Βραδεμβουργιανά

Αφιέ­ρω­ση
(…σύ­ντρο­φε της χα­ράς, για­τρι­κό των πό­νων*)

Στο σπί­τι αυ­τό
απά­ντη­σα τα βρα­δεμ­βουρ­για­νά,
όπως στην πε­διά­δα,
ίλη τυ­μπά­νων να καλ­πά­ζουν
και τρο­μπέ­τες, όλα χρυ­σα­φιά,
έκτα­ση μου­σι­κή με­τέ­ω­ρη,
ανά­με­σα σε δυο χτύ­πους
μα­γε­μέ­νη
του ακά­μα­του εκ­κρε­μούς,
καρ­διά του χρό­νου που
από μέ­ταλ­λο ση­μαί­νει,
με κέ­ντρο αυ­τόν,
έναν ακρο­α­τή
που το φως
εί­χε ξε­χά­σει μο­να­χό του
στη μαύ­ρη σκο­τει­νή σκη­νή.




Άλμπρεχτ Ντίρερ (1471 1528): Ο σχεδιαστής του λαούτου (ξυλογραφία)
Άλμπρεχτ Ντίρερ (1471 1528): Ο σχεδιαστής του λαούτου (ξυλογραφία)

Μες στην γε­νέ­θλια σι­γή
φω­νή χα­ρά­ζει
του χρό­νου το γυα­λί
φω­ταύ­γεια ακου­στι­κή
ο ήχος με το φως συ­νω­μο­τεί
σαν σι­ντρι­βά­νι που λε­πτό­μι­σχο αν­θεί
από τον πέ­τρι­νο της στέρ­νας ομ­φα­λό
την όρα­ση και την αφή με ήχο να δρο­σί­ζει
ακί­νη­τη η γη
δέ­ντρα, που­λιά και ου­ρα­νούς
ει­κό­νες που αντη­χούν από μα­κριά
αντι­χα­ρί­ζει

«πέ­ντε και μι­σή»:

κα­νο­ναρ­χού­νε το σκο­τά­δι τρίμ­μα­τα λα­μπε­ρά
κα­τοι­κη­μέ­νοι γα­λα­ξί­ες
δο­ξο­στα­σία κρυ­στάλ­λων
στην πα­γε­ρή ερη­μιά
και πά­λι:

«έξι και μι­σή»:

κο­πά­δι άλο­γα ευ­γε­νι­κά
κάλ­πα­σαν στον ορί­ζο­ντα μα­κριά
πρώ­τα τρο­χά­ζο­ντας λι­θό­στρω­τα
από βρα­δεμ­βούρ­για μου­σι­κή υγρά
ίλη τυ­μπά­νων και αιχ­μη­ρή τρο­μπέ­τας αστρα­πή
απ’ το μι­κρό πα­ρά­θυ­ρο
της ισό­γειας κου­ζί­νας
χύ­θη­κε η ζω­ντα­νή ευω­διά
αό­ρα­τη μα­γεί­ρισ­σα στην πυρ­ρο­με­λά­χρι­νη την πυ­ρο­στιά
άνοι­γε φύλ­λα με ατμούς και άλ­λα της τέ­φρας μα­γι­κά κα­πνούς
κρύ­βο­ντας ρό­δα της φω­τιάς σε στά­χτης
βλε­φα­ρί­σμα­τα πυρ­ρά

«και μι­σή εφτά» :

βα­θαί­νει τη φω­νή έν­ρι­νη μι­κρή σπη­λιά
πού­που­λα αριά αριά κα­βα­λούν γέ­λια παι­διών
και ανε­βαί­νου­νε ψη­λά
πο­τά­μι σκό­νης φω­τει­νής
εί­ναι μια άπια­στη μια αβα­ρής
χαρ­τα­ε­τού που εψη­λο­πέ­ταε με­σού­ρα­νη χα­ρά

«και μι­σή οχτώ»:

χρυ­σά πορ­το­κα­λιά και
κί­τρι­να του λε­μο­νιού λα­μπιό­νια
με χα­μη­λό­θω­ρο χει­μώ­να παί­ζου­νε κρυ­φτό
πα­ντού γης ευ­δο­κία μυ­ρι­στι­κή ορί­ζο­ντες βα­θιοί
μια θάλ­πη προ­γεν­νη­τι­κή
άν­θη γλυ­κό­ξι­νη αει­θα­λής δρι­μιά
η μου­σμου­λιά που επι­μέ­νει για ν’ αν­θεί στη χει­μω­νιά

«εν­νιά μι­σή»:

πα­νη­γυ­ρί­ζει η αφή
έξαρ­ση σώ­μα­τος
βα­θιά και ογκη­ρή
με δύ­να­μη ανα­γνω­ρι­στι­κή—
με­τά­ξι μαύ­ρο των μαλ­λιών σου
η συν­νε­φιά—
γα­λή­νη δρο­σι­νή
σε άπια­στα νε­ρά
σαν την υδά­τι­νη κλω­στή
σε βρύα που γρά­φει μυ­στι­κά συ­ρι­στι­κά
σαν αση­μιά
του σά­λια­γκα με­γά­λη δη­μο­σιά

Του χρό­νου οι εντο­λές
ανέ­βαι­ναν πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα
στη σκο­τει­νιά
σμή­νη μι­κρές ψυ­χές
πε­τά­ρι­ζαν χα­ρού­με­να
ξυ­πνώ­ντας απ’ τον με­τάλ­λι­νό του ύπνο
το εκ­κρε­μές
η νύ­χτα εκάρ­φω­νε στα σκού­ρα πέ­τα της
χάλ­κι­να οξυ­κό­ρυ­φα αρ­πέζ
έγ­χορ­δα εντέ­ρι­να με­τα­ξω­τά
βο­γκούν βα­θύ­χορ­δα επί­μο­να και κρα­τε­ρά
υψώ­νουν φρά­χτη τρυ­φε­ρό
με μια τα­λά­ντω­ση αρ­μο­νι­κή
μια νό­τα κα­μω­μέ­νη από σιω­πή
με ύφαν­ση λι­νή φτε­νή νε­ρέ­νια μό­λις υπαρ­κτή
ορί­ζο­ντας μια σφαί­ρα σκο­τει­νή
άμπε­ντμου­ζίκ στο­χα­στι­κή αριθ­μη­τι­κή
απ’ όπου η όρα­ση έχει—τέ­χνη τυ­φλή του φύλ­λου που αγκι­στρώ­νει
στο κλα­δί— απο­συρ­θεί
ο χρό­νος εί­ναι το αό­ρα­το κλει­δί
από ήχους αση­μέ­νιους συ­νταγ­μέ­νος
και αφή χρυ­σή
μια ου­το­πία συρ­μα­κέ­ζι­κη με­ταλ­λι­κή
χρυ­σο­κλω­σμέ­νη από νυ­χτό­βιο με­λά­νι
και σιω­πή


(*)Στε­ρε­ό­τυ­πη επι­γρα­φή σε κα­πά­κι τσέ­μπα­λου (Laetitiae comes, medicina dolorum)


Γ.Σ. Μπαχ: Βρα­δεμ­βούρ­για Κον­τσέρ­τα αρ. 1 BWV 1046 – αρ. 6 BWV 1051


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: