―Α―
Θα προσπερνούσε. Θα τα κατάφερνε να προσπεράσει αν η στιγμή ήταν άλλη. Αν ο παππούς μπροστά του με το Φίατ κράταγε σταθερή πορεία. Αν η γιαγιά δίπλα του δεν του έδειχνε τη φωτογραφία του εγγονού στη δεξιά άκρη της κονσόλας, φωτογραφία πλαισιωμένη απ’ το ανακριβές «Mπαμπά μην τρέχεις», κουβέντα άλλης εποχής, όταν κι εκείνος ήταν νέος και μόνη του έγνοια ήταν να τελειώσει τη δουλειά, να επιστρέψει στη γλυκιά τυραννία της οικογένειας, τα κλάματα και τους θεατρινισμούς ενός θυμικού διεσταλμένου σαν κοιλιά Ζέπελιν που διέσχιζε τον ουρανό του κόσμου του φορτωμένο επιβάτες, τα αδιάψευστα πειστήρια ενός βίου ήσυχου, τέλεια ρυθμισμένου σαν ιατρικό ανακοινωθέν και πανομοιότυπου, όπως οι τελευταίες μέρες αυτόχειρα.
Θα προσπερνούσε, εάν την κρίσιμη στιγμή άνοιγε επιτυχώς το τούρμπο του βενζινοκινητήρα, μαστίγωνε με μια ιαχή τα άλογα της μηχανής, με μια σφυριά τους τέσσερις κυλίνδρους της, και το αμάξι, με όλη την αδρεναλίνη της στιγμής, διέσχιζε θριαμβευτικά τον χωροχρονικό διάδρομο ανάμεσα στις αναστατωμένες λαμαρίνες που άλλοι λένε τύχη κι άλλοι δεξιοτεχνία. Θα προσπερνούσε. Αν έτσι είχαν συμβεί τα πράγματα τώρα θα είχε προσπεράσει και ο κόσμος θα ήταν άλλος.
Θα τα κατάφερνε, αν κάτω απ’ την υπνωτιστική διαδοχή των νόμιμων κινήσεων δεν είχε αναδυθεί στη λίμνη του μυαλού του μια εικόνα όπως καρτ-ποστάλ από το μέλλον του, ο αγαθός του άγγελος ορθός με χέρια διάπλατα στο τέλος της διαδρομής, έτοιμος να επιληφθεί των κρίσιμων αποφάσεων, κι αφού έτσι είχαν τα πράγματα δεν ήταν λόγος να διεκδικήσει ένα μέλλον άλλο, που θα κοιτούσε και με τα 400 μάτια της εγρήγορσης το γκρίζο παγοδρόμιο, που άλλοι, πιο δεξιοτέχνες απ’ αυτόν, είχαν ως τότε σεβαστεί.
Θα τα κατάφερνε, εάν ―μα αυτό ας μείνει μυστικό― δεν είχε και εκείνος παραβεί κανόνες καίριους της ενεργητικής ασφάλειας, καταναλώνοντας με κέφι εγκάρδιο και με καρδιά ελαφριά τα έξι ποτηράκια κίτρινη τεκίλα που μοιράστηκαν στη διάρκεια της διαδρομής με τη φίλη του. Εκείνη τώρα κείτονταν στη θέση του συνοδηγού ημίγυμνη, θαμώνας παραλίας στο κατακαλόκαιρο, παρότι ούτε καλοκαίρι ήτανε, κι ούτε κι ο ήλιος έκαιγε έτσι που ξέραμε σε ετούτη τη γλυκιά γεωγραφία, φώτιζε μοναχά την πρώτη πράξη της τραγωδίας με τον μυστηριώδη τρόπο που η μουσική ενός Έριχ Κόρνγκολντ ή ενός Άλεξ Νορθ θα φώτιζε μες σε ταινία του μεσοπολέμου τη σκοτεινή γωνιά που κρύβει τον δολοφόνο. Είχε κι εκείνος με φιλοτιμία εργαστεί για τις στιγμές που θα ακολουθούσαν.
Θα τα κατάφερνε, εάν ο οδηγός του φορτηγού, που δίχως ίχνος ματαιοδοξίας έμπαινε από το βάθος στη σκηνή, πάνοπλο, ένδοξο, αυτάρεσκο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, λουσμένο το ξεχωριστό φως που οι πρωταγωνιστές φυλάνε για τον εαυτό τους, εάν ο οδηγός του φορτηγού δεν έψαχνε εκείνη τη στιγμή έναν σταθμό στο ραδιόφωνο, και αν ―για να λέμε και του στραβού το δίκιο― δεν είχε μια επαναλαμβανόμενη πράξη, σταδιακά και ανεπαίσθητα, επιβραδύνει τα ανακλαστικά αυτού του άγνωστού μας οδηγού, κι αυτό ήταν η κορυφούμενη και εναγώνια πλέον ηδύτης των ψαύσεων και των απρόοπτων μαλάξεων μες στην καμπίνα του οχήματος, που παλλόταν σιωπηλή μέσα στο μεσημέρι, κόσμος φιλόξενος που καθρέφτιζε τον ιδρώτα του στην οθόνη του παρμπρίζ και πλήρωνε μέχρις διαρρήξεως το φίλεργο αυτό σύμπαν, με τους μοχλούς και με την τετρακίνηση και το κρεβάτι πίσω απ’ την κουρτίνα για τον ύπνο και για τη μοναξιά, το γέμιζε με εκείνη την επίμονα μεταχρονολογούμενη προσμονή ενός λυτρωτικού επερχόμενου, ψαύσεις κάτω απ’ τη φούστα της συνοδηγού, που τώρα έβγαζε μικρά γλυκύτατα επιφωνήματα σε κάθε κίνηση του τιμονιού, επιφωνήματα που ο κόσμος όλος σταματούσε για να ακούσει, θα τα κατάφερνε, εάν εκείνη τη στιγμή τα δάχτυλά του δεν στεκόντουσαν κι αυτά μετέωρα, βουβά κι αναποφάσιστα πάνω απ’ τον παράδεισο των υγρών υποσχέσεων που άνοιγε το στόμα του να εμπιστευτεί τα μυστικά του, παράδεισο με κατανόηση, παράδεισο που είχε εκδιώξει κάθε ολιγόπιστο πρωτόπλαστο, παράδεισο που ήταν πρόδηλο ότι θα σπαταλούσε αυτοστιγμεί όλους τους θησαυρούς του, αφού μοναδική του αρμοδιότητα, μέσα σε όλους τους αιώνες, ήταν η πάγια αμφισβήτηση και η επί τόπου καρατόμηση κάθε μικρόνοης νομοτέλειας που δεν τον αναγνώριζε, μες στην αυτοκρατορική του τελειότητα, ως επιστέγασμα του ιερού της μονοθεϊσμού. Με λίγα λόγια, ο κόσμος πίσω απ’ το καπό κύλαγε πάνω στους δικούς του τους τροχούς.
Κι όμως, θα τα κατάφερνε, εάν εκείνη τη στιγμή δεν ήταν κι ο δικός του άγγελος κάπως αγουροξυπνημένος, αν είχε έστω η γιαγιά για λίγο αποκοιμηθεί, αν ο παππούς δεν άκουγε τα λόγια της, αν ίσως αναλάμβανε μια απειροελάχιστη διόρθωση, εάν δεν υποχρέωνε τον οδηγό που προσπερνούσε, την κρίσιμη στιγμή της πιο μεγάλης επιτάχυνσης, να εναγκαλιστεί εκείνον τον μοιραίο δισταγμό, να σπαταλήσει εκείνο το χιλιοστημόριο χρόνου που θριαμβευτικά θα διάνοιγε το τούρμπο του βενζινοκινητήρα, θα ελευθέρωνε τα άλογα και θα τον έστελνε ξανά στον δρόμο του, θα τα κατάφερνε, εάν εκείνη τη στιγμή η όμορφη ―καθώς δικαιούμαστε να υποθέσουμε― συνοδηγός του φορτηγού, υπακούοντας στις επιταγές του παράλληλου κόσμου που κάθε τόσο μας καλεί σε επιστράτευση, αποφάσιζε να ανάψει ένα τελευταίο τσιγάρο, από καπρίτσιο μόνο, καπρίτσιο αθώο που όμως θα κράταγε σε εγρήγορση τον οδηγό, και ίσως μάλιστα θα τον ξενέρωνε, άγαρμπα θα τον τράβαγε έξω απ’ τα δίχτυα της ονειροπόλησης, τα πλήρη δολωμάτων υπνωτιστικών και χρόνου αβάσταχτα συμπυκνωμένου, αν ήταν ίσως και ο δρόμος λίγο πιο πλατύς, αν είχαν τα στελέχη των κατασκευαστικών, για μια φορά, για την ψυχή τους, και ερήμην των αφεντικών, συνωμοτήσει υπέρ των οδηγών, έτσι που ο σχεδιασμός να είναι κάπως γενναιόδωρος, αν ίσως τύχαινε κι αυτός να παραμείνει ψύχραιμος την ώρα που η προβοσκίδα του κακού ορθωνόταν στον ουρανό της συγκυρίας, και ξεκινούσε την επέλαση, πολύχρωμα λαμπιόνια στολισμένη και καλοσυνάτα Michelin να αερίζουν τα λευκά μωρουδιακά μπρατσάκια τους πάνω απ’ την καμπίνα, πλάι σε φυλαχτά αδιανόητα και αμετάφραστες ευχές ενός κόσμου ερμητικού, κόσμου γεμάτου πίστη στις προλήψεις κι έτοιμου για αληθινές θυσίες, θα τα κατάφερνε, αν τη στιγμή που εφορμούσε το κακό, συσκοτισμένο και εμβρόντητο κι αυτό από την ίδια του τη βία, εάν εκείνη τη στιγμή έστριβε το τιμόνι όχι στον γκρεμό, αλλά προς το χαντάκι που άνοιγε μια αγκαλιά παρηγορητική ανάμεσα στην άσφαλτο και στο βουνό, αν ίσως όλη η στιγμή ήτανε άλλη, αν ένας μόνο απ’ τους θεούς που όριζαν τις έξι τύχες αυτού του προδιαγεγραμμένου μέλλοντος έβαζε βέτο και ακινητοποιούσε την ψηφοφορία, αν ίσως ένα μόνο απ’ αυτά δεν ήταν έτσι ―

―Β―
Τη στιγμή που το σκυμμένο κεφάλι του φορτηγού, πέτρινος ταύρος μ’ όλες τού αίματος τις μνήμες στις αρένες του, κατέφθανε, ντυμένο τους προβολείς του και τις χιλιοφιλημένες πόζες των παιδιών, τα χαμόγελα των συζύγων και τα νάζια των ερωμένων, τα μυστικά που επέμεναν πίσω απ’ τα «μπαμπά μην τρέχεις» και τις χαρές μιας μοναξιάς που διαπερνούσε τα σύνορα κι άνοιγε τα διαβατήριά της κάτω απ’ το βλέμμα αλλόγλωσσων συνοριοφυλάκων, την ώρα που τα φρένα σπρώχνονταν μαζί με όλες τις ευχές βαθιά στη γη και ούρλιαζε η άσφαλτος τις προειδοποιήσεις προς αυτούς που θα αγκάλιαζε μέσα στο γκρίζο πεπρωμένο της, λίγο πριν ο αγγελιαφόρος παιανίσει τις καταμετρήσεις, πριν να γλιστρήσουνε τα νέα μες στην καταβόθρα των ειδήσεων και ξεχαστούν μαζί με όλους τους θανάτους που ταΐζουν τις διακοπές των ανταποκριτών, λίγο πριν όλα ετούτα γίνουν μέλλον σε έναν κόσμο που ο ίδιος δεν θα αντίκριζε, ξύπνησε ξάφνου απ’ αυτό που ίσως ―και ας προσέξουμε αυτό το ίσως που είναι τώρα κρίσιμο― ίσως, να ήταν ένας μόνο εφιάλτης.
Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που διαρκεί ένα μετείκασμα, μια παραζάλη, το άγγιγμα του κρυφού κόσμου που σημαδεύει την επιδερμίδα με ουλές που βλέπουν μόνο τα παιδιά και οι αφηρημένοι, πρόλαβες να αναρωτηθείς εάν αυτό που ζούσες ήταν ο αντικατοπτρισμός του εφιάλτη, ή μήπως ήτανε αυτό που μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο γεννιέται, ενηλικιώνεται και σβήνει στον εγκέφαλο του καρατομημένου, αυτόν που έχει μόλις αποχωριστεί το σώμα του με την διαμεσολάβηση μιας εύγλωττης λεπίδας, λεπίδας ξίφους ή λεπίδας γκιλοτίνας, αυτού του μηχανήματος του διαμελισμού των προτεραιοτήτων, αυτήν την ώρα που μετράς τα αναδρομικά ενός βίου ήδη βυθισμένου στην απουσία, και δεν το ξέρεις από ποια μεριά των κόσμων θα υπάρξεις τώρα, σε τίνος διχοτομημένου Βερολίνου την επικράτεια θα εγκατασταθείς, σε ποιον προσανατολισμό της κόψης θα γλιστρήσεις για να ξανακοιταχτείς στον χρόνο σου, πρόλαβες να αναρωτηθείς, σαν να ‘χε πέσει πάνω σου με όλο το βάρος του ο σιωπηλός πόρφυρας της βαθιάς νύχτας και σ’ είχε εγκαταλείψει αλυσοδεμένο μες σε πέλαγος ακινησίας, δίχως το ξίφος σου, δίχως ένα μαχαίρι κάτω από το στήθος σου, δίχως τον κεραυνό μες στην παλάμη σου, δίχως της μάνας την ευχή και δίχως του κολυμβητή το ένα του θριάμβου πλέξιμο που πίσω θα τον ακουμπούσε στη στεριά, πρόλαβες να αναρωτηθείς, τότε που ακόμα δεν το ήξερες, αν σώθηκες ή εάν ίσως κρέμεσαι ο μισός μες στα ξυράφια του σκοτεινού, ή μήπως ήταν όλο ετούτο μία πρόγευση, μια τελευταία ανάσα πριν το αμετάκλητο, και τώρα το πτερύγιο θα ανατριχιάσει στα βαθιά κι ο πόρφυρας θα επιστρέψει να αποτελειώσει τη δουλειά του.
13 Μαΐου 2025