Ξημερώνοντας μια μέρα σαν τις άλλες οι άνθρωποι στον τόπο αυτό έχασαν τα πρόσωπά τους. Όπως χάνεται η κορυφή του βουνού στα χαμηλά σύννεφα έτσι οι καθρέφτες επέστρεφαν σώματα που σταματούσαν στο ύψος του λαιμού. Το πάνω τους σα να το είχαν σβήσει με το σπόγγο, πήρε τη θέση του η άσαρκη ομίχλη. Ακόμα κι αν κάποιοι δεν ξυπνούν νωρίς, σαν σε όνειρο γνωρίζουν τον πρωινό θόρυβο στα μέρη που κατοικούν άνθρωποι. Γλιστράει μέσα απ’ τις χαραμάδες και φέρνει το φως στον σκοτεινό τους ύπνο. Έτσι σαν μια μαχαιριά στα σπλάχνα ή σαν το δροσερό φως της πυγολαμπίδας στο σκοτισμένο νου τους έλαβαν αυτή τη γνώση. Στη θέση του προσώπου ένα λεπτό δίχτυ παγίδευε το κενό. Το δίχτυ τέλειωνε χαλαρά στο βρόχο ενός θήτα αδειανού που τους γέμιζε τρόμο, κι άρχισαν να ουρλιάζουν. Πέτρες που έλιωσε η υπομονή του νερού και γέροντες τζίτζικες λιωμένοι απ’ το τραγούδι, χελώνες αργοβάδιστες σε αόρατες φυλλωσιές τους κάλεσαν να ησυχάσουν, να λιανίσουν τους καθρέφτες και να κοιτάξουν να καθρεφτιστούν στον αντικρινό τους ψάχνοντας για τα χαμένα πρόσωπα δυο δυο ή και πολλοί μαζί. Έτσι θα κέρδιζαν ξανά τη γνωριμιά τους που χωρίς αυτήν ό,τι πιάσεις στο χέρι σου είναι χρυσάφι που καταλάμπει για λίγο και ύστερα το σκοτάδι πέφτει βαρύ σαν πέτρα. Δυο δυο ή δέκα δέκα έστησαν αντικριστούς χορούς για να ταιριάξουν σώματα και κεφάλια. Πάνω τους διάβαινε σα σύννεφο τραγουδιστός ο ήχος της φωνής τους κι έσβηνε κι αυτός
Πρέπει οι ιστορίες να τελειώνουν. Πρέπει οι ιστορίες να τελειώνουν; Ποιος γνωρίζει τι τέλειωσε και πότε; Ένα παιδί ονειρεύτηκε τα χαμένα πρόσωπα. Στην απεραντωσιά όπου μήτε άγγελοι μήτε διάβολοι τολμούν να ακροπατήσουν συλλογισμένα τραβούσαν το φως.
Béla Bartók (1881-1945): Az ejszaka zenéje (΄Ηχοι της νύχτας, IV μέρος από τη Σουίτα Szabadban [Στο ύπαιθρο, 1926])
Μικρός οδηγός στο ταξίδι των νυχτερινών ήχων με τον Άντράς Σιφ