Ο Νότης Μαυρουδής ανάμεσα στους κόσμους


Περπάτησε τα πρώτα του βήματα σ’ ένα κελί των Φυλακών Αβέρωφ, πλάι στη μητέρα του, που ήταν πολιτική κρατούμενη. Έτσι λέγεται. Και έτσι είναι. Αν αντικρίζεις για πρώτη φορά τη ζωή ως μέλλουσα δωρεά, μαραθώνιο που στην αφετηρία του στριγκλίζει το κλειδί ενός αδιευκρίνιστου χρέους μέσα στη μήτρα της ελευθερίας, τότε ίσως σφραγίζεσαι από αυτό το σύνορο, το αμφίστομο τέρας που ανοιγοκλείνει τις μασέλες του πάνω απ’ τις σάρκες και των δύο κόσμων. Θα ήταν άραγε πρώιμο να ισχυριστώ ότι ο Νότης Μαυρουδής αρραβωνιάστηκε αυτό το σύνορο, χρίσθηκε ισόβιος ένοικος και των δύο ταυτοχρόνως πλευρών του κελιού, εκούσιος αποδέκτης μιας ατελούς ελευθερίας που έμελλε να ανθοφορήσει μέσα στις στερήσεις; Σκεπτόμενοι τη ζωή σαν ένα αίνιγμα οπτικής, έτσι που προτείνουν οι ποιητές και οι ερωτευμένοι, φιλεύσπλαχνη οφθαλμαπάτη που κάποτε σε κυριεύει και σε ακολουθεί, δεν ξέρουμε από ποια πλευρά θα εκστομίσουμε τώρα τις λέξεις μας, ακόμα και αυτές εδώ που έρπουν υπνοβατώντας προς το αδιέξοδο, τη μικρή τελεία που παρηγορεί για τα ανολοκλήρωτα. Ίσως έτσι να ήταν και μ’ αυτόν. Τον βλέπω να πατά με πέλματα γυμνά στο όριο των μεταμορφώσεων, στην κόψη του ενυπνίου, κατάσαρκα στο σύνορο που διαιρεί και γεφυρώνει, δεσμώτης του ιλίγγου που υπήρξε η πιο διαρκής του ταυτότητα.


Φεύγοντας έξω απ’ το πρώτο σύνορο, το κελί, που τον νανούρισε σαν κούνια στα δυο πρώτα χρόνια της ζωής του, μπορώ να φανταστώ το σχήμα μιας κιθάρας, με τις καμπύλες της να υποκαθιστά τις αγκαλιές των συγκρατουμένων της μητέρας του, συγκινημένων θηλυκών πάνω απ’ την τρυφερή του παρουσία, που θα φώτιζε την ανία του εγκλεισμού. Στερούμενος το κελί, στερήθηκε και την πάνδημη εκείνη αγκαλιά, σιβυλλική πάντως, μια πρώτη Πόλη των Γυναικών πριν αυτή ξυπνήσει μέσα στο όνειρό του Φεντερίκο Φελίνι. Αυτή η κιθάρα τώρα ομίλησε εν ονόματι ενός κόσμου βουβού κι ερωτευμένου με το άρρητο, ενός κόσμου αυστηρά θηλυκού.
Μαθαίνω πως η κιθάρα τον περίμενε να την ανακαλύψει κρυμμένη στα σκοτάδια μιας ντουλάπας, δώρο άλλης εποχής, και εγκαινιάσθηκε στο εορταστικό κλίμα ενός λυρισμού που ανταποδίδει άμα τη εμφανίσει, στα κάλαντα κάποιων Χριστουγέννων ή κάποιας Πρωτοχρονιάς / και το χαρτί ομίλει … Σκέφτεσαι τις ανακλάσεις των ψαλμών εκείνου του μεταπολεμικού έτους μες στον ασχημάτιστο ακόμη λαβύρινθο του μελλοντικού άθεου, κι αναρωτιέσαι ποιες πιρουέτες επιχειρεί το θυμικό για να μεταμορφώσει ένα φτωχό σακούλι σε πεταλούδα, έναν ιερό τόπο σε έναν άλλον όμοιό του, πιο συγγενή. Έτσι και η κιθάρα δεν μπορεί παρά να υπήρξε εκκλησία, όπως κι αν ο ίδιος την ονομάτισε.
Ο δάσκαλός του ο Δημήτρης Φάμπας ήταν εκεί, για να γεφυρώσει το επαναστατικό σθένος της οικογένειας με το ανασχετικό προς κάθε ασχήμια της ζωής φιλότιμο, εκείνο πάντως το ίδιο φιλότιμο που έστειλε τη μάνα του στη φυλακή. Εδώ, απ’ όποιο στρατόπεδο κι αν πολεμούσες, το γάλα μιας νίκης απέναντι στην ατιμία θα έθρεφε το κάθε σου κύτταρο. Λίγο πριν, τα τρυφερά χέρια της Λίζας Ζώη, της πρώτης του δασκάλας, είχαν φροντίσει να τον οδηγήσουν με αγάπη και με αλάθητο ένστικτο στον δύσκολο δρόμο που αναζητούσε. Έτσι, ακολούθησε ο Φάμπας, που ορθώθηκε —ερήμην του, υποθέτω, ο άνθρωπος— σαν πέτρινο γεφύρι πάνω απ’ το ποτάμι της καθημερινής ανάγκης, να τον σπρώξει με ασφάλεια στην αγκαλιά της μεγάλης οικογένειας της μουσικής, αυτής που αναπαυόταν σε ανέφελα σύμπαντα, ανέφικτα και επιθυμητά, στην καρδιά ενός πόθου τόσο οριστικά βυθισμένου στη σάρκα —γοργόνα σε στήθος γέρου ναυτικού— που μόνο με τον θάνατο μπορούσε να καταλυθεί. Στη νέα του οικογένεια, κανένα 1989 δεν είχε την δικαιοδοσία να διαψεύσει, να απογοητεύσει, να δυναμιτίσει τη μέσα Άνοιξη, εξού και η κιθάρα θα παρέμενε στην αγκαλιά του, επίσημη αγαπημένη, υπενθύμιση της μίας, παντοιοτρόπως διαφεύγουσας, καταγωγής.
Ο Φάμπας υπήρξε για το σύμπαν των κιθαριστών, ήδη απ’ τη δεκαετία του ’60, δυο τέτοιοι ταυτόχρονοι κόσμοι, δυο σιαμαία που τρέφονταν από την ίδια καρδιά κι απ’ το ίδιο στομάχι. Έτσι κι εκείνος πάτησε με το ένα πόδι στη νεοσύστατη αίρεση της κλασικής κιθάρας, την εποχή που αυτή ξαπόσταινε στη σκιά του ινδάλματος τού Σεγκόβια, ενώ το άλλο του πόδι πατούσε με ανακούφιση στο ανθισμένο ξέφωτο του Νέου Κύματος, το ευρύχωρο καθιστικό με την αμφίβολη αλλά πανδήμως αποδεκτή αισθητική, που φιλοξένησε τα πάντα εκτός απ’ την αμφισβήτηση του ίδιου του τού εαυτού. Νέο ή παλαιό, αυτό το Κύμα μίλησε για την ανάγκη της συλλογικής μας εορτής, αλλά κυρίως για το ανέφικτο μιας άλλης ελευθερίας, ή ίσως την ελευθερία ενός άλλου ανέφικτου. Ωραία εποχή, εποχή με στερήσεις μα και με τους παλμούς μιας παρήγορης συλλογικότητας να επιταχύνουν μέσα στο στήθος των γενεών, με χρωματιστά μαντίλια όμορφα να τυλίγουν τα ονειροπόλα μάτια της τυφλόμυγας των μαχών.
Μέσα σ’ εκείνο το καθιστικό, το ξέφωτο, την πεδιάδα, τον μετεωρισμό κάτω απ’ τους ανοιχτούς ορίζοντες —όπως θες πες το— η αναγνωρισιμότητα ερχόταν σαν κατάρα για την παρθενικότητα κάθε στόχου, αφού κανένα απ’ αυτά τα πρόσωπα δεν είχε την αγαθή τύχη ενός Γκεβάρα, που προσπάθησε —και τα κατάφερε— να φύγει νωρίς, πριν ρυτιδιάσουν οι ωραίες σαν κορίτσια μέσα του ιδέες. Όμως, όσο και αν η λάμψη των προσώπων ξέφτιζε μέσα στη βιοπάλη και την υπόγεια, αργή, αποσυναρμολόγηση του μεταπολιτευτικού ερπιστριοφόρου, που στρίγκλιζε πάνω από δροσερές Μαργαρίτες-Μαγιοπούλες, υπήρξε μια επιμένουσα στα θεμέλια σπίθα, το φιτίλι θα ‘λεγες ενός μικρού λύχνου, μα στ’ αλήθεια ο ταπεινός πυροκροτητής μιας βόμβας μεγατόνων παράξενα αποδεκτού ήθους, που περίμενε τη σωστή στιγμή για να πυροδοτήσει έναν δοξαστικό απολογισμό των δεκαετιών που πέρασαν βουβές. Ίσως ένας αδόκητος θάνατος σαν τον σημερινό να είναι μια στραβοτιμονιά που υπενθυμίζει πως το φυτίλι εκείνο παρέμεινε επί χρόνια μουσκεμένο, και πως το ψυχικό σθένος τού μέσα τιμίου ανδρός δεν άντεξε σε εκείνη την αναμονή. Γιατί κι η ουτοπία είναι μια κακότροπη κόρη, διεκδικεί μια προίκα για την τυχερή της ώρα, ένα διαμέρισμα με τα τόσα τετραγωνικά του, τα κοινόχρηστα, την καθημερινή φροντίδα, ίσως και έναν ΕΝΦΙΑ για να τη νομιμοποιήσει. Υποθέσεις. Υποθέσεις για όλους μας, οπωσδήποτε όμως για τον Νότη, που δεν μπορεί τώρα να τις υπερασπιστεί, ούτε να τις αντικρούσει, μπορεί όμως αγαπητικά, μέσα στη φαντασία μας, να μας παραχωρήσει το δικαίωμα να μετατρέψουμε την απουσία του σε σπόρο, να επιχειρήσουμε για λογαριασμό του την ανακαινιστική μονοκοντυλιά μέσα στη μουτζούρα της υπερπληροφόρησης, αυτής της κοπριάς που βρομίζει ή θρέφει, ανάλογα με το πώς θα την χρησιμοποιήσεις. Εύχομαι να μας το επιτρέψει.


Πρώτη φορά απ’ τα χέρια του άκουσα τους Μπιτλς για κλασική κιθάρα, και τις 20 σπουδές τού Σορ. Και τα άκουσα παιγμένα από έναν γενειοφόρο κιθαριστή, την εποχή που το να είσαι κιθαριστής και γενειοφόρος εξασφάλιζε ένα αδιαμφισβήτητο κύρος, την επιβεβαίωση ότι ήσουν έτοιμος να συρθείς μες στο ναρκοπέδιο των μεγάλων μαχών, με αντίτιμο ίσως και το ίδιο σου το χέρι. Και όντως μπήκε σ’ αυτές τις μάχες, αφού οι υπόγειες μπουάτ τον έχρισαν ιππότη τους, η Φιλική Εταιρεία, εχθρών τε και φίλων, τον νομιμοποίησε στα μυστικά της έγγραφα, που μέσα στις ψυχές των πεινασμένων για δικαιοσύνη μεταστοιχειώνονταν σε ετοιμοπόλεμα φρούρια. Ένας προσεκτικός παρατηρητής ίσως θα ανακάλυπτε στα θεμέλια (και) αυτού του κάστρου την ωραία πύλη της αμφισημίας των προτεραιοτήτων του. Αυτή η αμφισημία ίσως τον οδήγησε στο να συναντηθεί με την γυναίκα του που αγάπησε και που θαύμασε, τη Βάσω, για να φτιάξει μαζί της την ωραία φυσική του οικογένεια, στήνοντας έτσι και μια χειροπιαστή εκδοχή της ουτοπίας, ένα μέλλον που, επιτέλους, ζέσταινε τις σάρκες του κάτω απ’ τον ήλιο. Οι δυο πλευρές του κελιού χαμογελούσαν για πρώτη φορά αγκαλιασμένες, περπατούσαν τον έναν κοινό τους δρόμο.

Ο μετέπειτα χρόνος έφτασε με τον ήπιο καλπασμό του, χρόνος που μαζί με τα χιόνια στις κορφές έφερε και τη μακριά θέαση, το σημείο εκείνο, απ’ το οποίο, με γνώση πια, αποφασίζεις την πλευρά με την οποία μάχεσαι. Νομίζω θα θεωρούσε ντροπή του να αλλάξει στρατόπεδο τότε που το παρελθόν του ήταν για τις νεότερες γενιές εξαργυρώσιμο. Αν υποθέσουμε πως κάποιοι εξαργύρωσαν ένα τέτοιο παρελθόν, την ανακαινισμένη και φρεσκογυαλισμένη εικόνα μιας προσοδοφόρας επαναστατικότητας που δοκίμαζε τις πόζες της μπροστά στον καθρέφτη, ο ίδιος θα πρέπει να το έκανε στον μικρότερο επιτρεπτό βαθμό, με ενστικτώδη προνοητικότητα και ταυτοχρόνως ανακουφιστικά ερήμην του, όπως κι αν στρίβει την αλήθεια του αυτό το ερήμην του μες στο μυαλό κάθε καχύποπτου βιογράφου, μονάχα τόσο ώστε να παραμένει ενεργός μέσα στις αμφιβόλου πλέον διεισδυτικότητας αναπαραγωγές των παλαιών συνθημάτων, και να φροντίζει την φυσική του οικογένεια, τότε που η άλλη έδειχνε τα πρώτα πιθανά σημάδια κούρασης. Μελαγχολική σκέψη, σκέψη μοναχικού ισορροπιστή πάνω από πλατεία άλλης εποχής, που αναδύθηκε και πάλι από ταινία του Φελίνι, ένα Αμαρκορντ ίσως, και που και πάλι βυθίστηκε μες στην πολύβουη δίνη της διαφημιστικής ζώνης. Πώς να αρνηθώ ότι ο Νότης υπήρξε, παρόλη την εξακολουθητική αμφισημία του, ένα πολύτιμο πρόσωπο μες στο συμβολικό θέατρο του καιρού μας; Ένα πρόσωπο που δείχνει, με τη ζωή και με τον θάνατό του, έναν κάποιον απελπισμένο τρόπο να πορευτείς ανάμεσα στις πολύγλωσσες μεταγλωττίσεις μιας εξακολουθητικά διαφεύγουσας πραγματικότητας, ανάμεσα στην πολυπρισματική αλήθεια ενός κόσμου χαμαιλέοντα;:
Ο κόσμος της κλασικής κιθάρας, και ο κόσμος των τροβαδούρων. Ο κόσμος των γενειοφόρων και ο κόσμος των γραβατοφορεμένων. Ο κόσμος της Μεγάλης Βρετανίας και ο κόσμος των δυτικών συνοικιών. Ο κόσμος της οργιάζουσας φύσης του Πηλίου και ο κόσμος της αισθητικής των αιθουσών. Ο κόσμος των μπουάτ και ο κόσμος του Ηρωδείου. Ο κόσμος των πολιτικών συγκεντρώσεων και ο κόσμος των βραβεύσεων … Οι πόλοι έστριβαν αδιαλείπτως, διεκδικώντας μια κάθε φορά νέα ισορροπία, η υδρόγειος έγερνε για να βρει την πορεία της μες στο ηλιακό μας σύστημα, που έγερνε για να βρει την πορεία του μες στον γαλαξία, που έγερνε για να βρει την πορεία του μες στο ορατό σύμπαν, που έγερνε για να βρει την ισορροπία του μες στο ψυχικό μας σύμπαν, που έγερνε κι αυτό, για λόγους που δεν ξέρουμε, αεί διαστελλόμενο.

Βρέθηκα στο περιοδικό του, το Ταρ, στην δεύτερη περίοδο, την ηλεκτρονική, και ήμουν απ’ το πρώτο τεύχος εκεί, και για αρκετά χρόνια μετά. Δεν μπορώ παρά να θυμηθώ με συγκίνηση το ότι, ενώ το πρώτο μου κείμενο υπήρξε μια ευθεία επίθεση προς τον κόσμο των κιθαριστών στους οποίους πρωτοστατούσε, το δέχτηκε και το καλωσόρισε με τον πιο ανυπόκριτο ενθουσιασμό. Όπως και όταν κάποτε μαλώσαμε -για λόγους αρχής, για τους λόγους δηλαδή που οι ιππότες εξακολουθούν να δίνουν ραντεβού για τις μονομαχίες τους-, ποτέ δεν είπε πίσω από την πλάτη μου παρά καλά λόγια, κι αυτό είμαι σε θέση απ’ τη σημερινή απόσταση να το γνωρίζω και να το μεταφράζω. Η ανάγκη μιας δίκαιης θέασης είχε ίσως την καταγωγή της στον πρώτο του κόσμο, εκείνον ανάμεσα στις συγκρατούμενες της μητέρας του, και δεν μπόρεσα ποτέ παρά να συμμαχήσω με την πλευρά του που τον έκανε βαθιά ιπποτικό, ακόμα κι όταν διαφωνούσαμε, ακόμα κι όταν οι λέξεις μας ήθελαν έναν έξυπνο μεταφραστή για να συνεννοηθούν.
Θυμάμαι, κατά την διάρκεια μιας ιδιωτικής μας μονομαχίας —από εκείνες τις πάντα συμβολικές, τις εν είδει χάρτινων F-16 που ίπταντο ασταμάτητα πάνω από ασαφείς συντεταγμένες, γραπτών που προσποιούνταν τα θυμωμένα και που ανταλλάσσονταν στον προθάλαμο μιας σοβαροφανούς όσο και ξεκαρδισμένης με τον εαυτό της ψυχραιμίας— θυμάμαι ότι τα αυτιά μου είχαν αρνηθεί να ακούσουν άκομψες κουβέντες ειπωμένες απ’ το στόμα του, άκουγαν μόνο τις αναμενόμενες από το πρόσωπό του λέξεις, ο μέσα Μαυρουδής παρέμενε πεισματικά αδιαπέραστος σε κάθε πτώση. Νομίζω αυτός ήταν κι ο δικός του τρόπος να αποφασίζει με ποιο κομμάτι του φίλου ή του εχθρού θα συμμαχούσε, γι’ αυτό και ήταν ικανός να έχει συντρόφους διαφορετικού σθένους, ηλικίας, κοσμοθεωρίας. Στο βάθος έλαμπε το κύτταρο μιας ενδεχόμενης συγγένειας ακόμα και με τον αντίπαλο, ακόμα και μπροστά στο γυμνό του σπαθί, ένας κώδικας των Σαμουράι που έλεγες πως τον ακολουθούσε ακόμα και στα πιο ανούσια καθημερινά, και που τον έκανε να μοιάζει κάποτε στα μάτια μου με αμήχανο παιδί. Μια άπειρης ευγένειας συγχορδία όριζε τότε τον βασικό τόνο των μέσα συνομιλιών, και στο τέλος κάθε μικρής διαδρομής άφηνε πάνω στο γρασίδι το καθαρό κομμάτι κάθε ενέργειας. Τα άλλα έμεναν νεκρά στους παραδρόμους των συμβολικών αγώνων, χοντρά και ακατέργαστα, δεν χώραγαν κάτω απ’ την ωραία πύλη του τερματισμού, μια πύλη που μέσα στα χρόνια στένευε όλο και περισσότερο. Στο δρόμο πίσω θα βρισκες ριγμένα τα ανούσια. Σκέφτομαι πως αυτός ήταν ο τρόπος να κρατά τον εαυτό του καθαρό και από τις θέσεις εξουσίας που κατά καιρούς ανέχθηκε. Πίσω από τον μπερντέ των πράξεων κρατιόταν χέρι-χέρι οι αγαπημένοι άνθρωποι του παρελθόντος του και του ψιθύριζαν όλοι μαζί απ’ το υποβολείο. Πώς να ξεφύγεις από τέτοια τρυφερότητα και τι ζωή χωρίς αυτούς να κάνεις;


Στο τέλος αυτής της ανέφικτης, όσο και υποθετικής, καταγραφής των καθρεφτισμάτων του πρωταρχικού εγκλεισμού, εκείνου που παρήγαγε την αμφισημία των κόσμων που τον φιλοξένησαν, κόσμων που μόνος του δημιούργησε και κατοίκησε, θέλω να μιλήσω για ένα ακόμα: για το αποτύπωμα που άφησε ο ήχος του, που ενώ εκκινούσε από τον ραφιναρισμένο ήχο της κλασικής κιθάρας, όπως τον κληροδότησαν οι εκτελέσεις του Σεγκόβια, αποφάσιζε τελικά να κρατήσει μες στο σώμα του κάτι απ’ το μέταλλο του σαντουριού και την τρυφερή βία της μπαγκέτας του πάνω στις τεντωμένες χορδές, μαζί με την έξαρση ενός τυμπάνου και την επιτακτική προς τα πόδια μας πρόσκληση ενός λαούτου, να σηκωθούν και να χορέψουν τον κυκλωτικό χορό που μας ταιριάζει. Το σώμα του το ίδιο, σε στιγμές ιδανικές, γινόταν η θυσία μιας τέτοιας πρόθεσης, σώμα ενηλίκου που θα έπρεπε να χωρέσει με τη μεγαλύτερη γενναιοδωρία, σαν μητέρα και σαν μαμή, τα τσαλίμια ενός εφήβου, τη δύναμη ενός βομβιστή της ησυχίας των νοικοκυραίων, και μαζί την τρυφερότητα ενός πατέρα, συζύγου και παππού. Αυτός ο ήχος, μας αρέσει ή όχι, είναι ένας ήχος με τον απόλυτα δικό του χαρακτήρα, και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι στάση που σιγοτραγουδά το όμορφο τραγούδι της έξω απ’ το στενό μαγαζάκι της τεχνικής, απ’ το πιο μακρινό κομμάτι της καταγωγής και της ειλικρίνειας. Γι’ αυτό κι ο ήχος ετούτος δεν μεταλαμπαδεύεται, δεν προσφέρεται κληρονομικώ δικαίω, υπάρχει μόνον ως αποτύπωμα του προσώπου που τον παρήγαγε, και σαν διαρκές αίνιγμα, φυλαγμένο για τις ερχόμενες γενιές, όταν θα θελήσουν να αποκρυπτογραφήσουν ένα κομμάτι του χρόνου μας, και του τρόπου που γέννησε αυτός ο χρόνος.


Ο Νότης άνοιξε μονάχος του την πόρτα της εδώ φυλακής —ή της εδώ ελευθερίας του— και δραπέτευσε. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως δραπέτευσε προς τον άπειρο χρόνο που στο εξής θα τον κουβαλά και θα τον περιέχει. Αν είναι πρώιμη η στιγμή που αυτό έγινε, ας μας παρηγορήσει η σκέψη πως ένα απ’ τα δώρα που άφησε μ’ αυτή την ανακλαστική του κίνηση είναι η υπενθύμιση πως όλοι είμαστε ένα στιγμιότυπο, μια στάση αιώνιας αναμονής πάνω απ’ το ίδιο σύνορο, χέρι μετέωρο που σε χρόνο άγνωστο ξεκλειδώνει την πόρτα του κελιού του προς τα έξω. Είμαστε για πάντα η μία άγνωστη στιγμή που ξαναδιαβαίνουμε τα διαχωριστικά, εκείνα που μας κάνουν να λέμε το άγνωστο ένα άλλο σύμπαν, σύμπαν που αναπνέει έξω απ’ τη ζωή μας και όχι μέσα της. Μέσα σε ετούτο το σημείο της κοινής αναμονής θα ξανασμίξουμε.
Μας βλέπω ήδη όλους —κανένας δεν θα λείψει— με μια καλοκουρντισμένη κιθάρα στην αγκαλιά, λίγη χρυσόσκονη στα χείλη απ’ τα τραγούδια μας, λίγο κρασί στη γλώσσα από παιδικό φιλί, λίγη ευτυχία κάτω απ’ τα ανοιχτά πουκάμισα, την ώρα που χτυπά η καμπάνα μακριά, κι ανοίγουν ένα-ένα τα κελιά.

            — Ας ξεκινήσει η γιορτή.

[ 13/24 Ιανουαρίου 2023 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: