Εσωτερικά σπιτιών του 20ού αιώνα

Φωτ. Τ.Ν.
Φωτ. Τ.Ν.

            Ι

Στη νό­τια πτέ­ρυ­γα της προι­κώ­ας μο­νο­κα­τοι­κί­ας, ο αδύ­να­τος άντρας με το προ­τε­τα­μέ­νο κα­ρύ­δι πί­σω από τον για­κά του λευ­κού που­κα­μί­σου, προ­έ­βαι­νε, προ­σέ­χο­ντας ιδιαι­τέ­ρως την τσά­κι­ση, σε μια πό­ζα που πή­γαι­νε να γί­νει χο­ρευ­τι­κή. Ξε­χώ­ρι­ζε από τη στοί­βα των βι­νυ­λί­ων έναν δί­σκο της Άντα Φαλ­κόν και τον το­πο­θε­τού­σε στο πι­κάπ με δά­χτυ­λα αέ­ρι­να. Η με­λω­δία του τάν­γκο χυ­νό­ταν, οι δί­νες από τον κα­πνό του τσι­γά­ρου ορ­μού­σαν κά­τω από τα αμπα­ζούρ, η ντά­μα απα­ραι­τή­τως έλει­πε. Στην άλ­λη άκρη, το σα­λό­νι υπέ­φε­ρε από ανέγ­γι­χτη επί­πλω­ση. Βα­ριάς μορ­φής.
Στη βό­ρεια πτέ­ρυ­γα η ψη­λή στε­γνή γυ­ναί­κα με τα κλα­μέ­να μά­τια πά­λευε να ζε­στα­θεί τρα­βώ­ντας προς τους γο­φούς το μπα­σμέ­νο ζα­κε­τά­κι. Έσκυ­βε πά­νω από το γα­λά­ζιο φως του πε­τρο­γκάζ και ανα­κά­τευε σιω­πη­λή κά­τι σαν σού­πα που της έφερ­νε αη­δία. Κά­θε τό­σο άνοι­γε το στό­μα ίσως κά­τι να πει αλ­λά το κα­τά­πι­νε. Οι ατμοί από το κα­τσα­ρο­λά­κι πύ­κνω­ναν, γι­νό­ντου­σαν σύν­νε­φα, ανέ­βαι­ναν ως τα γύ­ψι­να και τα πο­λιορ­κού­σαν με την τρυ­φε­ρό­τη­τα ενός σα­δι­στή. Εκεί­νη σή­κω­νε τα μά­τια στο τα­βά­νι κι έβλε­πε να πα­ρα­σταί­νο­νται εκεί πά­νω οι μυώ­δεις κα­τη­γο­ρί­ες του για ψυ­χρό­τη­τα ―μια κα­κή, κά­κι­στη ερ­μη­νεία της λι­πό­σαρ­κης φι­γού­ρας της.

                        ΙΙ

Στην γκαρ­σο­νιέ­ρα του ισο­γεί­ου της εξα­ό­ρο­φης πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, εί­χαν μα­ντρώ­σει ένα πιά­νο με ου­ρά. Ο αγνώ­στων στοι­χεί­ων ένοι­κος έπαι­ζε τα ίδια κομ­μά­τια με την ίδια ακρι­βώς σει­ρά, κά­νο­ντας τα ίδια ακρι­βώς λά­θη στα ίδια ακρι­βώς ση­μεία. Τις κα­λές μέ­ρες χρω­μά­τι­ζε κά­πως κα­λύ­τε­ρα. Τις κα­κές μέ­ρες χρω­μά­τι­ζε υπερ­βο­λι­κά. Οι γεί­το­νες δεν δια­μαρ­τυ­ρή­θη­καν πο­τέ. Τις ώρες κοι­νής ησυ­χί­ας ο μυ­στη­ριώ­δης ένοι­κος ξά­πλω­νε κά­τω από το πιά­νο. Μπο­ρού­σες να δεις τα πό­δια του περ­νώ­ντας μπρο­στά απ’ το πα­ρά­θυ­ρο.
Σύμ­πτω­ση: πί­σω από την πόρ­τα του δι­πλα­νού δια­με­ρί­σμα­τος, τα αντι­κεί­με­να εί­χαν απο­κτή­σει κυ­ριαρ­χι­κά δι­καιώ­μα­τα, όπως και το πιά­νο στην γκαρ­σο­νιέ­ρα, εκτο­πί­ζο­ντας με τον όγκο τους ένα συ­νε­σταλ­μέ­νο κο­ρί­τσι. Κά­θε από­γευ­μα ψή­λω­ναν και βά­ραι­ναν, τυ­λιγ­μέ­να στις σκιές τους. Αμέ­σως με­τά τις γιορ­τές του Ια­νουα­ρί­ου, σε μια δια­κο­πή ρεύ­μα­τος που κρά­τη­σε πά­νω από δέ­κα μέ­ρες, έπια­σαν ολό­κλη­ρο το σπί­τι, από γω­νία σε γω­νία και επέ­βα­λαν απα­γό­ρευ­ση κυ­κλο­φο­ρί­ας ακό­μα και στον αέ­ρα ανά­με­σα. Μπου­φέ­δες, μπα­ου­λο­ντί­βα­να, τα­σά­κια από όνυ­χα, πορ­σε­λά­νες, κρύ­σταλ­λα, λά­μπες, πε­ρί­τε­χνες κορ­νί­ζες, ρο­λό­για, αση­μι­κά, κά­δρα, μπρά­τσα, πό­δια, πο­λυ­θρό­νες, τα­πε­τσα­ρί­ες και το τριμ­μέ­νο σε ση­μεία βε­λού­δι­νο τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο, πά­λιω­ναν, σκού­ρια­ζαν, σα­ρά­κια­ζαν, θά­μπω­ναν, μού­χλια­ζαν. Η μυ­ρω­διά τους εί­χε απο­κτή­σει σώ­μα, το σώ­μα ενός λυγ­μού. Το κο­ρί­τσι πά­λευε με αυ­τόν τον λυγ­μό προ­σπα­θώ­ντας να λύ­σει τους κό­μπους του και να τον εκτο­νώ­σει. Την ώρα που ο γεί­το­νας συλ­λά­βι­ζε Μπαχ, πα­τού­σε πά­νω σε μια κα­ρέ­κλα κι άνοι­γε το βι­βλίο του ρο­μα­ντι­κού ποι­η­τή προς τον οποίο ανέ­κα­θεν ανέ­μι­ζε η ψυ­χή της.

                        ΙΙΙ

Ο νε­α­ρός άντρας από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο ση­μά­δευε με το αε­ρο­βό­λο γά­τες χω­ρίς να τις πυ­ρο­βο­λεί, ωστό­σο οι πε­ρα­στι­κοί κο­ντο­στέ­κο­νταν πε­ρι­μέ­νο­ντας να ση­κώ­σει το μά­τι του από το σκό­πευ­τρο. Όταν η γει­το­νιά ξε­μού­δια­ζε απ’ τη σιέ­στα, εκεί­νος έκλει­νε το πα­ρά­θυ­ρο κι απο­συ­ρό­ταν στα εν­δό­τε­ρα βλα­στη­μώ­ντας την τύ­χη μέ­σα απ’ τα δό­ντια του. Τα σα­νί­δια, γε­μά­τα μι­κρές αγκί­δες, υπο­χω­ρού­σαν στα βή­μα­τά του, η σκό­νη κόλ­λα­γε στις γυ­μνές πα­τού­σες. Στον τοί­χο πά­νω από το ξέ­στρω­το ντι­βά­νι έγερ­νε ητ­τη­μέ­νη μια αφί­σα, χω­ρίς την επά­νω δε­ξιά πι­νέ­ζα. Άγνω­στο τι έδει­χνε.
Η χή­ρα στο απέ­να­ντι πα­ρά­θυ­ρο έβγα­ζε το μα­ξι­λά­ρι της και ακου­μπού­σε τους αγκώ­νες πά­νω του. Άφη­νε τον ήλιο να εμ­βα­θύ­νει στο ψεύ­τι­κο χρώ­μα των μαλ­λιών της ώσπου να φτά­σουν οι δεί­κτες του ρο­λο­γιού στο πα­ρα­πέ­ντε και να επι­βρα­δύ­νουν επι­τέ­λους. Έπει­τα κού­φω­νε τα παν­τζού­ρια και ακου­γό­ντου­σαν οι στρι­γκές δια­μαρ­τυ­ρί­ες του σο­μιέ κα­θώς πά­σχι­ζε να βο­λέ­ψει την κα­μπού­ρα της σαν ανα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νο κο­λε­ό­πτε­ρο. Μια συ­σκευή για φλι­τά­ρι­σμα σκού­ρια­ζε από χρό­νια πί­σω από το κε­φα­λά­ρι.

                        IV

Στον επά­νω όρο­φο, στο κέ­ντρο του δω­μα­τί­ου με τα δυο παι­δι­κά κρε­βά­τια, υπήρ­χε ένα τρα­πέ­ζι με­λέ­της με ένα συρ­τά­ρι, και δεν υπήρ­χε σί­γου­ρα κα­νέ­να άλ­λο μέ­ρος σ’ ολό­κλη­ρο το σπί­τι που να μην ασκεί έλεγ­χο η μη­τέ­ρα. Τα αγό­ρια διέ­σω­ζαν εκεί τους θη­σαυ­ρούς. Κα­λώ­δια, μπά­λες από αση­μό­χαρ­το, βί­δες, κα­τσα­βί­δια, δια­λυ­μέ­να τραν­ζί­στορς, ηλε­κτρό­δια, ανα­πτή­ρες και κολ­λη­τι­κές ται­νί­ες. Στις γα­λά­ζιες κουρ­τί­νες με τα φω­τει­νά τε­τρά­γω­να του ήλιου, έβλε­πες να επα­να­λαμ­βά­νε­ται το ίδιο ακρι­βώς μο­τί­βο, επί όσες φο­ρές προ­λά­βαι­νες να με­τρή­σεις: ένα μι­κρό αγό­ρι κοι­τού­σε μέ­σα από ένα τη­λε­σκό­πιο έναν πλα­νή­τη με­γά­λο σαν κε­φα­λο­τύ­ρι.
Σπί­τι μου εί­ναι η νύ­χτα.Ένας τοί­χος χώ­ρι­ζε το παι­δι­κό δω­μά­τιο από τη στε­νή κά­μα­ρη όπου η νε­α­ρή υπη­ρέ­τρια σι­δέ­ρω­νε σώ­βρα­κα. Απέ­να­ντί της στο φύλ­λο της ντου­λά­πας, ο με­γά­λος κα­θρέ­φτης δι­πλα­σί­α­ζε την αί­σθη­ση του πα­ρεί­σα­κτου και μα­ζί την ανυ­πο­μο­νη­σία της. Πό­τε να πέ­σουν όλοι για ύπνο, να βγει στο βε­ρα­ντά­κι, να λάμ­ψει το νυ­χτι­κό της στο φεγ­γα­ρό­φω­το σαν νυ­φι­κό.

                        V

Ανά­με­σα στη συ­ζυ­γι­κή κα­ριό­λα και τον τοί­χο, κα­θι­σμέ­νη μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη της τουα­λέ­τας της, η νε­α­ρή γυ­ναί­κα, έμπει­ρη επαγ­γελ­μα­τί­ας της ομορ­φιάς της, κα­τα­πια­νό­ταν με το κα­θη­με­ρι­νό μα­κι­γιάζ. Μο­λύ­βι μα­τιών, μο­λύ­βι χει­λιών, ρί­μελ, ρουζ, κρα­γιόν. Τέ­λος πί­ε­ζε στη χαρ­το­πε­τσέ­τα τα χεί­λη και, προ­βά­ρο­ντας το δυ­να­τό της βλέμ­μα, αυ­τό που υπο­σχό­ταν έναν πυ­ρη­νι­κό όλε­θρο, έφευ­γε για τη δου­λειά.
Στο ίδιο δω­μά­τιο, με το ίδιο κρα­γιόν και απου­σία της μη­τρός, το κο­ρί­τσι έβα­φε και ξα­νά­βα­φε τα χεί­λη, χω­ρίς όμως την ανα­με­νό­με­νη ικα­νο­ποί­η­ση, βα­θιά προ­σβε­βλη­μέ­νη από την άρ­νη­ση του κα­θρέ­φτη μιας αλ­λα­γής προς το γοη­τευ­τι­κό­τε­ρο. Συ­νε­χί­ζο­ντας να βά­φει όλο και πιο μα­κριά από το πε­ρί­γραμ­μα των χει­λιών και ελ­πί­ζο­ντας σε μια οποια­δή­πο­τε πλέ­ον με­τα­μόρ­φω­ση, σχη­μά­τι­ζε το λυ­πη­μέ­νο και κα­τα­κόκ­κι­νο στό­μα του κλό­ουν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: