AEG ή ο εθισμός τoυ γράμματος

AEG ή ο εθισμός τoυ γράμματος

Στην αρχή ήταν σίγουρα φάρμακο και μάλιστα θαυματουργό. Θα ήμουν γύρω στα πέντε όταν διαπίστωσα ότι μπορώ να διαβάζω όπως οι ενήλικες και ότι οι ταμπέλες της πόλης δεν έγραφαν όλες «όχι για σένα». Πράγμα που σήμαινε ότι σε λίγο καιρό, όταν θα είχα αποκρυπτογραφήσει τις επιγραφές, τίποτα δεν θα μπορούσε να μου αντισταθεί σ' εκείνη την επτασφράγιστη πόλη με τα χιλιάδες μυστικά.
Αγαπούσα ως εκ τούτου τους εμπορικούς δρόμους όπου καινούργιες πινακίδες ξεφύτρωναν καθημερινά, σκαρφάλωναν από τα ισόγεια στους ορόφους, αναβόσβηναν στους ουρανούς. Οι πληροφορίες που αντλούσα δεν ξεπερνούσαν ποτέ μια γενική κι αόριστη περιγραφή -του είδους Εποχιακά, Κομμώσεις, Φιλοσώφ και ΣΙΑ, Εμπορικό Επιμελητήριο, Μπουγάτσα ο Σερραίος- είχα εντούτοις τη βαθιά πεποίθηση ότι οι λέξεις ξεκλείδωναν πόρτες και ότι μια μέρα θα μου επέτρεπαν την είσοδο σε μια άλλη πόλη, πιο αληθινή, που βρισκόταν μέσα στα τείχη της πραγματικής. (Αγνοούσα τον διπλό αντικατοπτρισμό: πόλη μέσα σε πόλη μέσα σε πόλη μέσα σε πόλη ad infinitum.)
Αντίθετα οι δρόμοι με τα σπίτια τις αλάνες και τους κήπους μού φαινόντουσαν ανιαροί. Τίποτα δεν μου έλεγαν τα μπαλκόνια, τα σκαλιά, τα φούλια, οι μουριές, τα παράθυρα με τα πρόσωπα γυναικών που τίναζαν σεντόνια σφίγγοντας τα χείλη. Κι εκείνα τα ζόρικα αγόρια πάνω στα ποδήλατά τους, ιδέα δεν είχα τι ήθελαν να πουν, αν είχαν κάτι να πουν. Περίμενε λίγο βρε ζωή να διαβάσω να καταλάβω και θα 'ρθω. Ραντεβού στα κείμενα.
Μερικές χιλιάδες κείμενα αργότερα, σήμερα το πρωί, έπεισα τον εαυτό μου να καθίσει για πρωινό στην κουζίνα χωρίς οθόνη ή βιβλίο -κυρίως επειδή τα περισσότερα που διαβάζω με φαρμακώνουν. Όμως είναι εντελώς βαρετό να τρως μόνος και χωρίς παράλληλη απασχόληση ατενίζοντας το κενό. Αναζήτησα αναγκαστικά μια συσκευασία, μια ετικέτα, κάτι. Έστω τα τρία γράμματα του απορροφητήρα: Αεγκέ, αεγκέ, αεγκέ, έλεγα από μέσα μου σπάζοντας το παξιμάδι. Κι ούτε κατάλαβα για πότε το μάτι, μη βρίσκοντας κάπου να αγκιστρωθεί, γύρισε προς τα μέσα.
Κάπως έτσι ξεκινάει πάντα η γραφή. Ως αναπλήρωμα. Το στερημένο μάτι αναστρέφεται ζητώντας κείμενο και σπεύδω ασυνείδητα να του προμηθεύσω ένα, πιάνοντας στον αέρα μια σκέψη εκ των ενόντων και διατυπώνοντάς την. Όπως αυτή που περιγράφω. Κι ώσπου να δέσει η διατύπωση και να «σταθεί» σαν τη μαρέγκα κι ώσπου να σχηματιστούν αρκετές αράδες και να βάλουν τη μνήμη σε δοκιμασία, όλα είναι στον αέρα, έναν αέρα γεμάτο ένταση και πινακίδες. Είναι ζήτημα μερικών κρίσιμων λεπτών να τα προσγειώσω στο πληκτρολόγιο. Κι έπειτα, αφού τα καταγράψω τα διαβάζω. Κι έπειτα τα ξαναγράφω και τα ξαναδιαβάζω, ενίοτε για ώρες, επανειλημμένα, ώσπου να βαρεθώ. Κι αυτό είναι που μου αρέσει να κάνω. Να γράφω το κείμενο που μου αρέσει να διαβάζω. Ή αλλιώς, να διαβάζω το κείμενο που μου αρέσει να γράφω, τη στιγμή που το γράφω. (Γιατί μετά, πολύ πιθανόν να μη μου αρέσει.)
Και κάπως έτσι ο εθισμός μου στο γράμμα καταπίνει καθημερινά κάθε διάθεση για πόλη και κοσμικές απολαύσεις. Επιπλέον πρέπει πια να διαβάσω για να καταλάβω τι συμβαίνει στον κόσμο. Αλλά για στάσου, ποιος είπε ότι το διάβασμα βοηθάει στην κατανόηση του κόσμου; Και επίσης (σηκώνοντας τα μάτια απ' τις γραμμές) διαμαρτύρομαι! Πώς έγινε έτσι ο κόσμος στο μεταξύ; Ποιος - διάολος - άφησε - να γίνει - έτσι - ο κόσμος!

«Αν το κόψεις, το κόβω», το τζάνκι ικετεύει τους περαστικούς.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: