I
Εδώ είναι που ζει ο όφις, στο ασώματο.
Το κεφάλι του αέρας. Κάτω απ’ την κορφή του τη νύχτα
Ανοίγουν μάτια και μας καρφώνουν σε κάθε ουρανό.
Ή μήπως είναι άλλο ένα λάκτισμα για να σκάσει από τ’ αυγό,
Άλλη μια εικόνα στο βάθος της σπηλιάς,
Ένα ακόμη ασώματο για το πουκάμισο του σώματος;
Εδώ είναι που ζει το φίδι. Αυτή είναι η φωλιά του,
Αυτά τα χωράφια, οι λόφοι, οι χρωματισμένες αποστάσεις,
Και τα πεύκα από πάνω και κατά μήκος και κολλητά στη θάλασσα.
Είναι μορφή που χλαπακιάζει το άμορφο,
Δέρμα που αστράφτει κάθε που θέλει να γίνει αόρατο
Και το σώμα του φιδιού απαστράπτον χωρίς το δέρμα.
Αυτό είναι το μεσουράνημα της τροχιάς και η βάση του
Αυτά τα φώτα μπορούν εντέλει να αγγίξουν έναν πόλο
Στην καρδιά του μεσονυχτίου και να βρουν το φίδι εκεί,
Σε άλλη φωλιά, τον μετρ του λαβυρίνθου
Με σώμα κι αέρα και μορφές και εικόνες,
Στο ανελέητο κυνηγητό της ευτυχίας.
Αυτό είναι το δηλητήριό του: ότι θα πρέπει να υποψιαζόμαστε
Ακόμα και αυτό. Οι στοχασμοί του μέσα στις φτέρες,
Τόσο ανεπαίσθητα όπως σάλευε για να εξασφαλίσει ήλιο,
Μας έπειθαν εξίσου. Είδαμε μέσα στο κεφάλι του,
με μαύρες χάντρες στολισμένο στο βράχο, το πιτσιλωτό ζώο,
Το έρπον γρασίδι, τον Ινδιάνο στο ξέφωτό του.
ΙΙ
Αποχαιρετισμός σε μια ιδέα... Μία καλύβα στέκει,
Εγκαταλειμμένη, σε μια ακτή. Είναι λευκή,
Όπως συνηθίζεται ή σύμφωνα με
Κάποιο μοτίβο προγονικό ή το αποτέλεσμα
μιας ατελείωτης πορείας. Τα λουλούδια πάνω στον τοίχο
Λευκά και λίγο ξεραμένα, σαν ένα σημάδι
Που υπενθυμίζει, προσπαθεί να υπενθυμίσει, ένα λευκό
Που ήταν διαφορετικό, κάτι άλλο, πέρυσι
Ή πιο παλιά, όχι το λευκό ενός γέρικου απογεύματος,
Ίσως πιο φρέσκο ή πιο μουντό, ίσως από σύννεφο χειμωνιάτικο
Ή χειμωνιάτικο ουρανό, από ορίζοντα σε ορίζοντα.
Ο άνεμος σηκώνει την άμμο απ΄το πάτωμα.
Εδώ, το να είσαι ορατός σημαίνει να είσαι λευκός,
Να κρατάς απ’ τη σκληράδα του λευκού, το επίτευγμα
ενός ακραίου χαρακτήρα σε μια άσκηση...
Η εποχή αλλάζει. Ένας άνεμος ψυχρός βιτσίζει την ακτή.
Οι μακριές γραμμές της μακραίνουν κι άλλο, αδειάζουν,
Μια σκοτεινιά πυκνώνει κι ωστόσο δεν πέφτει
Και η λευκότητα ολοένα και πιο άτονη στον τοίχο.
Ο άνθρωπος που περπατάει γυρίζει ανέκφραστος στην άμμο.
Παρατηρεί πώς ο βορράς μεγεθύνει διαρκώς την αλλαγή,
Με τις παγωμένες του λάμψεις, τις μπλε-κόκκινες σαρώσεις
Και τα μεγαλειώδη κατά ριπές ανάμματα, το πολικό του πράσινο,
Χρώμα από πάγο και φωτιά και μοναξιά.
III
Αποχαιρετισμός σε μια ιδέα... Το πρόσωπο της μητέρας,
Σκοπός του ποιήματος, γεμίζει το δωμάτιο.
Είναι μαζί, εδώ, κι είναι ζεστά,
Χωρίς ούτε μια πρόβλεψη των επερχόμενων ονείρων.
Είναι βράδυ. Το σπίτι είναι βράδυ, μισό διαλυμένο.
Μα μόνο το μισό που δεν θα ‘ρθει ποτέ στην κατοχή τους παραμένει,
Ακόμα με αστέρια. Είναι η μητέρα που κατέχουν,
Αυτή που κάνει αέρινη την τωρινή γαλήνη τους.
Την απαλύνει πιο πολύ απ΄οτιδήποτε απαλό.
Και όμως έχει κι αυτή διαλυθεί, έχει καταστραφεί κι αυτή.
Χαρίζει μια διαύγεια. Αλλά είναι γερασμένη.
Το κολιέ της είναι ανάγλυφο, όχι φιλί.
Τα απαλά της χέρια κίνηση όχι χάδι.
Το σπίτι θα καταρρεύσει και τα βιβλία θα καούν.
Βολεύονται σε κάποιο καταφύγιο του νου
Και το σπίτι ανήκει στο νου κι αυτοί και ο χρόνος,
Μαζί, όλοι μαζί. Βόρεια νύχτα
Θα μοιάζει με παγετό που τους πλησιάζει
Μαζί και τη μητέρα καθώς αποκοιμιέται
Και όπως λένε καληνύχτα, καληνύχτα. Στον πάνω όροφο
Τα παράθυρα θα είναι φωτισμένα, όχι τα δωμάτια.
Ένας άνεμος θα απλώσει τα ανεμοδαρμένα μεγαλεία του τριγύρω
Και θα χτυπήσει την πόρτα σαν το κοντάκι τουφεκιού.
Ο άνεμος θα τους προστάξει με ήχο αήττητο.
IV
Αποχαιρετισμός σε μια ιδέα... Οι ακυρώσεις,
Οι αρνήσεις ποτέ δεν είναι οριστικές. Ο πατέρας κάθεται
Στο αχανές, όπου κι αν κάθεται, με ζοφερή ματιά,
Σαν κάποιος ισχυρός μέσα στις βάτους των ματιών του.
Λέει όχι στο όχι και ναι στο ναι. Λέει ναι
Στο όχι· και λέγοντας ναι λέει αντίο.
Υπολογίζει τις ταχύτητες της αλλαγής.
Πηδάει από ουρανό σε ουρανό πιο γρήγορα
Απ’ τους κακούς αγγέλους που εκτινάσσονται από τον ουρανό στην κόλαση φλεγόμενοι.
Τώρα όμως κάθεται στης μέρας το γαλήνιο πράσινο.
Παίρνει τις φοβερές ταχύτητες του διαστήματος και τις κυματίζει
Από το νεφελώδες στο ανέφελο, και από το ανέφελο στο ακραιφνώς καθάριο
Στις πτήσεις ματιού και αυτιού στο υψηλότερο μάτι
Και το χαμηλότερο αυτί, βαθύ αυτί που ξεχωρίζει,
Μέσα στο βράδυ, συνοδείες πραγμάτων ώσπου να ακούσει
Τα δικά του υπερφυσικά προοίμια,
Τη στιγμή που το αγγελικό μάτι διακρίνει
Τους ηθοποιούς του να έρχονται, ένα τσούρμο, με μάσκες.
Κύριε ω, Κύριε, που κάθεσαι δίπλα στη φωτιά
Και μαζί στο αχανές, ακίνητος και μαζί
Σε κίνηση η ολονέν απαστράπτουσα αρχή,
Εμβριθής, και μαζί ο άναξ και μαζί το στέμμα,
Δες τούτον εδώ τον θρόνο. Ποια χορωδία,
Μασκοφορεμένη, μπορεί να τον εναρμονίσει με τον γυμνό άνεμο;
V
Η μητέρα καλεί την ανθρωπότητα στο σπίτι της
Και στο τραπέζι της. Ο πατέρας μαζεύει παραμυθάδες
Και μουσικούς που χαμηλώνουν τον ήχο και στοχάζονται τον μύθο.
Ο πατέρας φέρνει νέγρισσες που χορεύουν,
Ανάμεσα στα παιδιά, σαν ένα αλλόκοτα ώριμο
Μοτίβο που ρίχνεται στον χορό για να τον ωριμάσει.
Για χάρη τους οι μουσικοί πιάνουν υπόγειους τόνους,
Γρατζουνάνε τραγουδιστά τα όργανα.
Τα παιδιά γελούν, βαρούν ένα τενεκεδένιο τέμπο.
Ο πατέρας εμφανίζει πομπές από το πουθενά,
Θεατρικές σκηνές, τοπία και συστοιχίες κορμών
Και αυλαίες, σε αφελή προσποίηση του ύπνου.
Εκεί ανάμεσα οι μουσικοί ενστικτωδώς παίζουν το ποίημα.
Ο πατέρας μαζεύει τα ασυμμάζευτα κοπάδια του,
Με γλώσσα βάρβαρη, σαλιάρικα και με κομμένη
Την ανάσα, υπάκουα στο χάδι της τρομπέτας του.
Αυτό λοιπόν είναι το Σατιγιόν ή όπως αλλιώς θέλετε.
Βρισκόμαστε στον κυκεώνα ενός φεστιβάλ.
Ποιο φεστιβάλ; Αυτή η θορυβώδης, άτακτη περιπλάνηση;
Αυτοί είναι οι οικοδεσπότες; Αυτοί οι ημιάγριοι φιλοξενούμενοι;
Αυτοί οι μουσικοί που ντουμπλάρουν την τραγωδία,
Με νταμπ-α-ντουμπ, που το σκαρφίστηκαν γιατί
Κείμενο δεν υπάρχει; Έργο δεν υπάρχει.
Ή, οι άνθρωποι παίζουν απλούστατα επειδή παρευρίσκονται.
VI
Είναι θεατρικό μετέωρο στα σύννεφα,
Σύννεφο και το ίδιο, παρότι από βράχο ομιχλώδη
Και βουνά τρεχούμενα σαν το νερό, κύμα στο κύμα,
Μέσα από κύματα φωτός. Είναι από σύννεφο που ήτανε
Σύννεφο και που θα ξαναγίνει, τόσο ανεπαίσθητα όπως
Μια εποχή που αλλάζει χρώματα ασταμάτητα,
Μόνο και μόνο για να σπαταλιέται αλλάζοντας,
Καθώς το φως κάνει το κίτρινο χρυσό και λύνει το χρυσό
Στα οπάλινα στοιχεία του και στην λαχτάρα της φωτιάς,
Με πινελιές απ’ άκρη σ’ άκρη για χάρη της μεγαλοπρέπειας
Και των ιερών απολαύσεων του απέραντου διαστήματος
Το σύννεφο γλιστράει νωχελικά μέσα από ημιτελείς μορφές της φαντασίας.
Το θέατρο είναι γεμάτο πουλιά που πετούν,
Άγριοι τριγωνικοί σχηματισμοί, σαν ηφαιστειακός καπνός, με μάτια φυλαχτά
Κι εξαφανίζονται, ένας ιστός σε έναν διάδρομο
Ή μια πελώρια στοά. Ένα καπιτώλιο,
Μπορεί, να αναδύεται ή να
Κατέρρευσε μόλις. Η κάθαρση αναβάλλεται…
Αυτό δεν είναι τίποτα μέχρι που χώνεται σε έναν και μόνο άνθρωπο,
Τίποτα μέχρι που αυτό το όνομα και πράγμα γίνεται ανώνυμο
Και σβήνει. Ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του
Στις φλόγες. Ο σπουδαστής του ενός κεριού βλέπει
Ένα φέγγος αρκτικό να λαμπαδιάζει το περίγραμμα
Όλων όσων ο ίδιος είναι. Και φοβάται.
VII
Υπάρχει άραγε μια φαντασία ενθρονισμένη
Στυγνή εξίσου και καλοσυνάτη, δίκαιη
Κι άδικη μαζί, που κοντοστέκεται καταμεσής του θέρους
Να ζωντανέψει τον χειμώνα; Όταν τα φύλλα θα ‘χουνε πεθάνει,
Βρίσκει άραγε μια θέση στον βορρά, στον εαυτό της μέσα τυλιγμένη,
Αίγα αλμάτων, από κρύσταλλα και φως, καθισμένη
Στην ύψιστη νύχτα; Κι άραγε οι ίδιοι οι ουρανοί τη διακοσμούν
Και το διακηρύσσουν, την λευκή δημιουργό του μαύρου, που εκτοξεύεται
Εξαφανίζοντας, ακόμη ακόμη και πλανήτες,
Ακόμη και τη γη, ακόμη και την όραση, μέσα στο χιόνι,
Αλλά εξαιρεί τα πρέποντα για την ανάδειξη του μεγαλείου της,
Στον ουρανό ως στέμμα και αδαμάντινη καββάλα;
Χιμάει από μέσα μας, μέσα απ’ τους ουρανούς μας άπαντες χιμάει,
Σβήνοντας έναν έναν τους πλανήτες μας,
Μόνον αφήνοντας, εκεί που ήμασταν και που κοιτούσαμε, κει που
Γνωρίζαμε ένας τον άλλον και που σκεφτόμασταν τον άλλον,
Ίχνος τρεμουλιαστό και κρύο και λησμονημένο,
Χάριν αυτού του στέμματος και της απόκρυφης καββάλα.
Όμως δεν θα τολμούσε αστόχαστα στο ίδιο της σκοτάδι να χιμήξει
Προτού κάνει τη μοίρα να φανεί ασήμαντο καπρίτσιο.
Τότε της τραγωδίας η τροχιά, η στήλη
Το σχήμα και η πένθιμη φτιαξιά της, κινούν να βρουν
Κάτι να την διασκεδάσει επειγόντως, ό,τι επιτέλους είναι ικανό,
Ας πούμε, μια ανάλαφρη κουβέντα στο φεγγαρόφωτο.
VIII
Ίσως και να υπάρχει πάντοτε μια εποχή αθωότητας.
Όμως τόπος ποτέ. Κι αν ίσως ούτε εποχή υπάρχει,
Δεν είναι ούτε του χρόνου πράγμα, ούτε του τόπου,
Παρούσα στην ιδέα της καθεαυτή, μονάχα,
Στο νόημα που αντιπαλεύει την καταστροφή, ούτε και τότε είναι
Λιγότερο πραγματική. Για τον πιο γέρο και πιο παγερό φιλόσοφο,
Είναι ή υπάρχει ενδεχομένως η εποχή της αθωότητας
Ως καθαρή αρχή. Η φύση της είναι και ο σκοπός της,
Αυτό που θα ‘πρεπε να είναι, κι ας μην είναι, κάτι
Που ξυπνάει τη συμπόνια σε όποιον είναι συμπονετικός,
Όπως το απόβραδο κάποιο βιβλίο όμορφο αλλά αναληθές,
Βιβλίο για την άνοδο του όμορφου και του αληθινού.
Είναι σαν πράγμα αιθέριο που υπάρχει
Σχεδόν ως κατηγόρημα. Όμως υπάρχει,
Υπάρχει, είναι ορατό, υπάρχει, είναι.
Κι αυτές οι φωταψίες δεν είναι τότε του φωτός τα μάγια,
Ούτε κι από νεφέλες λόγια, αλλά αθωότητα είναι.
Της γης η αθωότητα σημάδι διόλου παραπλανητικό
Ή σύμβολο μοχθηρίας. Μετέχουμε σε αυτό,
Ξαπλώνουμε σαν τα παιδιά σ’ αυτή την αγιότητα,
Σαν όντας ξύπνιοι, ν’ αφηνόμαστε στου ύπνου τη γαλήνη,
Σαν να τραγούδαγε η αθώα μητέρα στο σκοτάδι
Της κάμαρης και σ΄ ένα ακορντεόν, που αμυδρά ακουόταν,
Να ‘φτιαχνε αυτή τον χρόνο και τον τόπο όπου ανασαίναμε...
IX
Και ο ένας τον άλλον σκεφτόμασταν—στη γλώσσα
Του μόχθου, στο ιδίωμα μιας γης αθώας,
Όχι στο αίνιγμα του ένοχου ονείρου.
Σαν Δανοί στη Δανία ζούσαμε ολημερίς
Και γνωριζόμασταν καλά, της γης δουλευτάδες με καρδιά λεβεντιά,
Που ήταν γι’ αυτούς το ξένο άλλη μια μέρα
Της βδομάδας, παραδοξότερη από την Κυριακή. Όμοια σκεφτόμασταν
Και αυτό μας έκανε αδέρφια σε ένα σπίτι
Που μας ανέθρεφε σαν αδέρφια, μας έθρεφε
Και μας πάχαινε όπως σε μια κηρήθρα καθωσπρέπει.
Το δράμα που ζούμε— Καταγής κολλημένοι με τον ύπνο.
Η αίσθηση της δράσης της μοίρας—
Το προκαθορισμένο ραντεβού, τότε που ήρθε μόνη,
Από τον ερχομό της προήλθε μια ελευθερία για δυο,
Μια απομόνωση που μόνο δυο τους μπορούσαν να μοιραστούν.
Θα μας βρουν κρεμασμένους στα δέντρα την ερχόμενη άνοιξη;
Ποια συμφορά ετοιμάζεται να πέσει πάνω μας:
Κλαράκια γυμνά, δέντρα γυμνά και άνεμος αψύς σαν αλάτι;
Τα αστέρια φορούν τις λαμπερές τους ζώνες.
Ρίχνουν στους ώμους τους μανδύες που στραφτοκοπούν
Όπως το ύστατο στολίδι μιας πελώριας σκιάς.
Μπορεί να έρθει αύριο με την απλούστερη λέξη,
Σχεδόν σαν κομματάκι αθωότητας, σχεδόν,
Σχεδόν το τρυφερότερο και πιο αληθινό κομμάτι.
Χ
Δυστυχισμένοι άνθρωποι σ’ έναν ευτυχισμένο κόσμο—
Διάβασε, ραββίνε, τις φάσεις αυτής της αντίθεσης.
Δυστυχισμένοι άνθρωποι σ’ έναν δυστυχισμένο κόσμο—
Πάρα πολλοί καθρέφτες για την αθλιότητα.
Ευτυχισμένοι άνθρωποι σε έναν δυστυχισμένο κόσμο—
Αδιανόητο. Τίποτα εκεί δεν κυλάει αβίαστα
Στη γλώσσα που εκφράζει, στον κυνόδοντα που γυρεύει.
Ευτυχισμένοι άνθρωποι σε έναν ευτυχισμένο κόσμο—
Μπουφόνικο αστείο! Ένας χορός, μια όπερα, ένα μπαρ.
Γύρνα εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε:
Δυστυχισμένοι άνθρωποι σε έναν ευτυχισμένο κόσμο.
Τέλεσε τώρα αυτές τις απόκρυφες συλλαβές.
Διάβασε στο εκκλησίασμα, για σήμερα
Και αύριο, ετούτη την ακρότητα,
Αυτή την επινόηση του φάσματος των σφαιρών,
Που βρίσκοντας την ισορροπία πλάθει το όλον,
Την ζωτική, την αλάθητη διάνοια,
Που εκπληρώνει όσα στοχάζεται, μεγάλα και μικρά.
Μέσα σ’ αυτούς τους δυστυχείς διαλογίζεται το όλον,
Το πλήρωμα της τύχης και το πλήρωμα της μοίρας,
Σαν να έζησε όλες τις ζωές, που θα μπορούσε να γνωρίσει,
Σε σάλα στρίγγλας κι όχι σε σιωπηλό παράδεισο,
Σ’ ένα παζάρι αγέρα και καιρού, δίπλα σ’ αυτά τα φώτα
Άχυρα θέρους που έπιασαν φωτιά πάνω στη δόξα του χειμώνα.