεν το ξέρει και δεν μπορεί να το ξέρει – άλλη είναι η δουλειά της. Εμείς, οι υπόλοιποι, θα σύρουμε ξανά τον χορό στα βήματα που μάθαμε όλα τα χρόνια, και που καθόλου δεν είναι κοινό κτήμα, αν με εννοείτε.

Χιονίζει ακόμα. Μια νεραντζιά μπροστά απ’ το μπαλκόνι μου βαρέθηκε το βάρος του λευκού απάνω της και τίναξε ένα ολοπράσινο κλαδί φορτωμένο πορτοκαλί εκρήξεις στον ουρανό. Μια στάλα ομορφιά μέσα στην ομοιομορφία του θανάτου, ένα χαμόγελο Άνοιξης στην ομοχρωμία, μια υπόσχεση πως αύριο πάλι θα λιάσει. Κι είναι παράξενη η ειρήνη που φέρνουν οι αλεξιπτωτιστές που κατεβαίνουνε.

Σκέφτομαι: Αν η σκοτεινή πλευρά αυτού του χιονιού βαραίνει πάνω στη ζωή, ο θυμός ενός πράσινου κλαδιού που τινάζει τα χρώματά του στον ουρανό, η υπόσχεση μιας Άνοιξης που χρόνια δουλεύαμε μόνοι στο εργαστήρι μας, το τίναγμα κάθε αμφιθυμίας πάνω απ’ το αύριο ηλιοκαμένο δέρμα μας, είναι το λίγο χρέος που βλέπω. Όχι σε μια πατρίδα ή σ’ έναν Θεό, μα, λίγο περισσότερο, στον συγγενή που, ακόμα ζωντανός, πλημμυρίζει τις αρτηρίες αυτού του σώματος που προσωρινά μας κουβαλάει.

Το ισοζύγιο πρέπει, πάση θυσία, να κατακτηθεί.

(Συνεχίζεται)

 16/2/21

ΥΓ. Κι αν τόση ώρα μιλούσα για Athenaeum, σας ξεγέλασα. Μιλούσα για ορδές τετελεσμένων γύρω λεηλασιών. Να σημαδέψουμε με κόκκινο, σαν ανορθογραφία σε παιδικό τετράδιο, όσες ακόμα προεξέχουν. Για το καλό μας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: